Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

Ντίνος Χριστιανόπουλος- ο ποιητής του " είμαι εναντίον "


Είμαι εναντίον* της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται....

Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου - και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων.

Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά - και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από την ζωή μας.

Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων, σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις και την δίψα μας για λεφτά΄ ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.

Είμαι εναντίον των σχέσεων με το κράτος και βρίσκομαι σε διαρκή αντιδικία μαζί του. Πότε μου δεν πάτησα σε υπουργείο, και το καυχιέμαι. Η μόνη μου εξάρτηση από το κράτος είναι η εφορία, που με γδέρνει.

Είμαι εναντίον των εφημερίδων. Χαντακώνουν αξίες, ανεβάζουν μηδαμινότητες, προβάλλουν ημετέρους, αποσιωπούν τους απροσκύνητους΄ όλα τα μαγειρεύουν, όπως αυτές θέλουν. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες - όλες το ίδιο σκατό.

Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι.

Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο΄ φταίνε και οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε και εμείς που πετούμε το τσιγάρο μας στο δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα.

(Kείμενο του 1977, στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ, αρ. 1, Ιανουάριος - Απρίλιος 1979)

Την πρόθεσή του να μην παραλάβει το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού όπως και το χρηματικό έπαθλο που το συνοδεύει γνωστοποίησε σήμερα, ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Η αντίδραση του ήταν άμεση μόλις έγινε γνωστή η είδηση της βράβευσής του με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. "Δεν θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για να το πάρω. Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Κατ' αυτόν τον τρόπο σχολίασε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ τη διάκρισή του, ο 81χρονος ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, παραπέμποντας στο παραπάνω κείμενό του με τον εμβληματικό τίτλο «Εναντίον»*.
-------------------

Ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος καὶ κριτικὸς, o Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1958 ως το 1965 εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Παράλληλα το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό "Διαγώνιος", που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις.

Το 1962 δημιούργησε τις "Εκδόσεις της Διαγωνίου" και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες του Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Βιογραφία" στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μορφές".

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εποχή των ισχνών αγελάδων".

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές της ομάδας που είναι γνωστή ως "Κύκλος της Διαγωνίου" και κινήθηκε στο πλαίσιο του ομώνυμου περιοδικού που ο ίδιος ίδρυσε (Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης κ.α.). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντίνου Χριστιανόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Χριστιανόπουλος Ντίνος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
 

Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε

όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.

(Μικρά ποιήματα από τη συλλογή ''Το κορμί και το σαράκι'')

Επιλογή από ποιήματά του:
Ενός λεπτού σιγή (Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας)
Ιθάκη (Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια)
Απολογισμός της μοναξιάς (Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης)
Βρόχος (Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου)
Εκείνοι που μάς παίδεψαν (Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ)
Έρωτας (Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια)
Με κατάνυξη ('Ελα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά)
Όταν σε περιμένω ('Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι)
Τέλος (Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά)
Εγκαταλείπω την ποίηση (Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία)
Η θάλασσα (Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα)
Μικρά ποιήματα από «Το κορμί και το σαράκι»
Επικίνδυνη μοναξιά (Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου)
Αναστολή (Ό,τι ονειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια)
Eκείνοι που μας παίδεψαν (Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ)
Ενός λεπτού σιγή (Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας)
Το δάσος (Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας)
Ο φωτογράφος (Σ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά / σ΄ αυτά εδώ τα μέρη)
Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας (...ποτέ δε λένε την αλήθεια)
Ιθάκη (Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια)
Απολογισμός της μοναξιάς (Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης)
Βρόχος (Τώρα που σ΄ έχω διαγράψει απ΄ την καρδιά μου)
Έρωτας (Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια)
Με κατάνυξη (Έλα ν΄ ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά)
Όταν σε περιμένω (Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι)
Τέλος (Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά)
Εγκαταλείπω την ποίηση (Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία)
Η θάλασσα (Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα)
Μικρά ποιήματα από «Το κορμί και το σαράκι»

39 ποιήματα :
Το πεινασμένο σκυλί (Μια διαδήλωση κατεβαίνει στην Τσιμισκή)
Υπογεγραμμένη (Μην καταργείτε την υπογεγραμμένη)
Μαγδαληνή (Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του)
Στο δρόμο της Δαμασκού (Αδύνατο να δούμε τίποτε∙ μόνο ακούγαμε)
Σαββάτο βράδυ (απ' το Βαρδάρι ως το Συντριβάνι)
Τσαϊράδα (Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε)
Ένας ευήθης μαλώνει  τα δέντρα (Δε λέω, έχετε δίκιο. Όμως κι εσείς τι κάνατε ως τώρα για ν' αποτρέψετε τις πυρκαγιές;)
Τι κέρδισα (Δυο χρόνια τώρα έδινα, και τίποτα δεν έπαιρνα)
Τύψεις (Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει)
Εκείνοι που μας παίδεψαν (Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ)
Το δάσος (Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας)
Εγκαταλείπω την ποίηση (Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία)
Τι γυρεύω (Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες)
Το απόγευμα (Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο)
[νέες συλλήψεις] (Θανάση, γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;)
Όλο και πιο πολύ (Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας)
Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί (...να χορτάσω κι απόψε την έξαψή μου)
Το πάρκο (Παροπλισμένα γεροντάκια και νταντάδες)
Αποστρατευμένοι (Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ)
Με κατάνυξη (Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά)
Όταν σε περιμένω (Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι)
Το αιώνιο παράπονο (Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του γραμμόφωνου)
Εγνατία (Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία)
Η φυσαρμόνικα (Μες στα ψυχρά παγωμένα γραφεία)
Το έγκλημα της μοναξιάς (Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ)
Κακόφημη συνοικία (Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει)
Απολογισμός της μοναξιάς (Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης)
Τέλος (Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά)
Βρόχος (Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου)
Ρήμαγμα (Τις παγωμένες νύχτες)
Η κακιά στιγμή («Τα μάθατε; Ο τάδε το και το»)
Έρωτας (Το χειμώνα χωνόμασταν σ' ένα γιαπί)
Night Club (Κάθε φορά που έρχεται ο στόλος)
Χριστούγεννα (Φυσούσε ένας διαβολεμένος βαρδάρης)
Κατατρέχουν τη γραφικότητα (Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες)
Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι (Έρχομαι -- μουδιασμένος με υποδέχεσαι)
Μικρά ποιήματα (Φίλος ποιητής, διευθυντής εταιρείας)
Όσο με πληγώνεις (Ολόκληρος στον έρωτα δοσμένος)
Από το αφιέρωμα του translatum.gr στους ποιητές της Θεσσαλονίκης

Δύο μικρά πεζά:
Ιπποκλείδης (Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κλεισθένη, κι ήθελε να παντρέψει τη μοναχοκόρη του)
Ανταπόκριση (Ένα πρωί ξύπνησα με πολύ κέφι. Βγήκα στο μπαλκόνι του κήπου κι έριξα μια ματιά στα δέντρα)
Οπτικοακουστικό υλικό:
Η εκπομπή ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ αφιερωμένη στον ποιητή από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ.
Ο Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο από το indymedia.
(πηγή www.sarantakos.com)
 

Μην ξεχνάς

όταν σε λέω λεβεντιά
μην ξεχνάς πως είσαι μαλάκας

όταν σε λέω γλύκα μου
μην ξεχνάς τι ξυλάγγουρο είσαι

όταν μου λες πως μ'αγαπάς
μην ξεχνάς τα παζάρια που προηγήθηκαν

και μη θαρρείς πως είσαι τίποτα
επειδή σε προσκυνώ

Ντίνος Χριστιανόπουλος
Από τη συλλογή ''Το κορμί και το σαράκι''

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

 

Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)

 

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...

(1955)

 

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»)

 

Τὸ Δάσος

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα καὶ κλαδιὰ
κι ἔρχονται τὰ πουλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ κελαηδοῦνε.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στὶς λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρὰ καὶ ζῷα ἄγρια τὸ κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν καὶ ρημάζουν τὶς φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται νὰ μᾶς ξεσκίσουν.

Δὲν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπὸ μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινὸ καὶ μᾶς πλακώνουν.

(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»)

 

Ὁ Φωτογράφος

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
σ᾿ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μερὴ
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
νὰ ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλὴς
κι ἀπ᾿ ὀμορφιὰ νὰ ξέρει.

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
ἂς ἤμουν φωτογράφος
νὰ ὑπηρετῶ τὴν ὀμορφιὰ
μὲ τέχνη καὶ μὲ πάθος.

Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
καὶ λαϊκὲς παρέες
νὰ παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτὲς κι ὡραῖες
γιὰ εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.

 

ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

 

Ποιήματα
ἔκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

ΙΘΑΚΗ

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

 
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

(1953)

 

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα ποὺ σ᾿ ἔχω διαγράψει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ξαναγυρνᾷς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐπίμονα,
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυραννικά.
Δὲν ἔχουν ἔλεος τὰ μάτια σου γιὰ μένα,
δὲν ἔχουν τρυφερότητα τὰ λόγια σου,
τὰ δάχτυλά σου ἔγιναν τώρα πιὸ σκληρά,
ἔγιναν πιὸ κατάλληλα γιὰ τὸ λαιμό μου.

 

ΕΡΩΤΑΣ

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

 

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

 

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.

 

ΤΕΛΟΣ

Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.

 

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ᾖρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

(1956)

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.

(1962)

 

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι
μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα

τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ

τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια

ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ
πειράζει νὰ ἑξαιρέσουμε τὴ μοναξιά;

ἀφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;

ἡ νύχτα εἶναι παγερὴ
καὶ μ᾿ ἔχεις στήσει
μὲ γέλασες
μὲ γέρασες

μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

κάθε φορὰ ποὺ νομίζω πὼς σ᾿ ἔχω στὸ χέρι
βλέπω πόσο ὁ ἔρωτας εἶναι ἀχειροποίητος

ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν
κι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε;
κι ἐμεῖς ποὺ δὲ λαδώσαμε;

ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου

θυσίασα τὸν ὕπνο μου κυρία
γιὰ νὰ διαβάσω τὰ ποιήματά σας
κι ἐκεῖνα μ᾿ ἀποκοίμησαν

Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία

τὰ πρόβατα ἀπήργησαν
ζητοῦν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς

«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους

ὡραῖα ἑρμηνεύεις τὰ τραγούδια
ἂς δοῦμε πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ στὰ παρατράγουδα

καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος

μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο

ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;

γιὰ τὸ πέτσινο σακάκι σου
ποὺ σὲ κάνει τόσο ὡραῖο
ἔχασε τὴ ζωή του ἕνα ζῷο
καὶ κοντεύω νὰ τὴ χάσω κι ἐγώ

 Πηγές
Βικιπεδια
TVXS.gr
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/ntinos_xristianopoylos_poems.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια: