Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2023

Έντγκαρ Άλαν Πόε

 

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr
Ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, ο  πρώτος αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.

Από το 1815 έως το 1820 έζησε στην Σκωτία και την Αγγλία, όπου άρχισε κλασικές σπουδές, τις οποίες συνέχισε, μετά την επάνοδό του στις ΗΠΑ, στο Ρίτσμοντ της πολιτείας Βιρτζίνια. Το 1826 φοίτησε για 11 μήνες στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, όπου σπούδασε Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ιταλικά. Η ενασχόλησή του όμως με τον τζόγο εξόργισε τον κηδεμόνα του, ο οποίος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του και ο Πόε επέστρεψε στο Ρίτσμοντ.

Το 1827, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αμερικανικά γράμματα, εκδίδοντας στην Βοστώνη ένα φυλλάδιο με τα νεανικά του ποιήματα με τίτλο «Tamerlane, and Other Poems» («Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα«). Η έλλειψη οικονομικών μέσων τον οδήγησε στην απόφαση να καταταγεί στο στρατό. Ο κηδεμόνας του Τζον Άλαν εξαγόρασε την στρατιωτική του θητεία και τον βοήθησε να εισαχθεί στην Στρατιωτική Ακαδημία τού Γουέστ Πόιντ (την Σχολή Ευελπίδων των ΗΠΑ). Πριν από την έναρξη της φοίτησής του, το 1829, ο Πόε εξέδωσε στην Βοστώνη την συλλογή ποιημάτων«Αl Aaraaf, Tamerlane, and Minor Poems» («Αλ Ααράαφ, Ταμερλάνος και μικρότερα ποιήματα»).

Το κλίμα της σχολής δεν τον σήκωνε και από την αρχή τής φοίτησής του επιδίωκε να αποβληθεί, απουσιάζοντας συστηματικά από τις ασκήσεις και τα μαθήματα. Και πράγματι το πέτυχε. Αμέσως μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη, όπου εξέδωσε συλλογή με τίτλο «Ποιήματα» («Poems»), με ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Επέστρεψε στην Βαλτιμόρη, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα. Το 1833 το διήγημά του «Χειρόγραφο μέσα σε ένα μπουκάλι» («MS. Found in a Bottle») κέρδισε 50 δολάρια σε διαγωνισμό μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας τής Βαλτιμόρης.

Το 1835 είχε πια εγκατασταθεί στο Ρίτσμοντ, όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό «Southern Literary Messenger» και απέκτησε φήμη ως κριτικός. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την ηλικίας 13 ετών εξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλεμ και υπήρξε στοργικός σύζυγος στα λίγα χρόνια που έζησαν μαζί.

Ο Πόε απολύθηκε από το περιοδικό, πιθανώς διότι είχε κρίσεις μέθης, και εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη. Το ποτό κατέστρεψε την ζωή του. Μεθούσε σπάνια, αλλά πάντοτε δημόσια. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην υπόθεση ότι ο Πόε ήταν τοξικομανής, αλλά κατά μια ιατρική μαρτυρία υπέφερε από κάκωση τού εγκεφάλου.

Κατά την διάρκεια τής παραμονής του στην Νέα Υόρκη εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1838, το μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του με τίτλο «Η αφήγηση τού Άρθουρ Γκόρντον Πιμ» («The Narrative of Arthur Gordon Pym of Nantucket»), μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που καταλήγει σ' έναν κρυπτογραφικό γρίφο, που σύμφωνα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, επηρέασε πλήθος γνωστών συγγραφέων. Ένας από αυτούς είναι ο Χέρμαν Μέλβιλ στο μυθιστόρημα του «Μόμπι Ντικ».

To 1839 συνεργάστηκε στην έκδοση τού περιοδικού Burton’s Gentleman’s Magazine της Φιλαδέλφειας. Είχε δεσμευτεί με συμβόλαιο να παραδίδει ένα κείμενο τον μήνα. Τότε έγραψε την γνωστή ιστορία τρόμου «Η πτώση τού Οίκου των Άσερ» («The Fall of the House of Usher»), που περιλαμβάνει μια ιδιαίτερα μελετημένη περιγραφή ενός νευρωτικού, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο ίδιος ο Πόε, όπως είχε αρχικά υποτεθεί, αλλά ένας γνωστός του.

Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε την συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες» («Tales of the Grotesque and Arabesque», με χρονολογία 1840). Παραιτήθηκε από το περιοδικό γύρω στον Ιούνιο του 1840, αλλά το 1841 ανέλαβε την έκδοση του περιδικού Graham’s Lady's and Gentleman’s Magazine, στο οποίο δημοσίευσε την πρώτη αστυνομική ιστορία με τίτλο «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» («The Murders in the Rue Morgue»). To 1843, το διήγημά του «Ο χρυσός σκαραβαίος» («The Gold Bug») κέρδισε ένα βραβείο τής εφημερίδας «Dollar Newspaper» της Φιλαδέλφειας, χάρη στο οποίο έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Το 1844 επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου δημοσίευσε το διήγημα «Η απάτη τού μπαλονιού» («The Balloon Hoax») στην εφημερίδα New York Sun. Παράλληλα συνεργαζόταν με την εφημερίδα New York Mirror. Στην εφημερίδα αυτή, στο φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 1845 δημοσιεύθηκε το περίφημο ποίημά του, «Το κοράκι» («The Raven»), που τον έκανε αμέσως διάσημο σε ολόκληρη την χώρα.

Κατόπιν συνεργάστηκε με το βραχύβιο έντυπο «Broadway Journal», στο οποίο αναδημοσίευσε το 1845 τα περισσότερα διηγήματά του. Εκείνο τον χρόνο η ποιήτρια Φράνσις Σάρτζεντ Όσγκουντ ερωτεύθηκε τον Πόε. Η σύζυγός του Βιρτζίνια δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλά τα κείμενα τα οποία δημοσιεύονταν από την ποιήτρια με το ψευδώνυμο «Φάνι» για τον φιλολογικό της έρωτα προκάλεσαν σκάνδαλο.

Το 1845 ο Πόε εξέδωσε τον τόμο «Το κοράκι και άλλα ποιήματα» («The Raven and Other Poems») και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες» («Tales»). Το 1846 εγκαταστάθηκε σε εξοχικό σπίτι στο Φόρνταμ (σήμερα συνοικία της Νέας Υόρκης), όπου έγραψε για λογαριασμό του Godey's Lady’s Book (Μάιος - Οκτώβριος 1846) μια σειρά κειμένων με τίτλο «Οι λόγιοι της Νέας Υόρκης» («Literati of New York»). Επρόκειτο για μια παρουσίαση προσωπικοτήτων της εποχής του, με τα σχετικά κουτσομπολιά, τα οποία τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Τον Ιανουάριο του 1847 πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση σε ηλικία 25 ετών και η ζωή του ξανάγινε ασταθής και προβληματική. Το 1848 δημοσίευσε διάλεξή του με τίτλο «Εύρηκα» («Eureka»), στην οποία επιχειρεί μια υπερβατική «εξήγηση» τού Σύμπαντος, που δίχασε την κριτική. Κάποιοι την θεώρησαν αριστούργημα, κάποιοι άλλοι σκέτη ανοησία. Έπειτα από μια κρίση μέθης στην Φιλαδέλφεια, κατόρθωσε να επιστρέφει στο Ρίτσμοντ, όπου τελικά, ύστερα από διάφορες ερωτικές περιπέτειες, αρραβωνιάστηκε μια παλιά του γνώριμη, την Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ, η οποία ήταν χήρα. Μαζί της πέρασε ένα ανέμελο και ευτυχισμένο καλοκαίρι το 1849.

