Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2023

Έντγκαρ Άλαν Πόε

 

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr
Ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, ο  πρώτος αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.

Από το 1815 έως το 1820 έζησε στην Σκωτία και την Αγγλία, όπου άρχισε κλασικές σπουδές, τις οποίες συνέχισε, μετά την επάνοδό του στις ΗΠΑ, στο Ρίτσμοντ της πολιτείας Βιρτζίνια. Το 1826 φοίτησε για 11 μήνες στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, όπου σπούδασε Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ιταλικά. Η ενασχόλησή του όμως με τον τζόγο εξόργισε τον κηδεμόνα του, ο οποίος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του και ο Πόε επέστρεψε στο Ρίτσμοντ.

Το 1827, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αμερικανικά γράμματα, εκδίδοντας στην Βοστώνη ένα φυλλάδιο με τα νεανικά του ποιήματα με τίτλο «Tamerlane, and Other Poems» («Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα«). Η έλλειψη οικονομικών μέσων τον οδήγησε στην απόφαση να καταταγεί στο στρατό. Ο κηδεμόνας του Τζον Άλαν εξαγόρασε την στρατιωτική του θητεία και τον βοήθησε να εισαχθεί στην Στρατιωτική Ακαδημία τού Γουέστ Πόιντ (την Σχολή Ευελπίδων των ΗΠΑ). Πριν από την έναρξη της φοίτησής του, το 1829, ο Πόε εξέδωσε στην Βοστώνη την συλλογή ποιημάτων«Αl Aaraaf, Tamerlane, and Minor Poems» («Αλ Ααράαφ, Ταμερλάνος και μικρότερα ποιήματα»).

Το κλίμα της σχολής δεν τον σήκωνε και από την αρχή τής φοίτησής του επιδίωκε να αποβληθεί, απουσιάζοντας συστηματικά από τις ασκήσεις και τα μαθήματα. Και πράγματι το πέτυχε. Αμέσως μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη, όπου εξέδωσε συλλογή με τίτλο «Ποιήματα» («Poems»), με ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Επέστρεψε στην Βαλτιμόρη, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα. Το 1833 το διήγημά του «Χειρόγραφο μέσα σε ένα μπουκάλι» («MS. Found in a Bottle») κέρδισε 50 δολάρια σε διαγωνισμό μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας τής Βαλτιμόρης.

Το 1835 είχε πια εγκατασταθεί στο Ρίτσμοντ, όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό «Southern Literary Messenger» και απέκτησε φήμη ως κριτικός. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την ηλικίας 13 ετών εξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλεμ και υπήρξε στοργικός σύζυγος στα λίγα χρόνια που έζησαν μαζί.

Ο Πόε απολύθηκε από το περιοδικό, πιθανώς διότι είχε κρίσεις μέθης, και εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη. Το ποτό κατέστρεψε την ζωή του. Μεθούσε σπάνια, αλλά πάντοτε δημόσια. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην υπόθεση ότι ο Πόε ήταν τοξικομανής, αλλά κατά μια ιατρική μαρτυρία υπέφερε από κάκωση τού εγκεφάλου.

Κατά την διάρκεια τής παραμονής του στην Νέα Υόρκη εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1838, το μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του με τίτλο «Η αφήγηση τού Άρθουρ Γκόρντον Πιμ» («The Narrative of Arthur Gordon Pym of Nantucket»), μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που καταλήγει σ' έναν κρυπτογραφικό γρίφο, που σύμφωνα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, επηρέασε πλήθος γνωστών συγγραφέων. Ένας από αυτούς είναι ο Χέρμαν Μέλβιλ στο μυθιστόρημα του «Μόμπι Ντικ».

To 1839 συνεργάστηκε στην έκδοση τού περιοδικού Burton’s Gentleman’s Magazine της Φιλαδέλφειας. Είχε δεσμευτεί με συμβόλαιο να παραδίδει ένα κείμενο τον μήνα. Τότε έγραψε την γνωστή ιστορία τρόμου «Η πτώση τού Οίκου των Άσερ» («The Fall of the House of Usher»), που περιλαμβάνει μια ιδιαίτερα μελετημένη περιγραφή ενός νευρωτικού, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο ίδιος ο Πόε, όπως είχε αρχικά υποτεθεί, αλλά ένας γνωστός του.

Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε την συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες» («Tales of the Grotesque and Arabesque», με χρονολογία 1840). Παραιτήθηκε από το περιοδικό γύρω στον Ιούνιο του 1840, αλλά το 1841 ανέλαβε την έκδοση του περιδικού Graham’s Lady's and Gentleman’s Magazine, στο οποίο δημοσίευσε την πρώτη αστυνομική ιστορία με τίτλο «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» («The Murders in the Rue Morgue»). To 1843, το διήγημά του «Ο χρυσός σκαραβαίος» («The Gold Bug») κέρδισε ένα βραβείο τής εφημερίδας «Dollar Newspaper» της Φιλαδέλφειας, χάρη στο οποίο έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Το 1844 επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου δημοσίευσε το διήγημα «Η απάτη τού μπαλονιού» («The Balloon Hoax») στην εφημερίδα New York Sun. Παράλληλα συνεργαζόταν με την εφημερίδα New York Mirror. Στην εφημερίδα αυτή, στο φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 1845 δημοσιεύθηκε το περίφημο ποίημά του, «Το κοράκι» («The Raven»), που τον έκανε αμέσως διάσημο σε ολόκληρη την χώρα.

Κατόπιν συνεργάστηκε με το βραχύβιο έντυπο «Broadway Journal», στο οποίο αναδημοσίευσε το 1845 τα περισσότερα διηγήματά του. Εκείνο τον χρόνο η ποιήτρια Φράνσις Σάρτζεντ Όσγκουντ ερωτεύθηκε τον Πόε. Η σύζυγός του Βιρτζίνια δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλά τα κείμενα τα οποία δημοσιεύονταν από την ποιήτρια με το ψευδώνυμο «Φάνι» για τον φιλολογικό της έρωτα προκάλεσαν σκάνδαλο.

Το 1845 ο Πόε εξέδωσε τον τόμο «Το κοράκι και άλλα ποιήματα» («The Raven and Other Poems») και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες» («Tales»). Το 1846 εγκαταστάθηκε σε εξοχικό σπίτι στο Φόρνταμ (σήμερα συνοικία της Νέας Υόρκης), όπου έγραψε για λογαριασμό του Godey's Lady’s Book (Μάιος - Οκτώβριος 1846) μια σειρά κειμένων με τίτλο «Οι λόγιοι της Νέας Υόρκης» («Literati of New York»). Επρόκειτο για μια παρουσίαση προσωπικοτήτων της εποχής του, με τα σχετικά κουτσομπολιά, τα οποία τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Τον Ιανουάριο του 1847 πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση σε ηλικία 25 ετών και η ζωή του ξανάγινε ασταθής και προβληματική. Το 1848 δημοσίευσε διάλεξή του με τίτλο «Εύρηκα» («Eureka»), στην οποία επιχειρεί μια υπερβατική «εξήγηση» τού Σύμπαντος, που δίχασε την κριτική. Κάποιοι την θεώρησαν αριστούργημα, κάποιοι άλλοι σκέτη ανοησία. Έπειτα από μια κρίση μέθης στην Φιλαδέλφεια, κατόρθωσε να επιστρέφει στο Ρίτσμοντ, όπου τελικά, ύστερα από διάφορες ερωτικές περιπέτειες, αρραβωνιάστηκε μια παλιά του γνώριμη, την Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ, η οποία ήταν χήρα. Μαζί της πέρασε ένα ανέμελο και ευτυχισμένο καλοκαίρι το 1849.

