Δευτέρα, Μαΐου 28, 2018

«Βέλος»: Το ταξίδι προς την αθανασία

«Βέλος»: Το ταξίδι προς την αθανασία



Πολλές φορές όλοι μας θα έχουμε περάσει από την μαρίνα του Φλοίσβου, στο ύψος του Τροκαντερό. Βιαστικά και χωρίς να κοιτάξουμε δίπλα τα σκάφη που ελλιμενίζονται στην ευρύτερη περιοχή του. Ισως το μάτι μας να έπεσε στον αγέρωχο «Μπαρμπά Γιώργο», το «Σεϊτάν Παπόρ», κατά κόσμο «Θωρηκτό Αβέρωφ» που πλωτό μουσείο πια, βρίσκεται εκεί και μας θυμίζει πως οι Ελληνες έδωσαν τη ζωή τους ώστε να κυματίζει η γαλανόλευκη στο Αιγαίο.


Εκτός του διαστήματος που απαιτούνται για ανακατασκευές, στη σκιά της διαχρονικής ναυαρχίδας του στόλου μας, βρίσκεται το αντιτορπιλικό «Βέλος». Δεν πήρε μέρος σε κάποια ναυμαχία, αλλά τα όσα διαδραματίστηκαν πάνω του πριν από 45 χρόνια, αποτελούν τρανή απόδειξη πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού στρατού παραμένει θεματοφύλακας της δημοκρατίας. Στα σκοτεινά έτη της Χούντας των Συνταγματαρχών, εκεί όπου κάθε φωνή ελευθερίας καταπνίγονταν στο αίμα, αποτέλεσε τη συνέχεια της εξέγερσης της Νομικής και προσέθεσε ακόμη ένα λιθαράκι στην προσπάθεια αφύπνισης ενός ολόκληρου έθνους. Που αναζητούσε μία σπίθα ώστε να βροντοφωνάξει πως σε τούτα τα βράχια γεννήθηκε η δημοκρατία και ουδείς δικτάτορας είναι σε θέση να την καπηλευθεί. 
Παράλληλα έστειλε το «μήνυμα» σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, πως οι περισσότεροι αξιωματικοί δεν βρίσκονται στο πλευρό του καθεστώτος. Αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, μπορεί μεν να διαφωνούν, αλλά πάνω από όλα μπαίνει η ελευθερία έκφρασης, βούλησης και συνείδησης.  
Βρισκόμασταν τον Μάιο του 1973 και στους κόλπους του Ναυτικού είχε πλέον ωριμάσει η ιδέα της ανατροπής του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του. Η Ε.Σ.Α. δεν ήταν τόσο δυνατή όσο πίστευε, ενώ στο πλευρό του βρίσκονταν τόσο η Αεροπορία, όσο και ένα  μέρος του στρατού ξηράς. Μάλιστα είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια. Από χρόνια.
Οπως π.χ. η απαγωγή του δικτάτορα κατά τη διάρκεια της άσκησης «Θρίαμβος», όταν θα επιβιβάζονταν στο αντιτορπιλικό «Λόγχη» ή στην τορπιλάκατο «Αστραπή» με σκοπό  να την παρακολουθήσει. Ομως το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε επειδή στο πρώτο σενάριο θα υπήρχαν στο σκάφος πολλοί άνδρες από την ασφάλεια του Παπαδόπουλου και ελλόχευε ο κίνδυνος της αποτυχίας, στο δε δεύτερο παρατηρήθηκε έλλειψη καυσίμων. Τα γυμνάσια θα γίνονταν στον Σαρωνικό και το Γ.Ε.ΕΘ.Α. διέταξε ο συγκεκριμένος τύπος πλοίων να φουλαριστούν μέχρι τη μέση, ώστε να μην υπάρχει περιττό βάρος και να αποκτήσουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Αυτόματα δεν θα μπορούσε να διαφύγει σε ασφαλές λιμάνι κάποιου νησιού. 
