πριν από λίγα χρόνια ένας επιστολογράφος του περιοδικού του Βρετανικού Ιατρικού Συλλόγου, έκανε την ακόλουθη πρόταση:
"...πιστεύω πως κάθε φοιτητής που ετοιμάζεται να γίνει γιατρός, πρέπει να καθίσει, για μερικές μέρες, να του πάρουν αίμα από τη φλέβα αδέξιοι νοσηλευτές ,ή γιατροί, να του περάσουν μιά ή δύο φορές ένα σωλήνα από τη μύτη στο στομάχι, να τον υποβάλλουν σε κολονοσκόπιση, βαριούχο υποκλισμό και την κατάλληλη προετοιμασία του εντέρου και ίσως να μείνει μια ή δυό νύχτες, στο νοσοκομείο, καθηλωμένος με έναν ορό στο χέρι στα χέρια βιαστικών και αδιάφορων γιατρών και νοσηλευτών"
Μπορεί το προτεινόμενο μέτρο να φαίνεται υπερβολικό. η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο τρόπος εκπαίδευσης των φοιτητών της Ιατρικής τους οδηγεί συχνά στη διαμόρφωση μιάς αντίληψης για το ιατρικό έργο παρόμοια με την αίσθηση που έχει ένας ακτινολόγος, όταν εξετάζει έναν άρρωστο: παρατηρεί με ενδιαφέρον την εικόνα του αρρώστου, όπως την αναπαριστάνει η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, αλλά δεν έχει καμία οπτική επαφή με τον ίδιο τον άρρωστο.
διαβάστε ένα υποθετικό αφήγημα που δέν απέχει καθόλου απ΄'την πραγματικότητα.Εχει ενδιαφέρον γιατί μπορέι να έχουμε νοιώσει και εμείς κάποτε έτσι ή κάποιοι δικόι μας άνθρωποι...
Ο Εχθρός
Το γκρίζο χειμωνιάτικο πρωινό φως έμπαινε απ'το παράθυρο στο θάλαμο.Ετσι, όταν άνοιξε τα μάτια του μπόρεσε να διακρίνει όλα τα γνώριμα μισητά αντικείμενα: το κομοδίνο από φορμάικα, την πολυθρόνα με το ξηλωμένο πλαστικό μαξιλάρι, την κρεμασμένη συσκευή του ορού. Θα ήθελε να μπορούσε να βυθιστεί ξανά στον ανήσυχο ύπνο του. Να μπορούσε να αποφύγει τη χοντρ;h νοσοκόμα με την ένεση, τη γριά καθαρίστρια με το βρώμικο σφουγγαρόπανο, τον ανόητο γιατρουδάκο με το πιεσόμετρο. Μα πιό πολύ θα ήθελε να μπορούσε να αποφύγει την αναπόφευκτη καθημερινή συνάντηση με εκείνον. Εκείνον που θα έμπαινε πάλι στον θάλαμο, φρέσκος, ζωηρός, χαμογελαστός, με την πρωινή υρωδιά απ'το ακριβό after shave. που θα έσκυβε για μιά ακόμα φορά καλοσυνάτα να του κάνει την ίδια άσκοπη ερώτηση
"Πώς τα πάμε σήμερα?"
Που θα τον έβαζε να καθίσει, να ανασάνει, να βήξει, να πλαγιάσει. Που θα μελετούσε με εμβρίθεια στο φως τις ακτινογραφίες του. Αυτές που του είχαν βγάλει χθες ταπεινόνωντάς τον στον ψυχρό θάλαμο του ακτινολογικού.
όταν τον πρωτογνώρισε του είχε φανεί συμπαθητικός. Είχε χαρεί μάλιστα, που του είχε δέιξει τόσο ενδιαφέρον. Του έκανε τις κατάλληλες ερωτήσεις, τον εξέτασε προσεκτικά και για πρώτη φορά στη μακροχρόνια αρρώστια του τον είχε κάνει να νοιώσει ελπίδα.
Τον πρώτο καιρό περίμενε με λαχτάρα την καθημερινή του επίσκεψη. Περίμενε να νοιώσει ξανά αυτό το συναίσθημα ασφάλειας, αυτό το φτερούγισμα αισιοδοξίας της πρώτης φοράς. Κατόπιν άρχισε σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί πως την απεχθανόταν αυτή την πρωινή επίσκεψη. Αρχισε να καταλαβαίνει πως αυτό τον άνθρωπο τον μισούσε.
