Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 13, 2022

Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς

 Την περίοδο της Κατοχής ζούσαν στην Ήπειρο περίπου 20.000 μουσουλμάνοι οι οποίοι μιλούσαν την αλβανική γλώσσα και τους αποκαλούσαν  Τουρκοτσάμηδες και Αλβανοτσάμηδες.

 Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς για να εξοντώσουν Έλληνες στην Ήπειρο

 Κατοικούσαν στην περιοχή της Θεσπρωτίας στις περιφέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, τις οποίες αποκαλούσαν “Τσαμουριά”. Οι Τσάμηδες προσδοκούσαν τη «Μεγάλη Αλβανία» και στόχος τους ήταν να ανεξαρτητοποιηθούν. Στη συνέχεια θα ζητούσαν να ενσωματωθούν στο αλβανικό κράτος.

 Tsamides_Entelwais 2

  • Ντοκουμέντο: Ο αρχηγός των Τσάμηδων Μαζάρ Ντίνο θέτει τους ένόπλους του στην υπηρεσία των Ναζί

Οι κύριοι εκφραστές αυτής της ιδέας ήταν τα αδέλφια Νουρί και Μαζάρ Ντίνο.

Ένοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940. Τότε σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών.

Tο καλοκαίρι του 1943 συνεργάστηκαν με τους γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι τους έδιναν υποσχέσεις ανεξαρτησίας.

Οι καταδρομείς της γερμανικής μεραρχίας Εντελβάις έκαναν κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις με τους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία, προκειμένου να εξολοθρεύσουν τα χωριά της περιοχής, τα οποία θεωρούσαν ότι ενίσχυαν το ελληνικό αντάρτικο.

Ο Μαζάρ Ντίνο και ο αδελφός του Νουρί (αρχική φωτογραφία) είχαν την πλήρη στήριξη των γερμανών διοικητών. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα της εξόντωσης των προκρίτων της Παραμυθιάς ξεκίνησαν τις συλλήψεις συνοδεία γερμανού αξιωματικού.

Χρόνια αργότερα, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Θανάσης Γκόντοβος, εντόπισε μετά από έρευνα στα γερμανικά αρχεία σημαντικά ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ότι οι εκτελέσεις των αμάχων στην Παραμυθιά έγιναν βάσει του καταλόγου ονομάτων τον οποίο είχε συντάξει η ηγεσία των Τσάμηδων στην περιοχή!

Τα επίμαχα έγγραφα και όλες τις στρατιωτικές διαταγές της γερμανικής διοίκησης Ηπείρου παρουσιάζει η «Μηχανή του Χρόνου». Σε ένα από αυτά αναφέρεται ξεκάθαρα:

 

«Ο πρόεδρος του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου της Τσαμουριάς, Μαζάρ Ντίνο, από την Παραμυθιά, είναι διοικητής του αλβανικού λόχου της Τσαμουριάς. Βρίσκεται στην υπηρεσία του Γερμανικού Στρατού. Παρακαλούνται οι υπηρεσίες να παρέχουν στο εν λόγω πρόσωπο στήριξη και αρωγή».

Τον Σεπτέμβριο του ’44, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι αντάρτες του ΕΔΕΣ που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προχώρησαν στη μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία. Στις 23 Μαΐου του 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην σε θάνατο 1.930 Τσάμηδες οι οποίοι βαρύνονταν με εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η ελληνική κυβέρνηση απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους και έποικους. Σήμερα οι Τσάμηδες αρνούνται ότι υπήρξαν συνεργάτες των Γερμανών και ζητούν να αποζημιωθούν. Η στάση τους αποτελεί παράμετρο του αλβανικού εθνικισμού και “δηλητηριάζει” τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα – Αλβανία.

Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2021

Αλή πασάς: Παρανοϊκός τύραννος ή ιδιοφυής ηγέτης

 Butrint_-_Venetian_Triangular_Fortress__by_Pudelek_


Για να καλύψουμε το «κεφάλαιο» «Αλή Πασάς», θα χρειαζόμασταν πολλά άρθρα, κάτι που είναι αδύνατο. Θα αναφερθούμε σήμερα στα κυριότερα σημεία της ζωής και της δράσης του. Το ευτύχημα είναι ότι έχουμε στη διάθεσή μας τρία πολύ σημαντικά, θεωρούμε, βιβλία: Το «Ταξίδι στην Ελλάδα-ΗΠΕΙΡΟΣ» του Γάλλου γιατρού και διπλωμάτη Φ.Κ. Πουκεβίλ που γνώρισε τον Αλή πασά και περιέχει προσωπικές μαρτυρίες του, τη «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού (1811-1870) ο οποίο βέβαια ήταν παιδί όταν ο Τεπελενλής ήταν πασάς στα Γιάννενα, αλλά γνώρισε πολλούς ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του, η «Ιστορία του Αλή πασά», του Σπύρου Αραβαντινού και τέλος, ένα σπάνιο βιβλίο του Αλβανού Αχμέτ Μουφίτ, απογόνου του Αλή πασά που παρουσιάζει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, έκδοση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών(Ιωάννινα 1993).

Ας δούμε λοιπόν όσο πιο ψύχραιμα μπορούμε τη ζωή και τη δράση του Αλή πασά παραθέτοντας γνωστά και άγνωστα γεγονότα γι’ αυτόν…

Ο Αλή πασάς: από το Τεπελένι πασάς στα Γιάννενα

Ο Αλή πασάς γεννήθηκε στο Τεπελένι της Αλβανίας το 1744 σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή. Πατέρας του ήταν ο Βελή μπέης και μητέρα του η Χάμκω, που καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Κόνιτσας και ήταν κόρη του Ζεϊνέλ μπέη. Η Χάμκω ήταν η δεύτερη σύζυγος του Βελή. Η πρώτη καταγόταν από το χωριό Μπετσίτσι του Τεπελενίου. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ισμαήλ, τον Ταχίρ, τη Μεριέμ και την Αϊσέ. Από τον γάμο του με τη Χάμκω, ο Βελή απέκτησε και μια κόρη, τη Σαχνισά που γεννήθηκε το 1746. Το οικογενειακό παρελθόν του Αλή πασά δεν ήταν και το καλύτερο. Μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως Τεπελενλής από τον τόπο που γεννήθηκε ωστόσο είχε τουρκικές ρίζες. Μακρινός πρόγονός του (αρχές 17ου αι.) ήταν ο δερβίσης Νασίφ που ζούσε στην Κιουτάχεια της Ανατολής και διέπραξε μια κολάσιμη πράξη (πηγή: Αχμέτ Μουφίτ). Για να αποφύγει τις συνέπειες, εγκαταστάθηκε στο Μπετσίστι, ένα χωριό κοντά στο Τεπελένι της Αλβανίας.
thanatos-ali-pasa

Ο Σπύρος Αραβαντινός γράφει σχετικά: «δεινώς κολασθείς υπό του προϊστάμενου αυτού, ένεκα κακοήθους τινός πράξεως, ώχετο απιών». Ο Ναζίφ παντρεύτηκε στο Μπετσίστι και ο γιος του Χουσεΐν έγινε κι αυτός δερβίσης. Μεγαλώνοντας απέκτησε κύρος και επιρροή και παντρεύτηκε την κόρη του ηγεμόνα της Κλεισούρας η οποία λόγω προβλήματος αναπηρίας στο πόδι δεν μπορούσε να βρει άντρα αντάξιο της καταγωγής της. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Μουσταφά ή Μούτσ(ι)ο Χούσο ο οποίος πήρε τον τίτλο του μπέη. Ο Μουσταφά ήταν προπάππος του Αλή πασά και έγινε αρχηγός συμμορίας ληστών (τέλη 17ου αιώνα). Την… οικογενειακή παράδοση συνέχισαν οι γιοι του Μουχτάρ (παππούς του Αλή πασά) και Μπεκίρ που επιδόθηκαν σε σωρεία ληστρικών πράξεων. Ωστόσο οι απόγονοι του Μούτσ(ι)ο Χούσο είχαν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές και αβυσσαλέο μίσος καθώς ο καθένας διεκδικούσε για τον εαυτό του την κυριαρχία πάνω στους πληθυσμούς της Αλβανίας και της Ηπείρου. οι διαμάχες αυτές έληξαν με την επικράτηση του Βελή, πατέρα του Αλή που διορίστηκε διοικητής του Δέλβινου.

Το 1753 ο Βελή πέθανε, γεγονός που συγκλόνισε βαθιά τον Αλή. Την ανατροφή του αλλά και τη διοίκηση της περιοχής ανέλαβε η Χάμκω, μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα. Όπως γράφει ο Αχμέτ Μουφίτ, διατήρησε φιλικές σχέσεις με τα συμμαχικά χωριά Χόρμοβο, Ζαγοριά, Παλιοπωγώνι κι αποκατέστησε την ασφάλεια και την ησυχία. «Γι’ αυτό και την παρομοίαζαν με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (Αχμέτ Μουφίτ). Βέβαια, χωριό Παλιοπωγώνι δεν υπάρχει και δεν γνωρίζουμε να υπήρξε ποτέ. Προφανώς ο Αχμέτ Μουφίτ εννοεί ολόκληρη την περιοχή που είναι γνωστή ως «Παλαιό Πωγώνι» ενώ και με τον όρο Ζαγοριά αναφέρεται μάλλον στα Ζαγοροχώρια.