 Αλλη σκέψη που υπήρχε ήταν να αποπλεύσει ο στόλος για την Κρήτη, όπου θα όρκιζαν κυβέρνηση πολιτικών και θα κατήγγειλαν εκείνη των Αθηνών ή στην Σύρο, όμως πρωταρχικό μέλημα των αξιωματικών ήταν και η αποφυγή ενός νέου εμφύλιου πολέμου. Για αυτό και δεν «εκμεταλλεύτηκαν» την επιστροφή της μεραρχίας από την Κύπρο, στην οποία οι διοικητές της δεν είχαν τοποθετηθεί από τη δικτατορία και στα σκάφη που τη συνόδευαν βρίσκονταν μυημένοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ναυτικού. Ετσι ναι μεν θα τους ακολουθούσαν, αλλά στην Κρήτη π.χ. είχαν εγκατασταθεί από την Χούντα ισχυρές δυνάμεις που παρέμεναν πιστή σε αυτή, οπότε φάνταζε αναπόφευκτο το ενδεχόμενο κάποιας σύρραξης. 
Ωστόσο η Ελλάδα εκείνο το διάστημα, το 1973, έδειχνε ως ένα «καζάνι» που έβραζε. Οι φοιτητές είχαν βγει μπροστά και οι νομιμόφρονες στρατιωτικοί δεν μπορούσαν πλέον να παρακολουθούν αμέτοχοι τις εξελίξεις. Μετά από αναβολές και την χαμένη ευκαιρία του Απριλίου όπου διεξήχθη η άσκηση «Καταιγίς»,  ως ημερομηνία έναρξης του κινήματος ορίστηκε η 23α Μαΐου και  ώρα 02:00.  Προβλέφθηκε τα περισσότερα σκάφη να βρίσκονται εν πλω (περίπου το 80%) από τις 22 του μηνός ώστε να μην κινήσουν υποψίες, ενώ ο Βαρδής Βαρδινογιάννης εξασφάλισε τα καύσιμα που απαιτούνταν, ώστε το σύνολο του στόλου να παραμένει εν κινήσει. Πολιτική κάλυψη στο εγχείρημα προσέφερε ο Ευάγγελος Αβέρωφ και είχε αποφασιστεί να υπάρξει αποκλεισμός τόσο του Πειραιά, όσο και του αεροδρομίου Αθηνών από επίγειες δυνάμεις.
Τα πάντα έδειχναν έτοιμα, αλλά από την 21η υπήρχαν ενδείξεις πως το σχέδιο είχε προδοθεί. Στον ναύσταθμο παρατηρήθηκε αύξηση των δυνάμεων του στρατού ξηράς, ενώ στο σπίτι ενός μυημένου αξιωματικού παραδόθηκε ανώνυμο γράμμα που ενημέρωνε σχετικά. Τα ξημερώματα της επομένης, άνδρες της Ε.Σ.Α. και των Λ.Ο.Κ,, παρουσία του αρχηγού Αγγελή, περικύκλωσαν τις εγκαταστάσεις στη Σαλαμίνα, ενώ το καθεστώς προχώρησε σε μπαράζ συλλήψεων. Οι οποίες και τερματίστηκαν στα μέσα του Ιουνίου, ενώ η Χούντα ανακοίνωσε πως υπήρξε «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», θέλοντας να μετατρέψει το γεγονός σε ήσσονος σημασίας. 
Ωστόσο περισσότεροι από 80 αξιωματικοί όλων των κλάδων βρέθηκαν στη φρικτή «Ταράτσα της Μπουμπουλίνας» και ο ταγματάρχης Σπύρος Μυστακλής έγινε το σύμβολο της αντίστασης. Ο ηρωικός ταγματάρχης, φρούραρχος της Σύρου, έμεινε παράλυτος από τα βασανιστήρια που του έγιναν και το όνομά του πέρασε στο πάνθεον της ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο πως δόθηκε τόσο σε στρατόπεδο όσο και σε αρκετούς δρόμους, ενώ προτομή του κοσμεί τα πάλαι ποτέ κολαστήρια της Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α., που πλέον έχουν μετατραπεί σε «Πάρκο Ελευθερίας».  
Τα πάντα είχαν τελειώσει... Το παράδοξο είναι πως ακόμη και σήμερα, 45 χρόνια μετά, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πως μαθεύτηκε το εγχείρημα. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας συστάθηκε εξεταστική επιτροπή ώστε να το ανακαλύψει, όμως δεν προέκυψαν ασφαλή συμπεράσματα. Μόνο εικασίες. Μία αναφέρει πως το καθεστώς είχε ενδείξεις ότι το Ναυτικό, πρωτίστως, ετοίμαζε... κάτι και κινήθηκε προληπτικά, αλλά κατά μία διαβολεμένη σύμπτωση η ημέρα καταστολής  συνέπεσε με εκείνη που είχε οριστεί ως έναρξη των επιχειρήσεων. Κάποια άλλη, ίσως ακραία, κάνει λόγο για μία σύζυγο μυημένου αξιωματικού, η οποία λόγω του ενθουσιασμού της αποκάλυψε στις φίλες της στο κομμωτήριο πως ο άνδρας της μαζί με δημοκράτες συναδέλφους του, θα επιχειρήσουν να ανατρέψουν την δικτατορία. Ομως για κακή της τύχη, στο ίδιο κομμωτήριο σύχναζε και μία σύντροφος στρατηγού, η οποία έμαθε τα λεγόμενά της και όπως ήταν φυσιολογικό, τα μετέφερε άμεσα. Υπήρξε ακόμη μία «πληροφορία» που έκανε λόγο για έναν υπαξιωματικό που τα κατέδωσε όλα και η οποία «ενισχύεται» επειδή χάθηκαν τα ίχνη του. Που βρίσκεται η αλήθεια, ουδείς κατάφερε να ανακαλύψει, αλλά πλέον τον... λόγο είχε ο θρυλικός πλωτάρχης Νικόλαος Παππάς.
Γεννημένος το 1930 στην Κύμη και με καταγωγή από τα Ψαρά, αποτελούσε εκ των «εγκεφάλων» του κινήματος. Το αντιτορπιλικό «Βέλος» βρίσκονταν υπό τις διαταγές του και συμμετείχε σε νατοϊκή άσκηση που διεξάγονταν στη Σαρδηνία. Μόλις απομακρύνθηκε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, του μεταφέρθηκε το κωδικό μήνυμα «Σοφοκλής», το οποίο ήταν το σύνθημα των μυημένων σε περίπτωση ματαίωσης του εγχειρήματος. Απογοητεύτηκε, αλλά ακόμη δεν είχε αποφασίσει να δράσει. Αλλωστε δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί, αφού ήταν εν πλω αρκετές ημέρες.  Το τοπίο ξεκαθάρισε μόλις πλησίασε στην Ιταλία και  άκουσε από τα εκεί ΜΜΕ πως στην Ελλάδα εξαρθρώθηκε κίνημα του ναυτικού και ότι το καθεστώς προχωρούσε σε συλλήψεις. Πλέον ήταν σίγουρος για τι τι έπρεπε να πράξει, αφού καλούνταν έστω και μόνος να «φωνάξει» πως στην πατρίδα μας η δημοκρατία ήταν μία έννοια χωρίς αντίκρυσμα. 
Το «Βέλος» συμμετείχε σε μία μοίρα ανάλογων πλοίων, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Τούρκου πλοιάρχου Μπιρέν. Μέσω της συχνότητας επικοινωνίας, έστειλε στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ ένα σήμα που έμεινε στην ιστορία. «Πιστοί στη συμμαχία και στον πολιτισμό των λαών μας, ο οποίος έχει θεμελιωθεί επί των αρχών της δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και του σεβασμού των νόμων, όλοι οι Αξιωματικοί και το πλήρωμα του πλοίου μου, ως ένας άνθρωπος, πιστοί στον δοθέντα όρκο μας, με βαθύτατη λύπη εγκαταλείπουμε τις ασκήσεις. Με τη συμπάθεια ολόκληρου του ελεύθερου κόσμου θα παλέψουμε για να επαναφέρουμε τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Σας είναι πολύ καλά γνωστό και ιδιαιτέρως στους Αμερικανούς ότι μια συμμορία ιδιοτελών αξιωματικών επέβαλε στην Ελλάδα μια απάνθρωπη και μισητή δικτατορία προ έξη και πλέον ετών. Η σημερινή εξέγερση του Ναυτικού ανταποκρίνεται στα αισθήματα ολόκληρου του λαού της χώρας μας. Ο ελεύθερος κόσμος και ιδιαιτέρως οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να αντιληφθούν και τη διάβρωση και την καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων στις οποίες στηρίζεται η άμυνα της νοτιοανατολικής πτέρυγας. Σκεφτείτε ότι αυτή τη στιγμή αξιωματικοί εν ενεργεία έχουν συλληφθεί και υφίστανται ταπεινώσεις και κακομεταχείριση από άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες της Στρατιωτικής Αστυνομίας», έγραψε χαρακτηριστικά. Τότε ο Μπιρέν, που επίσης έλαβε το μήνυμα, του απάντησε στα αγγλικά «Good luck Nick (σ.σ. Καλή τύχη Νίκο)». Πλέον το «Βέλος» και οι επιβαίνοντες σε αυτό, ξεκινούσαν το ταξίδι που θα τους χάριζε μία θέση στην αιωνιότητα. 
Ο Παππάς σήκωσε τα λάβαρα του «ανεξάρτητου», έθεσε το σκάφος σε πολεμική έγερση και κάλεσε συγκέντρωση του πληρώματος. Εκεί τους είπε τι είχε συμβεί και τους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να οδηγήσει το αντιτορπιλικό στο λιμάνι του Φιουμιντσίνο και να ζητήσει άσυλο στην Ιταλία. Ολοι χειροκροτούσαν, ενώ ένας ναύτης πέταξε στη θάλασσα τον θυρεό της δικτατορίας. Οι στιγμές ήταν μοναδικές, πόσο μάλλον όταν όλοι οι αξιωματικοί και μόνιμοι υπαξιωματικοί, μετέφεραν στον κυβερνήτη τους πως θα τον ακολουθήσουν στην εξορία. Η δημοκρατία ανάσανε βαθιά στο κατάστρωμα του πολεμικού μας πλοίου. 
Τα όσα θα ακολούθησαν θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Το καράβι έφτασε ανενόχλητο, λίγο πριν ξημερώσει, στο λιμάνι της μικρής αυτής πόλης, η οποία βρίσκεται περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Αμέσως ο Παππάς έδωσε εντολή σε τρεις αξιωματικούς του να μεταβούν στη στεριά, ενώ το ιταλικό λιμενικό ακόμη δεν είχε... συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Μόλις αντίκρισαν τη βενζινάκατο, ζήτησαν τα στοιχεία των επιβαινόντων και οι Ελληνες τους μετέφεραν πως πρόκειται για νατοϊκό ζήτημα και έδειξαν τις ταυτότητές τους που ήταν στα αγγλικά. Μέσα στην ανεμελιά και τη δίψα τους για ελευθερία, δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν τι είχαν κάνει. Οδήγησαν ένα πλήρως εξοπλισμένο αντιτορπιλικό στα χωρικά ύδατα μίας ξένης χώρας, το άραξαν σε λιμάνι της και αποβιβάστηκαν χωρίς έγγραφα. 
Μόλις πέρασαν το μπλόκο, η εντολή που είχαν από τον Παππά ήταν ξεκάθαρη. Να τηλεφωνήσουν αμέσως σε όλα τα διεθνή ΜΜΕ και να πουν τι γίνεται πίσω στην πατρίδα. Οπερ και εγένετο. Λόγω της μικρής απόστασης από την πρωτεύουσα της Ιταλίας, σε μερικά λεπτά η προβλήτα γέμισε  από δημοσιογράφους αλλά και σοκαρισμένους λιμενικούς, καθώς μόλις ανέτειλε ο ήλιος αντιλήφθηκαν τα καθέκαστα. Η φιγούρα του «Βέλος» επισκίαζε όλο το  Φιουμιντσίνο. Με τα χίλια ζόρια οι τρεις αξιωματικοί επέστρεψαν στο αντιτορπιλικό, που είχε ήδη περικυκλωθεί από πλοιάρια γεμάτα εκπροσώπους του Τύπου και σκάφη της ακτοφυλακής. Μέχρι και ελικόπτερα πετούσαν από πάνω του.
Πλέον το ζήτημα του «Βέλος» είχε διεθνοποιηθεί, όμως υπήρχαν τρομερά προβλήματα. Η Αθήνα ενημερώθηκε άμεσα για τα τεκταινόμενα και ζήτησε την έκδοση όλων των μελών του πληρώματος. Ας μην ξεχνάμε πως σύμφωνα με τη ναυτική ορολογία, στο σκάφος έγινε «ανταρσία» και μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ υπήρχε ξεκάθαρη σχετική συμφωνία. Θα έπρεπε όχι μόνο να μην παρασχεθεί στο πλοίο η οποιαδήποτε βοήθεια, αλλά αμέσως να παραδοθούν άπαντες στην Ελλάδα καθώς χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες. 
Στο  Φιουμιντσίνο έσπευσε ο πρεσβευτής Ροκανάς και ανέβηκε στο «Βέλος». Εκεί μετέφερε στους άνδρες του πως δεν ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον καπετάνιο τους και «καταλαβαίνει» πως παρασύρθηκαν. Μάλιστα έκανε λόγο και για το ακριβό κόστος ζωής στην Ιταλία! Την ίδια στιγμή όμως οι αυτοεξόριστοι Ελληνες της γειτονικής χώρας όχι μόνο έδιναν συνεχώς συνεντεύξεις στα εκεί ΜΜΕ όπου κατηγορούσαν τη Χούντα, αλλά με τις διασυνδέσεις τους πίεζαν τα κόμματά της να παραχωρήσουν πολιτικό άσυλο σε όσους το αιτηθούν. Η κυβέρνηση του Τζούλιο Αντρεότι  βρίσκονταν σε δυσχερή θέση και η κοινή γνώμη ήταν σαφέστατα υπέρ του Παππά και των μελών του πληρώματός του.
Τελικά αποβιβάστηκαν 31 άτομα, που αφορά το σύνολο των αξιωματικών και υπαξιωματικών του σκάφους. Μάλιστα οι ναύτες τους έδωσαν χρήματα ώστε να καλύψουν τις πρώτες τους ανάγκες και σε ζωντανή κάλυψη από τα τηλεοπτικά συνεργεία, απέδωσαν στον κυβερνήτη τις τιμές που του αναλογούν. Το καθεστώς έστειλε άλλους αξιωματικούς ώστε να παραλάβουν το «Βέλος» και να το οδηγήσουν στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα παρέμεινε για λίγες ημέρες στους νατοϊκούς σχηματισμούς και τις ασκήσεις που γίνονταν στη Μεσόγειο. Παράλληλα απάγγειλε κατηγορίες σε όλους όσους αποχώρησαν, οι οποίες επέσυραν την ποινή του θανάτου, ενώ μεταξύ άλλων εγκαλούνταν και για φθορά περιουσίας του δημοσίου επειδή πήραν τη σημαία του καραβιού! 
Οδηγήθηκαν στη Ρώμη, όπου έμειναν σε ένα ξενοδοχείο και μετά από σειρά επαφών και σκληρών διαβουλεύσεων, η Ιταλία τους χορήγησε άσυλο. Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν, ο Παππάς είπε χαρακτηριστικά πως «δεν είμαστε δεξιοί ή κομουνιστές. Είμαστε δημοκράτες στρατιωτικοί», ενώ πάντα δίπλα του είχε μία μαύρη βαλίτσα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως σε αυτή βρίσκονταν οι λίστες με τους μυημένους αξιωματικούς που ήταν πάνω από 200, ενώ οι χουντικοί κατάφεραν να συλλάβουν πολύ λιγότερους. Μετά από λίγο καιρό σε όλους, πλην του «Βέλους», χορηγήθηκε αμνηστία, όχι επειδή το καθεστώς θέλησε να δείξει δημοκρατικά αισθήματα, αλλά επειδή θα έπρεπε να αποστρατεύσει το σύνολο σχεδόν των κυβερνητών και των διοικητών σχηματισμών του Ναυτικού! 
Η απόφαση του Παππά και των άλλων αξιωματικών, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες των αντιδικτατορικό αγώνα. Εκανε παντού γνωστό πως η Χούντα δεν είχε τη στήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων και αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα για το γοήτρό της. Παράλληλα δημοσιοποίησε τις διώξεις που γίνονταν ακόμη και μέσα στο στράτευμα. Τα ταραγμένα εκείνα χρόνια, ήταν αδιανόητο να υπάρχουν καταγγελίες πως μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, βασανίζει ακόμη και αξιωματικούς της, ξέχωρα από απλούς πολίτες. Υπήρχε τότε και αυτή η παράμετρος.  
Οι 31 που έμειναν στην Ιταλία στερήθηκαν της ελληνικής ιθαγένειας και εργάστηκαν ως επί το πλείστον στη ναυσιπλοΐα της γειτονικής χώρας. Επέστρεψαν στην πατρίδα μετά την αποκατάσταση της δικτατορίας και συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στο ναυτικό. Ο ηρωικός κυβερνήτης έφτασε μέχρι αρχηγός Γ.Ε.Ν. ενώ διατέλεσε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Γρίβα και στην οικουμενική του Ξενοφών Ζολώτα. Εφυγε από τη ζωή του 2013. 
Το «Βέλος» συνδυάστηκε από τη Χούντα με τη βασιλεία και δεν είναι τυχαίο πως την 1η Ιουνίου του 1973 κατάργησε την μοναρχία, καθώς θεωρούσε  τους ναυτικούς φίλα προσκείμενους στον Κωνσταντίνο. Ο οποίος από χρόνια και μετά το αποτυχημένο κίνημα που είχε οργανώσει κατά των Συνταγματαρχών, έμενε μόνιμα στη Ρώμη. Ωστόσο όχι μόνο δεν είχε κάποια σχέση με όσα έγιναν, αλλά ούτε καν πήγε στο  Φιουμιντσίνο για να επισκεφθεί τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που υπηρετήσουν στο όπλο που έφερε το όνομά του! Βλέπετε εκείνο τον καιρό υπήρχε ο «Βασιλικό Ναυτικό». Μόνο μετά την καθαίρεσή του, παρέθεσε δείπνο στον Παππά και τους άνδρες του.  
Στις 25 Μαΐου του 1973 δεν κερδήθηκε κάποια μάχη, αλλά το πολεμικό μας ναυτικό έγραψε μία χρυσή σελίδα στην ιστορία της χώρας μας. Το «Βέλος» που παροπλίσθηκε το 1991 και από το 1994 έχει χαρακτηριστεί «Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα», κέρδισε επάξια μία θέση δίπλα στο «Θωρηκτό Αβέρωφ». Η οποία αντιστοιχεί στην... αιωνιότητα. 
gazzetta.gr

Κυριακή, Μαΐου 20, 2018

Η Μάχη της Κρήτης



Γερμανοί αλεξιπτωτιστές πάνω από την Κρήτη
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές πάνω από την Κρήτη

Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος με τη χρησιμοποίηση δυνάμεων αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες.
Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες.
Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.

Οι Γερμανοί δεν υπολόγισαν τη συμμετοχή αμάχων στις επιχειρήσεις
Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπείας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρις ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε μόνο 5.000 άνδρες.
Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο.
Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα. Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας. Επωφελήθηκαν από την ασυνεννοησία στις τάξεις των Συμμάχων, αλλά υπέστησαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στους γερμανούς αλεξιπτωτιστές που κατέλαβαν το Μέλεμε ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού και της πυγμαχίας, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ, 36 ετών, που έφερε το βαθμό του δεκανέα.
Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης.
Οι απώλειες για τους Συμμάχους ήταν: 3.500 νεκροί, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτοι. Οι Γερμανοί, σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, είχαν 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, ενώ έχασαν 370 αεροπλάνα. Σύμφωνα, όμως, με συμμαχικούς υπολογισμούς, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000.
Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στη μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.

www.sansimera.gr