Ο Πόε είχε ορισμένα προαισθήματα για τον επικείμενο θάνατό του, όταν έφυγε από το Ρίτσμοντ για την Βαλτιμόρη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου 1849 βρέθηκε μεθυσμένος και σε οικτρή κατάσταση καταμεσής του δρόμου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Στις 5 το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή και τάφηκε στο Πρεσβυτεριανό Νεκροταφείο τής Βαλτιμόρης. Η αιτία του θανάτου του εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, καθώς χάθηκαν τα ιατρικά έγγραφα και το πιστοποιητικό θανάτου. Από τότε διάφορες ερμηνείες για την ασθένεια που προκάλεσε τον πρόωρο θάνατό του έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

Τρίτη, Απριλίου 11, 2023

Στέφανος Μαλλιαρός. Από τον Γενάρη του 2023 δεν υπάρχει ανάμεσά μας ο αισιόδοξος ποιητής

 

Ο Στέφανος Μαλλιαρός γεννή­θηκε το 1983. Μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο Αττικής και ζει στην Ηλιούπολη. Εισήχθη στο Τμήμα Πληροφορικής και Τη­λεπικοινωνιών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημί­ου Αθηνών. Αρκετά νωρίς όμως, εγκατέλειψε το αντικείμενο αυτό για να ασχοληθεί με τις μεγάλες του αγάπες, τη λογοτε­χνία και τη συγγραφή.

Από το 2019 παρακολουθώ­ντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο έχει αφιερωθεί στη στιχουργική και πολύ σύντομα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ελλη­νικής δισκογραφίας... (δυστυχώς ΔΕΝ πρόλαβε ) 


 

Στην πρώτη ποιητική συλλογή του Στέφανου Μαλλιαρού “Δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές”, η Λίνα Νικολακοπούλου γράφει στον πρόλογο:

“Ο Στέφανος γράφει σαν να μην έχει χαλάσει οριστικά ο κόσμος γύρω μας. Ο δικός του πάντως ζεστός και ζωντανός εσωτερικός κόσμος είναι φανερό πως έχει τον πρώτο λόγο, όταν πιάνει το χαρτί και το μολύβι, ή το πληκτρολόγιο και το ποντίκι, την ώρα της επιθυμίας για δημιουργία, για πλεύση στο αχανές των συνειρμών, των προβολών του είναι του, του ζευγαρώματος των ήχων των καταλήξεων των στίχων.

Έχουμε συναντηθεί ζωντανά και ψηφιακά πολλές φορές εδώ και τρία χρόνια, τις Δευτέρες κάθε εβδομάδας, όσο κρατούσαν οι κύκλοι των μαθημάτων – αφορμών για βάθεμα των καταδύσεων, για εξέλιξη του ύφους, για βελτίωση της τεχνικής και ενίσχυση της απαραίτητης πειθαρχίας και αφοσίωσης που απαιτεί η τέχνη της γραφής.

Η ευκολία του στο μέτρο και στον ρυθμό ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής. Αυτό που με ικανοποιεί με την πάροδο του χρόνου όμως είναι η εξέλιξή του και η συνεχής προσπάθειά του να αποκτήσει προσωπικό ύφος. Κάτι που είναι το μεγάλο ζητούμενο των ανθρώπων που γράφουν. Σαν να λέμε, το δακτυλικό αποτύπωμα.


 Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ

 

 "Απρόσκλητος επισκέπτης" που έχει γραφτεί για την επάρατη νόσο.


Απρόσκλητος επισκέπτης

Έχει αλλάξει η μορφή μου στον καθρέφτη
δεν με τρομάζει η εικόνα όπως παλιά,
κοιτώ στα μάτια τον απρόσκλητο επισκέπτη
και με τη σκέψη μου ζωγράφισα μαλλιά.

Σαν εφιάλτης μπήκες μέσα στο κορμί μου
όμως δε σκέφτηκες δεν είμαι μόνο αυτό,
έχω σφραγίσει έναν ήλιο στη ψυχή μου
κι έχω για όπλα μου αστέρια κι ουρανό.

Δεν έχω μάθει στη ζωή να προσκυνάω
γι' αυτό δεν πρόκειται μπροστά σου να κρυφτώ,
όλου του κόσμου την αγάπη κουβαλάω
κι όταν λυγίζω έχω κάπου να πιαστώ.