Ωστόσο η Χάμκω συκοφάντησε τα μέλη της οικογένειας του Ισλάμ μπέη που έμεναν στο φρούριο της Κάργιανης και οι κάτοικοι του Χορμοβου «κατέσφαξαν αυτούς ανηλεώς». Ο Ισλάμ μπέης ήταν ξάδελφος του Βελή τον οποίο εξόντωσε ο πατέρας του Αλή στις μεταξύ τους διαμάχες.

Σταδιακά για να καλύψει τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα, η Χάμκω επέβαλε αύξηση στις εισφορές των χωριών που είχε υπό την προστασία της. Αυτό προκάλεσε την οργή των κατοίκων όλων των χωριών ακόμα και του Χορμόβου που ήταν το πιο πιστό απ’ όλα σ’ αυτή.
souliotes

Η Χάμκω προσπάθησε τότε ν’ αναλάβει υπό την προστασία της το χριστιανικό χωριό Κοκόσι που βρισκόταν μεταξύ Τεπελενίου και Γαρδικίου. Δεν το κατόρθωσε όμως επειδή οι κάτοικοί του είχαν φιλικές σχέσεις με τους Χριστιανούς κατοίκους του Χορμόβου οι οποίοι είχαν εξοργιστεί από την αύξηση των φόρων. Έτσι, όταν τον Αύγουστο του 1762 η Χάμκω και η κόρη της Σαχνισά περνούσαν από το Γαρδίκι, οι κάτοικοί του τις συνέλαβαν και τις καταδίκασαν.

Εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε όσα γράφουν οι ξένοι χρονογράφοι και όσα γράφουν ο Σπύρος Αραβαντινός και ο Αχμέτ Μουφίτ. Οι ξένοι χρονογράφοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του Γαρδικίου βίασαν τη Χάμκω και την κόρη της, γι’ αυτό όταν ο Αλή πασάς απέκτησε δύναμη, κατέστρεψε το Γαρδίκι και σκότωσε τους κατοίκους του.

Όμως ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν παραπλανηθεί. Προσθέτει δε: «Γιατί, όσοι γνωρίζουν πόσο οι Αλβανοί σέβονται την τιμή και εκτιμούν τους ευγενείς, θα συμφωνήσουν ότι ήταν αδύνατο οι κάτοικοι ενός χωριού να φυλακίσουν και να κακοποιήσουν». Εδώ, μάλλον ο Μουφίτ αντιγράφει τον Σπύρο Αραβαντινό: «… παρά πάσι τοις Αλβανοίς ανέκαθεν ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξας η προσβολή ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξις η προσβολή της τιμής γυναικών αιχμαλώτων και ιδίως ευγενούς οικογενεία».

Πάντως, ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι και ο παππούς του Μαλίκ πασάς τον διαβεβαίωσε ότι η Χάμκω και η κόρη της κρατήθηκαν στο Γαρδίκι μέχρι να εξοφλήσουν κάποια χρέη. Και επίσης, ο Μαλίκ του είπε ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν άγνοια των ηθών και των εθίμων των Αλβανών και γι’ αυτό έγραψαν περί κακοποίησης και βιασμού των δύο γυναικών.
unnamed-_3_

Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς που είχε ενηλικιωθεί, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, έχοντας υπό τις διαταγές του τους ληστές της περιοχής διασάλευε την τάξη και την ασφάλεια.

Ο Κουρτ Αχμέτ πασάς, βεζίρης που ευθύνεται για την εκτέλεση του Κοσμά του Αιτωλού, έπαρχος της ηγεμονίας Αυλώνας, επιθεωρητής του άτακτου στρατού και επιφορτισμένος την ασφάλεια των οδών της σημερινής νότιας Αλβανίας, της Ηπείρου, των Τρικάλων και της Πελοποννήσου, έγραψε στον Αλή ότι τέτοιες ενέργειες και συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μπέηδες. Τον κάλεσε στο Μπεράτι για να του δώσει κάποιο αξίωμα. Ο Αλή πήγε (ή… τον πήγαν, ως αιχμάλωτο κατά τον Σ. Αραβαντινό στο Μπεράτι) και συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του Κουρτ Αχμέτ.

Όταν όμως ο βεζίρης, που είχε εγκατασταθεί πλέον στο Μπεράτι αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του με τον Ιμπραήμ μπέη γιο του Καπλάν πασά, της οικογένειας του Σινάν πασά, θεωρώντας τον ανώτερο ως προς την καταγωγή από τον Αλή ο τελευταίος εξαγριώθηκε.

Έτσι ξανάρχισε τον ληστρικό βίο. Εξαφανίστηκε από το Μπεράτι και περιπλανώμενος στην Αυλώνα, κήρυξε ανυπακοή και ανταρσία απέναντι στον Κουρτ πασά και με τη συμμορία του άρχισε να τρομοκρατεί την περιφέρεια.

Ιδιαίτερα τα χωριά του Πωγωνίου και της Ζαγοριάς (Ζαγορίου) δεινοπάθησαν από τον Αλή. Περισσότερο απ’ όλα, το χωριό Λέκλι.
252px-Η_Χαμκω

Ένα βράδυ με 2.000 οπαδούς του ο Αλή πασάς, επιχείρησαν να καταστρέψουν το Λέκλι, δεν τα κατάφεραν όμως καθώς οι κάτοικοι του χωριού βοηθήθηκαν από τους Χορμοβίτες. Να σημειώσουμε εδώ, ότι από το Λέκλι, καταγόταν ένας σπουδαίος ήρωας του 1821. Ο Κωνσταντίνος Χορμοβίτης, το πραγματικό επώνυμο του οποίου ήταν Νταλαρόπουλος. Έμεινε όμως στην ιστορία ως Λαγουμιτζής (απ’ αυτόν πήρε το όνομά της και η ομώνυμη οδός της Αθήνας), καθώς ήταν ειδικός στην κατασκευή λαγουμιών. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι, ενώ πολέμησε και στη θρυλική μάχη της Αράχοβας, δίπλα στον Καραϊσκάκη.

Ο Χορμοβίτης και ο, ιδιαίτερα αγαπητός σε μας, Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τη Ναυπακτία, ήταν οι κορυφαίοι λαγουμιτζήδες του 1821 και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στον Αγώνα.

Πώς ο Αλή πασάς… εισέπραξε τα χρήματα της επικήρυξης για την δολοφονία του

Στο μεταξύ, ο Κουρτ Αχμέτ πασάς επικήρυξε το κεφάλι του Αλή για 5.000 γρόσια. Την αμοιβή την εισέπραξαν με έναν απίστευτο τρόπο, δυο βλάμηδες (αδελφοποιτοί) του Αλή πασά: ο Σκέντου Μπούγια και ο Λέκα Ντούρου, Αλβανοί προφανώς. Φόρεσαν σ’ ένα κριάρι ένα ρούχο του Αλή πασά και το πυροβόλησαν. Στη συνέχεια, παρουσίασαν στον Κουρτ το ματωμένο ρούχο λέγοντας ότι σκότωσαν τον Αλή. Εκείνος, αφελέστατα, τους πίστεψε και τους έδωσε την αμοιβή! Με τα χρήματα αυτά, ο Αλή οργάνωσε νέα ομάδα ληστών (!) και συνέχισε τη δράση του. Ο Κουρτ Αχμέτ, τον καταδίωκε με κάθε τρόπο. Συχνά ο Αλή κινδύνευε.

Μια φορά, στο μοναστήρι της Σωπικής, τον γλίτωσε ο μοναχός Ιωάννης Οικονόμου «θέσαντος αυτόν εντός κάδου». Τον Οικονόμου ο Αλή τον ευγνωμονούσε ως το τέλος της ζωής του. Το 1766 ο Αλή βρισκόταν σε δεινή θέση, βρήκε όμως καταφύγιο στο χωριό Χοστέβα και αργότερα στο Δέλβινο, κοντά στον έπαρχο Καπλάν πασά. Αργότερα, ο Καπλάν ανέλαβε ως άρχοντας των αρχόντων τη διοίκηση της επαρχίας του Δέλβινου. Ο Καπλάν εκτίμησε την ευγλωττία και την ευφυΐα του Αλή και τον πάντρεψε με την πανέμορφη και συνετή κόρη του Γκουλσούμ, που είναι περισσότερο γνωστή ως Εμινέ. Παράλληλα, η αδελφή του Αλή Σαχνισά, παντρεύτηκε τον Αλή μπέη, γιο του Καπλάν (!). Δύο αδέλφια, παντρεύτηκαν με δύο άλλα αδέλφια δηλαδή, πράγματα απαγορευμένα, αδιανόητα και καταδικαστέα… Ο γάμος του Αλή έγινε το 1767. Το 1768 γεννήθηκε ο πρώτος γιος του, Μουχτάρ μπέης και το 1772 ο δεύτερος, ο Βελή μπέης.
Ali_Pasha_and_Kira_Vassiliki_by_Paul_Emil_Jacobs_1802_1866

Ο πεθερός του Αλή πασά, Καπλάν, έδειχνε φιλική διάθεση προς τους Χριστιανούς. Ιδιαίτερα στους Χιμαριώτες, που σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας επαναστάτησαν πολλές φορές.

Όταν λίγο πριν τα Ορλοφικά, διατάχθηκε ο Καπλάν να εξοντώσει τους Χιμαριώτες, κινήθηκε μεν εναντίον τους αλλά πολύ χαλαρά. Έτσι κλήθηκε στο Μοναστήρι, για να λάβει δήθεν κάποιες διαταγές. Όταν πήγε εκεί, τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν (1768). Ο Λαμαρτίνος εξυμνεί τον Καπλάν πασά, γράφοντας ότι ήταν ένας από τους πρώτους που υπηρέτησαν τη ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό βέβαια, είναι υπερβολή του φιλέλληνα Γάλλου ποιητή.

