Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

The dead man

Ο Τζιμ Τζάρμους ανήκει στην γενιά των εναλλακτικών σκηνοθετών του Αμερικάνικου κινηματογράφου, όπως του Λιντς και άλλων. Οι σκηνοθέτες αυτοί φτιάχνουν ταινίες όχι τόσο για τους ήρωές τους, αλλά για το βαθύτερο νόημα της ταινίας, δηλαδή αυτό που κρύβεται από κάτω και που πολλές φορές χρειάζεται για να το αποκρυπτογραφήσεις, να λύσεις τον γρίφο των συμβολισμών που εμπεριέχονται. Πολλές φορές μάλιστα αυτό δεν είναι απόλυτα εφικτό με την πρώτη, και είναι ανάγκη ο ανυποψίαστος θεατής να χρειαστεί να παρακολουθήσει με άλλο μάτι την ταινία για δεύτερη και μετά από κάποιο διάστημα και τρίτη φορά. Τότε η ροή σίγουρα στο μυαλό του είναι καλύτερη, το θέμα φαίνεται διαυγέστερο και σιγά σιγά η ταινία και ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, μπορεί να κατακτήσει την αρμόζουσα θέση στην εκτίμηση του.

Ηταν περίπου πριν από 10 χρόνια, όταν με ένα φίλο μου, που την εποχή εκείνη ελεύθερα παιδιά πηγαίναμε πολύ συχνότερα από σήμερα κινηματογράφο, καλοκαιράκι μπήκαμε στον Δημοτικό κινηματογράφο της περιοχής μας, να δούμε μιά ταινία που είχε αποσπάσει πολύ καλές κριτικές. Θεωρήθηκε μάλιστα μέχρι εκείνη τη στιγμή, το αριστούργημα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη του Τζίμ Τζάρμους.
Κράχτης να δούμε την ταινία και ο συνθέτης που έντυνε με την μουσική του, Ο Νιλ Γιάνγκ.
Η βραδιά ήταν μιά εμπειρία.
Αυτό που μου είχε μείνει από τότε ήταν ότι η ταινία ήταν ασπρόμαυρη, ήταν ένα αργό γουέστερν, είχε μιά μουσική που σε καθήλωνε, και ότι είχε πολύ σύντομες ατάκες διαλόγων.Ετσι οι σύντομες σκηνικές πράξεις έσπρωχναν την αργή ταινία προς τα εμπρός και διατηρούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον μας.
Ηταν όμως και κάτι άλλο που δεν θα ξεχάσω. Οι καιρικές συνθήκες. Μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό κατά την διάρκεια της προβολής και παντού ακούγονταν υπόκωφες βροντές.Κάπου στη μέση νοιώθαμε πάνω μας να πέφτουν χοντρές σταγόνες που λές και με δυσκολία κρατιόνταν στα σύννεφα, δεν γύρισαν σε βρόχινο ντους ώστε να μας καταστρέψουν την προβολή. Κάποια πάντως στιγμή, και δεν θα το ξεχάσω, άρχισε να ρίχνει για τα καλά και διήρκεσε για περίπου, ένα το πολύ δύο λεπτά. Κανένας δεν κουνήθηκε!!
Στην οθόνη ο Ουίλιαμ Μπλέικ, που τον ενσάρκωνε ο Τζόννυ Ντέπ, έιχε πάρει το ταξίδι χωρίς επιστροφή προς τον θάνατό του (κυριολεκτικά και μεταφορικά ) με οδηγό του έναν μοναχικό Ινδιάνο, που στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται ο ήρωας των παιδικών του χρόνων, Γουίλιαμ Μπλέικ, ο ποιητής, το μοναδικό πρόσωπο της λευκής κουλτούρας που ο ινδιάνος μας έχει να θυμάται και να εκτιμάει απεριόριστα. Ο συνοδός προς τον θάνατο Ινδιάνος, έχει αυτοπροσκληθεί, -και αφού πρώτα έχει περιποιηθεί το θανάσιμο τραύμα του πραγματικού Μπλέικ της ιστορίας μας,-να οδηγήσει προς την αιωνιότητα τον ήρωά του με έναν τρόπο τελετουργικό πατροπαράδοτο και όπως του αξίζει.
Με τις σοφές Ινδιάνικες ατάκες του γαλουχεί σιγά σιγά τον μελλοθάνατο με την ιδέα του θανάτου, ώστε κατά την συγκλονιστική, συμβολική τελική σκηνή, πλέει πάνω στον υδάτινο καθρέφτη προς την αιωνιότητα σχεδόν σε νιρβάνα.

Η ταινία είναι μία ελεγεία προς τον θάνατο, ο οποίος αντιμετωπίζεται σαν κάτι το φυσιολογικό σαν συνέχεια της ζωής μας, αλλά που πρέπει και είναι υποχρέωσή μας να τον βιώσουμε με σημασία και αξιοπρέπεια. Στην πορεία της ιστορίας είναι διάχυτη η αντίθεση μεταξύ της κουλτούρας των λευκών που δεν έχουν σε τίποτα να σκοτώσουν και να σκοτωθούν μεταξύ τους, ακόμα και να κανιβαλιστούν (ναι καλά διαβάσατε),με αυτή των Ινδιάνων. Αλλά αντίθεση παρατηρείται και στη στάση και στον τρόπο ζωής τους.
Ο Ινδιάνος σκοτώνει όταν πρέπει ή όταν βρεθεί σε πραγματικά δύσκολη θέση, ανθρώπους ή ζώα, ενώ οι λευκοί για χάριν γούστου σκοτώνουν δεκάδες βουβάλια από τα τραίνα- καρβουνίαρηδες της εποχής- καθώς αυτά διασχίζουν τις παρθένες πεδιάδες της Αμερικής.

Η ιδέα του ασπρόμαυρου είναι άκρως επιτυχημένη και όχι τυχαία. Μετά το τέλος της ταινίας ο θεατής θα συνειδητοποιήσει ότι έχει δει πολλούς θανάτους και αίμα αλλά το αίμα δεν έχει χρώμα, και δεν είναι το ζητούμενο, και δεν έχει ενοχλήσει καθόλου, σχεδόν περνάει απαρατήρητο. Ακόμα και ο ήχος των πυροβολισμών είναι όσο πιό πνιχτός γίνεται για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν την ταινία είναι ένας κι ένας, εκτός του πρωταγωνιστή, Τζώννυ Ντέπ.. Gary Farmer, Billy Bob Thornton, Iggy Pop, Michael Wincott, Lance Henriksen, and Robert Mitchum ( στον τελευταίο του ρόλο)

Την ταινία, θέλω να πω ότι την είδα την περασμένη εβδομάδα σε ειδικό χώρο προβολών, γνωστού πολυκαταστήματος ,(ευτυχώς χωρίς την απειλή βροχής αυτή τη φορά) και μπόρεσα να την προσέξω καλύτερα και πιό ώριμα αυτή τη φορά, και αφού είχα δεί λίγα χρόνια πριν το άλλο αριστούργημα του Τζάρμους, Ghost Dog. (επίσης θέλω να ξαναδώ με την πρώτη ευκαιρία)

Γιά την συγκλονιστική μουσική του Neil Young ή οποία δεν θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα, προτείνω να κλικάρετε τον σύνδεσμο πάρακάτω.

1 σχόλιο:

George Sou είπε...

Υπέροχο ταξίδι, υπέροχη μουσική, υπέροχη ταινία.