Χωρίς εμένα να το ξέρεις δεν υπάρχεις
σήκω και φύγε ή θα ζούμε ειρηνικά,
σηκώνω λάβαρο στο τέλος κάθε μάχης
υπερασπίζομαι χαμένα ιδανικά.
 
 
 Το ανάστημα του καθενός δεν είναι το κορμί του, 
τα όρια βάζει η καρδιά μαζί με την ψυχή του
 
 
«Το ανάστημα»

Στον κόσμο αυτό από μικρός ήταν ο πόνος αδερφός στεγνό το χώμα

Ο Χρόνος άφηνε πληγές, πολύ βαθιές κάποιες φορές στο άδειο σώμα

Μα είχα δίπλα μου πολλούς που μοιραστήκαν τους καημούς , να μη βουλιάξω

Μαζί τους βρήκα τη χαρά  και μου φορέσαν δυο φτερά, για να πετάξω.
 
 
 
 Ο Στέφανος Μαλλιαρός ήταν ΑΜΕΑ πέθανε 39 ετών ......
Καλό σου ταξείδι Στέφανε!
 
 
 

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

 Λέγεται πως πριν μπει ένα ποτάμι στη θάλασσα τρέμει από φόβο.

Κοιτάζει πίσω το μονοπάτι όπου πορεύτηκε
Από τις κορυφές των βουνών,
τον μακρύ ελικοειδή δρόμο που διασχίζει δάση και ποτάμια.
Και μπροστά του ,βλέπει έναν ωκεανό τόσο απέραντο,
που για να μπει δέν φαίνεται εκεί τίποτα παραπάνω
από το να εξαφανιστεί για πάντα.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Το ποτάμι δεν μπορει να πάει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να πάει πίσω.
Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω.
Το ποτάμι χρειάζεται να πάρει το ρίσκο να μπεί στον ωκεανό
γιατί μόνον τότε ο φόβος θα εξαφανισθεί
γιατί έτσι εκεί θα ξέρει
ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό,
αλλά να γίνει ο ωκεανός.


Bίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς[1], διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα[2]. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί, που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια[3] και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί με τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας[4].

Παρασκευή, Οκτωβρίου 15, 2021

Οι Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις: Ένα μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής

 

«ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ο Ιησούς Χριστός της λογοτεχνίας» είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Τζέιμς Τζόις, αλλά, θέλοντας και μη, αυτή ήταν η μοίρα του. Οι σύντομες ιστορίες που άρχισε να γράφει στα εικοσιδύο του, αυτές των «Δουβλινέζων», δεν βρήκαν εκδότη προτού γίνει τριανταδύο, έχοντας στο μεταξύ απορριφθεί δεκάδες φορές.

 

«Δεν πρόκειται για συλλογή τουριστικών εντυπώσεων» εξηγούσε σ΄ έναν υποψήφιο εκδότη ο ίδιος, μ’ επιστολή του που δημοπρατήθηκε το 2004 από τον Christie’s έναντι 48.000 ευρώ. Ο Τζόυς αντιμετώπιζε τους «Δουβλινέζους» ως ένα κεφάλαιο της ιστορίας των ιρλανδέζικων ηθών μέσα από αφηγήσεις αντλημένες από τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια κυρίως, αλλά και από τη δημόσια ζωή όπως την είχε αντιληφθεί.

 

Οι συμπατριώτες του, όμως, τις θεωρούσαν προσβλητικές. Σαράντα εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να τις εκδώσουν, πολλοί τυπογράφοι έκαψαν τα χειρόγραφά του, κι εκείνος, ως το 1914 που δημοσιεύτηκε τελικά το βιβλίο, είχε ήδη πάρει την απόφασή του να γυρίσει την πλάτη του στο Δουβλίνο οριστικά.

 

Υπόγεια συνδεδεμένες μεταξύ τους, εικόνες όλες τους μιας πόλης που ο Τζόις ισχυριζόταν πως μισεί, οι δεκαπέντες ιστορίες των «Δουβλινέζων» συγκροτούν ένα μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής επί βικτωριανής εποχής κι αποτυπώνουν την ασφυξία, την οργή αλλά και την αλλόκοτη τρυφερότητα που ένιωθε για τη γενέτειρά του ο μετέπειτα δημιουργός του «Οδυσσέα».

 

Οι ήρωες των διηγημάτων, τριαντάρηδες αλλά και μικρά παιδιά, αλήτες, υπάλληλοι, εργένηδες ή παντρεμένοι, άντρες αγριεμένοι κι εκδικητικοί και γυναίκες κουρασμένες, χωρίς ψευδαισθήσεις, παρουσιάζονται παγιδευμένοι μέσα στο αλκοόλ, τη φτώχεια και τον καταπιεσμένο ερωτισμό, τη σκληρότητα της Εκκλησίας και την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, ανήμποροι να μεταβάλουν το πεπρωμένο τους.


Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόυς, μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας, στερημένης από πνευματικό σφρίγος, παθητικής.


Γόνος ευκατάστατης και πολυπληθούς οικογένειας που γρήγορα ξέπεσε κοινωνικά, ο Τζέιμς Τζόις (1882-1941) μαθήτευσε μεν πλάι στους Ιησουίτες εντρυφώντας στη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη, μελέτησε σε βάθος από τον Αριστοτέλη ως τον Ίψεν κι από τον Δάντη ως τον Μαλαρμέ, αλλά όπως επισημαίνει η βιογράφος του Έντνα Ο΄ Μπράιαν, οι πραγματικές σπουδές του ήταν άλλες: «Οι καβγάδες, οι θάνατοι, η πείνα, τα μόνιμα οικονομικά προβλήματα ήταν το πικρό σχολείο του και τον έκαναν να περιφρονεί την οικογένειά του και τη χώρα του. Σαν τις αγριόχηνες ήθελε να πετάξει μακριά. Να νιώσει Ευρωπαίος».

 

δουβλινέζοι
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Τζέιμς Τζόις, Οι Δουβλινέζοι, εκδόσεις Οξύ

Ηφαιστειώδης και βιβλιοφάγος, ευρυμαθής αλλά κι απείθαρχος μαθητής, γεμάτος αποστροφή για τα κηρύγματα των ιερωμένων, τακτικός θαμώνας σε μπαρ και πορνεία, επίδοξος κατά καιρούς τραγουδιστής, ηθοποιός αλλά και γιατρός, ο Τζόις αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη, την Τεργέστη, το Παρίσι, τη Ζυρίχη, μοιράστηκε τη ζωή του με την επαρχιώτισσα κοκκινομάλλα Νόρα Μπάρκναλ με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, διεκδίκησε και βρήκε οικονομική στήριξη για ν’ αφοσιωθεί στα γραπτά του και υπήρξε ο πρώτος Ιρλανδός καθολικός που κατέστησε τις εμπειρίες και το περιβάλλον του γνωστά στην οικουμένη, προκαλώντας με τις καινοτομίες του ριζικές αλλαγές στον λογοτεχνικό χάρτη του 20ού αιώνα.

 

Όσες επιρροές από τον Τσέχοφ ή τον Φλομπέρ κι αν έχουν εντοπιστεί στους «Δουβλινέζους», παραμένουν αξιοθαύμαστο κατόρθωμα για έναν συγγραφέα που μόλις έχει συμπληρώσει τα είκοσι. Οι ιστορίες του βιβλίου ούτε απλά νατουραλιστικά σκίτσα είναι, ούτε όμως και κατασκευές με σύνθετο συμβολισμό. Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόις, μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας, στερημένης από πνευματικό σφρίγος, παθητικής.

 

Εδώ, ο Τζόις αναπτύσσει τη ματαιότητα μιας ζωής εγκλωβισμένης στη συμβατικότητα των ηθών, προσφέροντας ήδη μια γεύση από την τεχνική που θα χρησιμοποιήσει σ’ όλα τα επόμενα έργα του: φράσεις δηλαδή που εκφράζουν πνευματικές αποκαλύψεις, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό ύφος που κινείται σε πολλά και διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα.

 

Οι «Δουβλινέζοι» έχουν εκδοθεί στα ελληνικά από διάφορους οίκους, κι ανάμεσα στους μεταφραστές τους συγκαταλέγονται ο Κοσμάς Πολίτης (εκδ. Ζαχαρόπουλος) και η Μαντώ Αραβαντινού (εκδ. Ηριδανός). Πρόσφατα επανακυκλοφόρησαν από τα «24 γράμματα» (μετ. Ανδρέας Κάππα) και από τις εκδόσεις Οξύ-Brainfood (μετ. Θάνος Καραγιαννόπουλος).

 

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Ο νεκρός», μεταφέρθηκε τo 1987 στον κινηματογράφο από τον Τζον Χιούστον, αποτελώντας το κύκνειο άσμα του.


ΑΓΟΡΑΣΤΕ τους ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΥΣ



Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες.

O Τζέημς Τζόυς φωτογραφίζεται από τη Gisèle Freund



Τρίτη, Οκτωβρίου 12, 2021

Το όνειρο του καθηγητή Κλήμη

 Ούτε ένα βήμαΟύτε ένα βήμα, λέει ο καθηγητής Κλήμης στους μαθητές του, ούτε ένα βήμα δεν μπορείτε να κάνετε στη ζωή σας, χωρίς την ποίηση με το παράπονο και τη θλίψη των στίχων της, και χωρίς την ακαταμάχητη δύναμη που κρύβουν τα μυθιστορήματα . Η γνώση είναι τυφλή, να ξέρετε, χωρίς αυτά».

Ο καθηγητής κάνει μια μικρή παύση, μετράει τις αντιδράσεις των παιδιών. Ίσως να βιάστηκε λίγο να τους πει την αλήθεια.. Αλλά, όχι, λέει από μέσα του και συνεχίζει.
«Γιατί σ αυτά θα ανακαλύψετε τους κρυφούς πόθους των ανθρώπων, το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον τους, τα τρομερά πάθη τους, και το μεγαλείο ή το σκοτάδι της ψυχής τους»
Ψάχνει τώρα στα βλέμματα των μαθητών του να βρει μια στάλα συμπάθειας, ένα μικρό ίχνος αποδοχής.
Ακούει με προσοχή τη σιωπή τους. Διακρίνει στα πρόσωπά τους ένα φως.. Αυτό του δίνει το θάρρος να συνεχίσει.
« Να μάθετε γράμματα και γράμματα» τους λέει και η φωνή του τώρα είναι πιο αργή πιο ήρεμη, πιο κοντά στην εμπιστοσύνη και την ελευθερία.
«Και τα βιβλία της γνώσης δεν είναι μόνο αυτά που κρατάτε στα χέρια σας. Είναι και τα άλλα που μιλούν για τις αλήθειες της ζωής, για τα ραγισμένα από τη δυστυχία πρόσωπα των ανθρώπων και για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου. Κι αυτά τα βιβλία θέλουν κόπους πολλούς για να τα βρείτε και να το λέει η καρδιά σας»
Ο καθηγητής Κλήμης συνεχίζει. Θέλει να προλάβει το κουδούνι να πει ό,τι είναι να πει.
«Γιατί διαβάζοντας, τότε θα καταλάβετε πως η κακία και το άδικο περισσεύουν στους ανθρώπους και τότε θα νιώσετε πως η αγάπη θέλει θυσίες και πως ο έρωτας είναι φωτιά που καίει και αναμονή και λύτρωση. Και πως όλα αυτά, τα πάθη και οι κακίες, η αγάπη και οι ασίγαστοι έρωτες η καλοσύνη και το μίσος, είναι τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημάδια της ψυχής των ανθρώπων και γνωρίζοντας αυτά χτίζετε καλύτερα τη ζωή σας. Γιατί και τη ζωή σας την ίδια θα βρείτε στις σελίδες των άλλων βιβλίων και το ίδιο τον εαυτό σας θ αναγνωρίσετε στο πρόσωπο του ήρωα κι έτσι θα μάθετε καλύτερα ποιοι είστε». .
Ρίχνει μια ματιά στο κουρδιστό ρολόι του. Έχει ακόμα λίγο χρόνο.
«Και η γλώσσα που μιλάτε κορώνα στο κεφάλι σας» τονίζει μ ένα πάθος που δεν τους αφήνει περιθώρια να μην τον πιστέψουν « και είναι το πιο δυνατό φάρμακο για τις πληγές της ζωής και περισσότερο η ίδια η ανάσα της ζωής. Γιατί εκείνος που μπορεί κι ακούει τις μυστικές φωνές της μητρικής του γλώσσας, και που μπορεί να λύνει τους δύσκολους γρίφους των συλλαβών της είναι ο κερδισμένος, γιατί ξέρει ποιος είναι και που πάει».
Απομένουν μονάχα δύο λεπτά και θέλει να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Να βιαστεί πρέπει.
«Γιατί με τη γλώσσα πονάμε κι αγαπάμε, γελάμε και φωνάζουμε το δίκιο μας και με τη γλώσσα πάλι τραγουδάμε νανουρίσματα και τραγούδια της αγάπης χαρούμενα ή λυπητερά. Γι αυτό τη γλώσσα και τα μάτια σας, Γιατί οι καιροί είναι χαλεποί και η μοναξιά αβάσταχτη και ο λόγος η μόνη γιατρειά».
Χτυπάει το κουδούνι. Τα παιδιά σηκώνονται. Μοιάζει σαν κάτι να σκέφτονται. Ο καθηγητής Κλήμης , διακρίνει στο βλέμμα τους. ένα φως'.