Πώς το πασίγνωστο Λαζαράτι έγινε αμιγώς μουσουλμανικό χωριό

Η κωμόπολη Λαζαράτι (αλβ. Lazarati) ή Λαζαράτες, βρίσκεται σε μια βουνοπλαγιά λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο κοντά στο ελληνοαλβανικά σύνορα. Έχει γίνει γνωστό ως πρωτεύουσα της κάνναβης στην Ευρώπη. Το 2014, υποτίθεται ότι η αλβανική Αστυνομία ξερίζωσε όλα τα δενδρύλλια κάνναβης, δεν νομίζουμε όμως ότι ισχύει κάτι τέτοιο.

Διαβάζοντας τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου το 1913-1914 στη Β’ Ήπειρο (και την οποία βέβαια αγνόησε παντελώς…) στο βιβλίο του Βας. Γεωργίου «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ότι στον Καζά Αργυροκάστρου, όλα τα χωριά γύρω από το Λαζαράτι είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, ενώ το συγκεκριμένο αμιγώς αλβανικό (450 άτομα).
Κυρα_Φροσυνη

Ήταν μάλιστα το μόνο χωριό δίχως σχολείο. Ο Αχμέτ Μουφίτ μας έλυσε την απορία. Στο Λαζαράτι ως τα μέσα του 18ου αιώνα, κατοικούσαν μόνο Έλληνες που επαναστατούσαν συνεχώς. Ο Καπλάν πασάς τους εκδίωξε (άγνωστο με ποιον τρόπο) κι εγκατέστησε εκεί μουσουλμάνους από τα χωριά της Λιαπουριάς (των Λιάπηδων) και, κυρίως, το Προγονάτι. Έτσι, το Λαζαράτι βρέθηκε να είναι μουσουλμανικό χωριό, το μοναδικό στη γύρω περιοχή και να προοδεύει, παράγοντας 500 τόνους κάνναβης, αξίας 4,5 δις ευρώ ετησίως, το μισό Α.Ε.Π. της Αλβανίας (πηγή: Βικιπαίδεια).

Μετά την ενδιαφέρουσα, νομίζουμε, αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στον Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση του Δέλβινου (μετά το 1775), αφού φρόντισε άνθρωποί του να σκοτώσουν τον Σελίμ πασά που κατείχε τη θέση αυτή. Οι κάτοικοι του Δέλβινου τον μισούσαν όμως και ο Αλή επέστρεψε στο Τεπελένι. Χρησιμοποιώντας πάλι δόλο και ύπουλα μέσα, κατέστρεψε τα χωριά Χόρμοβο, Λέκλι και Λάμποβο, οι κάτοικοι των οποίων ήταν αντίπαλοί του. Κατέστρεψε επίσης το χωριό Μαλισώβα, επειδή δεν υποτάχτηκε, όπως και το Δελβινάκι, την πρωτεύουσα του Πωγωνίου, καθώς οι κάτοικοί του δεν έδωσαν χρήματα και τρόφιμα στους στρατιώτες του.

Το 1785, ο Αλή έκανε επιδρομή στα φημισμένα για τα πλούτη και την αρχοντιά τους Ζαγοροχώρια και τα λεηλάτησε, αποκομίζοντας πολλά λάφυρα. Το 1784, ανέλαβε αρχηγός του άτακτου στρατού της Αυλώνας, που αποστολή του ήταν η ασφάλεια των δρόμων.

Οι κάτοικοι του Ζαγορίου που δεινοπαθούσαν από ληστρικές επιδρομές, ζήτησαν τη βοήθεια του Αλή. Πραγματικά, αυτός που είχε δημιουργήσει και φιλίες με επιφανείς Ζαγορίσιους αποκατέστησε την τάξη και την ασφάλεια.

Το 1787, με 3.000 επίλεκτους Αλβανούς πολεμιστές, εντάχθηκαν στον αυτοκρατορικό στρατό και περνώντας τον Δούναβη, επιτέθηκαν εναντίον των Αυστριακών συμμάχων των Ρώσων κατά τον πόλεμο που κήρυξε εναντίον τους ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Α’ (επί Μεγάλης Αικατερίνης). Ο Αλή και οι άνδρες του διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες λεηλατώντας περιοχές της Αυστρίας. Ο σουλτάνος για ανταμοιβή του παραχώρησε και τη διοίκηση των Τρικάλων.
220px-Ali_Pascha_von_Janina_-_Sultan_Mahmud_II_-_Johann_Nepomuk_Geiger

Ο Αλή… πασάς στα Γιάννενα (1788).

Μετά τον θάνατο του Κουρτ, πασά των Ιωαννίνων, το 1788, ο Αλή διορίστηκε πασάς της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Ο βίος και η πολιτεία του είναι λίγο πολύ γνωστές.

Πολέμησε με μανία τους Σουλιώτες, τους οποίους κατέστρεψε στο Κούγκι, στο Ζάλογγο και στο Σέλτσο (1803-1804) κατέστρεψε το Βουθρωτό (1798), το οποίο κατοικούνταν από την αρχαιότητα, αλλά από τότε ερημώθηκε, κατέλαβε την Πρέβεζα (1798) σφάζοντας εκτός από κατοίκους της και Γάλλους αιχμαλώτους, εκθέτοντας διεθνώς την Ήπειρο, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, το 1807 να καταλάβει τη Λευκάδα την άμυνα της οποίας είχε αναλάβει ως «έκτακτος επίτροπος» ο μεγάλος Ιωάννης Καποδίστριας, δήμευσε την περιουσία του κλεφταρματολού και προκρίτου του Ασπροπόταμου Τρικάλων Γεώργιου Χατζηπέτρου, προστάτη των αγωνιστών για την ελευθερία, έσφαξε μέσω του συνεργάτη του Βλαχοθόδωρου, τους αγωνιστές Λαζαίους από την Πιερία (1813), έδιωξε τους κατοίκους της Πάργας από τον τόπο τους(1819), ενώ όταν συνελήφθη με δόλο ο Θύμιος Βλαχάβας, διέταξε τους δήμιους να του σπάσουν τα κόκαλα και να τον κομματιάσουν στα τέσσερα…

Κρέμασε μάλιστα από ένα κομμάτι σε τέσσερα σημεία των Ιωαννίνων για να τρομοκρατήσει τους Έλληνες (1808). Αυτό το γεγονός, περιγράφεται με αποτροπιασμό από τον λόρδο Βύρωνα που επισκέφθηκε τα Γιάννενα εκείνη την εποχή.
images-_2_

Ουσιαστικά ο Αλή πασάς, δυνάστευε μια περιοχή από τη Χιμάρα και τη Δυτική Μακεδονία, ως τη Θεσσαλία, τη Φθιωτοφωκίδα και την Αιτωλοακαρνανία.

Το μόνο θετικό είναι στην περιοχή που διοικούσε, επικρατούσε τάξη και ασφάλεια. Ακόμα και ο λόρδος Βύρων έγραψε ότι πιο ασφαλής είναι κάποιος στα Γιάννενα παρά στο Λονδίνο! Επίσης, ως μπεκτασής, ήταν ανεκτικός προς τους Χριστιανούς και δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Τον Αλή πασά υπηρέτησαν πρόσωπα γνωστά κι από άλλα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας: ο Βεληγκέκας, ο Ομέ Βρυώνης, ο Θανάσης Βάγιας, ο Αλέξης Νούτσος, ο Μάρκος Δαμιράλης κ.ά. Ανάμεσα στους γραμματικούς του συγκαταλέγουν ο Μάνθος Οικονόμου και ο Σπύρος Κολοβός. Από τους αξιωματικούς του στρατού του διακρίθηκαν αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Κίτσος Τζαβέλας κ.ά. Από την αυλή του πέρασαν οι λόγιοι Αθανάσιος Ψαλίδας και Ιωάννης Βηλαράς, ο Ιωάννης Κωλέττης, ως γιατρός του κ.ά. Βέβαια, τα Γιάννενα γύριζαν για πολλά χρόνια πριν τον Αλή πασά πνευματική ανάπτυξη και δεν ήταν αυτός στον οποίο οφείλεται η ακμή της πόλης. Ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος και όπως ανακοινώθηκε χαρακτηριστικά στο συνέδριο, για πρώτη φορά, Ναπολιτάνοι δύτες μάζευαν για λογαριασμό του κόκκινα κοράλλια από τον Αμβρακικό Κόλπο. Τα χρήματα από την πώλησή τους τα καρπωνόταν ο ίδιος…
xoursit-pasas

Ο Αλή πασάς και η Επανάσταση του 1821

Πολύς λόγος έχει γίνει για την έμμεση «συμβολή» του Αλή πασά στην επιτυχία, στην αρχή της, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας τον επισκέφθηκε δύο φορές (1818 και 1820). Όσα γράφονται όμως για δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους, πιθανότατα δεν ευσταθούν. Ο Αλή πασάς, οραματιζόταν την ίδρυση ενός αλβανικού πασαλικιού. Την ίδια περίοδο και άλλοι αξιωματούχοι (ο πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, οι Μπουσατλήδες της Σκόδρας και ο Ισμαήλ πασάς των Σερρών), είχαν στραφεί εναντίον της Πύλης θέλοντας να ιδρύσουν (ημι)ανεξάρτητες ηγεμονίες. Ο σουλτάνος το 1820 κήρυξε τον Αλή πασά φιρμανλή (αποστάτη) και τον κάλεσε να απολογηθεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλή αρνήθηκε και ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον παλιό εχθρό του Αλή Ισμαήλ Πασόμπεη, που όμως απέτυχε στην επιχείρηση εξόντωσης του . Έτσι τον Μάρτιο του 1821, ο ικανότατος Κιρκάσιος Χουρσίτ πασάς φεύγοντας από την Πελοπόννησο, ανέλαβε την επιχείρηση. Ο κλοιός στένευε γύρω από τον Αλή πασά, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο νησί της Παμβώτιδας, αναμένοντας, όπως του είχε πει ο Χουρσίτ, το έγγραφο της αμνηστίας. Στις 24 Ιανουαρίου 1822, έφτασε εκεί ο Κιοσέ Μεχμέτ με αξιωματικούς, 30 στρατιώτες και το χαρτί της θανατικής καταδίκης του. Ο Αλή τον πυροβόλησε στο χέρι και η συμπλοκή γενικεύθηκε.

«Μια σφαίρα αφού τρύπησε το πάτωμα και το μιντέρι (είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ), σφηνώθηκε ανάμεσα στους όρχεις του Αλή, ο οποίος άρχισε να κυλιέται και να ψυχομαχά» (Αχμέτ Μουφίτ). Σε λίγο ξεψύχησε στα χέρια του Θανάση Βάγια. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Το κεφάλι του, το πήγαν στον Χουρσίτ, που δάκρυσε όταν το αντίκρισε.

Την άλλη μέρα, έγινε η ταφή του σώματός του στα Γιάννενα. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, πήγε στην Πόλη με κόκκινα γένια, όπως είχε προφητέψει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που τόσο πολύ εκτιμούσε…

Εκτός από τις πηγές που αναφέραμε στην αρχή, στοιχεία αντλήσαμε και από το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ,τ.1,της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2020

Ελληνοιταλικό Επος 1940 , ένας πόλεμος που είχε κριθεί πριν καν αρχίσει

 

Γυρίστε τον χρόνο πίσω, σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια... Ηταν λίγο μετά τις 5 το πρωί όταν οι Ιταλοί άνοιξαν πυρ εναντίον των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στα σύνορα με την Αλβανία και με τον πλέον ανήθικο και δειλό τρόπο επιχείρησαν να καταλάβουν στη χώρα μας. Πριν καν εκπνεύσει το τελεσίγραφο που είχε παραδώσει μερικές ώρες πριν ο Εμμανουέλε Γκράτσι στον Ιωάννη Μεταξά, μέσω του οποίου ζητούσε την άδεια ώστε στρατεύματα της χώρας του να καταλάβουν καίρια εδάφη της δική μας. Η απάντηση του τελευταίου δεν ήταν «ΟΧΙ» όπως έμεινε στη ιστορία αλλά του είπε στα γαλλικά  που συνομιλούσαν, μόλις διάβασε το κείμενο, «alors c’ est la Guerre», που σημαίνει «λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος». 
 
Το πώς ένας δικτάτορας που διατηρούσε στενούς δεσμούς με όλα τα φασιστικά καθεστώτα που ανθούσαν τότε στην Ευρώπη αρνήθηκε πεισματικά να συνεργαστεί με τους ομοϊδεάτες του Αδόλφο Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι, είναι κάτι που έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους ιστορικούς. Η πλειοψηφία τους καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Μεταξάς δεν εθελοτυφλούσε και γνώριζε πως λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδος, της τεράστιας ακτογραμμής της και των εκατοντάδων νησιών της, ήταν αδύνατο να αντιταχθεί στους Βρετανούς που κυριαρχούσαν στη θάλασσα.
 
Αλλωστε φέρεται να είπε σε μία ομιλία του προς τους αρχηγούς των επιτελείων της χώρας μας αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα του μεγάλου πολέμου. «Αυτό που θα σας είπω δεν θα το ανακοινώσετε εις κανένα. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας. Επαναλαμβάνω και πάλιν: Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης». Αυτόματα άπαντες στην ηγεσία της χώρας γνώριζαν πως οι απαιτήσεις του Μουσολίνι δεν θα γίνονταν αποδεκτές. Κάτι ανάλογο υποστήριξε και παραμονές των εχθροπραξιών. «Η Ελλάς δέν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη άπό θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς. Ή Ελλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ώς έκ της γεωγραφικής της θέσεως μέ καμίαν απολύτως ναυτικής δυναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα τό όποιον ουδέ νά σκεφθή δύναται».  
 

Σε αντίστοιχο ύφος κινήθηκε και μία επίσημη τοποθέτησή του στις 30 Οκτωβρίου του 1940 σε ομιλία τους προς τους δημοσιογράφους, που πάντως ήταν απολύτως ελεγχόμενοι από το καθεστώς. «Δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των». 

Ο Μεταξάς ήταν ένας δικτάτορας που δεν αναρριχήθηκε στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο, όμως δεν θέλησε να συμπλέξει στρατιωτικά με τους ομοϊδεάτες του επειδή αντιλαμβάνονταν πως μία ναυτική χώρα όπως η Ελλάδα είναι αδύνατον να αντιπαρατεθεί των Αγγλων. 

Για την ιστορία ας θυμηθούμε μεταφρασμένο τον διάλογο των δύο ανδρών, όπως τουλάχιστον διασώθηκε στο πέρασμα των δεκαετιών, αμέσως μόλις ο Μεταξάς διάβασε το ιταλικό τελεσίγραφο, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940.  Οπως και τι προηγήθηκε λίγες ώρες πριν. Ο Γκράτσι βρίσκονταν μέχρι αργά το βράδυ σε μία κοσμική εκδήλωση αλλά αποχώρησε νωρίς λέγοντας πως είναι κουρασμένος. Αμέσως μετέβη στην πρεσβεία της Ιταλίας όπου και βρίσκονταν η οικία του και εκεί τον περίμενε ο στρατιωτικός του ακόλουθος. Τον παρέλαβε και μαζί με τον μεταφραστή τους κατευθύνθηκαν για το σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά, με το στρατιωτικό όχημα που είχαν στην κατοχή τους. 
 
Λίγο πριν της 3 το πρωί έφτασαν στον προορισμό τους και ζήτησαν να μιλήσουν εσπευσμένα στον πρωθυπουργό. Ο οποίος ενημερώθηκε πως τον ζητούν για σοβαρό ζήτημα ορισμένοι ξένοι διπλωμάτες, χωρίς όμως να του μεταφέρουν τα ονόματά τους, καθώς οι άνδρες της ασφαλείας του δεν ήταν σίγουροι για την εθνικότητά τους. Ομως ο Μεταξάς έγραψε πως αμέσως αντιλήφθηκε ποιοι ήταν, αφού είδε από το παράθυρο το αμάξι που είχε σταθμεύσει έξω από το σπίτι του και διέκρινε τα ιταλικά διακριτικά. Εβαλε μία ρόμπα και βγήκε μόνος του στην εξώπορτα, φωνάζοντας στον φρουρό να επιτρέψει την είσοδο στους τρεις άνδρες. 
 
Επειδή τόσο εκείνος όσο και ο Γκράτσι γνώριζαν γαλλικά, κρίθηκε σκόπιμο να μιλήσουν απευθείας και όλοι οι υπόλοιποι έμειναν στον κήπο. Οι δύο τους έχουν περιγράψει τη σκηνή και οι μαρτυρίες τους δεν διαφέρουν. Βρέθηκαν απέναντι σε ένα σαλονάκι, κάθισαν αντικριστά και ο Ιταλός πρέσβης του είπε. «Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή τη διακοίνωση». Ο Μεταξάς την πήρε στα χέρια του, άρχισε να τη διαβάζει και από τις εκφράσεις του προσώπου του έδειχνε σοκαρισμένος. Η Ρώμη κατηγορούσε την Αθήνα πως είχε παραβιάσει τις αρχές της ουδετερότητας υπέρ των Αγγλων και ότι καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουρίας. Για αυτό ο Μουσολίνι ζητούσε να επιτραπεί από την Ελλάδα η διέλευση των στρατευμάτων του και η κατάληψη από μέρος τους ορισμένων στρατηγικών σημείων της. Σε διαφορετική περίπτωση στις 6 το πρωί, δηλαδή σε 3 ώρες από τότε, θα επιτεθεί. «Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν», έγραψε αργότερα ο Γκράτσι.
 
Ο διάλογός τους εικάζεται πως ήταν, πάντα στη γαλλική, περίπου ο εξής: 
-Μεταξάς: Λοιπόν, έχουμε πόλεμο
-Γκράτσι: Οχι απαραίτητα εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της.
-Μεταξάς: Λέτε ότι θα επιτεθείτε σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ακόμα και να το ήθελα, πιστεύετε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω τον βασιλιά και να τον ενημερώσω; Να ειδοποιήσω τον Υπουργό Στρατιωτικών και το  Γενικό Επιτελείο Στρατού; Να παρθούν όλες οι σχετικές αποφάσεις; Εστω ότι γίνονται όλα αυτά, ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;
-Γκράτσι: Δεν έχω ιδέα.  
-Μεταξάς: Οχι... Είναι απαραίτητο. Εχουμε πόλεμο... 
Ο Γκράτσι έγραψε και πως ολοκληρώθηκε η συνάντησή τους. «Ενιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Ελληνα πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο. Εκείνος μου είπε 'vous êtes les plus forts' (σ.σ. είστε πιο δυνατοί)». 


