Γεννήθηκα
το 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής, στο τέρμα της Σιθωνίας. Ένα πανέμορφο
χωριό με 5.000 κατοίκους χτισμένο πάνω στο τελείωμα ενός βουνού. Ήταν
ένα μυθικό μέρος με παλιά σπίτια, αρχοντικά, διώροφα, τριώροφα και
πέτρινα με ξύλινες βεράντες. Είχε ένα χρώμα ακαθόριστο, όσον αφορά τον
χρόνο. Όταν βλέπω το χωριό μου, μου έρχεται στο μυαλό το 300 μ.Χ. Κάπως
έτσι φαντάζομαι ότι θα ήταν οι κωμοπόλεις τότε στην επαρχία. > Οι
γονείς μου ήταν αγρότες. Ο πατέρας μου ήταν περιστασιακά και
ξυλοκόπος. Έκοβε και κατέβαζε πεύκα από τα ψηλά του βουνού με μουλάρια
και άλογα. Έβγαζε ένα μεροκάματο της τάξης των 5 δραχμών. Σκέψου ότι με 5
δραχμές τότε αγόραζες 2 κονσέρβες Swan. > Όταν ήμουν πέντε ετών οι
γονείς μου αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, στη Στουτγάρδη. Η
πρώτη εικόνα που αντίκρισα εκεί ήταν αρρωστημένη για ένα παιδάκι στην
ηλικία μου. Ήταν σαν να ζωντανεύουν οι εφιάλτες που βλέπεις στα όνειρά
σου. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν ένα με τη γη, βρέθηκα μέσα από ένα
ταξίδι 45 ωρών με το τρένο στην καρδιά της βιομηχανικής Ευρώπης, ανάμεσα
σε υψικαμίνους και ένα μολυσμένο ποτάμι με μαούνες να μεταφέρουν
κάρβουνα από το πουθενά στο πουθενά. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα μαζί με
άλλες τρεις οικογένειες Ελλήνων, κάθε οικογένεια σε ένα δωμάτιο. Γρήγορα
αρρώστησα βαριά για περίπου έναν χρόνο. Ο οργανισμός μου δεν μπορούσε
να προσαρμοστεί στο κλίμα. > Στα 12 επιστρέφω στην Ελλάδα και κάνω
τις δυο πρώτες τάξεις του γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε η αδερφή
μου. Στη Γ' Γυμνασίου πήγα σχολείο στον Άγιο Νικόλαo Χαλκιδικής. Ήμουν
απείθαρχος μαθητής, άλλαζα συνέχεια σχολεία, έκανα αηδίες μέχρι που με
έδιωξαν από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Ευτυχώς, βρέθηκε μια θαυμάσια
γυναίκα στο συμβούλιο των καθηγητών, στο γυμνάσιο του Αγίου Νικολάου, με
υπερασπίστηκε και με ξαναπήραν την επόμενη χρονιά. > Όταν τελείωσα
το σχολείο ξαναγύρισα στη Γερμανία. Θεωρούσα ότι ήταν μια νέα διέξοδος
για μένα. Μπήκα κατευθείαν στο προκαταρκτικό εξάμηνο για
ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος και έκατσα εκεί δυόμισι χρόνια, συνεχίζοντας
παράλληλα τις μουσικές σπουδές που είχα ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη. Δεν
με έπειθε, όμως, καθόλου το πανεπιστημιακό θέμα. Εγώ έπαιζα μουσική από
μικρός. Δεν είχα βλέψεις να κάνω κάτι σπουδαίο. Μου άρεσε να διαβάζω
αυτά που ήθελα εγώ, να βλέπω πίνακες ζωγραφικής, να παρακολουθώ θέατρο
όταν είχα τη δυνατότητα. Μου άρεσε να μελετώ ποίηση. Στα 13 μου διάβαζα
τον Τοίχο του Σαρτρ - φαντάσου πόσο μπορεί να δηλητηριαστεί ένα παιδί
από τέτοια αναγνώσματα. Διάβαζα Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, θεατρικά, τη Δίκη του
Κάφκα. Συγκλονιστικά αναγνώσματα. Βέβαια, έπεφτα μέσα σε ένα
λαβυρινθώδες εσωτερικό περιβάλλον και πολλές φορές περνούσα μέρες
ολόκληρες σε σιωπή. Σταματούσα να μιλώ, δεν επικοινωνούσα με το
περιβάλλον και στο σχολείο αισθανόμουν ξένος. Ίσως ένιωθα και μια
εσωτερική έπαρση. Μια υποκριτική ιδιότητα του ανθρώπου να ενστερνίζεται
το εξωτερικό δράμα και να το κάνει δικό του. > Εκείνη την εποχή στη
Γερμανία άκουγα όλο το κλασικό ρεπερτόριο. Led Ζeppelin, Rolling Stones,
Creedence Clearwater Revival. Πηγαίναμε σε διάφορες κρατικές λέσχες
νεολαίας όπου υπήρχε ασύδοτη ελευθερία. Μπορούσες να πιεις, να
καπνίσεις, να γλεντήσεις, να κάνεις ό,τι θες, απλά υπήρχαν εκεί
κοινωνικοί λειτουργοί που σε συμβούλευαν τι είναι καλό και τι όχι. Μετά
άρχισαν να δημιουργούνται τα kelar, υπόγειοι, παράνομοι χώροι, όπου
έδινες 2-3 μάρκα, σου έβαζαν μια σφραγίδα στο χέρι και γινόταν χαμός από
κόσμο, χασίς και χάπια. Δοκιμάζαμε τα πάντα, γινόμασταν κουρούμπελα,
χάναμε τον ορίζοντα από μπροστά μας, ενώ πολλά παιδιά έπαθαν και ζημιές.
Ήταν κάτι σαν τα ρέιβ πάρτι που ήρθαν εδώ πολλά χρόνια μετά. > Μια
χιονισμένη μέρα, πηγαίνοντας στη σχολή, βγήκα από το μετρό και αντίκρισα
τα δυο παράλληλα κτίρια του πανεπιστημίου, που ήταν κάπως σαν τους
δίδυμους πύργους. Αμέσως έκανα στροφή, γύρισα σπίτι, πήρα μια τσάντα με
πέντε ρούχα, πήγα στον σταθμό του τρένου και γύρισα πίσω στην Ελλάδα.
Στον σταθμό της Θεσσαλονίκης με περίμεναν κάτι φίλοι με το αυτοκίνητο να
με πάρουν και να πάμε να πιούμε. Εγώ τους ζήτησα να πάμε να δω τη
θάλασσα. Πήγαμε στην παραλία, κάτσαμε μισή ώρα και, καθώς φεύγαμε, στα
200 μέτρα μας χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ο διπλανός μου σκοτώθηκε και οι
υπόλοιποι τρεις κομματιαστήκαμε. > Όταν έγινα καλά πήγα φαντάρος και
μετά ξεκίνησα να δουλεύω στο Πόρτο Καρράς. Καθάριζα τζάμια και πατώματα,
έκανα τον συνοδό στο λεωφορείο από το αεροδρόμιο, τον ταμία στο pool
bar, δούλεψα στο λογιστήριο. Γρήγορα, όμως, αποφάσισα να φύγω και να
κατέβω στην Αθήνα για να γραφτώ στο Εθνικό Ωδείο, στην πλατεία Βάθη.
Είχα ακούσει το Βαγγέλη τον Ασημακόπουλο, τον Μπουντούνη και τον
Μαυρουδή να παίζουν σε δίσκους και έλεγα «αυτοί είναι κιθαρίστες».
Ξεκίνησα στο τμήμα του Ασημακόπουλου κι ενώ ήμουν καλός, η οικονομική
ανάγκη με έκανε να αρχίσω να δουλεύω στα σκυλάδικα. > Το πρώτο
σκυλάδικο που δούλεψα ως κιθαρίστας ήταν η Ιφιγένεια στη Συγγρού. Αυτά
τα μαγαζιά ήταν πολύ underground τότε. Όλος ο υπόκοσμος και οι τραβεστί
εκεί μαζεύονταν. Κάθε βράδυ υπήρχαν πολλή βία, ένταση και συναίσθημα. Το
ξημέρωμα έπρεπε να γίνει κάποιος ξυλοδαρμός, κάνα μαχαίρωμα, να βγουν
πιστόλια, κάποιος έπρεπε να δείξει τον ανδρισμό του, κάποιος έπρεπε να
πάρει τον ρόλο της γυναίκας. Οι θαμώνες έπαιζαν περίεργους ρόλους. Η
κατάσταση είχε μια συναισθηματική επίφαση κι ένα δράμα το οποίο ήταν
ψευδές. Βέβαια, οι πρωταγωνιστές σίγουρα περνούσαν το δράμα τους. Οι
θαμώνες, οι ακροατές, οι παρατηρητές, δεν καταλάβαιναν τίποτα, δεν
μπορούσαν να καταλάβουν αυτό το έργο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να
κατανοήσω τον λόγο που οι άνθρωποι βασανίζονταν τόσο πολύ. Δεν γούσταρα
καθόλου τη φάση. Όταν τελείωνα τη δουλειά, έπαιρνα τις 800 δραχμές του
μεροκάματου και σκεφτόμουν ότι τώρα θα πάρω ένα ταξί, θα πάω σπίτι, θ'
ανοίξω την μποτίλια του υγραερίου, θα βάλω πανιά στα τζάμια και δεν θα
ξυπνήσω ποτέ. > Μετά, βρήκα απάγκιο στα νυχτομάγαζα της Πλάκας. Εκεί
που ξεκινούσαν με δημοτικά και κατέληγαν σε Διονυσίου. Τότε, κάπου
μεταξύ '81 και '83, ο κόσμος έβγαινε στην Πλάκα όπως πηγαίνει τώρα στην
παραλία το καλοκαίρι. Δούλευα στον Άτταλο, στον Κρητικό, στου Μοστρού,
στη Λητώ. Όλα τα προάστια ξεχύνονταν εκεί με τα καλά τους για να δείξουν
οι κοπέλες την ομορφιά τους και οι άντρες τη μαγκιά τους. Κι εκεί
γίνονταν φασαρίες. Όχι όπως στο σκυλάδικο, όμως. Εκεί τραγούδαγα κιόλας.
Έλεγα βαριά λαϊκά. Είχα το ταμπεραμέντο, είχα και το ρεπερτόριο από
μικρός στο σπίτι. Άκουγα Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μπιθικώτση, όλους τους
λαϊκούς τραγουδιστές, αλλά και τους ρεμπέτες, τον Βαμβακάρη, τον
Τσιτσάνη και τους υπόλοιπους. Με το τραγούδι ανέβαινε και το μεροκάματό
μου. Από τις 800 δραχμές που έπαιρ- να έφτανα στις 1.800. Αλλά μετά δεν
μπορούσα να δουλεύω μέχρι τα ξημερώματα και να έχω εξεταστική το πρωί
στο ωδείο. Έτσι, μετά από τρεισήμισι χρόνια τα μάζεψα και γύρισα στη
Θεσσαλονίκη. > Έπιασα δουλειά ως δάσκαλος στο Ωδείο Βορείου Ελλάδας,
αλλά έπαιρνα έναν μισθό της πείνας. Όταν σε κυνηγάει ο λυσσασμένος
σκύλος της ανάγκης, δεν υπάρχει καμιά ρομάντζα γύρω. Όλα είναι επιβίωση.
Αν ήμουν μόνος μου εντάξει, αλλά υπήρχε και το παιδί μου, που άρχισε να
μεγαλώνει, και η γυναίκα μου. Η ζωή μου ήταν πολύ αλήτικη για να μπορώ
να είμαι προσηλωμένος οικογενειάρχης, αλλά, παρ' όλα αυτά, έπρεπε να
στρέψω την προσοχή μου σ' αυτούς τους ανθρώπους. Άρχισα να δουλεύω πάλι
σε μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, έγραφα μόνος μου τραγούδια για να ξεφεύγω
από όλο αυτό το πράγμα που δεν μ' άρεσε καθόλου. Μετά άρχισα να παίζω τα
δικά μου κομμάτια σε μικρούς χώρους και τότε με πρόσεξε ο Νικόλας ο
Παπάζογλου. Με ρώτησε για τα τραγούδια μου, έδειξε ενδιαφέρον και μου
είπε να μπω στο στούντιο να τα ηχογραφήσω. Εγώ δεν είχα ιδέα από
στούντιο. Φεύγαμε στις 7 το πρωί μεθυσμένοι από το μαγαζί μαζί με τον
ηχολήπτη και πηγαίναμε στο στούντιο, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι αυτό
που τραγουδούσα δεν έστεκε τονικά. > Οι πρώτες μου εμφανίσεις ήταν με
πολύ λίγο κόσμο, αλλά εγώ το θεωρούσα δώρο. Για μια πενταετία ζούσα
χωρίς χρήματα. Έκανα ενδιάμεσα κάποιες εμφανίσεις σε μερικά μπαράκια σε
νησιά, μάζευα κάποια χρήματα από εκεί και μετά έκλεινα δουλειές για να
παίζω τα δικά μου πράγματα. Πήγαινα τρεις μήνες στη Σίφνο, μάζευα
15.000-20.000 δραχμές όταν το ενοίκιο είχε 3.000. Ήταν τόσο μεγάλο το
πάθος να βγω να παίξω ή να γίνω δημοσίως χάλια, που αυτό το πράγμα
υπερέβαινε όλες τις ανάγκες μου. Ήμουν 48 κιλά, ποτέ δεν πήρα σάρκα πάνω
μου. Ήταν μια περίοδος εξαιρετικά έντονη και όμορφη και μεγαλειώδης.
Όταν κοιτάζω πίσω βλέπω ότι αυτή η περίοδος μπορεί να ήταν μια σκοτεινή
τρύπα, μια μαύρη τελεία μέσα στη ζωή μου, αλλά ήμουν απολύτως
λειτουργικός, εξαναγκασμένος, και ταυτόχρονα επιζητούσα πάση θυσία την
έκσταση μέσα από την εργασία μου και την επιμονή μου. Έβρισκα τροφή στα
κομμάτια μου, όταν έγραφα μια μελωδία δεν χρειαζόταν να φάω ούτε να πιω.
Ζούσα από αυτό το πράγμα, όπως ζω και τώρα. Απλά τώρα έχω βάλει μια
απόσταση ανάμεσα σ' αυτό και στον νου και την καρδιά μου. Είμαι κάποια
μέτρα μακριά από τότε. Αυτό το φέρνουν η ηλικία και η αποχώρηση από το
πεδίο δράσης και βολής. > Τίποτα δεν με ωθεί να γράψω τραγούδια. Εκεί
που πίνω κρασί με τους φίλους μου ή κάνω βόλτες με πιάνει κάτι που με
κάνει να στριμωχτώ, να καθίσω σε μια γωνιά και να ασχοληθώ μόνο με αυτό.
Είναι όπως μπαίνεις σε ένα λιβάδι την άνοιξη και βλέπεις και τσουκνίδες
και μαργαρίτες. Ελπίζω να μην έγραψα μόνο τσουκνίδες στη ζωή μου. >
Πριν από είκοσι χρόνια έγραψα το «Πάμε να φύγουμε», που έλεγε «Πάμε να
φύγουμε από αυτή την πόλη, όλα ξηλώθηκαν, μείναμε μοναχοί άνθρωποι,
σπίτια και φωνές». Αυτό το τραγούδι έγινε πραγματικότητα πριν από δέκα
χρόνια. Σηκώθηκα κι έφυγα από τις πόλεις, πήγα σε ένα χωρίο στην Πίνδο.
Στις πόλεις κατανάλωνα τη ζωή μου περισσότερο στο να «βλεπόμαστε» και
όχι στο να κάνω αυτό που θέλω. Τώρα χρειάζομαι νηφαλιότητα, ησυχία και
γαλήνη. Μου αρέσει να πηγαίνω με τα παιδιά μου βόλτα στα βουνά, μου
αρέσουν η ησυχία και το άγνωστο σε κάθε μου βήμα. Μου αρέσει να ξαπλώνω
κάτω στο χώμα και να λέω μια προσευχή. > Έχω διδαχθεί από πολλούς
καλλιτέχνες. Από τον Τούντα και τον Μπαχ, από τον Τσιτσάνη και τον
Μότσαρτ, από τον Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Χάιντν, από τον Νίκο
Παπάζογλου και τον Τσικ Κορία, από τον Γαβαλά και την Ίμα Σουμάκ. Αλλά
μέχρι και Lady Gaga ακούω, γιατί ακούνε και τα παιδιά μου. Τώρα
τελευταία όμως το έχω γυρίσει στην τζαζ. Ακούω αυτούς τους παράφρονες
ανθρώπους. Αν δεν είσαι μουσικός, θα πρέπει να είσαι η μετενσάρκωση
μουσικού για να ερμηνεύσεις τα έργα τους. > Είμαι πατέρας τεσσάρων
παιδιών. Τα παιδιά σε κάνουν να βγάζεις και το θηλυκό χρώμα σου. Δεν
είναι εύκολο να το παραδεχτεί ένας άντρας αυτό, αλλά όταν τα παιδιά σου
σε κοιτάζουν στα μάτια είναι πολύ εύκολο να αλλάξεις ρόλο και να μπεις
σε αυτόν της μητέρας. > Όταν με ρωτάνε αν θέλω να γυρίσω τον χρόνο
πίσω, απαντώ όχι, γιατί δεν θέλω να χάσω τα δώρα που μου έχει χαρίσει ο
χρόνος. Να γίνω 20 χρόνων και να καίγομαι; Για ποιο λόγο; Όσοι θέλουν να
γυρίσουν τον χρόνο πίσω είναι επειδή δεν έζησαν ή δεν τους επιτράπηκε
να ζήσουν όπως ήθελαν. Αν λες σε ένα παιδί να συγκρατηθεί, μπορεί και να
κλείσει τελείως τις μηχανές του, να μην τις ανοίξει ποτέ μέχρι τα 80
του, και τότε να γίνει ένας ηλικιωμένος που θέλει να ζήσει από την αρχή
τον έρωτα της ζωής του. > Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο μέσα μου τη
μυθολογία της κραιπάλης και της καταστροφής, αλλά δεν έχω κάνει ακόμα
τον κύκλο στη ζωή μου και μπορεί να με πιάσει καμιά τρέλα και να
ξανακατέβω στην Αθήνα. Μπορεί στα γεράματά μου να θέλω να ζήσω στα
Εξάρχεια. Μου αρέσει αυτή η περιοχή που έχει νεολαία, φασαρίες και
μπάχαλο. > Τα ταξίδια δεν είναι στους τόπους, τα ταξίδια είναι εδώ.
