Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

Ο Θρύλος του Νεκρού Αδελφού

Τα Βαλκάνια είναι μιά πολύ ιδιαίτερη περιοχή. Ιδιαίτερη και συνάμα πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι ένα εκρηκτικό χωνευτήρι λαών και συγκρούσεων ανά τους αιώνες. Πολιτισμικών, πολιτιστικών θρησκευτικών, αιματηρών συγκρούσεων.
Επειδή καταγράφτηκαν μεγάλα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν την μετέπειτα ιστορία της Ευρώπης πιστεύω ότι ίσως είναι και η μοναδική περιοχή στον κόσμο σε αυτόν τον τομέα από αρχής της Ιστορίας. Δεν είμαι ειδικός ασιατολόγος αλλά παλαιές επίσης ιστορικά περιοχές όπως η περιοχή της Απω Ανατολής διεκδικούν ίσως τον ίδιο τίτλο.

Σε τέτοιες περιοχές οι λαοί μοιράζονται κοινά τραγούδια και σκοπούς κοινούς θρύλους κοινά ποιήματα, κοινές κουζίνες κλπ

Οταν ήμουν μικρός η Μητέρα, συνήθιζε να μου διαβάζει από ένα παλιό κιτρινισμένο τετράδιο δικών της παιδικών σημειώσεων, διάφορα ποιήματα και κείμενα που της είχαν κάνει εντύπωση και την είχαν σημαδέψει.
Σαν μικρό παιδί χαράχτηκαν και μένα στην μνήμη μου, και εκ των υστέρων κάπως έτσι σκέπτομαι πρέπει ανα τους αιώνες να μεταδίδονται τα κείμενα τα τραγούδια και οι θρύλοι, σαν αυτόν τον θρύλο ποίημα του "Νεκρού Αδελφου΄" μάλλον ανώνυμου (χωρίς να είμαι σίγουρος γιαυτό, και περιμένω κάποιον αν ξέρει κάτι) στιχουργού.
Αφορμή για να το παραθέσω εδώ στάθηκε μιά κουβέντα με μιά φίλη Αλβανικής καταγωγής η οποία μου είπε ότι στην γείτονα χώρα υπάρχει το ίδιο ποίημα και το μόνο που διαφέρει είναι το όνομα της αδελφής .Το όνομα του αδελφού της, Κωνσταντή, είναι το ίδιο, και αν υπάρχει το ίδιο ποιήμα και σε άλλες χώρες το Κωνσταντίνος πρέπει πάλι να είναι το ίδιο, αφού πιστεύω είναι ένα πολύ κοινό όνομα, πασίγνωστο από την Βυζαντινή κυριαρχία.

Σας χαρίζω αυτό το συγκλονιστικά ανατριχιαστικό ποίημα που με σημάδεψα και με σημαδεύει, Δραματικό και επικό παραμύθι των λαικών Θρύλων

Του νεκρού αδελφού

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

5 σχόλια:

Agobooks είπε...

Υπάρχει(στα Αλβανικά) σε μια, περίπου, ίδια version. Ο μεγάλος Κανταρέ το έχει κάνει και βιβλίο. Είναι το πασίγνωστο «Ποιος έφερε τη Ντορουντίν»

Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle είπε...

!!
Μπράβο Νίκο σ'ευχαριστώ.
Αυτό ακριβώς ήταν το όνομα της κοπέλλας που μου είπε η Αλβανίδα φίλη, και δεν μπορούσα να το θυμηθώ.
Πολύ χρήσιμη σευχαριστώ και πάλι

Dimitris T είπε...

Μαγευτικό!! Το είχα μάθει απ' εξω πριν 50 χρόνια. Τώρα που το ξανά βρήκα φρεσκαρισα την μνήμη μου.

Dimitris T είπε...

Μαγευτικό!! Το είχα μάθει απ' εξω πριν 50 χρόνια. Τώρα που το ξανά βρήκα φρεσκαρισα την μνήμη μου.

Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle είπε...

Φίλοι μολις μια φίλη απο το φεις με πληροφόρησε ότι υπάρχει και βιβλίο με την ιστορία του νεκρού αδελφού . Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ της Μαρίας Λαμπηριδου Πόθου