Ο Γκράτσι έγραψε στα απομνημονεύματά του πως έφυγε με σκυμμένο κεφάλι από την κατοικία του Μεταξά. 
 
Πλέον αρκετά χρόνια μετά δύναται να ειπωθεί πως εκείνος ο πόλεμος κερδήθηκε πριν καν αρχίσει, χάρις στην αυταπάρνηση και το απαράμιλλος θάρρος όλων των Ελλήνων, που ενώθηκαν απέναντι σε έναν θρασύδειλο εχθρό. Εκ των υστέρων η ημερομηνία που έκρινε την έκβασή του ήταν η 15η Αυγούστου του 1940, όταν στο λιμάνι της Τήνου τορπιλίστηκε το ελαφρύ καταδρομικό «Ελλη», που ναυλοχούσε εκεί επ' ευκαιρία των εορτασμών της Παναγίας. Ηδη οι Ελληνες είχαν αντιληφθεί τις ιταλικές επεκτατικές βλέψεις, όταν από τις αρχές του 1940 έθετε ζήτημα Τσαμουριάς και κατηγορούσε την Αθήνα για ανοικτή συνεργασία με τους Αγγλους.
 
Βλέπετε ο Μουσολίνι αισθάνονταν πως ο Χίτλερ δεν τον αντιμετώπιζε σαν ίσο προς ίσο, αφού δεν ενημερώθηκε τόσο για την εισβολή στην Πολωνία όσο και στη Γαλλία. Το γόητρό του είχε πληγεί ανεπανόρθωτα και επιθυμούσε να το ανυψώσει με μία δική του στρατιωτική επιτυχία. Δεν είναι τυχαίο πως έλεγε στους συνεργάτες του ότι «ο Φύρερ θα ενημερωθεί από τις εφημερίδες για την κατάληψη της Ελλάδας», ενώ επέλεξε την 28η Οκτωβρίου για δύο λόγους. Επίσημα επειδή συνέπιπτε με την «Πορεία προς τη Ρώμη» που είχαν κάνει οι μελανοχίτωνες το 1922 με εκείνον ηγέτη, αλλά κυρίως επειδή τότε θα τον επισκέπτονταν ο Χίτλερ και ήθελε να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. 
 
Ετσι από τις αρχές του έτους η προπαγάνδα του «θορύβησε» την Αθήνα που άρχισε να προετοιμάζεται. Τον Ιούνιο η διπλωματική ένταση κορυφώθηκε, όταν αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα δύο Αλβανοί που έφτασαν στο νησί με μία βάρκα και αμέσως συνελήφθησαν από την αστυνομία. Υστερα από ανακρίσεις που διεξήχθησαν ομολόγησαν πως είχαν σκοτώσει τον επικηρυγμένο ληστή Νταούτ Χότζα και για το συμβάν ειδοποιήθηκαν οι αρχές των Τιράνων, οι οποίες όμως δεν αποκριθήκαν. Αν' αυτού περίπου ένα μήνα μετά σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος δημοσίευσε την είδηση του θανάτου του Χότζα και τόνιζε πως πρόκειται για πατριώτη που σκότωσαν επίτηδες οι Ελληνες στη μεθόριο. Η Αθήνα προέβη σε άμεσες διαψεύσεις, αλλά η προπαγάνδα κυριαρχούσε. 


Ο Μουσουλίνι επέλεξε την 28η Οκτωβρίου ως ημέρα επίθεσης κατά της Ελλάδος, ώστε να τιμήσει την «Πορεία προς τη Ρώμη» που τον οδήγησε στην εξουσία.
 
 
Ετσι φτάσαμε ανήμερα της Παναγίας, όπου το υποβρύχιο  «Ντελφίνο» βύθισε την «Ελλη», με τραγικό απολογισμό 9 νεκρούς και πάνω από 20 τραυματίες. Από την πρώτη στιγμή έγινε αντιληπτό πως πρόκειται για ιταλική επίθεση, αλλά απαγορεύτηκε στον Τύπο να αναφέρει το παραμικρό για την ταυτότητα του δράστη. Το  «Ντελφίνο» είχε λάβει διαταγή να βυθίσει ένα πολεμικό σκάφος από τον Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, διοικητή των Δωδεκανήσων. Θεωρείται απίθανο να μην είχε ενημερωθεί σχετικά ο Μουσουλίνι, αν και υπάρχουν ιστορικοί που πιστεύουν ότι η επίθεση ήταν απόρροια του σαθρού οικοδομήματος της ιταλικής κυβέρνησης.
 
Πιο συγκεκριμένα επειδή άπαντες ήθελαν να συμφωνούν με τον Ντούτσε, είχαν την πεποίθηση πως στο Αιγαίο βρίσκονταν βρετανικά πολεμικά σκάφη και ο Τζουζέπε Αϊκάρντι, διοικητής του υποβρυχίου, έλαβε διαταγή να βυθίσει κάποιο από τα δεκάδες αγγλικά που περιπολούσαν στην περιοχή. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε πως πρόκειται για ελληνικό και του επιτέθηκε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι δηλαδή οι Ιταλοί έπεσαν «θύμα» των ψεμμάτων και της προπαγάνδας τους, μάλλον δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες και φαίνεται πως ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα και μία πράξη δειλίας. 
 
Η Αθήνα όμως κράτησε, επίσημα, χαμηλούς τόνους. Ως απολυταρχικό καθεστώς, δεν πρέπει να το λησμονούμε ποτέ, η κυβέρνηση Μεταξά έδωσε εντολή όλα τα σχετικά δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για «άγνωστης ταυτότητας υποβρύχιο», παρότι από την επομένη κιόλας είχαν βρεθεί υπολείμματα από τις τορπίλες που εξαπολύθηκαν και αποδείχθηκε πως ήταν εκείνες που χρησιμοποιούσε το ιταλικό ναυτικό. Βέβαια άπαντες γνώριζαν τι είχε συμβεί, το συζητούσαν στον δρόμο, τα καφενεία, παντού σε όλη την επικράτεια. «Οι Ιταλοί βύθισαν την Ελλη». 
Ο τορπιλισμός της Ελλης «συσπείρωσε» τον ελληνικό λαό 
 
Η στάση της Ελλάδος «ερμηνεύτηκε» στη Ρώμη ως αδυναμία, ενώ την ίδια στιγμή οι πράκτορες που είχε στην Αρτα, στην Ηγουμενίτσα και τα Γιάννινα μετέδιδαν πως ο πληθυσμός της Ηπείρου θα «υποδεχθεί» τα στρατεύματά της ως απελευθερωτές! Ο Μουσουλίνι και οι συνεργάτες τους ζούσαν σε μία εικονική πραγματικότητα... 
 
Το τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα, την 15η Αυγούστου του 1940, το αντιλήφθηκαν μετά τον πόλεμο και  Γκράτσι ανέφερε στα απομνημονεύματά του.  «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό έχει η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος μπροστά σε έναν εχθρό που δε δίσταζε να μεταχειρίζεται τέτοια μέσα», έγραψε σχετικά. 
 
Από τότε και μέχρι τις 28 Οκτωβρίου μεσολάβησαν 68 μέρες, διάστημα όπου η Ελλάδα προετοιμάστηκε για μία μάχη που θύμιζε Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, αλλά και μέχρι τότε είχε λάβει πολλά μέτρα που αποδείχθηκαν καθοριστικά. Ας θυμηθούμε λοιπόν τα γεγονότα της εποχής. 
 
Απέναντι βρίσκονταν μία υπερδύναμη, που διαφεντεύονταν και λάτρευε έναν παρανοϊκό δικτάτορα, ο οποίος αναρριχήθηκε στην εξουσία με «όπλο» τη δημαγωγία και τις καταστάσεις που επικρατούσαν στην εποχή, όπως την κακή οικονομική κατάσταση της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι λοιπόν που στα μαθητικά του χρόνια μαχαίρωσε δύο συμμαθητές του αλλά παρόλα αυτά πήρε πτυχίο δασκάλου, ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως σοσιαλιστής, αλλά σύντομα έγινε ο «πατέρας» του φασισμού και μέντορας του Αδόλφου Χίτλερ. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ντούτσε όπως έμεινε στην ιστορία και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «ηγέτης», ανέλαβε τα ηνία της Ιταλίας πολλά χρόνια πριν τους Ναζί και από τις δικές του εξτρεμιστικές ενέργειες, όπως τα τάγματα εφόδου, έμαθαν πολλά. Στην πορεία βέβαια μετατράπηκε σε μία γραφική φιγούρα και υποτελής των συμμάχων του.
 
Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όμως χαρακτηρίζονταν ένας «δυνατός » παίκτης στην παγκόσμια σκηνή και ακολούθησε αλλοπρόσαλλη πολιτική εναντίον της Ελλάδος.  Το 1923, με αφορμή τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι  στα ελληνοαλβανικά σύνορα που λανθασμένα χρεώθηκε στην πατρίδα μας, επιτέθηκε και κατέλαβε την Κέρκυρα για περίπου ένα μήνα και η υπό διάλυση, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, χώρα μας αναγκάστηκε να καταβάλει υψηλές οικονομικές αποζημιώσεις. 
 
Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1927, ξεκίνησε επαφές με τις ελληνικές κυβερνήσεις και μερικούς μήνες μετά (23 Σεπτεμβρίου 1928) ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στη Ρώμη και υπογράφτηκε μεταξύ των δύο κρατών σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης, σε ενδεχόμενο εξωτερικό κίνδυνο. Βρεθήκαμε δηλαδή στο άλλο άκρο.
 
Το αποτυχημένο κίνημα του τελευταίου το 1934 άνοιξε τον δρόμο στον Ιωάννη Μεταξά, αφού η χώρα μας «χωρίστηκε», για ακόμη μία φορά, σε αντιμαχόμενα «στρατόπεδα» τους Βενιζελικούς και τους αντι-Βενιζελικούς και εν μέσω αναστάτωσης και με την ανοχή του Βασιλιά Γεωργίου Β' (ήταν φίλοι και ο Μεταξάς μέντοράς του σε πολεμικά ζητήματα), οδηγηθήκαμε στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936. Η παραπάνω εξέλιξη οδήγησε τον Μουσολίνι στο συμπέρασμα πως απέναντί του βρίσκονταν ένας ομοϊδεάτης του, που θα συμπράξει στον άξονα όλων των φασιστικών κινημάτων της Ευρώπης. 
 
Κάτι λογικό, αφού ο Μεταξάς δεν πήρε την εξουσία μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας, κυβέρνησε απολυταρχικά, υπήρχε κλίμα τρομοκρατίας, συνάνθρωποί μας διώχθηκαν και δολοφονήθηκαν για τις ιδέες και τα «πιστεύω» τους και καταλύθηκε κάθε έννοια της δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο πως οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ιταλίας  ενέταξαν στο πρόγραμμά τους εκπομπές στα ελληνικά, όπου υποστήριζαν ανοιχτά το καθεστώς των Αθηνών, αλλά στην εξωτερική πολιτική ο Ελληνας δικτάτορας παρέμενε πιστός στο «Δόγμα Βενιζέλου».  Δηλαδή ουδετερότητα, φιλειρηνική στάση, ουδεμία κίνηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εχθρική, αλλά συνάμα και διατήρηση διαύλου επικοινωνίας με την Αγγλία. Παρότι λίγο πριν τον πόλεμο είχε υποδεχθεί και φιλοξενήσει θερμά τον Γιόζεφ Γκέμπελςυπουργό Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο Μεταξάς δεν πίστευε στη δημοκρατία και την ελευθερία, αλλά εκπροσωπούσε τον φασισμό. 
Ο Μεταξάς μαζί με τον Γκέμπελς, όταν ο Υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί επισκέφθηκε την Αθήνα. 
 
 
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θέλησε να αναδιαρθρώσει τις ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και ξεκίνησαν οι αντίστοιχες παραγγελίες οπλισμού για όλα τα σώματα, οι οποίες πάντως δεν ολοκληρώθηκαν λόγω της έναρξης του πολέμου. Πάντως ενισχύθηκαν αισθητά, ενώ από τα τέλη του 1936 ξεκίνησε η κατασκευή της «Γραμμής Μεταξά». Εκείνα τα χρόνια η Βουλγαρία θεωρούνταν ως ο υπ' αριθμόν ένα εχθρός της Ελλάδος και εκεί δόθηκε το βάρος της αμυντικής της θωράκισης. Αλλωστε από το 1934 ήταν σε ισχύ το  το «Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης», μεταξύ της πατρίδας μας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας, που προέβλεπε και στρατιωτική σύμπραξη, σε περίπτωση που κάποιο εκ των τεσσάρων συμβαλλόμενων μελών απειλούνταν από εξωτερικό εχθρό. Οι Βούλγαροι ήταν απομονωμένοι από όλους. 
 
Τα όσα διαδραματίστηκαν για την κατασκευή των οχυρών, ήταν προϊόν ένας εξαιρετικού σχεδίου σε οργάνωση και εφαρμογή και δεν είναι τυχαίο πως οι Γερμανοί βρέθηκαν προ δυσάρεστων εκπλήξεων και υπέστησαν βαριές απώλειες όταν το 1941 παραβίασαν από εκεί τα σύνορα της πατρίδας. Αλλωστε στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν κατάλαβαν τα οχυρά αλλά εκείνα παραδόθηκαν με τη συνθηκολόγηση ή υπερκεράστηκαν,. Ουδείς από το εξωτερικό γνώριζε τι ακριβώς είχε κατασκευαστεί. 
 
Το έργο έγινε αποκλειστικά με τη συνδρομή Ελλήνων αρχιτεκτόνων, εργατών και φυσικά πόρων, κάτω μάλιστα από το πέπλο πλήρης μυστικότητας. Οσοι δούλευαν μεταφέρθηκαν από άλλα μέρη και κυρίως την Πελοπόννησο, ώστε να μην ξέρουν την ακριβή τοποθεσία που βρίσκονταν και να μην διαρρεύσει το παραμικρό.  
 
Τα εργοτάξια φυλάγονταν εξαιρετικά, απαγορεύονταν η είσοδος ή έξοδος χωρίς ουσιαστικό λόγο και είχαν καμουφλαριστεί, ώστε να μοιάζουν με οικοδομές ή συνεργεία οδοποιίας. Οι μηχανικοί της χώρας που επισκέφθηκαν τη «Γραμμή Μαζινό» «πάντρεψαν» το γαλλικό μοντέλο με το φυσικό τοπίο της Μακεδονίας και τα περισσότερα κτίσματα ήταν αδύνατο να εντοπιστούν. 
 
Οταν τον Απρίλιο του 1939 οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία, κατέστη σαφές πως θεωρούσαν τη Βαλκανική ως σφαίρα της επιρροής τους και στην Αθήνα σήμανε συναγερμός. Τους επόμενους μήνες άρχισαν να καταστρώνονται τα πρώτα σχέδια αντιμετώπισης του εχθρού, ενώ ξεκίνησαν και επιδιορθώσεις στο οδικό δίκτυο της Ηπείρου. Με το πρόσχημα πως πρόκειται για κοινωνικά και όχι στρατιωτικά έργα, η Ρώμη δεν αντιλήφθηκε τι  γίνονταν. Την ίδια στιγμή η ελληνική αντικατασκοπεία έπαιρνε άριστα. Ενημέρωνε συνεχώς για το μέγεθος των αντίπαλων δυνάμεων που βρίσκονταν στην Αλβανία και η Ελλάδα γνώριζε ουσιαστικά από τις αρχές Οκτωβρίου πως επίκειται επίθεση. Τότε οι αρμόδιες υπηρεσίες ελάμβαναν συνεχείς ειδοποιήσεις πως το ιταλικό μηχανικό επιδιορθώνει όλες τις γέφυρες που οδηγούσαν στα σύνορα και προχωρά σε διαπλάτυνση των δρόμων. 
 
Το ΓΕΣ μάλιστα συνέλαβε και εκτέλεσε ένα πανέξυπνο σχέδιο. Από τον Μάιο άρχισε να καλεί σε μετεκπαίδευση πολίτες στα νέα όπλα. Αλλά πώς; Τα φύλλα πορείας ήταν ατομικά και αποστέλλονταν ως επί το πλείστων σε κατοίκους της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, με χώρο συγκέντρωσης τις μεραρχίες του Αλβανικού μετώπου.
 
Ετσι δεν υπήρξε η οποιαδήποτε μαζική μετακίνηση πληθυσμού που θα κινούσε υποψίες στην απέναντι πλευρά, ενώ και δεν απέλυσε, με την ίδια αιτιολογία, του στρατευμένους από το καλοκαίρι του 1940 και μετά που είχαν ήδη ολοκληρώσει τη θητεία τους. Δεν είναι τυχαίο πως περισσότεροι από 30.000 Ελληνες στρατιώτες απέκρουσαν το πρώτο κύμα της επίθεσης μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστράτευση, ενώ οι Ιταλοί υπολόγιζαν πως απέναντί τους θα βρίσκονταν περίπου 10.000. Μάλιστα υπάρχει και μία σημαντική λεπτομέρεια. Οι περισσότεροι εκ των οπλιτών και αξιωματικών ήταν και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, οπότε γνώριζαν τα εδάφη, τις ακραίες καιρικές συνθήκες παρότι εκείνη τη χρονιά επικρατούσε πολικό ψύχος και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και πολεμούσαν μερικά χιλιόμετρα από τα σπίτια τους. 
Η μερική επιστράτευση που προηγήθηκε του πολέμου, έδωσε μετέπειτα στην Ελλάδα το πλεονέκτημα στα πεδία των μαχών, 
 
Μετά τον τορπιλισμό της Ελλης ήταν τόσο μεγάλη η ομοψυχία του λαού, που όλοι βοηθούσαν. Οι γυναίκες της Πίνδου πριν το πόλεμο είχαν αναλάβει ουσιαστικά τον ρόλο της επιμελητείας, αφού σε κάθε χωριό άνοιγαν τα σπίτια για να φιλοξενήσουν τους στρατιώτες που περιπολούσαν στα σύνορα ή επιδιόρθωναν τα έργα στην περιοχή. 
 
Ετσι φτάσαμε στις αρχές του Οκτωβρίου και οι πάντες γνώριζαν πως ανά πάσα στιγμή ο εχθρός θα κινηθεί. Το ερώτημα ήταν το πότε, αφού ξέχωρα από την ενημέρωση που είχε η Αθήνα από τους κατασκόπους της επί αλβανικού εδάφους, ανάλογες αναφορές ελάμβανε και από τους Βρετανούς, ότι δηλαδή άμεσα θα δεχθεί επίθεση από την Ιταλία.
 