Ο Πόε είχε ορισμένα προαισθήματα για τον επικείμενο θάνατό του, όταν έφυγε από το Ρίτσμοντ για την Βαλτιμόρη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου 1849 βρέθηκε μεθυσμένος και σε οικτρή κατάσταση καταμεσής του δρόμου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Στις 5 το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή και τάφηκε στο Πρεσβυτεριανό Νεκροταφείο τής Βαλτιμόρης. Η αιτία του θανάτου του εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, καθώς χάθηκαν τα ιατρικά έγγραφα και το πιστοποιητικό θανάτου. Από τότε διάφορες ερμηνείες για την ασθένεια που προκάλεσε τον πρόωρο θάνατό του έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

Τρίτη, Απριλίου 11, 2023

Στέφανος Μαλλιαρός. Από τον Γενάρη του 2023 δεν υπάρχει ανάμεσά μας ο αισιόδοξος ποιητής

 

Ο Στέφανος Μαλλιαρός γεννή­θηκε το 1983. Μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο Αττικής και ζει στην Ηλιούπολη. Εισήχθη στο Τμήμα Πληροφορικής και Τη­λεπικοινωνιών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημί­ου Αθηνών. Αρκετά νωρίς όμως, εγκατέλειψε το αντικείμενο αυτό για να ασχοληθεί με τις μεγάλες του αγάπες, τη λογοτε­χνία και τη συγγραφή.

Από το 2019 παρακολουθώ­ντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο έχει αφιερωθεί στη στιχουργική και πολύ σύντομα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ελλη­νικής δισκογραφίας... (δυστυχώς ΔΕΝ πρόλαβε ) 


 

Στην πρώτη ποιητική συλλογή του Στέφανου Μαλλιαρού “Δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές”, η Λίνα Νικολακοπούλου γράφει στον πρόλογο:

“Ο Στέφανος γράφει σαν να μην έχει χαλάσει οριστικά ο κόσμος γύρω μας. Ο δικός του πάντως ζεστός και ζωντανός εσωτερικός κόσμος είναι φανερό πως έχει τον πρώτο λόγο, όταν πιάνει το χαρτί και το μολύβι, ή το πληκτρολόγιο και το ποντίκι, την ώρα της επιθυμίας για δημιουργία, για πλεύση στο αχανές των συνειρμών, των προβολών του είναι του, του ζευγαρώματος των ήχων των καταλήξεων των στίχων.

Έχουμε συναντηθεί ζωντανά και ψηφιακά πολλές φορές εδώ και τρία χρόνια, τις Δευτέρες κάθε εβδομάδας, όσο κρατούσαν οι κύκλοι των μαθημάτων – αφορμών για βάθεμα των καταδύσεων, για εξέλιξη του ύφους, για βελτίωση της τεχνικής και ενίσχυση της απαραίτητης πειθαρχίας και αφοσίωσης που απαιτεί η τέχνη της γραφής.

Η ευκολία του στο μέτρο και στον ρυθμό ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής. Αυτό που με ικανοποιεί με την πάροδο του χρόνου όμως είναι η εξέλιξή του και η συνεχής προσπάθειά του να αποκτήσει προσωπικό ύφος. Κάτι που είναι το μεγάλο ζητούμενο των ανθρώπων που γράφουν. Σαν να λέμε, το δακτυλικό αποτύπωμα.


 Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ

 

 "Απρόσκλητος επισκέπτης" που έχει γραφτεί για την επάρατη νόσο.


Απρόσκλητος επισκέπτης

Έχει αλλάξει η μορφή μου στον καθρέφτη
δεν με τρομάζει η εικόνα όπως παλιά,
κοιτώ στα μάτια τον απρόσκλητο επισκέπτη
και με τη σκέψη μου ζωγράφισα μαλλιά.

Σαν εφιάλτης μπήκες μέσα στο κορμί μου
όμως δε σκέφτηκες δεν είμαι μόνο αυτό,
έχω σφραγίσει έναν ήλιο στη ψυχή μου
κι έχω για όπλα μου αστέρια κι ουρανό.

Δεν έχω μάθει στη ζωή να προσκυνάω
γι' αυτό δεν πρόκειται μπροστά σου να κρυφτώ,
όλου του κόσμου την αγάπη κουβαλάω
κι όταν λυγίζω έχω κάπου να πιαστώ.

Χωρίς εμένα να το ξέρεις δεν υπάρχεις
σήκω και φύγε ή θα ζούμε ειρηνικά,
σηκώνω λάβαρο στο τέλος κάθε μάχης
υπερασπίζομαι χαμένα ιδανικά.
 