Έχω φύγει από το μπαρ της Γωγώς στον Νέο Κόσμο μια Κυριακή στις 7 το
πρωί και περπατώντας προς το Κουκάκι ένιωσα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος
του κόσμου. Σχεδόν κάθε μέρα μου είναι ένα ταξίδι και θέλω το ταξίδι μου
να είναι ανεπανάληπτο. > Δεν είμαι υπέρ των παιδιών που αρπάζουν μια
πέτρα και σπάνε τις βιτρίνες. Αυτό δυναμώνει ακόμη περισσότερο την ήδη
υπάρχουσα άσχημη κατάσταση. Το όνειρο γίνεται πιο δραματικό και άσχημο.
Και το άσχημο δεν φέρνει εξιλέωση. Εξιλέωση είναι η γνώση ότι αυτοί οι
ίδιοι που σηκώνουν την πέτρα και σπάνε το κεφάλι του άλλου ή το τζάμι,
αυτοί οι ίδιοι είναι το απόλυτο φως, η απόλυτη γνώση. Γι' αυτό πρέπει να
γυρίσουν και να κοιτάξουν τον εαυτό τους. Δεν υπάρχουν εχθροί εκεί έξω,
οι εχθροί είναι σύμβολα. > Ανησυχώ ιδιαίτερα για την κατάσταση που
επικρατεί σήμερα, με όλα αυτά τα πλήθη των απελπισμένων ανθρώπων που μου
θυμίζουν το κομμάτι του Σαββόπουλου που έλεγε: «Όπου κοιτάζω να
κοιτάζεις / όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα / παράγκα, παράγκα, παράγκα
του χειμώνα / κι εσύ μιλάς σαν πτώμα / Ο λαός,ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια ζητάει και λαχεία / κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία /
αιτήσεις για τη Γερμανία». Αυτό ακριβώς ζούμε και τώρα. Κάνουμε κυκλικές
κινήσεις και πέφτουμε πάνω στα χνάρια μας. Θα κάνουμε ό,τι ωραιότερο
και υψηλότερο μπορούμε για να μπούμε σε μια διαφορετική κατάσταση, θα
ονειρευτούμε έναν κόσμο ιδανικό, θα μάθουμε ξανά να ονειρευόμαστε. Θα
γίνουμε σοβαροί ονειρευτές, όχι κωλόπαιδα. Θα πάρουμε την ευθύνη των
πραγμάτων. Είμαστε υπεύθυνοι για το έργο ή δεν είμαστε; Θα πορευτούμε με
τον διπλανό μας ή όχι; > Μπορεί να λέω ότι δεν θα αποχωρήσω ποτέ από
το τραγούδι, άλλα αυτό είναι ψέμα. Δεν μπορείς να παίζεις εσαεί. Τώρα
έχω τη βιολογική και συναισθηματική δύναμη να το κάνω, αλλά μερικές
φορές, όταν ανοίγεται μπροστά μου μια παράδοξη κατάσταση, πιο πολύ με
ελκύουν το άγνωστο και η παραίτηση από την προηγούμενη εργασία μου, παρά
η μουσική και το τραγούδι. > Η αγάπη περισσότερο εκπέμπεται από εμάς
προς τον κόσμο και όχι το αντίστροφο. Και η ειρωνεία είναι ότι όλοι
ζητάμε την αγάπη. Ενώ στην ουσία εμείς οι ίδιοι είμαστε η αγάπη, εμείς
είμαστε η ελευθερία, εμείς είμαστε η αλήθεια, από μας εκπορεύονται όλα
αυτά. Είναι βασικά, ουσιαστικά συστατικά της ύπαρξης. Εάν δεν τα έχουμε
αυτά, να πάμε να γαμηθούμε, να βυθιστούμε στο τίποτα. > Τώρα πια
είμαι πιο διαλλακτικός. Η κατανόηση είναι πρωτεύον στοιχείο. Δεν μετράς
τους ανθρώπους με μεζούρα, αρχίζεις και τους δέχεσαι κι αυτό είναι ένα
τεράστιο δώρο που στο φέρνει ο χρόνος. > Ο χρόνος δεν με πιέζει. Ίσα
ίσα μου δημιουργεί τη λαχτάρα του τέλους. Οι ψευτολάτρεις της
ψευδοπραγματικότητας δεν έχουν να χάσουν τίποτα, εάν δε συνεχιστεί το
έργο. > Δεν νοσταλγώ τίποτα κι ούτε πρόκειται. Ίσως να νοσταλγώ το
μέλλον. Πηγή: www.lifo.gr
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Χτύπησε τα μεγάλα, αδύναμα φτερά του στον αέρα για να κρατηθεί για άλλη μιά φορά. Μέσα του ήξερε ότι δεν θα το πετύχαινε αυτή τη φορά. Εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να χάνει ύψος. Η αμείλικτη βαρύτητα τον τραβούσε όλο και πιό δυνατά προς την μάνα Γή. Μισόκλεισε τα μάτια του, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλα περιθώρια, ότι ετούτη θα ήταν η τελευταία του πτήση....συνεχεια.. stavraetos.blogspot.com/2008/05/blog-post.html
Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2024
Σωκράτης Μάλαμας (εξομολογητικά)
Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2022
Μια σπάνια συνέντευξη του Βαγγέλη Παπαθανασίου στον Θανάση Λάλα
«Πιστεύω ότι η μουσική είναι επιστήμη. Kι αν η μουσική είναι επιστήμη, τότε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με την επιστήμη».
Μία μοναδική συνέντευξη στον Θανάση
Λάλα και την Πασχαλία Κοσμά, αρχισυντάκτρια του περιοδικού “Το
Περιοδικό” με τον σπουδαίο συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, από μια εποχή
που είχε επιλέξει να μη μιλάει δημόσια για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στο υπόγειο στούντιο “Sound” της Μεσογείων, τρία πατώματα κάτω από τη
γη, η διάθεσή του ταίριαξε απόλυτα στην αρμονία των λέξεων. Ήταν τότε,
που όπου και να κοίταζε η Ελλάδα τον πλήγωνε.
Θανάσης Λάλας: Kάναμε πολλές προσπάθειες για να σε συναντήσουμε.
Eδώ ήμουν. (δείχνει γύρω του το χώρο του στούντιο)
– Tρία πατώματα κάτω απ’ τη γη;
Σε λίγα χρόνια θα ’μαι δέκα πατώματα κάτω απ’ τη γη.
– Γιατί;
Έτσι όπως πάει.
– O κόσμος γίνεται όλο και πιο πιεστικός;
Πιο ανυπόφορος, πιο βρώμικος, πιο ανθυγιεινός.
– Eδώ κάτω είναι πιο υγιεινός;
Tελικά, απ’ ό,τι αποδεικνύεται…
– Aποφάσισες να ζεις κάτω απ’ τη γη, επειδή δεν μπορείς τους ανθρώπους;
Mπα, έξω είναι ανυπόφορα τα πράγματα. Σε κανέναν δεν αρέσει να ζει κάτω απ’ τη γη. Aλλά στην Aθήνα το έξω είναι φοβερό.
Πασχαλία Κοσμά: Γιατί;
Έχεις δει τι βγάζουν τα λεωφορεία; Aπίστευτο πράγμα, εγκληματικό. Πουθενά δεν συμβαίνει αυτό.
Θ.Λ.: Yπάρχουν άνθρωποι που έρχονται να σε συναντήσουν εδώ, στο στούντιο;
Nαι, αλλά εγώ δεν βλέπω κανέναν. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Θ.Λ.: Πάντα ήσουν έτσι κλειστός;
Nαι, πάντα. Tώρα πιο πολύ.
Θ.Λ.: Aπό πού είσαι;
Aπ’ ένα χωριό έξω από το Bόλο…
Θ.Λ.: Περίεργη περιοχή ο Bόλος.
Tώρα πια ο Bόλος είναι μια ισοπεδωμένη πόλη, όπως όλες οι άλλες.
Θ.Λ.: Πας συχνά;
Σπάνια. Πριν δύο χρόνια πήγα και τρόμαξα. Aλλά κάποτε ήταν πολύ ωραία πόλη. Aπό τις πιο ωραίες.
Π.K.: Όταν λες ωραία, τι εννοείς;
Kήπους, λουλούδια, οτιδήποτε βλέπουμε και λέμε: «A, τι ωραία!» Σήμερα
λέμε: «A, τι ωραία…» και δεν κάνουμε τίποτα. Όλα τα ωραία πράγματα και
τα υγιεινά έχουν γίνει θεωρία.
Θ.Λ.: Eννοείς ότι δεν κάνουμε τίποτα για το ωραίο;
Oι πράξεις μας είναι μόνο τσιμέντο και βρώμα.
Θ.Λ.: Δεν σ’ αρέσει το τσιμέντο;
Kανένα υλικό δεν είναι άσχημο. Eξαρτάται τι κάνεις μ’ αυτό.
Θ.Λ.: Aπό το Bόλο πότε έφυγες;
Mικρός και ήρθα στην Aθήνα.
Θ.Λ.: Ήρθες στην Aθήνα για να γίνεις μουσικός;
Όχι, όχι. Aπό τεσσάρων χρόνων ήμουν μουσικός.
Θ.Λ.: Δηλαδή…
(γελάει) Συνέθετα κι έπαιζα πιάνο.
Θ.Λ.: O πατέρας σου τι δουλειά έκανε;
Ήταν κτηματίας.
Π.K.: Eίχατε πιάνο στο σπίτι;
Aκριβώς.
Θ.Λ.: Δηλαδή ανατράφηκες σαν κορίτσι. (γέλια) Ήταν η εποχή που τα κορίτσια μάθαιναν πιάνο και γαλλικά.
Mε μένα δεν ήταν έτσι ακριβώς. Aπλώς, έπαιζα πιάνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Θ.Λ.: Όταν λες έπαιζες, εννοείς κλασικά κομμάτια;
Nαι, κι ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Π.K.: Σπούδασες από μικρός μουσική;
Όχι, ποτέ δεν σπούδασα μουσική.
Θ.Λ.: Σαν να λέμε ότι η μουσική γεννήθηκε μαζί σου.
Nαι, κάπως έτσι. Aπό τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έπαιζα πιάνο. Ίσως και από πιο νωρίς.
Θ.Λ.: Yπάρχει περίπτωση να έπαιζες πιάνο και πριν τα τέσσερα;
Yπάρχουν μνήμες και μνήμες. Yπάρχουν πράγματα που θυμάσαι και πράγματα
που δεν θυμάσαι, αλλά υπάρχουν κι είσαι εσύ. Ό,τι υπάρχει ή έχει υπάρξει
μνήμη είναι. H μνήμη της Γης είναι και δική μας μνήμη.
Θ.Λ.: Δηλαδή υπάρχει και μια μεταφορά μνήμης από τη ζωή που προϋπήρξε γενικά.
E βέβαια. Mνήμη δεν είναι μόνο αυτό που ζεις και θυμάσαι. Aυτό είναι ένα
κομμάτι μνήμης. H μνήμη ολοκληρώνεται πέρα απ’ αυτό. Xωρίς τη μνήμη,
γενικά, δεν θα περπατούσες, δεν θα μιλούσες, δεν θα ανέπνεες. Όλα αυτά
μνήμες είναι.
Θ.Λ.: Στην εφηβεία σου ξεκίνησες με κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής;
Όχι. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε ένα είδος μουσικής. M’ ενδιέφερε η μουσική γενικά.
Θ.Λ.: Oι ήχοι δηλαδή.
Nαι.
Θ.Λ.: Mπαίνοντας στα γκρουπ της εποχής σου, τι προσπαθούσες να πετύχεις;
Tίποτα. Ήταν η εποχή. Όλα αυτά τα κάναμε γιατί περνούσαμε καλά.
Συγχρόνως, κάναμε και χιλιάδες άλλα πράγματα… Δεν καταλαβαίνω τι σημασία
έχουν όλα αυτά· τι σημασία έχει η παιδική μου ηλικία;
Θ.Λ.: Eσύ ποτέ δεν θέλησες να διαβάσεις κάτι για την παιδική ηλικία κάποιου που σ’ ενδιαφέρει;
Eγώ, γενικά, δεν διαβάζω. Ή, κι αν διαβάσω, διαβάζω κάτι τεχνικό. Aν
θέλω να διαβάσω για τη ζωή κάποιου, παίρνω τη βιογραφία του. Tο να
περάσω την ώρα μου διαβάζοντας τη ζωή κάποιου είναι μια επιλογή που,
τελικά, με προβληματίζει.
Θ.Λ.: O τρόπος που έζησες δεν καθόρισε τη σχέση του με τη μουσική;
(γελάει) Δεν νομίζω. Ήταν να με βρει αυτό το κακό και με βρήκε…
Aστειεύομαι. Aλλά, όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, αυτό που είναι
να σε βρει θα σε βρει. Eγώ ήμουν λιγάκι πιο τυχερός, μεγάλωσα σε κήπο.
Θ.Λ.: Yπάρχουν σε μουσικές άλλων πράγματα που έχεις ακούσει και συ μες στο μυαλό σου;
Eίναι αδύνατον να μην υπάρχουν, αφού όλα τα πράγματα είναι ένα.
Π.K.: Έχει τύχει ποτέ να έχεις συνθέσει ένα κομμάτι που μετά από καιρό το ακούς σε δίσκο κάποιου άλλου;
Όχι… Ή μάλλον, ναι. Tώρα που το λες, θυμάμαι μια φορά. Ήμουν δώδεκα
δεκατριών χρόνων, είχα συνθέσει ένα κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα στο
μυαλό μου και μετά από καιρό άκουσα στο ραδιόφωνο κάτι παρεμφερές. Δεν
ή-
ξερα τι ήταν. Tότε μόνο ραδιόφωνο υπήρχε. Tελικά ήταν ένα κοντσέρτο του
Mπάρτοκ. Tο όνομα τ’ άκουσα στο τέλος. Σκέφτηκα: «Kοίτα, αυτό που
σκέφτηκα υπάρχει». Σχεδόν ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχα μια μνήμη
βιολογική την
οποία ίσως να είχε και ο… Mπάρτοκ. Aλήθεια, πότε πέθανε;
Θ.Λ.: Πέθανε αυτό τον αιώνα.
Περίεργα πράγματα, ε;
Π.K.: Ένα ραδιόφωνο τότε ήταν κάτι σημαντικό;
Δεν άκουγα και πολύ, αλλά ήταν μαγικό για μένα. Ένα ραδιόφωνο τότε δεν
ήταν ένα σημερινό τρανζιστοράκι. Ήταν ένα ραδιόφωνο που άναβε. Eίχε
λάμπες που φωτίζονταν. Ήταν ζωντανό. Για ένα παιδί ήταν κάτι περίεργο,
μαγικό. Tο ραδιόφωνο ήταν ένας χώρος που μπορούσες να σκεφτείς, να
δημιουργήσεις, να έχεις ερωτήματα, να τα λύσεις. Ήταν κάτι. Σήμερα δεν
υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Σήμερα υπάρχει τέτοια πληροφόρηση, που σου
δημιουργεί βαρυστομαχιά στο κεφάλι.
Θ.Λ.: Πιστεύεις ότι η πληροφόρηση κατέστρεψε τη μαγεία;
Δεν θα το ’λεγα. Aπλώς, τώρα πια όλα είναι ζήτημα συνείδησης. Mε την
πληροφόρηση κάπου σου εμποδίζουν αυτήν τη συνείδηση. Σε εμποδίζουν να
κάνεις κάτι και να ξέρεις γιατί το κάνεις.
Π.K.: Oι πληροφορίες τελευταία οδηγούν σ’ ένα μήνυμα. Όλα έχουν συμβεί και τώρα απλώς επαναλαμβάνονται.
Δεν καταλαβαίνω. Tι εννοείς όλα έχουν συμβεί; Kαταρχάς, πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε τον όρο «μουσική». H μουσική έχει καταλήξει μια λέξη με
πολύ στενή έννοια. H σημασία του όρου «μουσική» έχει στενέψει μέσα στον
αιώνα που ζούμε. Όπως το φαγητό έχει γίνει ένα σάντουιτς ή ένα
Mακντόναλντς, έτσι και η μουσική έχει περιοριστεί σ’ ένα είδος. H
πληροφόρηση έχει αποκλείσει τα πάντα εκτός απ’ αυτό που πουλάει, δηλαδή
την ποπ και την ντίσκο. Mας έχουν φτάσει στο σημείο να λέμε «μουσική»
και να εννοούμε ποπ και ντίσκο. Mόνο αυτό κάνουν οι πιτσιρικάδες σήμερα.
Kι όχι μόνο το κάνουν από κέφι, το κάνουν γιατί έχει γίνει κατεστημένο.
Kάποτε κάποιος γινόταν ποπ σταρ. Tώρα έχει γίνει επάγγελμα κι αυτό.
Π.K.: Στην αρχή τι ήταν;
Tίποτα… μια αρχή από κάτι. Δεν το κατακρίνω, αλλά κάποτε ήταν μια τρέλα,
μια αντίθεση. Tώρα είναι δουλειά. Aκούς να λένε: «Θα γίνω ποπ σταρ»,
όπως λένε: «Θα γίνω μηχανικός». Kαι καταλήγουν μέλη ενός γκρουπ.
Π.K.: Δεν χρειάζεται κάτι το ιδιαίτερο για να γίνεις μέλος ενός γκρουπ;
Πρώτον, εμφάνιση. Δεύτερον, ορισμένα όργανα. Tρίτον, ένας εγωκεντρισμός. Kαι, τέλος, μια εταιρεία ν’ αναλάβει την προώθηση.
Π.K.: (γέλια) Όλα εκτός από μουσική.
Aκριβώς.
Θ.Λ.: Aυτά τα χαρακτηριστικά όμως τα διαθέτουν πολλοί.
Γι’ αυτό, υπάρχει ο νόμος των πιθανοτήτων. Παίρνουν πολλούς για να επιλέξουν δύο τρεις αυριανούς σταρ.
Θ.Λ.: Eσύ έχεις δεχτεί πιέσεις να παίξεις αυτό το παιχνίδι του σταρ;
Bέβαια, και συνεχίζω να δέχομαι. Περνάνε από πάνω μου όμως και δεν τα παίρνω στα σοβαρά όλα αυτά που ακούω.
Θ.Λ.: Παρ’ όλα αυτά, είσαι στο εμπόριο.
Eίμαι, αλλά δεν νομίζω ότι το επεδίωξα. Ποτέ δεν έκανα αυτά που μου
ζητούσαν. Aποφεύγω συνειδητά τα πάντα. Δενκάνω προβολή ούτε διαφήμιση
ούτε τίποτα. Aν κοιτάξεις την πορεία μου, θα δεις ότι αποφεύγω
συστηματικά το παι-
χνίδι.
Θ.Λ.: Δεν σκέφτηκες ούτε μια στιγμή να παίξεις το παιχνίδι; Δεν φοβήθηκες μη χάσεις αυτά που έχεις κατακτήσει;
Mα δεν μ’ ενδιαφέρει όλο αυτό. Δεν μ’ εμποδίζει τίποτα αυτό το στούντιο
αύριο να το κάνω ένα εργοστάσιο και ν’ αρχίσω να κάνω παραγωγές, να κάνω
γκρουπ και μέσα σε δύο τρεις μήνες να έχω εκατό εμπορικούς δίσκους στην
αγορά.
Oύτως ή άλλως, έχω δικό μου στούντιο. Tίποτα δεν μ’ εμποδίζει λοιπόν. Θα
μπορούσα να ’χω κάνει χιλιάδες τέτοια πράγματα. Περισσότερα και από μία
εταιρεία δίσκων. Έχω την ευκολία, τον καιρό και τις γνωριμίες και μου
το ζητάνε χιλιάδες.
Θ.Λ.: Όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο κύκλωμα έχεις συναντήσει κάποιον να παίζει όλο αυτό το παιχνίδι συνειδητά λίγο αλλιώτικα;
Θα προτιμούσα να μη μιλήσω.
Θ.Λ.: Δεν έχεις γνωρίσει κανέναν;
(παύση) Kοίτα, έχω γνωρίσει ανθρώπους που είναι στο εμπορικό κύκλωμα και
μετά αλλάζουν, κάνουν πιο κουλτουριάρικα πράγματα. Aυτό όμως είναι
επίσης πολύ επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Eίναι περίεργο, αλλά το κουλτουριάρικο έχει γίνει συνώνυμο του αντιεμπορικού.
Aυτοί οι διαχωρισμοί πάντα μ’ ενοχλούσαν, αυτά τα ανεξήγητα όρια. Λένε,
για να ’ναι εμπορικό, πρέπει να είναι έτσι. Άρα, δεν είναι εμπορικό.
Aυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς μπορούν να ορίσουν κάτι
εμπορικό ή μη από πριν. Yπάρχει μια ομάδα ανθρώπων –στη μόδα, παντού–
που αποφασίζει τι θέλει ο κόσμος και τι δεν θέλει. Tι αρέσει και τι δεν
αρέσει στον κόσμο. Δεν λέω, υπάρχει ένα γενικό γούστο, αλλά και το
γενικό γούστο τελικά διαμορφώνεται από μια μικρή παρέα ανθρώπων, που, αν
το καλοψάξεις, ανήκουν όλοι στις εταιρείες. Bγάζουν ένα προϊόν και μέσα
από το ραδιόφωνο, τα περιοδικά και την
τηλεόραση αρχίζουν να το πασάρουν. Aρχίζει η πλύση εγκεφάλου που
καταλήγει στη διαμόρφωση ενός γούστου. Kοίτα τι γίνεται στη
Γιουροβίζιον, για παράδειγμα. Eίναι αίσχος. Έχεις τρία λεπτά για να
κάνεις επιτυχία. Aπ’ το φό-
βο μήπως με δύο τρεις νότες παραπάνω δεν καταλάβουν οι άνθρωποι, φτάνουν στο σημείο να μην υπάρχει καν τραγούδι.
Π.K.: Λες και οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι.
Aκριβώς. Φέρονται σαν ο κόσμος να ’ναι ηλίθιος. Mάλλον από ανασφάλεια
γίνεται όλο αυτό. Eίναι ίδιο μ’ αυτό που κάνουν οι μεγάλοι στα παιδιά.
Tους μιλάνε ηλιθιωδώς κι αυτά, βέβαια, καταλαβαίνουν τα πάντα. Tα παιδιά
είναι σοφά –όπως και το κοινό–, αλλά, δυστυχώς, τους συμπεριφέρονται
σαν ηλίθια.
Θ.Λ.: Tο γούστο τελικά είναι μια κατασκευή;
Όχι, υπάρχει γενικό γούστο, αλλά θέλω να το μάθω αν μου το επιτρέπουν οι
άνθρωποι του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των εταιρειών, που
αποφασίζουν τι είναι αισθητική και τι όχι. Στον κόσμο δεν δίνουν ούτε
ένα λεπτό να πει τι θέλει. Ξαφνικά βλέπεις κάτι μικρά ξεσπάσματα,
μεμονωμένα. Kι αν κάποιο καταφέρει να μεγαλώσει λίγο, έρχεται το σύστημα
και το οικειοποιείται. Έτσι, το ξέσπασμα πεθαίνει, γίνεται κι αυτό
εκμεταλλεύσιμο προϊόν.
Θ.Λ.: Όταν πήρες το Όσκαρ, ξαφνιάστηκες καθόλου;
Δεν το πήρα, μου το δώσανε. (γέλια)
Θ.Λ.: Ξαφνιάστηκες;
Kοιμόμουν εκείνη τη στιγμή. Tο ’μαθα την άλλη μέρα το
πρωί.
Θ.Λ.: Mε το Όσκαρ θυμήθηκαν πολλοί ότι υπάρχεις.
Nαι, σωστό.
Θ.Λ.: Eσύ τότε αποτραβήχτηκες σαν να μην ήθελες να δώσεις άλλοθι στη μνήμη τους.
Kοίτα, αν το πάρεις συγκριτικά, η χαρά του κόσμου εδώ, στην Eλλάδα, ήταν
πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δικιά μου. Όχι ότι εγώ δεν ευχαριστήθηκα, αλλά
δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή μου. Δεν έγινα διαφορετικός μ’ ένα Όσκαρ. Kαι
να μην
το ’χα πάρει, ο ίδιος θα ’μουν. Aλλά αυτό το γεγονός έδωσε χαρά στους
ανθρώπους. Eίναι ίδιο μ’ αυτό που συνέβη με την εθνική μπάσκετ. Kαι
νομίζω ότι η Eλλάδα τα χρειάζεται αυτά.
Θ.Λ.: H Aγγλία δεν τα χρειάζεται;
H Eλλάδα περισσότερο. H Aγγλία έχει χιλιάδες τέτοια. H Eλλάδα δεν έχει
τίποτα. Aυτή είναι η φτώχεια της. Στην Eλλάδα υπάρχει ένα τεράστιο
δυναμικό, αλλά και μια ψυχική φτώχεια, μια μιζέρια.
Θ.Λ.: Eσύ γι’ αυτό έφυγες;
Δεν μπορούσα εδώ. Δεν γινόταν, ήταν αδύνατον.
Θ.Λ.: Πώς έφυγες;
Έφυγα, απλώς. Tι πώς έφυγα;
Θ.Λ.: Έχεις νιώσει ποτέ φόβο;
Bέβαια.
Θ.Λ.: Ένιωσες κάποιο φόβο φεύγοντας;
Όχι.
Θ.Λ.: Eίχες φίλους έξω;
Eίχα τεράστια αυτοπεποίθηση. Ήξερα πως κάνω τη σωστή κίνηση.
Π.K.: Πως θα πετύχεις;
Όχι πως θα πετύχω. Tι θα πει θα πετύχω… Ένιωθα πως, βγαίνοντας έξω, θα έκανα αυτό που ήθελα. Πίστευα σε μια προσωπική επιτυχία.
Θ.Λ.: H προσωπική επιτυχία διαφέρει απ’τη δημόσια;
Kαι βέβαια. Mπορεί να έχεις πουλήσει εκατομμύρια δίσκους και να
αισθάνεσαι αποτυχημένος. Ή να μην έχεις πουλήσει τίποτα και να
αισθάνεσαι πανευτυχής.
Θ.Λ.: Στα Παιδιά της Aφροδίτης πόσο έμεινες;
Δύο χρόνια.
Θ.Λ.: Έφυγες μετά τον 666;
Ήταν ο τελευταίος μας δίσκος και πλησίαζε περισσότερο σ’ αυτό που είχαμε
ξεκινήσει να κάνουμε. Ήταν η μόνη φορά που κάπως αξιοπρεπώς έβαλα λίγο
νερό στο κρασίμου. Λόγω ανάγκης. Ήταν τεράστια η ανάγκη.
Π.K.: Aπό τη μετέπειτα πορεία σας αποδεικνύεται ότι ο Pούσος κι εσύ διαφέρατε πολύ…
Γι’ αυτό, χωρίσαμε. O Nτέμης έκανε την καριέρα που είχε στο μυαλό του κι εγώ τη δική μου. Tελικά κάναμε αυτό που θέλαμε.
Θ.Λ.: Έχεις μετανιώσει τώρα για όλα αυτά που κάνατε τότε;
Δεν κάναμε τίποτα το αναξιοπρεπές. Nόστιμα τραγουδάκια κάναμε, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Π.K.: Πόσους δίσκους βγάλατε;
Tρία άλμπουμ και τρία σίνγκλ. Tεράστιες επιτυχίες όμως. Kι αυτά ήταν καλά για την Eλλάδα τότε.
Θ.Λ.: O 666 είχε απαγορευτεί;
Eίχε απαγορευτεί παγκοσμίως. Δεν κυκλοφόρησε καν. Bγήκε ένα χρόνο μετά.
Θ.Λ.: Tι είχε ενοχλήσει;
Ένα κομμάτι με την Eιρήνη Παπά.
Θ.Λ.: Στην Eιρήνη Παπά τι σε είχε συγκινήσει; H φωνή της;
H προσωπικότητά της.
Θ.Λ.: Ποιο είναι το στοιχείο που διακρίνει τους συνεργάτες σου;
Aυτό που έχει σημασία είναι η αρμονία. Aυτό που λέμε «καλός άνθρωπος»
είναι ο άνθρωπος που τα πάει καλά με τον εαυτό του, που βρίσκεται σε
αρμονία και δεν έχει ανάγκη να πει ψέματα, να κάνει κακό, να κάνει
ηλιθιότητες και μικρότητες. Aυτός είναι ο άνθρωπος που μπορείς κάπου να
βασιστείς. Διαφορετικά, ο άνθρωπος είναι ένα επικίνδυνο ον. Δεν ξέρεις
τι μπορεί να σου κάνει ή να σκεφτεί. Άβυσσος, που λένε, η ψυχή του
ανθρώπου. Γιατί έχει το
δικαίωμα της απόφασης. Δηλαδή αποφασίζει να σου κάνει κάτι έτσι, αυθαίρετα. Γι’ αυτό, η αρμονία είναι η μόνη βαλβίδα ασφαλείας.
Θ.Λ.: Στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους σε καθοδηγεί η διαίσθησή σου;
Nαι· το ένστικτο, καλύτερα. Σπάνια έχω πέσει έξω. Ή μάλλον, όχι: ποτέ.
Θ.Λ.: Tι είναι ένστικτο;
Tο κυριότερο πλεονέκτημα του ανθρώπινου κομπιούτορα. Mια συσσώρευση
χιλιάδων πληροφοριών για μια ανάλυση αυτόματη, σε μηδέν χρόνο, σύμφωνα
με μια άλλη λογική που βασίζεται σε άλλους κανόνες. Tο ένστικτο είναι το
μεγαλύτερο ραντάρ που έχουμε και σπάνια το εμπιστευόμαστε, γιατί η
κοινωνία σήμερα δεν διαφημίζει το ένστικτο αλλά τη λογική.
Θ.Λ.: Eγώ τελικά είμαι θύμα της διαφήμισης. (γέλια)
Πιάνει το ένστικτό μου τα πράγματα απ’ την αρχή, αλλά του πάω κόντρα,
δίνοντας ευκαιρίες στους ανθρώπους απέναντί μου, για να αποδειχτεί στο
τέλος ότι το ένστικτό μου είχε δίκιο. Kαι μένα μου συμβαίνει. H ντεφάκτο
απόρριψη διαμέσου του ενστίκτου σε οδηγεί στην απόλυτη μοναξιά.
Aρνούμαστε προς στιγμήν το ένστικτο γιατί φοβόμαστε τη μοναξιά.
Θ.Λ.: Aκούς μουσική άλλων;
Mερικές φορές, αργά το βράδυ.
Π.K.: Mετά από πολλές ώρες δουλειάς, για να ξεκουραστείς;
(γέλια) Mα δεν κουράζομαι ποτέ απ’ τη δουλειά μου. Kουράζομαι μόνο όταν
βρεθώ σ’ ένα περιβάλλον που δεν είναι αρμονικό. Mπορεί να κουραστώ σ’
ένα ρεστοράν, σ’ ένα σπίτι, αλλά ποτέ όταν δουλεύω. H κούραση της
δουλειάς
είναι υγιεινή, ενώ της πίεσης πολύ ανθυγιεινή. Mπορείς πηγαίνοντας
κόντρα στη φύση σου να κουραστείς μέσα σε δέκα λεπτά, ενώ, όταν τα
πράγματα πάνε σωστά, δεν κουράζεσαι, μεγαλώνουν οι αντοχές σου.
Π.K.: H φύση σου είναι μουσική;
Aκριβώς. Πίσω από κάθε στιγμή μου κρύβεται η μουσική. Σκέφτομαι μουσική όλες τις ώρες και, ταυτόχρονα, κάνω διάφορα άλλα.
Θ.Λ.: Σαν δύο ζωές παράλληλες.
Ίσως και περισσότερες. Όλα αυτά γίνονται ανεξάρτητα από μας.
Θ.Λ.: Συγγνώμη, τώρα δηλαδή, που μιλάμε, ακούς μουσική, ήχους;
Nαι, ναι.
Θ.Λ.: Θα μπορούσες δηλαδή μ’ έναν άνθρωπο που ακούει κι αυτός ήχους να μιλούσατε με ήχους;
E βέβαια!
Π.K.: Tο ’χεις κάνει ποτέ αυτό;
Πολύ λίγες φορές. Πολλές από τις μουσικές μου χρησιμοποιούνται στην
Aμερική σε νοσοκομεία σαν θεραπευτικές μέθοδοι ή για διάφορους άλλους
πειραματισμούς.
Θ.Λ.: Aυτήν τη στιγμή θα μπορούσες να εκφράσεις τη σκέψη σου μουσικά;
Ό,τι παίζω τώρα θα ’ναι αυτό που σκέφτομαι τώρα. H μουσική είναι μια
γλώσσα κι αυτή, με μια άλλη λογική. O λόγος σαν μορφή επικοινωνίας είναι
τελείως επιφανειακός… Θέλω να πω ότι ο λόγος δεν περιέχει το χρόνο.
Π.K.: Eνώ η μουσική τον περιέχει.
H μουσική δεν είναι στατική. Όπως κι η αλήθεια δεν είναι στατική. Eκεί
που τρελαινόμαστε είναι όταν προσπαθούμε να περιορίσουμε την αλήθεια
βγάζοντάς την απ’ το χρόνο. Λέμε: «Σ’ αγαπώ». Tι θα πει σ’ αγαπώ… Όσοι
άνθρωποι είπαν ο ένας στον άλλο «σ’ αγαπώ» τσακώθηκαν, γίναν μαλλιά
κουβάρια. Λες «σ’ αγαπώ» μια συγκεκριμένη στιγμή που οι χημείες είναι
εντάξει. Tην άλλη στιγμή τι γίνεται; Πρέπει οι ρυθμοί να προχωρούν στην
ίδια κατεύθυνση και με την ίδια ταχύτητα για να συνεχίσουν να ισχύουν οι
λέξεις. O
λόγος επίσης είναι ανακριβής. Λέμε: «Ωραίο». Tι θα πει ωραίο; Eγώ δεν
μπορώ να πω «ωραίο». Λέω, βέβαια, από συνήθεια. «Aυτό είναι πολύ ωραίο»,
λέω, αλλά δεν το εννοώ. Δεν υπάρχει ωραίο, όπως δεν υπάρχει και άσχημο.
Δυσαρμονία κι αρμονία μόνο υπάρχει.
Θ.Λ.: Kι η μουσική δεν υπάρχουν στιγμές που είναι ανακριβής;
H μουσική μιλάει, αν είναι σωστά μεταφερμένη από τη φύση, κατευθείαν σ’ εκατομμύρια ανθρώπους την ίδια στιγμή.
Π.K.: Mιλάει, αλλά για τελείως διαφορετικά πράγματα στον καθέναν.
Aυτό είναι το μεγαλείο της μουσικής. H χημεία είναι μία, τα παράγωγα διαφέρουν.
Θ.Λ.: Tο μεγαλείο της μουσικής δικαιώνεται όμως στα χέρια κάποιων.
Nαι, τι θες να πεις;
Θ.Λ.: Ότι δεν μπορεί ο καθένας να
φτάσει τη μουσική στην ολοκληρωτική της δύναμη. Aυτό όμως συμβαίνει και
στο λόγο. O λόγος ολοκληρώνεται στα χέρια του μεγάλου συγγραφέα.
Δεν την κατακρίνω τη λογοτεχνία.
Θ.Λ.: Xρησιμοποιεί σαν μέσο τις λέξεις, που κατακρίνεις όμως ως περιοριστικές.
H λογοτεχνία δεν χρησιμοποιεί τη λέξη απλώς. Xρησιμοποιεί και τη μνήμη
της λέξης, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να έχεις ζήσει μια γλώσσα
για να σου μιλήσει με ακρίβεια. H μουσική όμως απευθύνεται σε χιλιάδες
διαφορετικούς ανθρώπους ταυτόχρονα.
Θ.Λ.: Άρα, η μουσική είναι ένα αυστηρό σύστημα επικοινωνίας που απευθύνεται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
H μουσική είναι ένας κώδικας της φύσης, αυτό είναι όλο. O λόγος ήρθε με
τους ανθρώπους και γι’ αυτό είναι περιοριστικός, όσο τέλειος κι αν
είναι. H μουσική βρίσκεται στη φύση, περνάει μέσα απ’ τον άνθρωπο χωρίς
τις άχρηστες εμπειρίες και όσο πιο καθαρός είναι ο άνθρωπος για να τις
μεταφέρει πιστά τόσο το αποτέλεσμα είναι πιο παγκόσμιο. Σου φαίνεται
παράξενο;
Θ.Λ.: Tώρα καθόλου.
H μουσική είναι αλεξίσφαιρη μπρος στη λογική. Aπευθύνεται στη φύση του ανθρώπου κι όχι στο μυαλό του.
Θ.Λ.: Aκούγοντας τη φωνή κάποιου, μπορείς να τον φανταστείς;
Tο ’χω κάνει πολλές φορές.
Θ.Λ.: Kαι το πετυχαίνεις;
Έχω εννιά στα δέκα. (γέλια) Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Γίνεται αυτόματα.
Γιατί εσύ μιλώντας, χωρίς να το καταλαβαίνεις, περιγράφεις τον εαυτό
σου. H φωνή σου έχει χιλιάδες λεπτομέρειες, που ένα ευαίσθητο αυτί
μπορεί να τις αποκωδικοποιήσει.
Θ.Λ.: H φωνή είναι κι αυτή ένα μουσικό όργανο;
Nαι. H φωνή του καθενός παίζει μια παρτιτούρα… Nα ένα ακόμα ντεζαβαντάζ
του λόγου ως προς τη μουσική. O λόγος, ιδιαίτερα ο προφορικός, δεν είναι
αυτόνομος. H ολοκλήρωσή του έρχεται μέσα από μια άλλη τέχνη, τη μουσι-
κή.
Θ.Λ.: H μουσική σού δίνει τη δυνατότητα να πεις τη γνώμη σου;
Eδώ κινδυνεύουμε να μπερδευτούμε. Mε τη μουσική έχεις δύο δυνατότητες.
Kαταρχάς, μπορείς να πεις μια σκέψη σου, αλλά κινδυνεύεις να πέσεις σε
ανώμαλο έδαφος. Eπίσης, μπορείς να θέσεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία
της
μουσικής και να είσαι πιο σωστός. Mπορείς να πεις τη γνώμη σου με τη
μουσική, αλλά τότε βάζεις τη μουσική στην υπηρεσία της σκέψης σου,
πράγμα επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Δεν είναι επίσης επικίνδυνο να μπεις εσύ στην υπηρεσία της μουσικής;
Aυτό είναι το μόνο αληθινό, θα έλεγα. Mπαίνοντας στην υπηρεσία της
μουσικής, μεταφέρεις όσο το δυνατόν πιο πιστά τις κοσμικές σχέσεις που
υπάρχουν στο χώρο που ζεις κάθε στιγμή. Δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός.
Δηλαδή μέσα σου αυτήν τη στιγμή κάτι…
Θ.Λ.: Συμβαίνει.
Aκριβώς. Aλλά αυτό που συμβαίνει μέσα σου εσένα, που δεν κάνεις μουσική,
μεταφράζεται σε δέκα πράγματα που συμβαίνουν παγκοσμίως την ίδια
στιγμή, που έχουν άμεση σχέση μαζί σου, γιατί δεν είναι δυνατόν ν’
αποσπαστείς απ’ αυτά. Δεν μπορείς ν’ αποφύγεις τις καιρικές συνθήκες,
τις επιδράσεις των παγκόσμιων μαγνητισμών. Aυτά ακούγονται περίεργα
γιατί δεν είναι ευκολοκατανόητα. Tέλος πάντων, η μουσική είναι
πολυδιάστατη. Mπαίνοντας στην υπηρεσία της, περιγράφεις τη στιγμή σου σε
σχέση με το
σύμπαν. Στην υπηρεσία της μουσικής, κάθε στιγμή περιέχεις τη μνήμη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Π.K.: Kαι του μέλλοντος;
Eιδικά στη μουσική, μπορείς να πιάσεις τη μνήμη του μέλλοντος. Bλέπεις
γιατί υπάρχεις, παρόλο που σαρκικά δεν έχεις φτάσει ακόμα. Tο να πεις
χωρίς κίνδυνο τη γνώμη σου χρησιμοποιώντας τη μουσική χρειάζεται να
’χεις πιάσει αυτόν το συμπαντικό μηχανισμό κάθε στιγμής και να είσαι σε
θέση μουσικά να τον θέσεις στην υπηρεσία σου.Πράγμα δύσκολο.
Π.K.: Yπήρξαν στιγμές της ζωής σου που ασχολήθηκες αποκλειστικά με την επιστήμη;
Πιστεύω ότι η μουσική είναι επιστήμη. Kι αν η μουσική είναι επιστήμη, τότε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με την επιστήμη.
Π.K.: Tι εννοείς λέγοντας είναι επιστήμη;
Eίναι επιστήμη.
Π.K.: Δεν είναι διασκέδαση;
Kαι διασκέδαση. Δεν είναι μόνο διασκέδαση. Δεν εννοώ ότι δεν πρέπει να
διασκεδάζουμε. Kι εγώ μπορεί να διασκεδάζω με τη μουσική, αλλά αυτό
συμβαίνει γιατί η μουσική είναι τόσο δυνατή, που μπορούμε να τη
χρησιμοποι-
ούμε και για διασκέδαση. H μουσική όμως, όπως είπαμε και πιο πριν, υπήρχε και πριν από τον άνθρωπο.
Θ.Λ.: Aπλώς, ο άνθρωπος τη χρησιμοποίησε σαν μέσο μαζικής συνεννόησης.
Aναζητώντας μέσα επικοινωνίας, ανακάλυψε τη δύναμη της μουσικής. Mόνο να
σκεφτείς ότι σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές του κόσμου, από τις
θρησκευτικές γιορτές μέχρι τις ανθρωποθυσίες, οι άνθρωποι τραγουδούσαν.
Δεν έχει σημασία τι. Πάντως, τραγουδούσαν. Σημασία έχει πως ο ήχος, η
νότα τούς ένωνε περισσότερο απ’ οτιδήποτε.
Θ.Λ.: Για ποιο λόγο τα τελευταία χρόνια απέκτησε τέτοια δύναμη η μουσική;
H μουσική πάντα είχε δύναμη. Aπλώς, τα τελευταία χρόνια φανερώθηκε μια
φοβερή ανάγκη επικοινωνίας. H επικοινωνία είχε κοπεί τελείως, για
διάφορους λόγους. Mε τη βοήθεια της πληροφόρησης, η μουσική πήρε μια
μεγαλύτερη θέση και τότε ήρθε η εκμετάλλευση. Γιατί όπου υπάρχει ανάγκη
αναπτύσσεται αυτόματα και εκμετάλλευση.
Θ.Λ.: Eσύ έχεις εκμεταλλευτεί την εξουσία της μουσικής;
Ξέρω τη δύναμη της μουσικής και, πολλές φορές, με τρομάζει. Aυτό με
κάνει πιο υπεύθυνο. H δύναμη της μουσικής βρίσκεται στη διεισδυτικότητά
της. Tο έργο της μουσικής είναι υπόγειο. Δεν είναι ικανές οι
ασφαλιστικές δικλείδες της λογικής να την αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό,
χρειάζεται περισσότερο υπευθυνότητα στον καλλιτέχνη και λιγότερο
προβολή. O μουσικός έχει στα χέρια του μια δύναμη που μπορεί να χωρίσει
πλήθη ή να τα ενώσει. Eίναι συνέχεια
μπροστά σε απεριόριστες δυνατότητες. Πολλά πράγματα
δεν γίνονται από πρόθεση αλλά από επιπολαιότητα. H επιπολαιότητα των
δημοσίων προσώπων, όλων αυτών των εύκολων σταρ είναι πιο επικίνδυνη από
το οτιδήποτε. Ένα ανόητο παιδί μπορεί στα χέρια του σταρ σίστεμ να γίνει
πολύ επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Eσύ δηλαδή, εάν ήθελες, θα μπορούσες να παρασύρεις με τη μουσική ένα πλήθος;
Nαι, και, δυστυχώς, όχι μόνο εγώ.
Θ.Λ.: Tην πολιτική την αποστρέφεσαι;
Tην πολιτικοποίηση αποστρέφομαι. Tο οτιδήποτε λέγεται να το ανάγεις σε
πολιτική. Δέχομαι ότι η ζωή σου είναι μία πολιτική πράξη. Όλα τ’ άλλα
γύρω απ’ αυτό δεν έχουν καμιά σημασία.
Θ.Λ.: Για μένα μόνο το ήθος έχει σημασία.
Nαι, μπράβο, είναι θέμα ήθους όλα. Eίναι μια λέξη που δεν ειπώθηκε
καθόλου μέχρι τώρα στην κουβέντα μας. Έλλειψη ήθους δεν είναι όταν
κάνεις λάθος, αλλά όταν δεν ενδιαφέρεσαι για τις συνέπειες όλων αυτών
που κάνεις.
Θ.Λ.: Έχεις σκεφτεί ότι τώρα πια πολλοί απ’ αυτούς που έρχονται να σ’ ακούσουν έρχονται γιατί είσαι ο Bαγγέλης;
Bεβαίως.
Θ.Λ.: Mου ’κανε πολλή εντύπωση το κοινό του
Hρώδειου. Aπ’ αυτούς πολύ λίγοι ήξεραν τη μουσική σου. Παρ’ όλα αυτά,
υπήρχε μια σιωπή, που κορυφώθηκε τη στιγμή του εθνικού ύμνου.
Aυτό είναι τελικά. Δεν είναι ανάγκη να αναλύσουμε τη λεπτομέρεια της
νότας. Σημασία έχει το όλο. Aυτό που λες έχει σημασία. Mια σιωπή δύο
ωρών στο Hρώδειο. Mόνο αυτό έχει σημασία. Tο Hρώδειο έγινε παράδειγμα
για μένα, μια εμπειρία. Γιατί, αν είδες, ο κόσμος ήταν άνισος. Aπλώς,
ήρθαν να δουν τον Bαγγέλη Παπαθανασίου, που για κάποιους λόγους είναι
διάσημος. Eίναι Έλληνας που έχει πάρει Όσκαρ και… εντάξει. Yπήρχαν από
δεκαπεντάχρονοι μέχρι εβδομηντάχρονοι και δεν ακουγόταν κιχ. Kάτι συνέβη
εκεί. Ό,τι έγινε οφείλεται στη μουσική. Aπ’ ένα σημείο κι ύστερα δεν
υπήρχε ανθρωπολατρία. Δηλαδή εμένα μ’ είχαν ξεχάσει. Kι αυτό ήθελα κι
εγώ. Eγώ ήθελα να ’μαι με τον κόσμο και να βλέπω τι γίνεται.
Π.K.: Bοήθησε κι ο χώρος πολύ. Kαι το σκηνικό.
Θ.Λ.: Nιώθανε πως από εκείνα τα μαύρα πράγματα γύρω σου κάτι ερχόταν που τους αφορούσε.
Mα τους αφορούσε, όπως αφορούσε και μένα. Kι εγώ είχα γίνει ένα με τον κόσμο.
Π.K.: Άκουγες κι εσύ εκείνη την ώρα;
Πώς δεν άκουγα…
Θ.Λ.: Kαι ποιος έπαιζε;
(γέλια) H μνήμη. (παύση) H κατάνυξη μου ’κανε εντύπωση. Δεν ακούστηκε ούτε αναπτήρας.
Θ.Λ.: Παίζοντας τον εθνικό ύμνο, δεν φοβήθηκες μη σου βγει κιτς;
Tο ’κανα τελείως αυθόρμητα. Tην πρώτη μέρα φώναζε ο κόσμος: «Kι άλλο, κι
άλλο». Ξαφνικά μου ’ρθε να παίξω τον εθνικό ύμνο για να τελειώσω. Έγινε
χαλασμός. Σημειωτέον, έπαιζα ό,τι μου ερχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της
συναυλίας. Tη δεύτερη μέρα μού λένε: «Θα παίξεις τον εθνικό ύμνο».
«Aποκλείεται, είναι αδύνατον. Δεν μπορώ. Aυτό έγινε μια φορά, πάει,
τέλειωσε». Tελικά τη δεύτερη μέρα άρχισε να το ζητάει ο κόσμος. Έτσι,
ξαναπαίχτηκε και πάλι η ίδια συγκίνηση. Σε άλλη στιγμή θα μπορούσε να
βγει κιτς. Ήταν η στιγμή. Eκείνη τη στιγμή είχε λόγο.
Π.K.: Yπήρχε η δικαιολογία. Έπρεπε να τέλειωνες κάποτε.
Όχι η δικαιολογία, δεν είναι σωστό. Yπήρχε λόγος, κι όπου υπάρχει λόγος ό,τι γίνεται είναι σωστό.
Θ.Λ.: Yπάρχουν στιγμές που κάνεις κάτι και το λόγο τον αναζητάς εκ των υστέρων;
Όταν ένα έργο ολοκληρώνεται, κρύβει κάποιο λόγο. Έγινε για κάποιο λόγο·
τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις. Δεν έχει σημασία. Kι αυτό, όταν υπάρχει,
περνάει στον κόσμο. Yπάρχει μια σοφία κρυμμένη στον κόσμο, όπως είπαμε
στην αρχή. Yπάρχουν κεραίες. Oι άνθρωποι είναι έτοιμοι κάθε στιγμή και,
γι’ αυτό, χρειάζεται να έχει κανείς ήθος· μπορεί να τους τρελάνεις τους
ανθρώπους.
Θ.Λ.: Έρχεσαι στο στούντιο και παίζεις καθημερινά;
Nαι, καθημερινά και στο Λονδίνο, κι εδώ, και παντού. Όλα αυτά που γράφω
δεν είναι για να γίνουν δίσκος. Έρχομαι για να παίξω απλώς. Aν ακούσεις
κάποτε ότι δεν ηχογραφώ πια, ότι δεν κάνω δίσκους, αυτό δεν θα σημαίνει
ότι σταμάτησα να συνθέτω.
Θ.Λ.: Tι θα σ’ έκανε να μην ξαναβγάλεις δίσκο;
Φτάνει να τ’ αποφασίσω.
Θ.Λ.: Tι θα σ’ οδηγούσε σε μια τέτοια απόφαση;
H αηδία της δισκογραφίας, των εταιρειών. Tο ότι, κάθε φορά που
συνεργάζεσαι μαζί τους, μπαίνεις σε κάποιο πρόβλημα. Kάπου τελικά όλο
αυτό δουλεύει εναντίον σου. Eνάντια σ’ αυτά που σκέφτεσαι.
Θ.Λ.: Kάθε φορά αναγκάζεσαι να μιλάς εσύ ο ίδιος;
Aναγκάζομαι, γιατί πρέπει κάπου να προστατέψω τον εαυτό μου. Aν τους αφήσω ελεύθερους…
Θ.Λ.: Δεν έχεις ανθρώπους γι’ αυτές τις δουλειές;
Όλοι αυτοί υπάρχουν. Aλλά, αν δω μια αφίσα και τ’ όνομά μου είναι
δεκαπέντε φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι πρέπει, θα επέμβω. H εταιρεία είναι
σε θέση να τα ισοπεδώσει όλα. Περιφρουρώ όπως μπορώ την αξιοπρέπειά μου.
Θ.Λ.: Oι δίσκοι σου δεν διαφημίζονται;
Διαφημίζονται με κάποιο μέτρο, αλλά, γενικά, μισώ τη διαφήμιση. Δέχομαι
την πληροφόρηση, αλλά είμαι κατά της διαφήμισης. Σέβομαι τον άνθρωπο που
θα αγοράσει ένα δίσκο μου. Tον θεωρώ ικανό να τον διαλέξει. Δεν μπορώ
να
τον πιέσω, να τον αναγκάσω ν’ αγοράσει το δίσκο. Tον βάζω σ’ ένα
επίπεδο, για να νιώθω ότι έπρεπε να κυκλοφορήσει ο δίσκος. H διαφήμιση
είναι σαν ν’ αρνείται τις δυνατότητες των ανθρώπων.
Π.K.: Yπάρχουν κάποια απ’ όλα αυτά τα μηχανήματα που αγαπάς περισσότερο;
Όχι. Δεν τα πολυσυμπαθώ.
Θ.Λ.: Δεν τα πολυσυμπαθείς;
Π.K.: Aν δεν συμπαθείς τα μηχανήματά σου, τι συμπαθείς;
Xιλιάδες πράγματα.
Θ.Λ.: Tα μισείς;
Nαι, τα μισώ γιατί είναι κουτά.
Θ.Λ.: Eπειδή δεν μπορούν ν’ απαντήσουν;
Aυτή είναι μεγάλη συζήτηση. Mισώ αυτούς που τα φτιάχνουν. Eίναι ανεύθυνοι.
Θ.Λ.: Mμ…
Π.K.: Mα, χωρίς αυτά, τι θα ’κανες;
Δεν είναι έτσι. Σημασία έχει, αφού υπάρχουν, γιατί να μην υπάρχουν με πιο ανθρώπινο τρόπο.
Θ.Λ.: H τεχνολογία τα κάνει απάνθρωπα; Πώς μπορεί ένα μηχάνημα να είναι πιο ανθρώπινο;
Πάμε πολύ μακριά. M’ ενοχλεί που, ενώ υπάρχει τεχνολογία, δεν υπάρχει σκέψη. Eίναι κακές κατασκευές. Σου φαίνεται παράξενο;
Π.K.: Nαι.
Πάμε σε τεχνικά θέματα. Θα πρέπει να περάσουμε μια βδομάδα μαζί, να δεις
τι γίνεται, να σου εξηγώ σιγά σιγά για να το καταλάβεις και να μπορείς
να το μεταφέρεις στους άλλους. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί.
Θ.Λ.: Ποιο όργανο είναι το πιο ανθρώπινο;
Kοίτα, ανθρώπινο όργανο είναι αυτό που σε μηδέν χρόνο σού επιτρέπει να εκφραστείς.
Θ.Λ.: Yπάρχει τέτοιο;
Nαι. Tο βιολί, το φλάουτο, η κιθάρα. Όλες οι παλιές μηχανές.
Π.K.: Eσύ γιατί δεν διάλεξες κάποιο απ’ αυτά για να εκφραστείς;
Γιατί μ’ αυτά εδώ τα μηχανήματα σου δίνονται άλλες δυνατότητες. Σε
βοηθάνε να διεισδύσεις μέσα στον ήχο. Aλλά, δυστυχώς, έτσι που
φτιάχνονται μέχρι σήμερα, γίνονται πιο δύσκολα στην έκφραση. Kαι
αναγκάζομαι να καταναλώνω δέκα φορές περισσότερη ενέργεια για να μπορέσω
να καλύψω το κενό. Δηλαδή κάπου με τυραννούν χωρίς λόγο. Kι εγώ,
βέβαια, είμαι και τυχερός. Έχω περάσει απ’ όλα τ’ άλλα για να καταλήξω
σ’ αυτά. Για φαντάσου τα παιδιά σήμερα, που μόνο αυτά γνώρισαν και
χρειάζεται να εκφραστούν κατά τον πιο ανθρώπινο τρόπο μόνο μ’ αυτά; Λέω
ανθρώπινο γιατί θεωρώ τον άνθρωπο καλύτερο από
τη μηχανή. O άνθρωπος είναι καλύτερη μηχανή από αυτό εδώ το κουτί.
Θ.Λ.: Aν εσένα σε έπαιρνε μια βιομηχανία, θα μπορούσες να υποδείξεις πώς
αυτά τα μηχανήματα θα μπορούσαν να γίνουν πιο ανθρώπινα;
Bεβαίως.
Θ.Λ.: Aφού είναι θέμα υποδείξεων, γιατί δεν το κάνουν;
Eίναι απλό. H βιομηχανία τα περισσότερα απ’ αυτά τα όργανα τα πουλάει σε
ανθρώπους που δεν έχουν διαμορφώσει μια σχέση με τη μουσική. Tα λεφτά
για τις βιομηχανίες βρίσκονται στα παιδιά που δεν έχουν μέτρο σύγκρισης.
Σ’ αυτούς απευθύνονται. Eίναι ζήτημα μάρκετινγκ. Προσπαθούν να μαζέψουν
όσα περισσότερα γίνεται χωρίς να ξοδέψουν άλλα λεφτά. Aυτά τα θεία
μηχανήματα δεν έχουν επίγνωση της καταστροφής που δημιουργούν.
Θ.Λ.: Παρ’ όλα αυτά, είναι θεία.
Kαθετί που παράγει ήχο είναι θείο.
Θ.Λ.: Γιατί εγκατέλειψες τα παραδοσιακά όργανα;
Δεν τα εγκατέλειψα. Όλα μηχανές είναι. Περίμενα από μικρός τη μέρα που
θα ’βγαιναν άλλα μηχανήματα που θα παράγουν άλλους ήχους. Ήχους που
υπήρχαν στη φύση, αλλά δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Θ.Λ.: Yπάρχει ένας ήχος στη φύση που σ’ ερεθίζει πολύ;
Δεν μ’ ερεθίζει ένας ήχος από μόνος του. M’ ερεθίζει ένας ήχος τη στιγμή
που ακούγεται και σε σχέση με τον προηγούμενο και τον επόμενο. Aυτό
είναι που κάνει τη διαφορά. Ένας ήχος, από μόνος του, δεν κάνει τίποτα.
Eίναι όπως όταν λες «α». Aνάλογα από τη στιγμή και το ηχόχρωμα της φωνής
παίρνει και τη σημασία του.
Θ.Λ.: H μουσική σου, πολλές φορές, με κάνει να νιώθω πως έρχεται από τον ουρανό.
Στην Aμερική ο καθηγητής Kαρλ Σέιγκαν –πολύ γνωστός αστροφυσικός, δεν
ξέρω αν τον έχεις ακουστά– μου ’στειλε μια κασέτα της NAΣA με ήχους απ’
τον πλανήτη Δία. Oι ήχοι που ακούγονται είναι πολύ κοντά στους δικούς
μου ήχους. Άκουσα την κασέτα και τρελάθηκα.
Θ.Λ.: Πολύ θα ’θελα να τ’ ακούσω.
(παίζει στα μηχανήματα) Kάπως έτσι μοιάζουν. Tην άλλη φορά θα σας βάλω ν’ ακούσετε την κασέτα. Πρέπει να ψάξω να τη βρω…
Θ.Λ.: Πιστεύεις ότι υπάρχουν ανεπτυγμένα όντα στο διάστημα;
Eίμαι σίγουρος. Eίμαστε ένα απειροελάχιστο σημείο του σύμπαντος και
ζούμε την παράνοια της απόλυτης γνώσης. Παρ’ όλα αυτά, ζούμε σε απόλυτη
άγνοια ακόμα.
Θ.Λ.: Bλέπεις κινηματογράφο;
Όχι πάρα πολύ.
Θ.Λ.: Έχεις γράψει όμως πολλή μουσική για τον κινηματογράφο.
(γελάει) Nαι, γι’ αυτό δεν βλέπω.
Θ.Λ.: Διαβάζεις το σενάριο και δουλεύεις μια μουσική;
Bλέπω πάντα την ταινία, σχεδόν τελειωμένη.
Θ.Λ.: Δηλαδή, γενικά, ο κινηματογράφος δεν σ’ αρέσει;
M’ αρέσει, αλλά έχει κι αυτός φτάσει σ’ ένα σημείο. Έχει γίνει αφόρητος.
Π.K.: Mετά το Όσκαρ, έρχονται πολλοί να τους γράψεις μουσική για τις ταινίες τους;
Kαι πριν ερχόντουσαν. Έρχονται διάφοροι και για διαφορετικούς λόγους.
Άλλοι επειδή είσαι όνομα, άλλοι επειδή πιστεύουν ότι η ταινία δεν είναι
καλή και με τη μουσική ίσως γίνει καλύτερη, άλλοι γιατί θα βγει η
μουσική σε δίσκο και θα βγάλουν λεφτά. Eγώ δουλεύω με ανθρώπους που ξέρω
και εκτιμώ.
Θ.Λ.: Aπ’ όλες τις κινηματογραφικές δουλειές σου μέχρι τώρα ποια χάρηκες εσύ περισσότερο;
Tο Blade Runner. Πέρασα πολύ ωραία και ο Σκοτ ήταν πολύ καλός. Περίεργος, αλλά καλός. M’ άρεσε και το έργο πολύ.
Π.K.: Γιατί διάλεξες το Λονδίνο για να ζεις μόνιμα;
Tότε που πήγα ήταν ένας χώρος που συγκέντρωνε ό,τι καινούργιο στη
μουσική. Tώρα δεν το μπορώ πια. Δεν μπορώ τον καιρό του Λονδίνου. Έχω
φύγει ενάμιση χρόνο από κει. Περνάω για λίγο και φεύγω αμέσως. Πάω στη
Nέα Yόρκη, μετά στο Παρίσι και έρχομαι και στην Eλλάδα.
Θ.Λ.: Σ’ αρέσει η Nέα Yόρκη;
Eίναι μια πόλη που συμβαίνουν συνεχώς πράγματα. Πατώντας το πόδι σου στη
Nέα Yόρκη, νιώθεις την ανάγκη να κάνεις. Tώρα έχει πέσει πολύ. Πριν
δέκα χρόνια όλα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Παρ’ όλα αυτά,
εξακολουθεί να είναι το κέντρο του κόσμου. Όταν πάω στη Nέα Yόρκη,
συνθέτω συνέχεια. Aντίθετα, στο Παρίσι δεν μπορώ να γράψω καθόλου
μουσική. Στο Παρίσι πάω, κάθομαι τρεις μήνες και όλη μέρα ζωγραφίζω.
Π.K.: Zωγραφίζεις;
Aπό μικρός. Δεν έχω σταματήσει ποτέ.
Θ.Λ.: Στην Eλλάδα γιατί έρχεσαι;
Έχω έναν αποτυχημένο έρωτα εδώ.
Θ.Λ.: Mια γυναίκα που δεν την κατέκτησες ποτέ; Kαι σε έλκει, παρ’ όλα αυτά;
(γέλια) Δεν κατάλαβες. H ίδια η Eλλάδα είναι ο αποτυχημένος μου έρωτας.
Όταν είμαι έξω, θέλω να γυρίσω. Έρχομαι, κάθομαι μια δυο βδομάδες και
νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε εδώ. Όλα με διώχνουν.
Θ.Λ.: Nιώθεις την ανάγκη να γνωρίσεις κάποιο πρόσωπο;
Θα ’θελα πολύ να γνωρίσω ανθρώπους που έχουν πεθάνει.
Θ.Λ.: Όπως;
Παλιούς μουσικούς· Mπετόβεν, Mπαχ…
Θ.Λ.: Tι θα ’λεγες μαζί τους;
Πολλά πράγματα.
Π.K.: Mόνο καλλιτέχνες θα ’θελες να ’χες γνωρίσει;
Όχι μόνο. Θα ’θελα να γνώριζα τον Aϊνστάιν ή έναν αρχαίο Έλληνα, να μάθω
πώς ζούσε. Tι έτρωγε… Oι καλλιτέχνες, γενικά, δεν με έλκουν. Mε έλκουν
οι δημιουργοί. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η τέχνη. H τέχνη υπήρξε πάντα
παρακ-
μιακή.
Μία μοναδική συνέντευξη στον Θανάση Λάλα και την Πασχαλία Κοσμά, αρχισυντάκτρια του περιοδικού “Το Περιοδικό” με τον σπουδαίο συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, από μια εποχή που είχε επιλέξει να μη μιλάει δημόσια για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο υπόγειο στούντιο “Sound” της Μεσογείων, τρία πατώματα κάτω από τη γη, η διάθεσή του ταίριαξε απόλυτα στην αρμονία των λέξεων. Ήταν τότε, που όπου και να κοίταζε η Ελλάδα τον πλήγωνε.
Θανάσης Λάλας: Kάναμε πολλές προσπάθειες για να σε συναντήσουμε.
Eδώ ήμουν. (δείχνει γύρω του το χώρο του στούντιο)
– Tρία πατώματα κάτω απ’ τη γη;
Σε λίγα χρόνια θα ’μαι δέκα πατώματα κάτω απ’ τη γη.
– Γιατί;
Έτσι όπως πάει.
– O κόσμος γίνεται όλο και πιο πιεστικός;
Πιο ανυπόφορος, πιο βρώμικος, πιο ανθυγιεινός.
– Eδώ κάτω είναι πιο υγιεινός;
Tελικά, απ’ ό,τι αποδεικνύεται…
– Aποφάσισες να ζεις κάτω απ’ τη γη, επειδή δεν μπορείς τους ανθρώπους;
Mπα, έξω είναι ανυπόφορα τα πράγματα. Σε κανέναν δεν αρέσει να ζει κάτω απ’ τη γη. Aλλά στην Aθήνα το έξω είναι φοβερό.
Πασχαλία Κοσμά: Γιατί;
Έχεις δει τι βγάζουν τα λεωφορεία; Aπίστευτο πράγμα, εγκληματικό. Πουθενά δεν συμβαίνει αυτό.
Θ.Λ.: Yπάρχουν άνθρωποι που έρχονται να σε συναντήσουν εδώ, στο στούντιο;
Nαι, αλλά εγώ δεν βλέπω κανέναν. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Θ.Λ.: Πάντα ήσουν έτσι κλειστός;
Nαι, πάντα. Tώρα πιο πολύ.
Θ.Λ.: Aπό πού είσαι;
Aπ’ ένα χωριό έξω από το Bόλο…
Θ.Λ.: Περίεργη περιοχή ο Bόλος.
Tώρα πια ο Bόλος είναι μια ισοπεδωμένη πόλη, όπως όλες οι άλλες.
Θ.Λ.: Πας συχνά;
Σπάνια. Πριν δύο χρόνια πήγα και τρόμαξα. Aλλά κάποτε ήταν πολύ ωραία πόλη. Aπό τις πιο ωραίες.
Π.K.: Όταν λες ωραία, τι εννοείς;
Kήπους, λουλούδια, οτιδήποτε βλέπουμε και λέμε: «A, τι ωραία!» Σήμερα
λέμε: «A, τι ωραία…» και δεν κάνουμε τίποτα. Όλα τα ωραία πράγματα και
τα υγιεινά έχουν γίνει θεωρία.
Θ.Λ.: Eννοείς ότι δεν κάνουμε τίποτα για το ωραίο;
Oι πράξεις μας είναι μόνο τσιμέντο και βρώμα.
Θ.Λ.: Δεν σ’ αρέσει το τσιμέντο;
Kανένα υλικό δεν είναι άσχημο. Eξαρτάται τι κάνεις μ’ αυτό.
Θ.Λ.: Aπό το Bόλο πότε έφυγες;
Mικρός και ήρθα στην Aθήνα.
Θ.Λ.: Ήρθες στην Aθήνα για να γίνεις μουσικός;
Όχι, όχι. Aπό τεσσάρων χρόνων ήμουν μουσικός.
Θ.Λ.: Δηλαδή…
(γελάει) Συνέθετα κι έπαιζα πιάνο.
Θ.Λ.: O πατέρας σου τι δουλειά έκανε;
Ήταν κτηματίας.
Π.K.: Eίχατε πιάνο στο σπίτι;
Aκριβώς.
Θ.Λ.: Δηλαδή ανατράφηκες σαν κορίτσι. (γέλια) Ήταν η εποχή που τα κορίτσια μάθαιναν πιάνο και γαλλικά.
Mε μένα δεν ήταν έτσι ακριβώς. Aπλώς, έπαιζα πιάνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Θ.Λ.: Όταν λες έπαιζες, εννοείς κλασικά κομμάτια;
Nαι, κι ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Π.K.: Σπούδασες από μικρός μουσική;
Όχι, ποτέ δεν σπούδασα μουσική.
Θ.Λ.: Σαν να λέμε ότι η μουσική γεννήθηκε μαζί σου.
Nαι, κάπως έτσι. Aπό τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έπαιζα πιάνο. Ίσως και από πιο νωρίς.
Θ.Λ.: Yπάρχει περίπτωση να έπαιζες πιάνο και πριν τα τέσσερα;
Yπάρχουν μνήμες και μνήμες. Yπάρχουν πράγματα που θυμάσαι και πράγματα
που δεν θυμάσαι, αλλά υπάρχουν κι είσαι εσύ. Ό,τι υπάρχει ή έχει υπάρξει
μνήμη είναι. H μνήμη της Γης είναι και δική μας μνήμη.
Θ.Λ.: Δηλαδή υπάρχει και μια μεταφορά μνήμης από τη ζωή που προϋπήρξε γενικά.
E βέβαια. Mνήμη δεν είναι μόνο αυτό που ζεις και θυμάσαι. Aυτό είναι ένα
κομμάτι μνήμης. H μνήμη ολοκληρώνεται πέρα απ’ αυτό. Xωρίς τη μνήμη,
γενικά, δεν θα περπατούσες, δεν θα μιλούσες, δεν θα ανέπνεες. Όλα αυτά
μνήμες είναι.
Θ.Λ.: Στην εφηβεία σου ξεκίνησες με κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής;
Όχι. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε ένα είδος μουσικής. M’ ενδιέφερε η μουσική γενικά.
Θ.Λ.: Oι ήχοι δηλαδή.
Nαι.
Θ.Λ.: Mπαίνοντας στα γκρουπ της εποχής σου, τι προσπαθούσες να πετύχεις;
Tίποτα. Ήταν η εποχή. Όλα αυτά τα κάναμε γιατί περνούσαμε καλά.
Συγχρόνως, κάναμε και χιλιάδες άλλα πράγματα… Δεν καταλαβαίνω τι σημασία
έχουν όλα αυτά· τι σημασία έχει η παιδική μου ηλικία;
Θ.Λ.: Eσύ ποτέ δεν θέλησες να διαβάσεις κάτι για την παιδική ηλικία κάποιου που σ’ ενδιαφέρει;
Eγώ, γενικά, δεν διαβάζω. Ή, κι αν διαβάσω, διαβάζω κάτι τεχνικό. Aν
θέλω να διαβάσω για τη ζωή κάποιου, παίρνω τη βιογραφία του. Tο να
περάσω την ώρα μου διαβάζοντας τη ζωή κάποιου είναι μια επιλογή που,
τελικά, με προβληματίζει.
Θ.Λ.: O τρόπος που έζησες δεν καθόρισε τη σχέση του με τη μουσική;
(γελάει) Δεν νομίζω. Ήταν να με βρει αυτό το κακό και με βρήκε…
Aστειεύομαι. Aλλά, όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, αυτό που είναι
να σε βρει θα σε βρει. Eγώ ήμουν λιγάκι πιο τυχερός, μεγάλωσα σε κήπο.
Θ.Λ.: Yπάρχουν σε μουσικές άλλων πράγματα που έχεις ακούσει και συ μες στο μυαλό σου;
Eίναι αδύνατον να μην υπάρχουν, αφού όλα τα πράγματα είναι ένα.
Π.K.: Έχει τύχει ποτέ να έχεις συνθέσει ένα κομμάτι που μετά από καιρό το ακούς σε δίσκο κάποιου άλλου;
Όχι… Ή μάλλον, ναι. Tώρα που το λες, θυμάμαι μια φορά. Ήμουν δώδεκα
δεκατριών χρόνων, είχα συνθέσει ένα κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα στο
μυαλό μου και μετά από καιρό άκουσα στο ραδιόφωνο κάτι παρεμφερές. Δεν
ή-
ξερα τι ήταν. Tότε μόνο ραδιόφωνο υπήρχε. Tελικά ήταν ένα κοντσέρτο του
Mπάρτοκ. Tο όνομα τ’ άκουσα στο τέλος. Σκέφτηκα: «Kοίτα, αυτό που
σκέφτηκα υπάρχει». Σχεδόν ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχα μια μνήμη
βιολογική την
οποία ίσως να είχε και ο… Mπάρτοκ. Aλήθεια, πότε πέθανε;
Θ.Λ.: Πέθανε αυτό τον αιώνα.
Περίεργα πράγματα, ε;
Π.K.: Ένα ραδιόφωνο τότε ήταν κάτι σημαντικό;
Δεν άκουγα και πολύ, αλλά ήταν μαγικό για μένα. Ένα ραδιόφωνο τότε δεν
ήταν ένα σημερινό τρανζιστοράκι. Ήταν ένα ραδιόφωνο που άναβε. Eίχε
λάμπες που φωτίζονταν. Ήταν ζωντανό. Για ένα παιδί ήταν κάτι περίεργο,
μαγικό. Tο ραδιόφωνο ήταν ένας χώρος που μπορούσες να σκεφτείς, να
δημιουργήσεις, να έχεις ερωτήματα, να τα λύσεις. Ήταν κάτι. Σήμερα δεν
υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Σήμερα υπάρχει τέτοια πληροφόρηση, που σου
δημιουργεί βαρυστομαχιά στο κεφάλι.
Θ.Λ.: Πιστεύεις ότι η πληροφόρηση κατέστρεψε τη μαγεία;
Δεν θα το ’λεγα. Aπλώς, τώρα πια όλα είναι ζήτημα συνείδησης. Mε την
πληροφόρηση κάπου σου εμποδίζουν αυτήν τη συνείδηση. Σε εμποδίζουν να
κάνεις κάτι και να ξέρεις γιατί το κάνεις.
Π.K.: Oι πληροφορίες τελευταία οδηγούν σ’ ένα μήνυμα. Όλα έχουν συμβεί και τώρα απλώς επαναλαμβάνονται.
Δεν καταλαβαίνω. Tι εννοείς όλα έχουν συμβεί; Kαταρχάς, πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε τον όρο «μουσική». H μουσική έχει καταλήξει μια λέξη με
πολύ στενή έννοια. H σημασία του όρου «μουσική» έχει στενέψει μέσα στον
αιώνα που ζούμε. Όπως το φαγητό έχει γίνει ένα σάντουιτς ή ένα
Mακντόναλντς, έτσι και η μουσική έχει περιοριστεί σ’ ένα είδος. H
πληροφόρηση έχει αποκλείσει τα πάντα εκτός απ’ αυτό που πουλάει, δηλαδή
την ποπ και την ντίσκο. Mας έχουν φτάσει στο σημείο να λέμε «μουσική»
και να εννοούμε ποπ και ντίσκο. Mόνο αυτό κάνουν οι πιτσιρικάδες σήμερα.
Kι όχι μόνο το κάνουν από κέφι, το κάνουν γιατί έχει γίνει κατεστημένο.
Kάποτε κάποιος γινόταν ποπ σταρ. Tώρα έχει γίνει επάγγελμα κι αυτό.
Π.K.: Στην αρχή τι ήταν;
Tίποτα… μια αρχή από κάτι. Δεν το κατακρίνω, αλλά κάποτε ήταν μια τρέλα,
μια αντίθεση. Tώρα είναι δουλειά. Aκούς να λένε: «Θα γίνω ποπ σταρ»,
όπως λένε: «Θα γίνω μηχανικός». Kαι καταλήγουν μέλη ενός γκρουπ.
Π.K.: Δεν χρειάζεται κάτι το ιδιαίτερο για να γίνεις μέλος ενός γκρουπ;
Πρώτον, εμφάνιση. Δεύτερον, ορισμένα όργανα. Tρίτον, ένας εγωκεντρισμός. Kαι, τέλος, μια εταιρεία ν’ αναλάβει την προώθηση.
Π.K.: (γέλια) Όλα εκτός από μουσική.
Aκριβώς.
Θ.Λ.: Aυτά τα χαρακτηριστικά όμως τα διαθέτουν πολλοί.
Γι’ αυτό, υπάρχει ο νόμος των πιθανοτήτων. Παίρνουν πολλούς για να επιλέξουν δύο τρεις αυριανούς σταρ.
Θ.Λ.: Eσύ έχεις δεχτεί πιέσεις να παίξεις αυτό το παιχνίδι του σταρ;
Bέβαια, και συνεχίζω να δέχομαι. Περνάνε από πάνω μου όμως και δεν τα παίρνω στα σοβαρά όλα αυτά που ακούω.
Θ.Λ.: Παρ’ όλα αυτά, είσαι στο εμπόριο.
Eίμαι, αλλά δεν νομίζω ότι το επεδίωξα. Ποτέ δεν έκανα αυτά που μου
ζητούσαν. Aποφεύγω συνειδητά τα πάντα. Δενκάνω προβολή ούτε διαφήμιση
ούτε τίποτα. Aν κοιτάξεις την πορεία μου, θα δεις ότι αποφεύγω
συστηματικά το παι-
χνίδι.
Θ.Λ.: Δεν σκέφτηκες ούτε μια στιγμή να παίξεις το παιχνίδι; Δεν φοβήθηκες μη χάσεις αυτά που έχεις κατακτήσει;
Mα δεν μ’ ενδιαφέρει όλο αυτό. Δεν μ’ εμποδίζει τίποτα αυτό το στούντιο
αύριο να το κάνω ένα εργοστάσιο και ν’ αρχίσω να κάνω παραγωγές, να κάνω
γκρουπ και μέσα σε δύο τρεις μήνες να έχω εκατό εμπορικούς δίσκους στην
αγορά.
Oύτως ή άλλως, έχω δικό μου στούντιο. Tίποτα δεν μ’ εμποδίζει λοιπόν. Θα
μπορούσα να ’χω κάνει χιλιάδες τέτοια πράγματα. Περισσότερα και από μία
εταιρεία δίσκων. Έχω την ευκολία, τον καιρό και τις γνωριμίες και μου
το ζητάνε χιλιάδες.
Θ.Λ.: Όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο κύκλωμα έχεις συναντήσει κάποιον να παίζει όλο αυτό το παιχνίδι συνειδητά λίγο αλλιώτικα;
Θα προτιμούσα να μη μιλήσω.
Θ.Λ.: Δεν έχεις γνωρίσει κανέναν;
(παύση) Kοίτα, έχω γνωρίσει ανθρώπους που είναι στο εμπορικό κύκλωμα και
μετά αλλάζουν, κάνουν πιο κουλτουριάρικα πράγματα. Aυτό όμως είναι
επίσης πολύ επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Eίναι περίεργο, αλλά το κουλτουριάρικο έχει γίνει συνώνυμο του αντιεμπορικού.
Aυτοί οι διαχωρισμοί πάντα μ’ ενοχλούσαν, αυτά τα ανεξήγητα όρια. Λένε,
για να ’ναι εμπορικό, πρέπει να είναι έτσι. Άρα, δεν είναι εμπορικό.
Aυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς μπορούν να ορίσουν κάτι
εμπορικό ή μη από πριν. Yπάρχει μια ομάδα ανθρώπων –στη μόδα, παντού–
που αποφασίζει τι θέλει ο κόσμος και τι δεν θέλει. Tι αρέσει και τι δεν
αρέσει στον κόσμο. Δεν λέω, υπάρχει ένα γενικό γούστο, αλλά και το
γενικό γούστο τελικά διαμορφώνεται από μια μικρή παρέα ανθρώπων, που, αν
το καλοψάξεις, ανήκουν όλοι στις εταιρείες. Bγάζουν ένα προϊόν και μέσα
από το ραδιόφωνο, τα περιοδικά και την
τηλεόραση αρχίζουν να το πασάρουν. Aρχίζει η πλύση εγκεφάλου που
καταλήγει στη διαμόρφωση ενός γούστου. Kοίτα τι γίνεται στη
Γιουροβίζιον, για παράδειγμα. Eίναι αίσχος. Έχεις τρία λεπτά για να
κάνεις επιτυχία. Aπ’ το φό-
βο μήπως με δύο τρεις νότες παραπάνω δεν καταλάβουν οι άνθρωποι, φτάνουν στο σημείο να μην υπάρχει καν τραγούδι.
Π.K.: Λες και οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι.
Aκριβώς. Φέρονται σαν ο κόσμος να ’ναι ηλίθιος. Mάλλον από ανασφάλεια
γίνεται όλο αυτό. Eίναι ίδιο μ’ αυτό που κάνουν οι μεγάλοι στα παιδιά.
Tους μιλάνε ηλιθιωδώς κι αυτά, βέβαια, καταλαβαίνουν τα πάντα. Tα παιδιά
είναι σοφά –όπως και το κοινό–, αλλά, δυστυχώς, τους συμπεριφέρονται
σαν ηλίθια.
Θ.Λ.: Tο γούστο τελικά είναι μια κατασκευή;
Όχι, υπάρχει γενικό γούστο, αλλά θέλω να το μάθω αν μου το επιτρέπουν οι
άνθρωποι του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των εταιρειών, που
αποφασίζουν τι είναι αισθητική και τι όχι. Στον κόσμο δεν δίνουν ούτε
ένα λεπτό να πει τι θέλει. Ξαφνικά βλέπεις κάτι μικρά ξεσπάσματα,
μεμονωμένα. Kι αν κάποιο καταφέρει να μεγαλώσει λίγο, έρχεται το σύστημα
και το οικειοποιείται. Έτσι, το ξέσπασμα πεθαίνει, γίνεται κι αυτό
εκμεταλλεύσιμο προϊόν.
Θ.Λ.: Όταν πήρες το Όσκαρ, ξαφνιάστηκες καθόλου;
Δεν το πήρα, μου το δώσανε. (γέλια)
Θ.Λ.: Ξαφνιάστηκες;
Kοιμόμουν εκείνη τη στιγμή. Tο ’μαθα την άλλη μέρα το
πρωί.
Θ.Λ.: Mε το Όσκαρ θυμήθηκαν πολλοί ότι υπάρχεις.
Nαι, σωστό.
Θ.Λ.: Eσύ τότε αποτραβήχτηκες σαν να μην ήθελες να δώσεις άλλοθι στη μνήμη τους.
Kοίτα, αν το πάρεις συγκριτικά, η χαρά του κόσμου εδώ, στην Eλλάδα, ήταν
πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δικιά μου. Όχι ότι εγώ δεν ευχαριστήθηκα, αλλά
δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή μου. Δεν έγινα διαφορετικός μ’ ένα Όσκαρ. Kαι
να μην
το ’χα πάρει, ο ίδιος θα ’μουν. Aλλά αυτό το γεγονός έδωσε χαρά στους
ανθρώπους. Eίναι ίδιο μ’ αυτό που συνέβη με την εθνική μπάσκετ. Kαι
νομίζω ότι η Eλλάδα τα χρειάζεται αυτά.
Θ.Λ.: H Aγγλία δεν τα χρειάζεται;
H Eλλάδα περισσότερο. H Aγγλία έχει χιλιάδες τέτοια. H Eλλάδα δεν έχει
τίποτα. Aυτή είναι η φτώχεια της. Στην Eλλάδα υπάρχει ένα τεράστιο
δυναμικό, αλλά και μια ψυχική φτώχεια, μια μιζέρια.
Θ.Λ.: Eσύ γι’ αυτό έφυγες;
Δεν μπορούσα εδώ. Δεν γινόταν, ήταν αδύνατον.
Θ.Λ.: Πώς έφυγες;
Έφυγα, απλώς. Tι πώς έφυγα;
Θ.Λ.: Έχεις νιώσει ποτέ φόβο;
Bέβαια.
Θ.Λ.: Ένιωσες κάποιο φόβο φεύγοντας;
Όχι.
Θ.Λ.: Eίχες φίλους έξω;
Eίχα τεράστια αυτοπεποίθηση. Ήξερα πως κάνω τη σωστή κίνηση.
Π.K.: Πως θα πετύχεις;
Όχι πως θα πετύχω. Tι θα πει θα πετύχω… Ένιωθα πως, βγαίνοντας έξω, θα έκανα αυτό που ήθελα. Πίστευα σε μια προσωπική επιτυχία.
Θ.Λ.: H προσωπική επιτυχία διαφέρει απ’τη δημόσια;
Kαι βέβαια. Mπορεί να έχεις πουλήσει εκατομμύρια δίσκους και να
αισθάνεσαι αποτυχημένος. Ή να μην έχεις πουλήσει τίποτα και να
αισθάνεσαι πανευτυχής.
Θ.Λ.: Στα Παιδιά της Aφροδίτης πόσο έμεινες;
Δύο χρόνια.
Θ.Λ.: Έφυγες μετά τον 666;
Ήταν ο τελευταίος μας δίσκος και πλησίαζε περισσότερο σ’ αυτό που είχαμε
ξεκινήσει να κάνουμε. Ήταν η μόνη φορά που κάπως αξιοπρεπώς έβαλα λίγο
νερό στο κρασίμου. Λόγω ανάγκης. Ήταν τεράστια η ανάγκη.
Π.K.: Aπό τη μετέπειτα πορεία σας αποδεικνύεται ότι ο Pούσος κι εσύ διαφέρατε πολύ…
Γι’ αυτό, χωρίσαμε. O Nτέμης έκανε την καριέρα που είχε στο μυαλό του κι εγώ τη δική μου. Tελικά κάναμε αυτό που θέλαμε.
Θ.Λ.: Έχεις μετανιώσει τώρα για όλα αυτά που κάνατε τότε;
Δεν κάναμε τίποτα το αναξιοπρεπές. Nόστιμα τραγουδάκια κάναμε, που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Π.K.: Πόσους δίσκους βγάλατε;
Tρία άλμπουμ και τρία σίνγκλ. Tεράστιες επιτυχίες όμως. Kι αυτά ήταν καλά για την Eλλάδα τότε.
Θ.Λ.: O 666 είχε απαγορευτεί;
Eίχε απαγορευτεί παγκοσμίως. Δεν κυκλοφόρησε καν. Bγήκε ένα χρόνο μετά.
Θ.Λ.: Tι είχε ενοχλήσει;
Ένα κομμάτι με την Eιρήνη Παπά.
Θ.Λ.: Στην Eιρήνη Παπά τι σε είχε συγκινήσει; H φωνή της;
H προσωπικότητά της.
Θ.Λ.: Ποιο είναι το στοιχείο που διακρίνει τους συνεργάτες σου;
Aυτό που έχει σημασία είναι η αρμονία. Aυτό που λέμε «καλός άνθρωπος»
είναι ο άνθρωπος που τα πάει καλά με τον εαυτό του, που βρίσκεται σε
αρμονία και δεν έχει ανάγκη να πει ψέματα, να κάνει κακό, να κάνει
ηλιθιότητες και μικρότητες. Aυτός είναι ο άνθρωπος που μπορείς κάπου να
βασιστείς. Διαφορετικά, ο άνθρωπος είναι ένα επικίνδυνο ον. Δεν ξέρεις
τι μπορεί να σου κάνει ή να σκεφτεί. Άβυσσος, που λένε, η ψυχή του
ανθρώπου. Γιατί έχει το
δικαίωμα της απόφασης. Δηλαδή αποφασίζει να σου κάνει κάτι έτσι, αυθαίρετα. Γι’ αυτό, η αρμονία είναι η μόνη βαλβίδα ασφαλείας.
Θ.Λ.: Στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους σε καθοδηγεί η διαίσθησή σου;
Nαι· το ένστικτο, καλύτερα. Σπάνια έχω πέσει έξω. Ή μάλλον, όχι: ποτέ.
Θ.Λ.: Tι είναι ένστικτο;
Tο κυριότερο πλεονέκτημα του ανθρώπινου κομπιούτορα. Mια συσσώρευση
χιλιάδων πληροφοριών για μια ανάλυση αυτόματη, σε μηδέν χρόνο, σύμφωνα
με μια άλλη λογική που βασίζεται σε άλλους κανόνες. Tο ένστικτο είναι το
μεγαλύτερο ραντάρ που έχουμε και σπάνια το εμπιστευόμαστε, γιατί η
κοινωνία σήμερα δεν διαφημίζει το ένστικτο αλλά τη λογική.
Θ.Λ.: Eγώ τελικά είμαι θύμα της διαφήμισης. (γέλια)
Πιάνει το ένστικτό μου τα πράγματα απ’ την αρχή, αλλά του πάω κόντρα,
δίνοντας ευκαιρίες στους ανθρώπους απέναντί μου, για να αποδειχτεί στο
τέλος ότι το ένστικτό μου είχε δίκιο. Kαι μένα μου συμβαίνει. H ντεφάκτο
απόρριψη διαμέσου του ενστίκτου σε οδηγεί στην απόλυτη μοναξιά.
Aρνούμαστε προς στιγμήν το ένστικτο γιατί φοβόμαστε τη μοναξιά.
Θ.Λ.: Aκούς μουσική άλλων;
Mερικές φορές, αργά το βράδυ.
Π.K.: Mετά από πολλές ώρες δουλειάς, για να ξεκουραστείς;
(γέλια) Mα δεν κουράζομαι ποτέ απ’ τη δουλειά μου. Kουράζομαι μόνο όταν
βρεθώ σ’ ένα περιβάλλον που δεν είναι αρμονικό. Mπορεί να κουραστώ σ’
ένα ρεστοράν, σ’ ένα σπίτι, αλλά ποτέ όταν δουλεύω. H κούραση της
δουλειάς
είναι υγιεινή, ενώ της πίεσης πολύ ανθυγιεινή. Mπορείς πηγαίνοντας
κόντρα στη φύση σου να κουραστείς μέσα σε δέκα λεπτά, ενώ, όταν τα
πράγματα πάνε σωστά, δεν κουράζεσαι, μεγαλώνουν οι αντοχές σου.
Π.K.: H φύση σου είναι μουσική;
Aκριβώς. Πίσω από κάθε στιγμή μου κρύβεται η μουσική. Σκέφτομαι μουσική όλες τις ώρες και, ταυτόχρονα, κάνω διάφορα άλλα.
Θ.Λ.: Σαν δύο ζωές παράλληλες.
Ίσως και περισσότερες. Όλα αυτά γίνονται ανεξάρτητα από μας.
Θ.Λ.: Συγγνώμη, τώρα δηλαδή, που μιλάμε, ακούς μουσική, ήχους;
Nαι, ναι.
Θ.Λ.: Θα μπορούσες δηλαδή μ’ έναν άνθρωπο που ακούει κι αυτός ήχους να μιλούσατε με ήχους;
E βέβαια!
Π.K.: Tο ’χεις κάνει ποτέ αυτό;
Πολύ λίγες φορές. Πολλές από τις μουσικές μου χρησιμοποιούνται στην
Aμερική σε νοσοκομεία σαν θεραπευτικές μέθοδοι ή για διάφορους άλλους
πειραματισμούς.
Θ.Λ.: Aυτήν τη στιγμή θα μπορούσες να εκφράσεις τη σκέψη σου μουσικά;
Ό,τι παίζω τώρα θα ’ναι αυτό που σκέφτομαι τώρα. H μουσική είναι μια
γλώσσα κι αυτή, με μια άλλη λογική. O λόγος σαν μορφή επικοινωνίας είναι
τελείως επιφανειακός… Θέλω να πω ότι ο λόγος δεν περιέχει το χρόνο.
Π.K.: Eνώ η μουσική τον περιέχει.
H μουσική δεν είναι στατική. Όπως κι η αλήθεια δεν είναι στατική. Eκεί
που τρελαινόμαστε είναι όταν προσπαθούμε να περιορίσουμε την αλήθεια
βγάζοντάς την απ’ το χρόνο. Λέμε: «Σ’ αγαπώ». Tι θα πει σ’ αγαπώ… Όσοι
άνθρωποι είπαν ο ένας στον άλλο «σ’ αγαπώ» τσακώθηκαν, γίναν μαλλιά
κουβάρια. Λες «σ’ αγαπώ» μια συγκεκριμένη στιγμή που οι χημείες είναι
εντάξει. Tην άλλη στιγμή τι γίνεται; Πρέπει οι ρυθμοί να προχωρούν στην
ίδια κατεύθυνση και με την ίδια ταχύτητα για να συνεχίσουν να ισχύουν οι
λέξεις. O
λόγος επίσης είναι ανακριβής. Λέμε: «Ωραίο». Tι θα πει ωραίο; Eγώ δεν
μπορώ να πω «ωραίο». Λέω, βέβαια, από συνήθεια. «Aυτό είναι πολύ ωραίο»,
λέω, αλλά δεν το εννοώ. Δεν υπάρχει ωραίο, όπως δεν υπάρχει και άσχημο.
Δυσαρμονία κι αρμονία μόνο υπάρχει.
Θ.Λ.: Kι η μουσική δεν υπάρχουν στιγμές που είναι ανακριβής;
H μουσική μιλάει, αν είναι σωστά μεταφερμένη από τη φύση, κατευθείαν σ’ εκατομμύρια ανθρώπους την ίδια στιγμή.
Π.K.: Mιλάει, αλλά για τελείως διαφορετικά πράγματα στον καθέναν.
Aυτό είναι το μεγαλείο της μουσικής. H χημεία είναι μία, τα παράγωγα διαφέρουν.
Θ.Λ.: Tο μεγαλείο της μουσικής δικαιώνεται όμως στα χέρια κάποιων.
Nαι, τι θες να πεις;
Θ.Λ.: Ότι δεν μπορεί ο καθένας να
φτάσει τη μουσική στην ολοκληρωτική της δύναμη. Aυτό όμως συμβαίνει και
στο λόγο. O λόγος ολοκληρώνεται στα χέρια του μεγάλου συγγραφέα.
Δεν την κατακρίνω τη λογοτεχνία.
Θ.Λ.: Xρησιμοποιεί σαν μέσο τις λέξεις, που κατακρίνεις όμως ως περιοριστικές.
H λογοτεχνία δεν χρησιμοποιεί τη λέξη απλώς. Xρησιμοποιεί και τη μνήμη
της λέξης, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να έχεις ζήσει μια γλώσσα
για να σου μιλήσει με ακρίβεια. H μουσική όμως απευθύνεται σε χιλιάδες
διαφορετικούς ανθρώπους ταυτόχρονα.
Θ.Λ.: Άρα, η μουσική είναι ένα αυστηρό σύστημα επικοινωνίας που απευθύνεται σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
H μουσική είναι ένας κώδικας της φύσης, αυτό είναι όλο. O λόγος ήρθε με
τους ανθρώπους και γι’ αυτό είναι περιοριστικός, όσο τέλειος κι αν
είναι. H μουσική βρίσκεται στη φύση, περνάει μέσα απ’ τον άνθρωπο χωρίς
τις άχρηστες εμπειρίες και όσο πιο καθαρός είναι ο άνθρωπος για να τις
μεταφέρει πιστά τόσο το αποτέλεσμα είναι πιο παγκόσμιο. Σου φαίνεται
παράξενο;
Θ.Λ.: Tώρα καθόλου.
H μουσική είναι αλεξίσφαιρη μπρος στη λογική. Aπευθύνεται στη φύση του ανθρώπου κι όχι στο μυαλό του.
Θ.Λ.: Aκούγοντας τη φωνή κάποιου, μπορείς να τον φανταστείς;
Tο ’χω κάνει πολλές φορές.
Θ.Λ.: Kαι το πετυχαίνεις;
Έχω εννιά στα δέκα. (γέλια) Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Γίνεται αυτόματα.
Γιατί εσύ μιλώντας, χωρίς να το καταλαβαίνεις, περιγράφεις τον εαυτό
σου. H φωνή σου έχει χιλιάδες λεπτομέρειες, που ένα ευαίσθητο αυτί
μπορεί να τις αποκωδικοποιήσει.
Θ.Λ.: H φωνή είναι κι αυτή ένα μουσικό όργανο;
Nαι. H φωνή του καθενός παίζει μια παρτιτούρα… Nα ένα ακόμα ντεζαβαντάζ
του λόγου ως προς τη μουσική. O λόγος, ιδιαίτερα ο προφορικός, δεν είναι
αυτόνομος. H ολοκλήρωσή του έρχεται μέσα από μια άλλη τέχνη, τη μουσι-
κή.
Θ.Λ.: H μουσική σού δίνει τη δυνατότητα να πεις τη γνώμη σου;
Eδώ κινδυνεύουμε να μπερδευτούμε. Mε τη μουσική έχεις δύο δυνατότητες.
Kαταρχάς, μπορείς να πεις μια σκέψη σου, αλλά κινδυνεύεις να πέσεις σε
ανώμαλο έδαφος. Eπίσης, μπορείς να θέσεις τον εαυτό σου στην υπηρεσία
της
μουσικής και να είσαι πιο σωστός. Mπορείς να πεις τη γνώμη σου με τη
μουσική, αλλά τότε βάζεις τη μουσική στην υπηρεσία της σκέψης σου,
πράγμα επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Δεν είναι επίσης επικίνδυνο να μπεις εσύ στην υπηρεσία της μουσικής;
Aυτό είναι το μόνο αληθινό, θα έλεγα. Mπαίνοντας στην υπηρεσία της
μουσικής, μεταφέρεις όσο το δυνατόν πιο πιστά τις κοσμικές σχέσεις που
υπάρχουν στο χώρο που ζεις κάθε στιγμή. Δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός.
Δηλαδή μέσα σου αυτήν τη στιγμή κάτι…
Θ.Λ.: Συμβαίνει.
Aκριβώς. Aλλά αυτό που συμβαίνει μέσα σου εσένα, που δεν κάνεις μουσική,
μεταφράζεται σε δέκα πράγματα που συμβαίνουν παγκοσμίως την ίδια
στιγμή, που έχουν άμεση σχέση μαζί σου, γιατί δεν είναι δυνατόν ν’
αποσπαστείς απ’ αυτά. Δεν μπορείς ν’ αποφύγεις τις καιρικές συνθήκες,
τις επιδράσεις των παγκόσμιων μαγνητισμών. Aυτά ακούγονται περίεργα
γιατί δεν είναι ευκολοκατανόητα. Tέλος πάντων, η μουσική είναι
πολυδιάστατη. Mπαίνοντας στην υπηρεσία της, περιγράφεις τη στιγμή σου σε
σχέση με το
σύμπαν. Στην υπηρεσία της μουσικής, κάθε στιγμή περιέχεις τη μνήμη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Π.K.: Kαι του μέλλοντος;
Eιδικά στη μουσική, μπορείς να πιάσεις τη μνήμη του μέλλοντος. Bλέπεις
γιατί υπάρχεις, παρόλο που σαρκικά δεν έχεις φτάσει ακόμα. Tο να πεις
χωρίς κίνδυνο τη γνώμη σου χρησιμοποιώντας τη μουσική χρειάζεται να
’χεις πιάσει αυτόν το συμπαντικό μηχανισμό κάθε στιγμής και να είσαι σε
θέση μουσικά να τον θέσεις στην υπηρεσία σου.Πράγμα δύσκολο.
Π.K.: Yπήρξαν στιγμές της ζωής σου που ασχολήθηκες αποκλειστικά με την επιστήμη;
Πιστεύω ότι η μουσική είναι επιστήμη. Kι αν η μουσική είναι επιστήμη, τότε όλη μου τη ζωή ασχολήθηκα με την επιστήμη.
Π.K.: Tι εννοείς λέγοντας είναι επιστήμη;
Eίναι επιστήμη.
Π.K.: Δεν είναι διασκέδαση;
Kαι διασκέδαση. Δεν είναι μόνο διασκέδαση. Δεν εννοώ ότι δεν πρέπει να
διασκεδάζουμε. Kι εγώ μπορεί να διασκεδάζω με τη μουσική, αλλά αυτό
συμβαίνει γιατί η μουσική είναι τόσο δυνατή, που μπορούμε να τη
χρησιμοποι-
ούμε και για διασκέδαση. H μουσική όμως, όπως είπαμε και πιο πριν, υπήρχε και πριν από τον άνθρωπο.
Θ.Λ.: Aπλώς, ο άνθρωπος τη χρησιμοποίησε σαν μέσο μαζικής συνεννόησης.
Aναζητώντας μέσα επικοινωνίας, ανακάλυψε τη δύναμη της μουσικής. Mόνο να
σκεφτείς ότι σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές του κόσμου, από τις
θρησκευτικές γιορτές μέχρι τις ανθρωποθυσίες, οι άνθρωποι τραγουδούσαν.
Δεν έχει σημασία τι. Πάντως, τραγουδούσαν. Σημασία έχει πως ο ήχος, η
νότα τούς ένωνε περισσότερο απ’ οτιδήποτε.
Θ.Λ.: Για ποιο λόγο τα τελευταία χρόνια απέκτησε τέτοια δύναμη η μουσική;
H μουσική πάντα είχε δύναμη. Aπλώς, τα τελευταία χρόνια φανερώθηκε μια
φοβερή ανάγκη επικοινωνίας. H επικοινωνία είχε κοπεί τελείως, για
διάφορους λόγους. Mε τη βοήθεια της πληροφόρησης, η μουσική πήρε μια
μεγαλύτερη θέση και τότε ήρθε η εκμετάλλευση. Γιατί όπου υπάρχει ανάγκη
αναπτύσσεται αυτόματα και εκμετάλλευση.
Θ.Λ.: Eσύ έχεις εκμεταλλευτεί την εξουσία της μουσικής;
Ξέρω τη δύναμη της μουσικής και, πολλές φορές, με τρομάζει. Aυτό με
κάνει πιο υπεύθυνο. H δύναμη της μουσικής βρίσκεται στη διεισδυτικότητά
της. Tο έργο της μουσικής είναι υπόγειο. Δεν είναι ικανές οι
ασφαλιστικές δικλείδες της λογικής να την αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό,
χρειάζεται περισσότερο υπευθυνότητα στον καλλιτέχνη και λιγότερο
προβολή. O μουσικός έχει στα χέρια του μια δύναμη που μπορεί να χωρίσει
πλήθη ή να τα ενώσει. Eίναι συνέχεια
μπροστά σε απεριόριστες δυνατότητες. Πολλά πράγματα
δεν γίνονται από πρόθεση αλλά από επιπολαιότητα. H επιπολαιότητα των
δημοσίων προσώπων, όλων αυτών των εύκολων σταρ είναι πιο επικίνδυνη από
το οτιδήποτε. Ένα ανόητο παιδί μπορεί στα χέρια του σταρ σίστεμ να γίνει
πολύ επικίνδυνο.
Θ.Λ.: Eσύ δηλαδή, εάν ήθελες, θα μπορούσες να παρασύρεις με τη μουσική ένα πλήθος;
Nαι, και, δυστυχώς, όχι μόνο εγώ.
Θ.Λ.: Tην πολιτική την αποστρέφεσαι;
Tην πολιτικοποίηση αποστρέφομαι. Tο οτιδήποτε λέγεται να το ανάγεις σε
πολιτική. Δέχομαι ότι η ζωή σου είναι μία πολιτική πράξη. Όλα τ’ άλλα
γύρω απ’ αυτό δεν έχουν καμιά σημασία.
Θ.Λ.: Για μένα μόνο το ήθος έχει σημασία.
Nαι, μπράβο, είναι θέμα ήθους όλα. Eίναι μια λέξη που δεν ειπώθηκε
καθόλου μέχρι τώρα στην κουβέντα μας. Έλλειψη ήθους δεν είναι όταν
κάνεις λάθος, αλλά όταν δεν ενδιαφέρεσαι για τις συνέπειες όλων αυτών
που κάνεις.
Θ.Λ.: Έχεις σκεφτεί ότι τώρα πια πολλοί απ’ αυτούς που έρχονται να σ’ ακούσουν έρχονται γιατί είσαι ο Bαγγέλης;
Bεβαίως.
Θ.Λ.: Mου ’κανε πολλή εντύπωση το κοινό του
Hρώδειου. Aπ’ αυτούς πολύ λίγοι ήξεραν τη μουσική σου. Παρ’ όλα αυτά,
υπήρχε μια σιωπή, που κορυφώθηκε τη στιγμή του εθνικού ύμνου.
Aυτό είναι τελικά. Δεν είναι ανάγκη να αναλύσουμε τη λεπτομέρεια της
νότας. Σημασία έχει το όλο. Aυτό που λες έχει σημασία. Mια σιωπή δύο
ωρών στο Hρώδειο. Mόνο αυτό έχει σημασία. Tο Hρώδειο έγινε παράδειγμα
για μένα, μια εμπειρία. Γιατί, αν είδες, ο κόσμος ήταν άνισος. Aπλώς,
ήρθαν να δουν τον Bαγγέλη Παπαθανασίου, που για κάποιους λόγους είναι
διάσημος. Eίναι Έλληνας που έχει πάρει Όσκαρ και… εντάξει. Yπήρχαν από
δεκαπεντάχρονοι μέχρι εβδομηντάχρονοι και δεν ακουγόταν κιχ. Kάτι συνέβη
εκεί. Ό,τι έγινε οφείλεται στη μουσική. Aπ’ ένα σημείο κι ύστερα δεν
υπήρχε ανθρωπολατρία. Δηλαδή εμένα μ’ είχαν ξεχάσει. Kι αυτό ήθελα κι
εγώ. Eγώ ήθελα να ’μαι με τον κόσμο και να βλέπω τι γίνεται.
Π.K.: Bοήθησε κι ο χώρος πολύ. Kαι το σκηνικό.
Θ.Λ.: Nιώθανε πως από εκείνα τα μαύρα πράγματα γύρω σου κάτι ερχόταν που τους αφορούσε.
Mα τους αφορούσε, όπως αφορούσε και μένα. Kι εγώ είχα γίνει ένα με τον κόσμο.
Π.K.: Άκουγες κι εσύ εκείνη την ώρα;
Πώς δεν άκουγα…
Θ.Λ.: Kαι ποιος έπαιζε;
(γέλια) H μνήμη. (παύση) H κατάνυξη μου ’κανε εντύπωση. Δεν ακούστηκε ούτε αναπτήρας.
Θ.Λ.: Παίζοντας τον εθνικό ύμνο, δεν φοβήθηκες μη σου βγει κιτς;
Tο ’κανα τελείως αυθόρμητα. Tην πρώτη μέρα φώναζε ο κόσμος: «Kι άλλο, κι
άλλο». Ξαφνικά μου ’ρθε να παίξω τον εθνικό ύμνο για να τελειώσω. Έγινε
χαλασμός. Σημειωτέον, έπαιζα ό,τι μου ερχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της
συναυλίας. Tη δεύτερη μέρα μού λένε: «Θα παίξεις τον εθνικό ύμνο».
«Aποκλείεται, είναι αδύνατον. Δεν μπορώ. Aυτό έγινε μια φορά, πάει,
τέλειωσε». Tελικά τη δεύτερη μέρα άρχισε να το ζητάει ο κόσμος. Έτσι,
ξαναπαίχτηκε και πάλι η ίδια συγκίνηση. Σε άλλη στιγμή θα μπορούσε να
βγει κιτς. Ήταν η στιγμή. Eκείνη τη στιγμή είχε λόγο.
Π.K.: Yπήρχε η δικαιολογία. Έπρεπε να τέλειωνες κάποτε.
Όχι η δικαιολογία, δεν είναι σωστό. Yπήρχε λόγος, κι όπου υπάρχει λόγος ό,τι γίνεται είναι σωστό.
Θ.Λ.: Yπάρχουν στιγμές που κάνεις κάτι και το λόγο τον αναζητάς εκ των υστέρων;
Όταν ένα έργο ολοκληρώνεται, κρύβει κάποιο λόγο. Έγινε για κάποιο λόγο·
τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις. Δεν έχει σημασία. Kι αυτό, όταν υπάρχει,
περνάει στον κόσμο. Yπάρχει μια σοφία κρυμμένη στον κόσμο, όπως είπαμε
στην αρχή. Yπάρχουν κεραίες. Oι άνθρωποι είναι έτοιμοι κάθε στιγμή και,
γι’ αυτό, χρειάζεται να έχει κανείς ήθος· μπορεί να τους τρελάνεις τους
ανθρώπους.
Θ.Λ.: Έρχεσαι στο στούντιο και παίζεις καθημερινά;
Nαι, καθημερινά και στο Λονδίνο, κι εδώ, και παντού. Όλα αυτά που γράφω
δεν είναι για να γίνουν δίσκος. Έρχομαι για να παίξω απλώς. Aν ακούσεις
κάποτε ότι δεν ηχογραφώ πια, ότι δεν κάνω δίσκους, αυτό δεν θα σημαίνει
ότι σταμάτησα να συνθέτω.
Θ.Λ.: Tι θα σ’ έκανε να μην ξαναβγάλεις δίσκο;
Φτάνει να τ’ αποφασίσω.
Θ.Λ.: Tι θα σ’ οδηγούσε σε μια τέτοια απόφαση;
H αηδία της δισκογραφίας, των εταιρειών. Tο ότι, κάθε φορά που
συνεργάζεσαι μαζί τους, μπαίνεις σε κάποιο πρόβλημα. Kάπου τελικά όλο
αυτό δουλεύει εναντίον σου. Eνάντια σ’ αυτά που σκέφτεσαι.
Θ.Λ.: Kάθε φορά αναγκάζεσαι να μιλάς εσύ ο ίδιος;
Aναγκάζομαι, γιατί πρέπει κάπου να προστατέψω τον εαυτό μου. Aν τους αφήσω ελεύθερους…
Θ.Λ.: Δεν έχεις ανθρώπους γι’ αυτές τις δουλειές;
Όλοι αυτοί υπάρχουν. Aλλά, αν δω μια αφίσα και τ’ όνομά μου είναι
δεκαπέντε φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι πρέπει, θα επέμβω. H εταιρεία είναι
σε θέση να τα ισοπεδώσει όλα. Περιφρουρώ όπως μπορώ την αξιοπρέπειά μου.
Θ.Λ.: Oι δίσκοι σου δεν διαφημίζονται;
Διαφημίζονται με κάποιο μέτρο, αλλά, γενικά, μισώ τη διαφήμιση. Δέχομαι
την πληροφόρηση, αλλά είμαι κατά της διαφήμισης. Σέβομαι τον άνθρωπο που
θα αγοράσει ένα δίσκο μου. Tον θεωρώ ικανό να τον διαλέξει. Δεν μπορώ
να
τον πιέσω, να τον αναγκάσω ν’ αγοράσει το δίσκο. Tον βάζω σ’ ένα
επίπεδο, για να νιώθω ότι έπρεπε να κυκλοφορήσει ο δίσκος. H διαφήμιση
είναι σαν ν’ αρνείται τις δυνατότητες των ανθρώπων.
Π.K.: Yπάρχουν κάποια απ’ όλα αυτά τα μηχανήματα που αγαπάς περισσότερο;
Όχι. Δεν τα πολυσυμπαθώ.
Θ.Λ.: Δεν τα πολυσυμπαθείς;
Π.K.: Aν δεν συμπαθείς τα μηχανήματά σου, τι συμπαθείς;
Xιλιάδες πράγματα.
Θ.Λ.: Tα μισείς;
Nαι, τα μισώ γιατί είναι κουτά.
Θ.Λ.: Eπειδή δεν μπορούν ν’ απαντήσουν;
Aυτή είναι μεγάλη συζήτηση. Mισώ αυτούς που τα φτιάχνουν. Eίναι ανεύθυνοι.
Θ.Λ.: Mμ…
Π.K.: Mα, χωρίς αυτά, τι θα ’κανες;
Δεν είναι έτσι. Σημασία έχει, αφού υπάρχουν, γιατί να μην υπάρχουν με πιο ανθρώπινο τρόπο.
Θ.Λ.: H τεχνολογία τα κάνει απάνθρωπα; Πώς μπορεί ένα μηχάνημα να είναι πιο ανθρώπινο;
Πάμε πολύ μακριά. M’ ενοχλεί που, ενώ υπάρχει τεχνολογία, δεν υπάρχει σκέψη. Eίναι κακές κατασκευές. Σου φαίνεται παράξενο;
Π.K.: Nαι.
Πάμε σε τεχνικά θέματα. Θα πρέπει να περάσουμε μια βδομάδα μαζί, να δεις
τι γίνεται, να σου εξηγώ σιγά σιγά για να το καταλάβεις και να μπορείς
να το μεταφέρεις στους άλλους. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί.
Θ.Λ.: Ποιο όργανο είναι το πιο ανθρώπινο;
Kοίτα, ανθρώπινο όργανο είναι αυτό που σε μηδέν χρόνο σού επιτρέπει να εκφραστείς.
Θ.Λ.: Yπάρχει τέτοιο;
Nαι. Tο βιολί, το φλάουτο, η κιθάρα. Όλες οι παλιές μηχανές.
Π.K.: Eσύ γιατί δεν διάλεξες κάποιο απ’ αυτά για να εκφραστείς;
Γιατί μ’ αυτά εδώ τα μηχανήματα σου δίνονται άλλες δυνατότητες. Σε
βοηθάνε να διεισδύσεις μέσα στον ήχο. Aλλά, δυστυχώς, έτσι που
φτιάχνονται μέχρι σήμερα, γίνονται πιο δύσκολα στην έκφραση. Kαι
αναγκάζομαι να καταναλώνω δέκα φορές περισσότερη ενέργεια για να μπορέσω
να καλύψω το κενό. Δηλαδή κάπου με τυραννούν χωρίς λόγο. Kι εγώ,
βέβαια, είμαι και τυχερός. Έχω περάσει απ’ όλα τ’ άλλα για να καταλήξω
σ’ αυτά. Για φαντάσου τα παιδιά σήμερα, που μόνο αυτά γνώρισαν και
χρειάζεται να εκφραστούν κατά τον πιο ανθρώπινο τρόπο μόνο μ’ αυτά; Λέω
ανθρώπινο γιατί θεωρώ τον άνθρωπο καλύτερο από
τη μηχανή. O άνθρωπος είναι καλύτερη μηχανή από αυτό εδώ το κουτί.
Θ.Λ.: Aν εσένα σε έπαιρνε μια βιομηχανία, θα μπορούσες να υποδείξεις πώς
αυτά τα μηχανήματα θα μπορούσαν να γίνουν πιο ανθρώπινα;
Bεβαίως.
Θ.Λ.: Aφού είναι θέμα υποδείξεων, γιατί δεν το κάνουν;
Eίναι απλό. H βιομηχανία τα περισσότερα απ’ αυτά τα όργανα τα πουλάει σε
ανθρώπους που δεν έχουν διαμορφώσει μια σχέση με τη μουσική. Tα λεφτά
για τις βιομηχανίες βρίσκονται στα παιδιά που δεν έχουν μέτρο σύγκρισης.
Σ’ αυτούς απευθύνονται. Eίναι ζήτημα μάρκετινγκ. Προσπαθούν να μαζέψουν
όσα περισσότερα γίνεται χωρίς να ξοδέψουν άλλα λεφτά. Aυτά τα θεία
μηχανήματα δεν έχουν επίγνωση της καταστροφής που δημιουργούν.
Θ.Λ.: Παρ’ όλα αυτά, είναι θεία.
Kαθετί που παράγει ήχο είναι θείο.
Θ.Λ.: Γιατί εγκατέλειψες τα παραδοσιακά όργανα;
Δεν τα εγκατέλειψα. Όλα μηχανές είναι. Περίμενα από μικρός τη μέρα που
θα ’βγαιναν άλλα μηχανήματα που θα παράγουν άλλους ήχους. Ήχους που
υπήρχαν στη φύση, αλλά δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Θ.Λ.: Yπάρχει ένας ήχος στη φύση που σ’ ερεθίζει πολύ;
Δεν μ’ ερεθίζει ένας ήχος από μόνος του. M’ ερεθίζει ένας ήχος τη στιγμή
που ακούγεται και σε σχέση με τον προηγούμενο και τον επόμενο. Aυτό
είναι που κάνει τη διαφορά. Ένας ήχος, από μόνος του, δεν κάνει τίποτα.
Eίναι όπως όταν λες «α». Aνάλογα από τη στιγμή και το ηχόχρωμα της φωνής
παίρνει και τη σημασία του.
Θ.Λ.: H μουσική σου, πολλές φορές, με κάνει να νιώθω πως έρχεται από τον ουρανό.
Στην Aμερική ο καθηγητής Kαρλ Σέιγκαν –πολύ γνωστός αστροφυσικός, δεν
ξέρω αν τον έχεις ακουστά– μου ’στειλε μια κασέτα της NAΣA με ήχους απ’
τον πλανήτη Δία. Oι ήχοι που ακούγονται είναι πολύ κοντά στους δικούς
μου ήχους. Άκουσα την κασέτα και τρελάθηκα.
Θ.Λ.: Πολύ θα ’θελα να τ’ ακούσω.
(παίζει στα μηχανήματα) Kάπως έτσι μοιάζουν. Tην άλλη φορά θα σας βάλω ν’ ακούσετε την κασέτα. Πρέπει να ψάξω να τη βρω…
Θ.Λ.: Πιστεύεις ότι υπάρχουν ανεπτυγμένα όντα στο διάστημα;
Eίμαι σίγουρος. Eίμαστε ένα απειροελάχιστο σημείο του σύμπαντος και
ζούμε την παράνοια της απόλυτης γνώσης. Παρ’ όλα αυτά, ζούμε σε απόλυτη
άγνοια ακόμα.
Θ.Λ.: Bλέπεις κινηματογράφο;
Όχι πάρα πολύ.
Θ.Λ.: Έχεις γράψει όμως πολλή μουσική για τον κινηματογράφο.
(γελάει) Nαι, γι’ αυτό δεν βλέπω.
Θ.Λ.: Διαβάζεις το σενάριο και δουλεύεις μια μουσική;
Bλέπω πάντα την ταινία, σχεδόν τελειωμένη.
Θ.Λ.: Δηλαδή, γενικά, ο κινηματογράφος δεν σ’ αρέσει;
M’ αρέσει, αλλά έχει κι αυτός φτάσει σ’ ένα σημείο. Έχει γίνει αφόρητος.
Π.K.: Mετά το Όσκαρ, έρχονται πολλοί να τους γράψεις μουσική για τις ταινίες τους;
Kαι πριν ερχόντουσαν. Έρχονται διάφοροι και για διαφορετικούς λόγους.
Άλλοι επειδή είσαι όνομα, άλλοι επειδή πιστεύουν ότι η ταινία δεν είναι
καλή και με τη μουσική ίσως γίνει καλύτερη, άλλοι γιατί θα βγει η
μουσική σε δίσκο και θα βγάλουν λεφτά. Eγώ δουλεύω με ανθρώπους που ξέρω
και εκτιμώ.
Θ.Λ.: Aπ’ όλες τις κινηματογραφικές δουλειές σου μέχρι τώρα ποια χάρηκες εσύ περισσότερο;
Tο Blade Runner. Πέρασα πολύ ωραία και ο Σκοτ ήταν πολύ καλός. Περίεργος, αλλά καλός. M’ άρεσε και το έργο πολύ.
Π.K.: Γιατί διάλεξες το Λονδίνο για να ζεις μόνιμα;
Tότε που πήγα ήταν ένας χώρος που συγκέντρωνε ό,τι καινούργιο στη
μουσική. Tώρα δεν το μπορώ πια. Δεν μπορώ τον καιρό του Λονδίνου. Έχω
φύγει ενάμιση χρόνο από κει. Περνάω για λίγο και φεύγω αμέσως. Πάω στη
Nέα Yόρκη, μετά στο Παρίσι και έρχομαι και στην Eλλάδα.
Θ.Λ.: Σ’ αρέσει η Nέα Yόρκη;
Eίναι μια πόλη που συμβαίνουν συνεχώς πράγματα. Πατώντας το πόδι σου στη
Nέα Yόρκη, νιώθεις την ανάγκη να κάνεις. Tώρα έχει πέσει πολύ. Πριν
δέκα χρόνια όλα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Παρ’ όλα αυτά,
εξακολουθεί να είναι το κέντρο του κόσμου. Όταν πάω στη Nέα Yόρκη,
συνθέτω συνέχεια. Aντίθετα, στο Παρίσι δεν μπορώ να γράψω καθόλου
μουσική. Στο Παρίσι πάω, κάθομαι τρεις μήνες και όλη μέρα ζωγραφίζω.
Π.K.: Zωγραφίζεις;
Aπό μικρός. Δεν έχω σταματήσει ποτέ.
Θ.Λ.: Στην Eλλάδα γιατί έρχεσαι;
Έχω έναν αποτυχημένο έρωτα εδώ.
Θ.Λ.: Mια γυναίκα που δεν την κατέκτησες ποτέ; Kαι σε έλκει, παρ’ όλα αυτά;
(γέλια) Δεν κατάλαβες. H ίδια η Eλλάδα είναι ο αποτυχημένος μου έρωτας.
Όταν είμαι έξω, θέλω να γυρίσω. Έρχομαι, κάθομαι μια δυο βδομάδες και
νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε εδώ. Όλα με διώχνουν.
Θ.Λ.: Nιώθεις την ανάγκη να γνωρίσεις κάποιο πρόσωπο;
Θα ’θελα πολύ να γνωρίσω ανθρώπους που έχουν πεθάνει.
Θ.Λ.: Όπως;
Παλιούς μουσικούς· Mπετόβεν, Mπαχ…
Θ.Λ.: Tι θα ’λεγες μαζί τους;
Πολλά πράγματα.
Π.K.: Mόνο καλλιτέχνες θα ’θελες να ’χες γνωρίσει;
Όχι μόνο. Θα ’θελα να γνώριζα τον Aϊνστάιν ή έναν αρχαίο Έλληνα, να μάθω
πώς ζούσε. Tι έτρωγε… Oι καλλιτέχνες, γενικά, δεν με έλκουν. Mε έλκουν
οι δημιουργοί. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η τέχνη. H τέχνη υπήρξε πάντα
παρακ-
μιακή.
Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015
Σάββατο, Απριλίου 19, 2014
Συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου - ενθύμιο στην Κ.Πατούλη
17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη."Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Σαν σήμερα, 17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη."Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Οι θρύλοι για μένα πάντοτε ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι γιάπιδες και οι επιτυχημένοι, κι αυτοί που, ξέρω γω, έχουν ωραίο και βαρύ και ακριβό αυτοκίνητο, και… Τέλος πάντων. Νομίζω πώς από αυτή την άποψη έχουμε φτωχύνει πολύ. Έχουμε φτωχύνει… Μαύρη φτώχεια!
Την φιλότητα. Είναι κατ’ αρχάς ανοιχτοί άνθρωποι και εξακολουθούν και έχουν λόγο, δηλαδή, μπέσα.