Τρίτη, Απριλίου 28, 2020

Ελληνες Βρυκόλακες στην Ελληνική Λογοτεχνική ποίηση και Παραδοση

Θα αναφερθώ στα δύο περισσότερο γνωστά 

Του νεκρού αδελφού

Ηυπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Ο C. Fauriel είχε επισημάνει τις ομοιότητες που παρουσιάζει η μπαλάντα Λεονόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger με το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.


5
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15  αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».


Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25   βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35  Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.


Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45   Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
50  -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55 -   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-  Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60  κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65  «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
-   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70  
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
75   βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80  «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
 -   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
-----------------------------------------------------

Ο Θανάσης Βάγιας (1765-1834) ήταν υπαρκτό πρόσωπο που γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο και υπηρέτησε το Αλή Πασά. Σε αυτόν χρεώθηκε (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πηγές) η προδοσία του Γαρδικιού στους τούρκους και η σφαγή 600 Γαρδικιωτών. Ο Βαλαωρίτης στηρίζει το ποίημα του σε αυτή τη φήμη.

                              Η Φτωχή

-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
  έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
  Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!

Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.

-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
  να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
  Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
  Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
  και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
  Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
  Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
  που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
  εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
  Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."


                                    Β'

 -"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
 -"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
 -"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
 -"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
 -"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
 -"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
    Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".

                                    Γ'

 -"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
    σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".

Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.

 -"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
   εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".

Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.

 -"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
   Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".

 -"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
   κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!

Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;

                                     Δ'

                         Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
  βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
  Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
  Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

  Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
  Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
  Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
  'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

  Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
  Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
  Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
  στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

  Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
  Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
  Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
  Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

  Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
  Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
  Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
  κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

  Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
  Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
  Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
  Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις";

                             Ε'

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
  κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
  κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
  βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

  έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
  ακούω που φώναξε: -"Θ α ν ά σ η  Β ά γ ι α
  σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
  και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.

  Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
  Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
  Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
  βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

  -"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
  έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
  Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
  Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.

  Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
  πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
  Και με τα νύχια τους και με το στόμα
  πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

  Και σα με βρήκανε όλοι με μια
  έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
  γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
  κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

  Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
  το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
  Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
  οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

  Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
  σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
  Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
  τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

  Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
  πάντα φωνάζοντας: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α"-.
  Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
  που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

  Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
  Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
  Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
  Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

  Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
  κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
  -"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
  Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.

  Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
  Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
  Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
  με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

                              ΣΤ'

 -"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
   Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

 -"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
   θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

 -"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
   ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

 -"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
   Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

 -"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
  Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
  Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
  Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

 -"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
   κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
   Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
 -"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η   Β ά γ ι α !"-

                                 Ζ'

 -"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
   ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".

 -"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
 -"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
   Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
   Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";

 -"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
   Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".

 -"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
   ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
   'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
   νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".

 -"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
 -"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".

 -"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
   απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".

Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το   Β ά γ ι α   το   Θ α ν ά σ η!

 -"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
   πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
   Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
   Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου..."

Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.


ΠΗΓΕΣ