Από το βιβλίο"Το όνειρο του καθηγητή Κλήμη." του Σταύρου Τσαγκαράκη
Από ανάρτηση στο f.b

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2021

Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑΣ της Ελένης Μπάλιου Klemm

 


Αξιόλογο βιβλίο , ίσως το ωριμότερο της συγγραφέως βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα . Από προσωπική εμπειρία ....Διαβάζεται απνευστί

Λίγα λόγια για την συγγραφέα και για το βιβλίο 

Ελένη Α. Μπάλιου Klemm

Γεννήθηκε στην Αθήνα, κατάγεται από την Πάρο. Υπήρξε δημιουργός και διαχειρίστρια του λογοτεχνικού site refene.com  από το 1997 μέχρι το 2007 όπου παρουσίαζε έργα πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών στο ίντερνετ. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Σιγά το Ξημέρωμα» 2000 από τις εκδόσεις Προπομπός. Ένα αυτοβιογραφικό kat από την ιστοσελίδα της herinna2.blogspot.com, πρόκειται για ημερολογιακά κείμενα από τις δουλειές της στον τουρισμό ή και τις προσπάθειες για να τις βρει, bookstars 2015 , την ποιητική συλλογή «Χωρίς Φλας» 2018 bookstars, Ενώ συμμετείχε σε βιβλίο που προέκυψε με οκτώ βραβευμένα πρωτότυπα γραμμένα διηγήματα από τη συνδιοργάνωση λογοτεχνικού διαγωνισμού Fnac/Μικρό Πολυτεχνείο, «Της Ζωής Τα Παραμύθια» Εκδόσεις εμπειρία εκδοτική 2010. Το διήγημά της Καραγιαννού Χορευταρού, πρώτο βραβείο πρωτότυπα γραμμένου διηγήματος στον ίδιο διαγωνισμό το 2007.

Διηγήματα, και θεατρικά της έργα έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, και φιλοξενηθεί σε ιστοσελίδες, ενώ ποιηματά της έχουν συμπεριληφθεί στην ποιητική συλλογή της Ε.Π.Ο.Σ  (Ενωτική Πορεία Συγγραφέων) 55 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές. Από το 2018 είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.

Διατηρεί τις ιστοσελίδες www.herinna2.blogspot.com  με διηγήματα και ποιήματα δικά της, και το www.soundforwords.blogspot.com  με εστίαση στη μουσική της λέξης, αφιερώματα με απαγγελίες και μουσική υπόκρουση,  σε έργα γνωστών και αγνώστων δημιουργών.

 

 

Λίγα λόγια για το Βιβλίο « Η Στροφή της Φιλομήλας»

Η Συλλογή διηγημάτων «Η Στροφή Της Φιλομήλας» της Ελένης Μπάλιου (herinna), εκδόθηκε τον Ινουάριο του 2020 από τις εκδόσεις bookstars. Πρόκειται για ένα βιβλίο που χωρίζεται σε δυο μέρη θεματικά, το πρώτο μέρος αφορά γυναικείες μορφές- προσωπικότητες της επαρχίας, το δεύτερο αντίστοιχες μορφές της πόλης. Μερικές είναι γραφικές, παράξενες, μυστηριώδεις, αγγίζουν το όρια της τρέλας ή και τα ξεπερνούν κάποτε, έχουν όμως όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό. Με όποιο κόστος, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας τους της ζωής, αρνήθηκαν να υποταχτούν στις επιταγές, τους νόμους και τα ήθη της ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Άλλες είναι ήσυχες σαν τα ήρεμα ποτάμια που οδηγούν σε απότομους καταρράχτες, άλλες θορυβώδεις και προκλητικές, και μία απ’ όλες, η πρώτη και βασική ηρωίδα του βιβλίου η Φιλομήλα, η αποκοτιά, το πάθος, η ίδια η δικαίωση του έρωτα μέσα από την αλόκοτα λεβέντικη υπαρξή της.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 

Τρίτη, Απριλίου 28, 2020

Ελληνες Βρυκόλακες στην Ελληνική Λογοτεχνική ποίηση και Παραδοση

Θα αναφερθώ στα δύο περισσότερο γνωστά 

Του νεκρού αδελφού

Ηυπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.


5
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15  αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».


Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25   βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35  Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.


Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45   Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
50  -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55 -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-  Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60  κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65  «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
-   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70  
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
75   βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80  «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
 -   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
-----------------------------------------------------

Ο Θανάσης Βάγιας (1765-1834) ήταν υπαρκτό πρόσωπο που γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο και υπηρέτησε το Αλή Πασά. Σε αυτόν χρεώθηκε (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πηγές) η προδοσία του Γαρδικιού στους τούρκους και η σφαγή 600 Γαρδικιωτών. Ο Βαλαωρίτης στηρίζει το ποίημα του σε αυτή τη φήμη.

                              Η Φτωχή

-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
  έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
  Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!

Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.

-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
  να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
  Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
  Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
  και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
  Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
  Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
  που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
  εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
  Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."


                                    Β'

 -"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
 -"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
 -"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
 -"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
 -"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
 -"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
    Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".

                                    Γ'

 -"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
    σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".

Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.

 -"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
   εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".

Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.

 -"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
   Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".

 -"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
   κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!

Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;

                                     Δ'

                         Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
  βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
  Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
  Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

  Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
  Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
  Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
  'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

  Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
  Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
  Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
  στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

  Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
  Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
  Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
  Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

  Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
  Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
  Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
  κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

  Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
  Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
  Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
  Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις";

                             Ε'

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
  κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
  κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
  βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

  έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
  ακούω που φώναξε: -"Θ α ν ά σ η  Β ά γ ι α
  σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
  και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.

  Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
  Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
  Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
  βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

  -"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
  έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
  Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
  Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.

  Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
  πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
  Και με τα νύχια τους και με το στόμα
  πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

  Και σα με βρήκανε όλοι με μια
  έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
  γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
  κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

  Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
  το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
  Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
  οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

  Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
  σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
  Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
  τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

  Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
  πάντα φωνάζοντας: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α"-.
  Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
  που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

  Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
  Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
  Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
  Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

  Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
  κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
  -"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
  Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.

  Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
  Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
  Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
  με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

                              ΣΤ'

 -"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
   Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

 -"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
   θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

 -"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
   ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

 -"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
   Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

 -"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
  Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
  Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
  Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

 -"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
   κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
   Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
 -"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α !"-

                                 Ζ'

 -"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
   ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".

 -"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
 -"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
   Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
   Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";

 -"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
   Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".

 -"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
   ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
   'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
   νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".

 -"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
 -"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".

 -"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
   απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".

Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το   Β ά γ ι α   το   Θ α ν ά σ η!

 -"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
   πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
   Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
   Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου..."

Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.


ΠΗΓΕΣ