 
 Το ανάστημα του καθενός δεν είναι το κορμί του, 
τα όρια βάζει η καρδιά μαζί με την ψυχή του
 
 
«Το ανάστημα»

Στον κόσμο αυτό από μικρός ήταν ο πόνος αδερφός στεγνό το χώμα

Ο Χρόνος άφηνε πληγές, πολύ βαθιές κάποιες φορές στο άδειο σώμα

Μα είχα δίπλα μου πολλούς που μοιραστήκαν τους καημούς , να μη βουλιάξω

Μαζί τους βρήκα τη χαρά  και μου φορέσαν δυο φτερά, για να πετάξω.
 
 
 
 Ο Στέφανος Μαλλιαρός ήταν ΑΜΕΑ πέθανε 39 ετών ......
Καλό σου ταξείδι Στέφανε!
 
 
 

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

 Λέγεται πως πριν μπει ένα ποτάμι στη θάλασσα τρέμει από φόβο.

Κοιτάζει πίσω το μονοπάτι όπου πορεύτηκε
Από τις κορυφές των βουνών,
τον μακρύ ελικοειδή δρόμο που διασχίζει δάση και ποτάμια.
Και μπροστά του ,βλέπει έναν ωκεανό τόσο απέραντο,
που για να μπει δέν φαίνεται εκεί τίποτα παραπάνω
από το να εξαφανιστεί για πάντα.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Το ποτάμι δεν μπορει να πάει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να πάει πίσω.
Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω.
Το ποτάμι χρειάζεται να πάρει το ρίσκο να μπεί στον ωκεανό
γιατί μόνον τότε ο φόβος θα εξαφανισθεί
γιατί έτσι εκεί θα ξέρει
ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό,
αλλά να γίνει ο ωκεανός.


Bίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς[1], διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα[2]. Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί, που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια[3] και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί με τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας[4].

Τρίτη, Οκτωβρίου 12, 2021

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ

 "Αυτό που έρχεται δεν έχει ήχο ερπιστριας

είναι αθόρυβο κι όμως μας πλησιάζει.

Αυτό που έρχεται δεν το' φτιαξαν οι φόβοι μας

αλλά θα πάρει εκδίκηση, γιατί μας μοιάζει" . 

Ελένη Μπάλιου (Klemm) 

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 25, 2021

Μανώλης Αναγνωστάκης (1925-2005) ΤΟ ΣΚΑΚΙ/ το ποιήμα το τραγούδι

 

Το σκάκι

Έλα να παίξουμε.Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένηΤώρα δεν έχω πια αγαπημένη)5Θα σου χαρίσω τους πύργους μου(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μουΈχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μουΚι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;10(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσωΜονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσωΠου ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνειΔρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη15Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σουΜπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικάΑναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
Το Τραγούδι Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης - Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου - Πρώτη εκτέλεση: Γεράσιμος Ανδρεάτος


Εκτός του παραδομένου έρωτα η βαθύτερη σημασία του Τρελού (σκακιστικά γαλιστί/fou ) 
.............................ΟΛΗ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΩ 

(Ένας λόγος που αποφάσισα τελικά υπέρ του ενός λ ήταν κι αυτός: για να …γλυκάνει λίγο η λέξη.) Βλέπετε, το σκάκι έχει πάψει από καιρό να αποτελεί λαϊκό παιχνίδι (αν υποθέσουμε ότι υπήρξε τέτοιο ποτέ) και ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν ότι στον αλλόκοτο θίασο της σκακιέρας, ο αξιωματικός (το γραφικό που συνοδεύει τα σχόλιά μου) ονομάζεται και τρελ(λ)ός, από το γαλλικό fou, το οποίο -όπως η ελληνική λέξη- μπορεί να έχει και θετική χροιά (ουσ. folie).

Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι η επιλογή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αγάπη μου γι’ αυτό το αρχαίο περσικό παιχνίδι. Κάποιο ιδιαίτερο σημαινόμενο κρύβεται από πίσω. Ένα σημαινόμενο γεμάτο ποίηση που οφείλω (οφείλουμε) στο Μανώλη Αναγνωστάκη. Αναφέρομαι, φυσικά, στο υπέροχο «σκάκι» του, το ποίημα που έγινε ευρύτερα γνωστό χάρη στην εξαιρετική μελοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Αν υπάρχει κάποιος τυχερός που δεν το έχει ακούσει (η πρώτη επαφή με ένα αριστούργημα είναι ανεπανάληπτη, όχι; ) πηγαίνει κάτω-κάτω, κάνει κλικ στο σχετικό σύνδεσμο και καταλαβαίνει τι εννοώ.

Ένα ποίημα συνιστά ιδεολόγημα όσο κι ένα δοκίμιο. (Στην πραγματικότητα, ένα ποίημα είναι συνήθως κάτι παραπάνω από μια ιδεολογική πρόταση. Είναι μια περιπέτεια ιδεών, με την έννοια ότι εκεί όπου ο δοκιμιογράφος έχει μια ξεκάθαρη άποψη την οποία καλείται να αναπτύξει, ο ποιητής έχει την άκρη ενός μίτου.) Η βασική διαφορά του ποιήματος, αυτή που αποτελεί και το μεγάλο του πλεονέκτημα, έγκειται στην αφαίρεση: ολόκληρο το δοκίμιο σε δέκα λέξεις, σε πέντε, σε μία, τόσο που να μπορεί κάποτε να χωρέσει ένα πλήθος από δοκίμια σε ένα και μόνο ποίημα.

Τι κρύβει το «σκάκι» του Αναγνωστάκη είναι νομίζω φανερό. Εκείνο που δεν είναι, ίσως, τόσο φανερό είναι τι κρύβει ο «τρελός» του. Αυτός «που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει» (διότι αυτή είναι πράγματι η μεγάλη ιδιαιτερότητα-αδυναμία του συγκεκριμένου πεσσού: αν πατάει σε λευκό τετράγωνο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί σε μαύρο και αντιστρόφως.) Μια τέτοια εμμονή θα μπορούσε να σημαίνει φανατισμό, μονολιθικότητα (και έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι οι άγγλοι ονομάζουν τον αξιωματικό..»bishop».) Όμως, τρελό δεν χαρακτηρίζουμε μόνο τον επικίνδυνο για τους άλλους, τον παράφρονα, αλλά και τον επικίνδυνο για τον εαυτό του, τον ασυμβίβαστο. Αυτόν που αρνείται να πατήσει στο άλλο χρώμα, αρνείται να «αγιάσει τα μέσα» κι ας περιορίζεται έτσι η ικανότητά του για ελιγμούς. (Ενδιαφέρον σημειολογικά παιχνίδι το σκάκι, μη μου πείτε; )

Ωραία, θα πείτε, τι μας λέει εδώ ο τρελός; Ότι αυτός είναι ο ασυμβίβαστος, ο άσπιλος, ο ψηλά-το-κεφάλι, γεια σου ρε μεγάλε! Όμως δεν είναι αυτό το πνεύμα του ποιητή και, οπωσδήποτε, ούτε στις δικές μου προθέσεις οι χαρακτηρισμοί ηθικού μεγαλείου. Ο ασυμβίβαστος, μπορεί να είναι άξιος σεβασμού για την ακεραιότητά του, είναι ωστόσο συχνά (εξίσου συχνά με τον καιροσκόπο) ένας άνθρωπος πλανημένος. Το σύστημα (η εξουσία, το κατεστημένο) έχει το δικό του τρόπο να ελέγχει τους ασυμβίβαστους. Τους καιροσκόπους απλά τους διαφθείρει, τους ασυμβίβαστους τους χειραγωγεί μέσα από τα στερεότυπα. Ο «τρελός» του ποιητή είναι αυτός που – ασυλλόγιστα- επιτίθεται στις «στέρεες παρατάξεις», φιγούρα δονκιχωτική που δύσκολα χειραγωγείται. Το λάθος χρώμα δεν του το απαγορεύει η ηθική αλλά η λογική του. Για τον ίδιο λόγο δεν ακολουθεί τους κανόνες των υπολοίπων, με την ίδια του την ύπαρξη τους αμφισβητεί και γι’ αυτό τους αναστατώνει.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2021

Ο Διγενής Ακρίτας (τ'Ακριτικό που περιγραφει έμμετρα την φοβερή φήμη του τον Ερωτά του και τη μονομαχία του με τον Θάνατο )

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονος του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα, επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.

Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του. (Διαβάστε το υπόλοιπο

 τ’ Ακριτικό

(1) Και μια ιστορία από παλιά απ όλους ξεχασμένη μ’ ένα τραγούδι θα σας πω το βίο τ’απελάτη Σπίτι δεν τονε σκέπαζε, σπήλιο δεν τονε χώρει, τα όρη διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, Στο βίτσιμά ’πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια. ------ (2) "Εγώ είμαι τα’ Ανδρόνικου ο γιος, που τρέμει ο κόσμος όλος και τρέμουν κι οι Αγαρηνοί μήπως τους συναντήσω Ως έτρωγα κι ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα, ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη, κ' εμένα ο νους μου τό ’βαλε, παντρεύουν την καλή μου, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε." ------ (3) Περνώ και πάω στους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε. "Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι, ποιος ειν’ αψύς και γλήγορος, να τον καβαλικέψω, ν’ αστράψει στην ανατολή και να βρεθεί στη δύση;" κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος, κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει." ------ (4) "Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι αν είναι. Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια, οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο. και για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω, οπού μ’ ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της, κι οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της. ------ (5) Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλικεύει. Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια, και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε. Στη στράτα νοπού πήγαινε το Θιόν επαρακάλει. Θέ μου δως μου τη δύναμη σε πέρας να τα βγάλω να τιμηθεί ο λόγος μου και Σένα να δοξάσω. Αφέντη μου Άϊ-Γιώργη μου, έλα μαζί μ’ αντάμα, να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια. ------ (6) Δίνει του μαύρου του βιτσιά στη χώρα κατεβαίνει. Εκεί σιμά, εκεί κοντά στο σπίτι του να φτάσει, ο μαύρος του χλιμίντρισε κ’ η κόρη αναστενάζει. Και μονομιάς με δρασκελιά τ’ Ακρίτα δίπλα φτάνει. Κι ο Διγενής σαν τη θωρεί γυρίζει και της λέγει "Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη." ------ (7) Το μαύρο του χαμήλωσε κ’ η κόρη απάνω ευρέθη. Βγάνει και το χρυσό σπαθί και τ’ αργυρό μαχαίρι, δίνει του μαύρου του βιτσιά κι επήρε χίλια μίλια, μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του. Οπού είχε μαύρο γλήγορο είδε τον κορνιαχτό του, κι οπού είχε μαύρο κ’ είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του. ------ (8) Σαν ήρθε η ώρα η θνητή που όλοι την πομένουν Κι ο Διγενής ψυχομαχεί και τα θνητά λογάται λέει εκεί στ’ αδέρφια του και τα παλιά θυμάται τις μάχες και τα θάματα σ’ Ανατολή και Δύση. «Στης Αραβίνας τα βουνά, στης Σύρας τα λαγκάδια, που ’κει συν δυο δεν περπατούν, συν τρεις δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν, εγώ μονάχος πέρασα μ’ ένα σπαθί στο χέρι. ------ (9) Τότε είδα ενά ξυπόλυτο και λαμπροστολισμένο, πούχε του ρίτσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια. Με κράζει να παλέψομε σε μαρμαρένια αλώνια! Κι επήγαν και παλαίψανε σε μαρμαρένια αλώνια. Κι όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει. Κι όθε χτυπάει ο Χάροντας το αίμα τάφρο κάνει!» ------ (10) "Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάση πως θα σκεπάση τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο. Βογκάει, τρέμουν τα βουνά βογκάει τρέμουν οι κάμποι" ------ (11) Κι όταν η ώρα έφτασε κι ο θάνατος ζυγώνει Γυρίζει και βροντοφωνά στα αδέρφια του και πάλι «Δεν χάνομαι στα Τάρταρα μονάχα ξαποσταίνω! Στον ήλιο ξαναφαίνομαι και τους λαούς ανασταίνω»
\