Στις 11 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι ενημερώθηκε από τον Χίτλερ ότι μονάδες των ΕΣ ΕΣ εισήλθαν στη Ρουμανία, ώστε να διασφαλίσουν τα πετρέλαια του Πλοεστί και άφησε την οργή του να ξεσπάσει, αφού θεώρησε πως ο «σύμμαχός» του ενεργούσε μονομερώς σε χώρο που χαρακτήριζε ως δική του επιρροής. Λίγες ημέρες μετά, στις 15 του μηνός, συγκάλεσε το ανώτατο συμβούλιο της Ιταλίας και ανακοίνωσε την απόφασή του να εισβάλει άμεσα στη χώρα μας. Ο μόνος που διαφώνησε, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ο στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο. 
 
Στη Ρώμη έδειχναν να παραπλανημένοι για όλα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως δεν γνώριζαν την ακριβή σύνθεση των μεραρχιών της Ηπείρου αφού το «τρικ» της μερικής επιστράτευσης είχε λειτουργήσει σε απόλυτο βαθμό, τη μορφολογία του εδάφους και κυρίως το πώς θα τους «υποδεχθεί» ο ντόπιος πληθυσμός. 
 
Είναι χαρακτηριστικό πως λίγες ώρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ο αρχιστράτηγος των επιχειρήσεών τους Πράσκα και ο υφυπουργός Στρατιωτικών και Στρατηγός Σοντού, ανέφεραν πως οι Ιταλοί  θα χρειαστούν μόνο μία εβδομάδα για να καταλάβουν τα Γιάννινα! Επειδή μάλιστα ο Ντούτσε τους είχε τυφλή εμπιστοσύνη και προφανώς βρίσκονταν εν πλήρη αδυναμία να αντιληφθεί την κατάσταση, έχει διασωθεί το παρακάτω περιστατικό.
 
Στις 2 Νοεμβρίου έστειλε στο μέτωπο τον στρατηγό Πίκολο, ώστε να συναντήσει τον Πράσκα και να τον συγχαρεί, εκ μέρους του, για τη θετική έκβαση του πολέμου και ότι άμεσα θα λάβει περαιτέρω ενισχύσεις ώστε να επισπεύσει την προέλασή του, από τις μονάδες που αρχικά προγραμματίζονταν να αποβιβαστούν στην Κέρκυρα! Τι απάντησε ο αρχιστράτηγος; «Μπορείτε να του μεταφέρετε ότι μπορεί να είναι ήσυχος. Υπολογίζω πως σε τρεις ημέρες θα βρίσκομαι στα Ιωάννινα και λίγο μετά στην Πρέβεζα. Οι Ελληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Πλέον δεν υφίσταται κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς. Οι Ελληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν». Απαντες είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα ή δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη τους. Αλλη εξήγηση δεν υφίσταται. 
Ενώ όλοι Ελληνες έφυγαν χαμογελώντας για το μέτωπο, οι Ιταλοί θεωρούσαν πως προβάλουν «ψεύτικη» αντίσταση. 
 
Σε διπλωματικό επίπεδο η κυβέρνηση της Ιταλίας θέλησε να «κοιμίσει» την Αθήνα, ακόμη και ώρες πριν της κυρήξει τον πόλεμο. Ομως στις 20 Οκτωβρίου ο εκεί πρέσβης μας τηλεγράφησε πως η ιταλική επίθεση θα πρέπει να αναμένεται στις 25 ή 26 του μηνός, δηλαδή άμεσα. Για όσους αναρωτιόνται αν μπορούσε να αποφευχθεί, η απάντηση βρίσκεται στο ημερολόγιο του Κόμη Τσιάνο, γαμπρό του Μουσουλίνι και Υπουργό Εξωτερικών της χώρας του. «Ο Ντούτσε συνέταξε μια επιστολή για τον Χίτλερ όπου περιγράφει τη γενική κατάσταση που επικρατεί. Υπαινίσσεται επίσης την επικείμενη ενέργεια μας στην Ελλάδα, αλλά δεν καθορίζει ούτε την μορφή που θα έχει, ούτε την ημερομηνία, γιατί φοβάται μήπως οι Γερμανοί τον σταματήσουν ακόμη μία φορά. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που μας κά­νουν να πιστεύουμε ότι από το Βερολίνο δεν βλέπουν με πολύ ενθουσιασμό την πορεία μας προς την Αθήνα. Η ορισθείσα ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου. Αρχίζω να συντάσσω το τελεσίγραφο, το οποίο ο Γκράτσι θα επιδώσει στον Μεταξά στις 2 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά είναι ένα κείμενο το οποίον δεν αφήνει στην Ελλάδα κάποια διέξοδο. Ή θα δεχθεί κατάληψη ή θα υποστεί επίθεση»!
 
Η ενημέρωση από την πρεσβείας μας στη Ρώμη ήταν πάντως ακριβής, αφού η επιχείρηση της εισβολής ξεκίνησε ουσιαστικά στις 26/10, όταν οι Ιταλικές αρχές στην Αλβανία «σκηνοθέτησαν» επεισόδια που πιστώθηκαν στην πατρίδα μας. Μεταξύ άλλων στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα εξεράγησαν τρεις βόμβες και το εκεί πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε πως «καταζητούνται Ελληνες και Βρετανοί σαμποτέρ που τις τοποθέτησαν».
 

Η Ιταλία ήταν μία υπερδύναμη της εποχής και «σκηνοθέτησε» «θερμά επεισόδια», ώστε να δικαιολογήσει την εισβολή της στην Ελλάδα.
 
Λίγες ημέρες πριν, στις 24 του μηνός, οι Ιταλοί «επιστράτευσαν» και τον Αντόνιο Πουτσίνι, γιο του διάσημου  συνθέτη, ώστε να παρακολουθήσει από κοντά την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμ Μπατερφλάι», που είχε προγραμματιστεί για την επομένη στο Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας. Ο Γκράτσι τον προσκάλεσε να παρευρεθεί με την πρόφαση η παρουσία του να αποτελέσει το έναυσμα για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και να αποφορτίσει το κλίμα. 
 
Στις 26 Οκτωβρίου οι διοργανωτές που δεν γνώριζαν το παρασκήνιο παρέθεσαν δεξίωση προς τιμήν του Πουτσίνι και προσκάλεσαν σύσσωμη την ελληνική κυβέρνηση, ξέχωρα φυσικά από την εγχώρια ελίτ της εποχής. Ηταν το γεγονός της χρονιάς, ενώ οι ερπύστριες ζεσταίνονταν. Ο Μεταξάς έδωσε εντολή να δώσουν το παρών δύο Υπουργοί του ώστε να μην κινηθούν υποψίες, ενώ εκείνος προφασίστηκε φόρτο εργασίας και απουσίαζε. «Ξέρω πόσο δυσάρεστο είναι για κάποιον να δεχθεί το φιλί του Ιούδα. Δεν θα μεταβώ και από τους υπουργούς θα πάνε μόνο δύο. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ν. Μαυρουδής και ο Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδης», ήταν η εντολή του.  
 
Την ώρα που όλοι διασκέδαζαν ανέμελοι, ο πρόξενός μας στην Αλβανία τηλεγραφούσε: «Ολοι οι αξιωματικοί πήραν εντολή να μεταβούν στο Αργυρόκαστρο». Την ίδια στιγμή στην ιταλική πρεσβεία έφτανε κωδικοποιημένο το τελεσίγραφο που έπρεπε να επιδώσει ο Γκράτσι. Για να αντιληφθεί κάποιος τι συνέβαινε τότε, έχει επιβεβαιωθεί πως ο Ιταλός πρέσβης ζήτησε από τις γραμματείς του που το δακτυλογραφούσαν και το αποκωδικοποιούσαν να μην απουσιάζουν ταυτόχρονα από τη δεξίωση, ώστε η παράλληλη η απουσία τους να μην θεωρηθεί ύποπτη και προκαλέσει συζητήσεις! Ο πόλεμος βρίσκονταν προ των πυλών και η μία πλευρά έριχνε στάχτη στα μάτια της άλλης. 
 
Στις 27 του μηνός ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιό του. «Τι νύχτα! Στις 2 το πρωί ο Νικολούδης (σ.σ. Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού) μου τηλεφώνησε πως το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε ότι ελληνική συμμορία πέρασε σε αλβανική έδαφος και συνεπλάκη με άνδρες του στρατού (σ.σ. στο πλαίσιο της προπαγάνδας που ξεκίνησε από τις 26/10). Συνδυάζω όλες τις πληροφορίες και φήμες και απέκτησα τη πεποίθηση ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας, ενόψει της επικείμενης επίθεσης. Ηδη ήρθα σε συνεννόηση με τον Παπάγο και τους διοικητές στα σύνορα. Στις 4 το πρωί έδωσα εντολή να διαψευστεί από το αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων». 
 
Στη Ρώμη προετοίμαζαν και το έδαφος για το πώς θα ενημερώσουν τους Γερμανούς για όσα θα επακολουθούσαν. Ο Κόμης Τσιάνο ζήτησε από τους συνεργάτες του να μην πουν τίποτα στο Βερολίνο μέχρι και λίγο πριν τη έναρξη της εισβολής, ενώ εκείνος μόλις τα μεσάνυχτα, περίπου 6 ώρες πριν ηχήσουν τα κανόνια, κάλεσε τον  Οτο Φόν Μπίσμπαρκ, πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ρώμη, και του μετέφερε το περιεχόμενο του τελεσιγράφου που θα επιδίδονταν στην Ελλάδα.
 
Αλλωστε το πρωί της 28ης είχε προγραμματιστεί στην ιταλική πρωτεύουσα συνάντηση μεταξύ του Μουσολίνι και του Χίτλερ , στο πλαίσιο των επισκέψεων που έκανε ο ηγέτης των Ναζί στους συμμάχους του (προέρχονταν από επισκέψεις σε Μαδρίτη και Βισί όπου έθεσε επί τάπητος το ενδεχόμενο εισόδου του Φράνκο στον πόλεμο). 
 
Στις 05:30 το πρωί οι Ελληνες ξύπνησαν υπό τους ήχους των σειρήνων και λίγο αργότερα το ραδιόφωνο μετέδωσε τι είχε συμβεί. «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της πέμπτης και τριάντα πρωϊνής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», ανέφερε το πρώτο ανακοινωθέν.   

Ο Τύπος της εποχής, αν και ελεγχόμενος, έδινε το στίγμα της κοινωνίας. 
 
Λίγο πριν ο Μεταξάς είχε ενημερώσει τον τον βασιλιά και τον Παπάγο, ενώ οι διοικητές μεραρχιών της Ηπείρου βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους και είχαν σημάνει συναγερμό. Οι Αγγλοι, μέσω του πρέσβη τους Πάλερετ, ανακοίνωσαν στην ελληνική πλευρά πως είναι στο πλευρό τους, ενώ τόσο η Τουρκία όσο και η Βουλγαρία διαβεβαίωναν πως θα σεβαστούν την εθνική μας κυριαρχία, όπως και συνέβη μέχρι τουλάχιστον να μας επιτεθούν και οι Γερμανοί. Αυτό επέτρεψε στο ΓΕΣ να αποσπάσει, τις επόμενες εβδομάδες, δυνάμεις από την Ανατολική Μακεδονία και να τις μεταθέσουν στο μέτωπο της Αλβανίας. 
 
Ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος εξέδωσε την ημερήσια διαταγή που κατέληγε με την εξής φράση: «Ούτε βήμα πίσω»! Λίγο πριν είχε απαντήσει γραπτώς στη διαταγή που έλαβε από τον Στρατηγό Παπάγο, να αποκρούσει την ιταλική επίθεση. «Η Μεραρχία θα εκτέλεση το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλη η εθνική τιμή και καθ' όν τρόπον αυτή γνωρίζει». 
 
Το θρυλικό Aπόσπασμα Πίνδου του Κωνσταντίνου Δαβάκη «εγκλώβισε» την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» και όλες οι ελληνικές δυνάμεις εφάρμοσαν με υποδειγματικό τρόπο την ανελαστική άμυνα, κάτι που σήμαινε πως οι εισβολείς προχωρούσαν αργά και με βαρύ φόρο αίματος. Οι πλήρους σύνθεσης ελληνικές δυνάμεις επιβράδυναν κάθε κίνησή τους, μέχρι να ολοκληρωθεί η πανελλαδική επιστράτευση και να ενισχυθούν, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη σαρωτική τους αντεπίθεση. 
 
Σύντομα οι αμυνόμενοι απώθησαν τους εισβολείς στις αρχικές τους θέσεις, ενώ μέχρι το τέλος του 1940 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν εισχωρήσει βαθιά στο αλβανικό έδαφος, απελευθερώνοντας δεκάδες πόλεις όπως η Κορυτσά. Μάλιστα  διατήρησαν τις θέσεις τους ακόμη και στην Εαρινή επίθεση του Μαρτίου 1941 και «φώναξαν» πως σε αυτά τα βράχια η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο αγαθό που θα το υπερασπίζονται άνθρωποι όλων των κοινωνικών και πολιτικών τάξεων. Στα βουνά της Πίνδου δεν υπήρχαν παρατάξεις.  
 
Επ' ευκαιρία έχει διασωθεί το τηλεγράφημα του Κατσιμήτρου προς το αρχηγείο, μία ημέρα πριν την εισβολή. «Αναφέρατε παρακαλώ στον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν ή κατά τη διάρκεια της νυκτός 27 προς 28 Οκτωβρίου θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, συμφώνως προς τας διαταγάς και οδηγίας του Γενικού Επιτελείου. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ – και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως –  ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι». Και δεν πέρασαν! 

«Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ – και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως – ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι», έγραφε ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος σε επιστολή του παραμονές του πολέμου και τήρησε τη δέσμευσή του. 
 
Ηταν οι Ελληνες λοιπόν που επέφεραν στον Αξονα, που διατυμπάνιζε το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» που είχε συνάψει από το 1939, το πρώτο καίριο πλήγμα και απέδειξε πως ο φασισμός δεν είναι ανίκητος. Βέβαια ουδείς πρέπει να παραβλέπει, να το ξαναπούμε αυτό, πως η κυβέρνηση Μεταξα ήταν δικτατορική και απολυταρχική και κάθε έννοια της Δημοκρατίας είχε καταλυθεί. Για τους λόγους όμως που αναφέραμε αποφάσισε να αντισταθεί, αντιλαμβανόμενη, προφανώς, και το λαϊκό αίσθημα. 
 
Βέβαια η σημερινή ημέρα σήμανε την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του, αφού στην πατρίδα μας παρατηρείται το φαινόμενο να τιμούμε κάθε 28 Οκτωβρίου τη μνήμη όσων έδωσαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας και όχι στις 12 Οκτωβρίου, οπότε και καθιερώθηκε ως επίσημη ημέρα λήξης της κατοχικής περιόδου (στις 12/10/1944 αποχώρησαν οι Γερμανοί από την Αθήνα).
 
Το «γιατί» ίσως βρίσκεται στον εμφύλιο που ακολούθησε και δίχασε ξανά τη χώρα μας, όπου ακόμη και 80 χρόνια μετά παρατηρούνται πληγές που ακόμη δεν έχουν επουλωθεί. Στις 3/12 του 44 έπεσαν στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη οι πρώτοι πυροβολισμοί των «Δεκεμβριανών», ενώ για πολλούς η κατοχή δεν είχε ακόμη λήξει. Τα πάθη της εποχής ήταν τόσο έντονα που μάλλον φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να τα αντιληφθούμε στις μέρες μας, όμως διαμόρφωσαν ένα ταραγμένο  status quo.
 
 
Το «ΟΧΙ» ως  έκφραση που συμβολίζει την άρνηση της Ελλάδος στις απαιτήσεις των Ιταλών εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε τίτλους εφημερίδων τον Οκτώβριο του 1940 και «υιοθετήθηκε» από όλους τους Ελληνες ως η «απάντησή» τους στον επίδοξο κατακτητή. Αλλωστε ακόμη και τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής όλοι έβλεπαν με υποτιμητικό βλέμμα τους Ιταλούς, αφού ηττήθηκαν στα πεδία των μαχών και εισήλθαν στη χώρα μας χάρις στην επέμβαση των Γερμανών. Οι οποίοι στην πρώτη συνθήκη παράδοσης των Ελλήνων που ήταν αδύνατον να πολεμούν σε δύο μέτωπα και «λύγισαν» από τη Βέρμαχτ, δεν συμπεριέλαβαν τους «συμμάχους» τους και μόνο όταν ο Μουσολίνι  διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Χίτλερ, υπογράφηκε δεύτερη με την παρουσία εκπροσώπων του. 
 
Υπό αυτές τις συνθήκες η σημερινή ημέρα λογίζεται και ως επέτειο νίκης και στις 28/10/1941 οι φοιτητές αψήφησαν τους κατακτητές και διοργάνωσαν εκδήλωση στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 το πλήθος συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος , ενώ ανάλογες σκηνές χαράς εκτυλίχθηκαν και στον Πειραιά. Οι Ιταλοί που είχαν την ευθύνη αστυνόμευσης παρακολουθούσαν αμήχανοι και χωρίς να αντιδράσουν. Το 1943 όμως οι Ναζί έλεγχαν ολοκληρωτικά τη χώρα επενέβησαν μόλις υπήρξαν οι πρώτες εκδηλώσεις στο τότε κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. 

Στις 28 Οκτωβρίου του 1941 εορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος του «ΟΧΙ». 
 
Ετσι καθιερώθηκε η 28η Οκτωβρίου ως Εθνική Εορτή, με την ευχή και την ελπίδα εκείνος ο πόλεμος και όσοι ακολούθησαν να είναι οι τελευταίοι που βίωσε η χώρα μας και ευρύτερα η ανθρωπότητα. Αλλά πάντα να έχουμε κατά νου που οδηγεί ο φασισμός και το μίσος... 
 
Στο τέλος αξίζει να θυμηθεί κάποιος τις δύο πρώτες στροφές από το ποίημα «Παλαμάς» που έγραψε ο Αγγελος Σικελιανός την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής και απήγγειλε ο ίδιος στην κηδεία του που πραγματοποιήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 και ήταν ουσιαστικά μία μαζική διαδήλωση κατά του κατακτητή. Ο οποίος θέλοντας να «αδυνατίσει» τη φωνή του λαού παρευρέθηκε στη νεκρώσιμο ακολουθία μέσω του δοσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και Ναζί αξιωματικών. Μάταια όμως...
 
Τότε πήρε τον λόγο μπροστά στο πλήθος που διψούσε για ελευθερία και βροντοφώναξε... 
 
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
 
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

ΠΗΓΗ https://cb.run/eG3b