Τον μισούσε γιατί του είχε γεννήσει ψεύτικες ελπίδες. Τον μισούσε γιατί τον είχε εξαπατήσει με την αυτοπεποίθηση που έδειχνε. Ολα αυτά τα διπλώματα, η μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, η φήμη δεν βοηθούσαν σε τίποτα. Το έβλεπε κάθε μέρα και πιό καθαρά πως δεν μπορούσε να περιμένει καμιά βοήθεια απ'αυτόν. Μα πάνω απ'όλα τον μισούσε επειδή εκείνος ήταν υγιής, φτασμένος,γοητευτικός-προικισμένος με όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε ο ίδιος πριν αρρωστήσει...
διαβάστε ένα υποθετικό αφήγημα που δέν απέχει καθόλου απ΄'την πραγματικότητα.Εχει ενδιαφέρον γιατί μπορέι να έχουμε νοιώσει και εμείς κάποτε έτσι ή κάποιοι δικόι μας άνθρωποι...
Ο Εχθρός
Το γκρίζο χειμωνιάτικο πρωινό φως έμπαινε απ'το παράθυρο στο θάλαμο.Ετσι, όταν άνοιξε τα μάτια του μπόρεσε να διακρίνει όλα τα γνώριμα μισητά αντικείμενα: το κομοδίνο από φορμάικα, την πολυθρόνα με το ξηλωμένο πλαστικό μαξιλάρι, την κρεμασμένη συσκευή του ορού. Θα ήθελε να μπορούσε να βυθιστεί ξανά στον ανήσυχο ύπνο του. Να μπορούσε να αποφύγει τη χοντρ;h νοσοκόμα με την ένεση, τη γριά καθαρίστρια με το βρώμικο σφουγγαρόπανο, τον ανόητο γιατρουδάκο με το πιεσόμετρο. Μα πιό πολύ θα ήθελε να μπορούσε να αποφύγει την αναπόφευκτη καθημερινή συνάντηση με εκείνον. Εκείνον που θα έμπαινε πάλι στον θάλαμο, φρέσκος, ζωηρός, χαμογελαστός, με την πρωινή υρωδιά απ'το ακριβό after shave. που θα έσκυβε για μιά ακόμα φορά καλοσυνάτα να του κάνει την ίδια άσκοπη ερώτηση
"Πώς τα πάμε σήμερα?"
Που θα τον έβαζε να καθίσει, να ανασάνει, να βήξει, να πλαγιάσει. Που θα μελετούσε με εμβρίθεια στο φως τις ακτινογραφίες του. Αυτές που του είχαν βγάλει χθες ταπεινόνωντάς τον στον ψυχρό θάλαμο του ακτινολογικού.
όταν τον πρωτογνώρισε του είχε φανεί συμπαθητικός. Είχε χαρεί μάλιστα, που του είχε δέιξει τόσο ενδιαφέρον. Του έκανε τις κατάλληλες ερωτήσεις, τον εξέτασε προσεκτικά και για πρώτη φορά στη μακροχρόνια αρρώστια του τον είχε κάνει να νοιώσει ελπίδα.
Τον πρώτο καιρό περίμενε με λαχτάρα την καθημερινή του επίσκεψη. Περίμενε να νοιώσει ξανά αυτό το συναίσθημα ασφάλειας, αυτό το φτερούγισμα αισιοδοξίας της πρώτης φοράς. Κατόπιν άρχισε σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί πως την απεχθανόταν αυτή την πρωινή επίσκεψη. Αρχισε να καταλαβαίνει πως αυτό τον άνθρωπο τον μισούσε.
Τον μισούσε γιατί του είχε γεννήσει ψεύτικες ελπίδες. Τον μισούσε γιατί τον είχε εξαπατήσει με την αυτοπεποίθηση που έδειχνε. Ολα αυτά τα διπλώματα, η μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, η φήμη δεν βοηθούσαν σε τίποτα. Το έβλεπε κάθε μέρα και πιό καθαρά πως δεν μπορούσε να περιμένει καμιά βοήθεια απ'αυτόν. Μα πάνω απ'όλα τον μισούσε επειδή εκείνος ήταν υγιής, φτασμένος,γοητευτικός-προικισμένος με όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε ο ίδιος πριν αρρωστήσει...
από το άρθρο του Θ Μουντοκαλάκη, καθ.Παθολογίας του Παν.Αθ. για το περιοδικό PharmaNews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου