Λέγεται πως πριν μπει ένα ποτάμι στη θάλασσα τρέμει από φόβο.
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Χτύπησε τα μεγάλα, αδύναμα φτερά του στον αέρα για να κρατηθεί για άλλη μιά φορά. Μέσα του ήξερε ότι δεν θα το πετύχαινε αυτή τη φορά. Εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να χάνει ύψος. Η αμείλικτη βαρύτητα τον τραβούσε όλο και πιό δυνατά προς την μάνα Γή. Μισόκλεισε τα μάτια του, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλα περιθώρια, ότι ετούτη θα ήταν η τελευταία του πτήση....συνεχεια.. stavraetos.blogspot.com/2008/05/blog-post.html
Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021
Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Σάββατο, Νοεμβρίου 20, 2021
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ Ένα σπουδαίο θεατρικό έργο που μνημονεύεται μέχρι και σήμερα ακόμα και από αυτούς που δεν πρόλαβαν ποτέ να την δουν.
Μετά τον χωρισμό της με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, η Τζένη Καρέζη εγκατέλειψε την κοσμική ζωή. Στο πλευρό του Κώστα Καζάκου, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1968, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη σκληρή πολιτική πραγματικότητα. Η άνοδος των συνταγματαρχών στην εξουσία τη συγκλόνισε. Τον Ιούνιο το 1973, Καζάκος και Καρέζη, ανέβασαν την παράσταση το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην οποία συμμετείχε και ο Νίκος Ξυλούρης. Ήταν ένα έργο με έντονο πολιτικό περιεχόμενο, που, αν και πέρασε από τη λογοκρισία, κατάφερε να γίνει σύμβολο κατά της χούντας.
Η ιδέα για το ανέβασμα του έργου ανήκε στο θιασαρχικό ζεύγος, που για πρώτη φορά την άνοιξη του 1972 σκέφτηκαν ν’ ανεβάσουν ένα έργο, που σύμφωνα με την Τζένη Καρέζη έπρεπε «να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα».
«Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν», συνεχίζει την αφήγησή της η Τζένη Καρέζη.
Οι θιασάρχες απευθύνθηκαν στον σπουδαίο έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι προέκυψε το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».
Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας. Αλληγορικά γραμμένο, κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Οι παραστάσεις του διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα, τον Οκτώβριο, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία από τις 22 Δεκεμβρίου 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Πρόσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Στιγμιότυπα από την παράσταση.
Με πληροφορίες από το sansimera.gr και από τη mixanitouxronou.gr
Ζειμπέκικο Ο μοναχικός Θρήνος
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης)
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει». Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
———
* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».
Διονύσης Χαριτόπουλος – Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Παρασκευή, Νοεμβρίου 19, 2021
Η ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ και η Σημαία της
Και οι δύο Σημαίες αποτελούνται από εννέα οριζόντιες λωρίδες, χρωμάτων μπλε και άσπρου εναλλάξ. Η μόνη διαφορά είναι ότι η Σημαία της Ουρουγουάης έχει στην αριστερή γωνία ένα Ήλιο με 16 ακτίνες (όσες είναι και οι ακτίνες του ήλιου της Βεργίνας), ενώ η Ελληνική έχει έναν ισοσκελή Σταυρό.
Σε μια χώρα, 3.500.000 κατοίκων, 6.000 άνθρωποι μιλούν άπταιστα την Ελληνική γλώσσα. Μάλιστα, αρκετοί από αυτούς, γνωρίζουν και Αρχαία Ελληνικά. Δρόμοι και πλατείες έχουν Ελληνικά ονόματα και Αγάλματα αρχαίων φιλοσόφων κοσμούν τα δημόσια κτίρια της χώρας. Η Ουρουγουάη, έχει χαρακτηριστεί ως η “Ελβετία της Αμερικής”. Χαρακτηρίζεται από ένα ασφαλές τραπεζικό σύστημα. Τα ποσοστά φτώχειας και διαφθοράς είναι αρκετά χαμηλά. Η χώρα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δέχτηκε πολλούς Έλληνες μετανάστες. Σήμερα στην Ουρουγουάη, υπάρχουν περισσότεροι από 3.500 χιλιάδες Έλληνες μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός αυτοχθόνων που μιλούν την Ελληνική γλώσσα. Οι Ελληνομαθείς χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τη λέξη “Ελληνολάτρες”. Σύμφωνα με έρευνα της “Eurostat”, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ουρουγουανών απάντησε ότι ταυτίζεται πολιτιστικά με την Ευρώπη και η πρώτη χώρα που να τους έρχεται στο μυαλό είναι η Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1978, ο καπετάνιος Παναγιώτης Ν. Τσάκος, ίδρυσε το “Ίδρυμα Τσάκου”, με σκοπό τη διάδοση του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού και τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας. Το 2002 μετονομάστηκε σε ίδρυμα “Μαρία Τσάκου”, ενώ μέχρι σήμερα περισσότεροι από 4.000 μαθητές έχουν διδαχτεί δωρεάν την Ελληνική γλώσσα. Βασικός στόχος του ιδρύματος είναι η γνώση της αρχαίας Ελληνικής ποίησης και ιστοριογραφίας, μέσα από τα Ομηρικά έπη και τον “Επιτάφιο” του Περικλή.
Ένα δημόσιο σχολείο της χώρας ονομάζεται “Grecia”. Κάθε 25η Μαρτίου και 28η Οκτωβρίου γιορτάζουν τις Εθνικές εορτές των Ελλήνων!
Οι μαθητές του “Grecia” έχουν μάθει και τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας. Στο Μοντεβιδέο υπάρχουν 23 δρόμοι που έχουν πάρει τα ονόματά τους από Έλληνες Φιλοσόφους, ενώ ο κεντρικότερος δρόμος ονομάζεται “Grecia”. Δύο πλατείες της Πρωτεύουσας έχουν ονομαστεί πλατεία της Αθήνας και πλατεία της Ελλάδας. Την Εθνική Βιβλιοθήκη του Μοντεβιδέο, κοσμεί έξω από την είσοδο του κτιρίου, ο Αδριάντας του Σωκράτη. Ένα νεοκλασικό κτίριο στην πρόσοψή του γράφει “Αθηναίος”. Σε ένα πάρκο που επίσης ονομάζεται Αθήνα υπάρχει μια προτομή του Ομήρου. Το 2016, η Ελληνική Κοινότητα Ουρουγουάης, γιόρτασε έναν αιώνα από την ίδρυσή της. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1916. Ο Χειμαριώτης Δημητρίου, ήταν ο πρώτος Έλληνας που εγκαταστάθηκε στην Ουρουγουάη το 1687. Άλλαξε το όνομά του αρχικά σε Μητρόπουλος και στη συνέχεια έμεινε γνωστό με το όνομα Mitre. Η Ουρουγουάη ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821, ενώ είναι και από τις ελάχιστες χώρες που ΔΕΝ αναγνώρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία.
Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2021
Οι Ορφικές Πηγές της Λήθης και της Μνημοσύνης
ΟΡΦΙΚΗ ΠΙΝΑΚΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΤΗΛΙΑΣ
Εύρήσεις δ’ Αΐδαο δόμων ἐπ’ ἀριστερά κρήνην παρ’ δ’ αὐτήν λευκήν ἐστηκυίαν κυπάρισσον ταύτης τῆς κρήνης μηδέ σχεδόν ἐμπελάσειας εύρήσσεις δ’ ἑτέραν, τῆς Μνημοσύνης ἀπό λίμνης, ψυχρόν ὕδωρ προρέον. Φύλακες δὲ ἐπίπροσθεν ἔασιν. Εἰπεῖν: «Γῆς παὶς εἰμί καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον. Τόδε δ’ ἴστε καὶ αὐτοί. Δίψῃ δ’ εἰμὶ αὔη καὶ ἀπόλλυμαι. Ἀλλὰ δότ’ αἶψα ψυχρὸν ὕδωρ προρέον τῆς Μνημοσύνης ἀπό λίμνης.» Καὐτοὶ σοὶ δώσουσι πιεῖν θείας ἀπό κρήνης καὶ τότ’ ἔπειτ’ ἄλλοισι μεθ’ ἠρώεσσιν ἀνάξεις. ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Εύρήσσεις δ’ Αΐδαο δόμων ἐπ’ ἀριστερᾶ κρήνην παρ’ δ’ αὐτήι λευκὴν ἑστηκυίαν κυπάρισσον ταύτης τῆς κρήνης μηδέ σχεδόν ἐμπελάσειας. Τελειώνοντας την αναζήτησή σου, θα εντοπίσεις (εὐρήσσεις) στα αριστερά των κτισμάτων του παλατιού (δόμων) του Άδη μία πηγή (κρήνη), δίπλα στην οποία υπάρχει ένα αόρατο (λευκό) κυπαρίσσι, αυτήν όμως την πηγή δεν μπορείς ούτε και για λίγο (σχεδόν) να την πλησιάσεις. εὐρίσκω = τελειώνω επιτυχώς μία αναζήτηση, εντοπίζω κάποιον ή κάτι σε μία κατάσταση. δόμος = οίκος, αίθουσα, δωμάτιο, ναός, κιβώτιο σεντούκι, οριζόντιος σειρά λίθων ή πλίνθων εν δομή. σχεδόν = επί τόπου πλησίον, επί χρόνου εγγύς. Κατά προσέγγιση κατά το μάλλον ή ήττον. ἐμπελάζω = φέρω τι πλησίον, αμετάβατο = πλησιάζω τινί ή τινός. εύρήσσεις δ’ ἑτέραν, τῆς Μνημοσύνης ἀπό λίμνης, ψυχρόν ὕδωρ προρέον. θα βρεθείς όμως σε μία άλλη πηγή, αυτήν της Μνημοσύνης, τα νερά της οποίας είναι λιμνάζοντα και το νερό της ψυχρό και ρέει μπροστά σου (προρέον). προρέω = ρέω προς τα εμπρός. Φύλακες δὲ ἐπίπροσθεν ἔασιν. Μπροστά από την πηγή αυτήν υπάρχουν φύλακες, οι οποίοι όμως επιτρέπουν (ἔασιν) την πρόσβαση. ἐάω = αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, ανέχομαι. Εἰπεῖν: «Γῆς παὶς εἰμί καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον. Τότε πρέπει να τους πεις: «Είμαι παιδί της γης, αλλά του γεμάτου από αστέρια ουρανού, αλλά όμως (αὐτάρ) το δικό μου γένος είναι ουράνιο. Τόδε δ’ ἴστε καὶ αὐτοί. Αυτό που σας λέω (τόδε) το γνωρίζετε (ἴστε) και εσείς. Δίψῃ δ’ εἰμὶ αὔη καὶ ἀπόλλυμαι. Η μεγάλη μου επιθυμία (δίψη) είναι να γίνει (εἰμὶ) η ψυχή μου ξηρή (αὔη) και να εξαφανιστώ, ώστε μην επιστρέψω σε επόμενη ενσάρκωση (ἀπόλλυμαι). δίψη = το αίσθημα που προκαλεί η ανάγκη για νερό, μτφ. η μεγάλη επιθυμία για κάτι. αὔος = ξηρός. ἀπόλλυμαι = χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. Ἀλλὰ δότ’ αἶψα ψυχρὸν ὕδωρ προρέον τῆς Μνημοσύνης ἀπό λίμνης.» Αλλά εσείς αντιθέτως, αυτό που κάνετε είναι να προσφέρετε (δότ’) αμέσως (αἶψα) το ψυχρό νερό που προέρχεται από την λίμνη της Μνημοσύνης. ἀλλά = αντιθετικός σύνδεσμος που δηλώνει ότι ο όρος ή η πρόταση που ακολουθεί έχει αντίθετο περιεχόμενο από τον όμοιο συντακτικά όρο ή πρόταση που προηγείται. δίδωμι = δίνω, δωρίζω, προσφέρω, παραχωρώ, επιτρέπω, αφιερώνω. αἶψα = γρήγορα. Καὐτοὶ σοὶ δώσουσι πιεῖν θείας ἀπό κρήνης καὶ τότ’ ἔπειτ’ ἄλλοισι μεθ’ ἠρώεσσιν ἀνάξεις. Και οι φύλακες τότε (καὐτοὶ) θα σου δώσουν να πιεις από το νερό της πηγής της λήθης (κρήνης) και μετά από αυτό (ἔπειτ’) θα βασιλεύεις (ἀνάξεις) μαζί με τους άλλους ήρωες.Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2021
O Μάνος Χατζιδάκις και η αμερικανική ψυχεδελική σκηνή στις ΗΠΑ του '60
Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2021
Αλή πασάς: Παρανοϊκός τύραννος ή ιδιοφυής ηγέτης
Για να καλύψουμε το «κεφάλαιο» «Αλή Πασάς», θα χρειαζόμασταν πολλά άρθρα, κάτι που είναι αδύνατο. Θα αναφερθούμε σήμερα στα κυριότερα σημεία της ζωής και της δράσης του. Το ευτύχημα είναι ότι έχουμε στη διάθεσή μας τρία πολύ σημαντικά, θεωρούμε, βιβλία: Το «Ταξίδι στην Ελλάδα-ΗΠΕΙΡΟΣ» του Γάλλου γιατρού και διπλωμάτη Φ.Κ. Πουκεβίλ που γνώρισε τον Αλή πασά και περιέχει προσωπικές μαρτυρίες του, τη «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού (1811-1870) ο οποίο βέβαια ήταν παιδί όταν ο Τεπελενλής ήταν πασάς στα Γιάννενα, αλλά γνώρισε πολλούς ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του, η «Ιστορία του Αλή πασά», του Σπύρου Αραβαντινού και τέλος, ένα σπάνιο βιβλίο του Αλβανού Αχμέτ Μουφίτ, απογόνου του Αλή πασά που παρουσιάζει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, έκδοση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών(Ιωάννινα 1993).
Ο Αλή πασάς: από το Τεπελένι πασάς στα Γιάννενα
Ο Αλή πασάς γεννήθηκε στο Τεπελένι της Αλβανίας το 1744 σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή. Πατέρας του ήταν ο Βελή μπέης και μητέρα του η Χάμκω, που καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Κόνιτσας και ήταν κόρη του Ζεϊνέλ μπέη. Η Χάμκω ήταν η δεύτερη σύζυγος του Βελή. Η πρώτη καταγόταν από το χωριό Μπετσίτσι του Τεπελενίου. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ισμαήλ, τον Ταχίρ, τη Μεριέμ και την Αϊσέ. Από τον γάμο του με τη Χάμκω, ο Βελή απέκτησε και μια κόρη, τη Σαχνισά που γεννήθηκε το 1746. Το οικογενειακό παρελθόν του Αλή πασά δεν ήταν και το καλύτερο. Μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως Τεπελενλής από τον τόπο που γεννήθηκε ωστόσο είχε τουρκικές ρίζες. Μακρινός πρόγονός του (αρχές 17ου αι.) ήταν ο δερβίσης Νασίφ που ζούσε στην Κιουτάχεια της Ανατολής και διέπραξε μια κολάσιμη πράξη (πηγή: Αχμέτ Μουφίτ). Για να αποφύγει τις συνέπειες, εγκαταστάθηκε στο Μπετσίστι, ένα χωριό κοντά στο Τεπελένι της Αλβανίας.
Ο Σπύρος Αραβαντινός γράφει σχετικά: «δεινώς κολασθείς υπό του προϊστάμενου αυτού, ένεκα κακοήθους τινός πράξεως, ώχετο απιών». Ο Ναζίφ παντρεύτηκε στο Μπετσίστι και ο γιος του Χουσεΐν έγινε κι αυτός δερβίσης. Μεγαλώνοντας απέκτησε κύρος και επιρροή και παντρεύτηκε την κόρη του ηγεμόνα της Κλεισούρας η οποία λόγω προβλήματος αναπηρίας στο πόδι δεν μπορούσε να βρει άντρα αντάξιο της καταγωγής της. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Μουσταφά ή Μούτσ(ι)ο Χούσο ο οποίος πήρε τον τίτλο του μπέη. Ο Μουσταφά ήταν προπάππος του Αλή πασά και έγινε αρχηγός συμμορίας ληστών (τέλη 17ου αιώνα). Την… οικογενειακή παράδοση συνέχισαν οι γιοι του Μουχτάρ (παππούς του Αλή πασά) και Μπεκίρ που επιδόθηκαν σε σωρεία ληστρικών πράξεων. Ωστόσο οι απόγονοι του Μούτσ(ι)ο Χούσο είχαν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές και αβυσσαλέο μίσος καθώς ο καθένας διεκδικούσε για τον εαυτό του την κυριαρχία πάνω στους πληθυσμούς της Αλβανίας και της Ηπείρου. οι διαμάχες αυτές έληξαν με την επικράτηση του Βελή, πατέρα του Αλή που διορίστηκε διοικητής του Δέλβινου.
Το 1753 ο Βελή πέθανε, γεγονός που συγκλόνισε βαθιά τον Αλή. Την ανατροφή του αλλά και τη διοίκηση της περιοχής ανέλαβε η Χάμκω, μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα. Όπως γράφει ο Αχμέτ Μουφίτ, διατήρησε φιλικές σχέσεις με τα συμμαχικά χωριά Χόρμοβο, Ζαγοριά, Παλιοπωγώνι κι αποκατέστησε την ασφάλεια και την ησυχία. «Γι’ αυτό και την παρομοίαζαν με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (Αχμέτ Μουφίτ). Βέβαια, χωριό Παλιοπωγώνι δεν υπάρχει και δεν γνωρίζουμε να υπήρξε ποτέ. Προφανώς ο Αχμέτ Μουφίτ εννοεί ολόκληρη την περιοχή που είναι γνωστή ως «Παλαιό Πωγώνι» ενώ και με τον όρο Ζαγοριά αναφέρεται μάλλον στα Ζαγοροχώρια.
Ωστόσο η Χάμκω συκοφάντησε τα μέλη της οικογένειας του Ισλάμ μπέη που έμεναν στο φρούριο της Κάργιανης και οι κάτοικοι του Χορμοβου «κατέσφαξαν αυτούς ανηλεώς». Ο Ισλάμ μπέης ήταν ξάδελφος του Βελή τον οποίο εξόντωσε ο πατέρας του Αλή στις μεταξύ τους διαμάχες.
Σταδιακά για να καλύψει τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα, η Χάμκω επέβαλε αύξηση στις εισφορές των χωριών που είχε υπό την προστασία της. Αυτό προκάλεσε την οργή των κατοίκων όλων των χωριών ακόμα και του Χορμόβου που ήταν το πιο πιστό απ’ όλα σ’ αυτή.
Η Χάμκω προσπάθησε τότε ν’ αναλάβει υπό την προστασία της το χριστιανικό χωριό Κοκόσι που βρισκόταν μεταξύ Τεπελενίου και Γαρδικίου. Δεν το κατόρθωσε όμως επειδή οι κάτοικοί του είχαν φιλικές σχέσεις με τους Χριστιανούς κατοίκους του Χορμόβου οι οποίοι είχαν εξοργιστεί από την αύξηση των φόρων. Έτσι, όταν τον Αύγουστο του 1762 η Χάμκω και η κόρη της Σαχνισά περνούσαν από το Γαρδίκι, οι κάτοικοί του τις συνέλαβαν και τις καταδίκασαν.
Εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε όσα γράφουν οι ξένοι χρονογράφοι και όσα γράφουν ο Σπύρος Αραβαντινός και ο Αχμέτ Μουφίτ. Οι ξένοι χρονογράφοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του Γαρδικίου βίασαν τη Χάμκω και την κόρη της, γι’ αυτό όταν ο Αλή πασάς απέκτησε δύναμη, κατέστρεψε το Γαρδίκι και σκότωσε τους κατοίκους του.
Όμως ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν παραπλανηθεί. Προσθέτει δε: «Γιατί, όσοι γνωρίζουν πόσο οι Αλβανοί σέβονται την τιμή και εκτιμούν τους ευγενείς, θα συμφωνήσουν ότι ήταν αδύνατο οι κάτοικοι ενός χωριού να φυλακίσουν και να κακοποιήσουν». Εδώ, μάλλον ο Μουφίτ αντιγράφει τον Σπύρο Αραβαντινό: «… παρά πάσι τοις Αλβανοίς ανέκαθεν ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξας η προσβολή ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξις η προσβολή της τιμής γυναικών αιχμαλώτων και ιδίως ευγενούς οικογενεία».
Πάντως, ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι και ο παππούς του Μαλίκ πασάς τον διαβεβαίωσε ότι η Χάμκω και η κόρη της κρατήθηκαν στο Γαρδίκι μέχρι να εξοφλήσουν κάποια χρέη. Και επίσης, ο Μαλίκ του είπε ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν άγνοια των ηθών και των εθίμων των Αλβανών και γι’ αυτό έγραψαν περί κακοποίησης και βιασμού των δύο γυναικών.
Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς που είχε ενηλικιωθεί, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, έχοντας υπό τις διαταγές του τους ληστές της περιοχής διασάλευε την τάξη και την ασφάλεια.
Ο Κουρτ Αχμέτ πασάς, βεζίρης που ευθύνεται για την εκτέλεση του Κοσμά του Αιτωλού, έπαρχος της ηγεμονίας Αυλώνας, επιθεωρητής του άτακτου στρατού και επιφορτισμένος την ασφάλεια των οδών της σημερινής νότιας Αλβανίας, της Ηπείρου, των Τρικάλων και της Πελοποννήσου, έγραψε στον Αλή ότι τέτοιες ενέργειες και συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μπέηδες. Τον κάλεσε στο Μπεράτι για να του δώσει κάποιο αξίωμα. Ο Αλή πήγε (ή… τον πήγαν, ως αιχμάλωτο κατά τον Σ. Αραβαντινό στο Μπεράτι) και συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του Κουρτ Αχμέτ.
Όταν όμως ο βεζίρης, που είχε εγκατασταθεί πλέον στο Μπεράτι αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του με τον Ιμπραήμ μπέη γιο του Καπλάν πασά, της οικογένειας του Σινάν πασά, θεωρώντας τον ανώτερο ως προς την καταγωγή από τον Αλή ο τελευταίος εξαγριώθηκε.
Έτσι ξανάρχισε τον ληστρικό βίο. Εξαφανίστηκε από το Μπεράτι και περιπλανώμενος στην Αυλώνα, κήρυξε ανυπακοή και ανταρσία απέναντι στον Κουρτ πασά και με τη συμμορία του άρχισε να τρομοκρατεί την περιφέρεια.
Ιδιαίτερα τα χωριά του Πωγωνίου και της Ζαγοριάς (Ζαγορίου) δεινοπάθησαν από τον Αλή. Περισσότερο απ’ όλα, το χωριό Λέκλι.
Ένα βράδυ με 2.000 οπαδούς του ο Αλή πασάς, επιχείρησαν να καταστρέψουν το Λέκλι, δεν τα κατάφεραν όμως καθώς οι κάτοικοι του χωριού βοηθήθηκαν από τους Χορμοβίτες. Να σημειώσουμε εδώ, ότι από το Λέκλι, καταγόταν ένας σπουδαίος ήρωας του 1821. Ο Κωνσταντίνος Χορμοβίτης, το πραγματικό επώνυμο του οποίου ήταν Νταλαρόπουλος. Έμεινε όμως στην ιστορία ως Λαγουμιτζής (απ’ αυτόν πήρε το όνομά της και η ομώνυμη οδός της Αθήνας), καθώς ήταν ειδικός στην κατασκευή λαγουμιών. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι, ενώ πολέμησε και στη θρυλική μάχη της Αράχοβας, δίπλα στον Καραϊσκάκη.
Ο Χορμοβίτης και ο, ιδιαίτερα αγαπητός σε μας, Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τη Ναυπακτία, ήταν οι κορυφαίοι λαγουμιτζήδες του 1821 και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Πώς ο Αλή πασάς… εισέπραξε τα χρήματα της επικήρυξης για την δολοφονία του
Στο μεταξύ, ο Κουρτ Αχμέτ πασάς επικήρυξε το κεφάλι του Αλή για 5.000 γρόσια. Την αμοιβή την εισέπραξαν με έναν απίστευτο τρόπο, δυο βλάμηδες (αδελφοποιτοί) του Αλή πασά: ο Σκέντου Μπούγια και ο Λέκα Ντούρου, Αλβανοί προφανώς. Φόρεσαν σ’ ένα κριάρι ένα ρούχο του Αλή πασά και το πυροβόλησαν. Στη συνέχεια, παρουσίασαν στον Κουρτ το ματωμένο ρούχο λέγοντας ότι σκότωσαν τον Αλή. Εκείνος, αφελέστατα, τους πίστεψε και τους έδωσε την αμοιβή! Με τα χρήματα αυτά, ο Αλή οργάνωσε νέα ομάδα ληστών (!) και συνέχισε τη δράση του. Ο Κουρτ Αχμέτ, τον καταδίωκε με κάθε τρόπο. Συχνά ο Αλή κινδύνευε.
Μια φορά, στο μοναστήρι της Σωπικής, τον γλίτωσε ο μοναχός Ιωάννης Οικονόμου «θέσαντος αυτόν εντός κάδου». Τον Οικονόμου ο Αλή τον ευγνωμονούσε ως το τέλος της ζωής του. Το 1766 ο Αλή βρισκόταν σε δεινή θέση, βρήκε όμως καταφύγιο στο χωριό Χοστέβα και αργότερα στο Δέλβινο, κοντά στον έπαρχο Καπλάν πασά. Αργότερα, ο Καπλάν ανέλαβε ως άρχοντας των αρχόντων τη διοίκηση της επαρχίας του Δέλβινου. Ο Καπλάν εκτίμησε την ευγλωττία και την ευφυΐα του Αλή και τον πάντρεψε με την πανέμορφη και συνετή κόρη του Γκουλσούμ, που είναι περισσότερο γνωστή ως Εμινέ. Παράλληλα, η αδελφή του Αλή Σαχνισά, παντρεύτηκε τον Αλή μπέη, γιο του Καπλάν (!). Δύο αδέλφια, παντρεύτηκαν με δύο άλλα αδέλφια δηλαδή, πράγματα απαγορευμένα, αδιανόητα και καταδικαστέα… Ο γάμος του Αλή έγινε το 1767. Το 1768 γεννήθηκε ο πρώτος γιος του, Μουχτάρ μπέης και το 1772 ο δεύτερος, ο Βελή μπέης.
Ο πεθερός του Αλή πασά, Καπλάν, έδειχνε φιλική διάθεση προς τους Χριστιανούς. Ιδιαίτερα στους Χιμαριώτες, που σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας επαναστάτησαν πολλές φορές.
Όταν λίγο πριν τα Ορλοφικά, διατάχθηκε ο Καπλάν να εξοντώσει τους Χιμαριώτες, κινήθηκε μεν εναντίον τους αλλά πολύ χαλαρά. Έτσι κλήθηκε στο Μοναστήρι, για να λάβει δήθεν κάποιες διαταγές. Όταν πήγε εκεί, τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν (1768). Ο Λαμαρτίνος εξυμνεί τον Καπλάν πασά, γράφοντας ότι ήταν ένας από τους πρώτους που υπηρέτησαν τη ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό βέβαια, είναι υπερβολή του φιλέλληνα Γάλλου ποιητή.
Πώς το πασίγνωστο Λαζαράτι έγινε αμιγώς μουσουλμανικό χωριό
Η κωμόπολη Λαζαράτι (αλβ. Lazarati) ή Λαζαράτες, βρίσκεται σε μια βουνοπλαγιά λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο κοντά στο ελληνοαλβανικά σύνορα. Έχει γίνει γνωστό ως πρωτεύουσα της κάνναβης στην Ευρώπη. Το 2014, υποτίθεται ότι η αλβανική Αστυνομία ξερίζωσε όλα τα δενδρύλλια κάνναβης, δεν νομίζουμε όμως ότι ισχύει κάτι τέτοιο.
Διαβάζοντας τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου το 1913-1914 στη Β’ Ήπειρο (και την οποία βέβαια αγνόησε παντελώς…) στο βιβλίο του Βας. Γεωργίου «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ότι στον Καζά Αργυροκάστρου, όλα τα χωριά γύρω από το Λαζαράτι είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, ενώ το συγκεκριμένο αμιγώς αλβανικό (450 άτομα).
Ήταν μάλιστα το μόνο χωριό δίχως σχολείο. Ο Αχμέτ Μουφίτ μας έλυσε την απορία. Στο Λαζαράτι ως τα μέσα του 18ου αιώνα, κατοικούσαν μόνο Έλληνες που επαναστατούσαν συνεχώς. Ο Καπλάν πασάς τους εκδίωξε (άγνωστο με ποιον τρόπο) κι εγκατέστησε εκεί μουσουλμάνους από τα χωριά της Λιαπουριάς (των Λιάπηδων) και, κυρίως, το Προγονάτι. Έτσι, το Λαζαράτι βρέθηκε να είναι μουσουλμανικό χωριό, το μοναδικό στη γύρω περιοχή και να προοδεύει, παράγοντας 500 τόνους κάνναβης, αξίας 4,5 δις ευρώ ετησίως, το μισό Α.Ε.Π. της Αλβανίας (πηγή: Βικιπαίδεια).
Μετά την ενδιαφέρουσα, νομίζουμε, αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στον Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση του Δέλβινου (μετά το 1775), αφού φρόντισε άνθρωποί του να σκοτώσουν τον Σελίμ πασά που κατείχε τη θέση αυτή. Οι κάτοικοι του Δέλβινου τον μισούσαν όμως και ο Αλή επέστρεψε στο Τεπελένι. Χρησιμοποιώντας πάλι δόλο και ύπουλα μέσα, κατέστρεψε τα χωριά Χόρμοβο, Λέκλι και Λάμποβο, οι κάτοικοι των οποίων ήταν αντίπαλοί του. Κατέστρεψε επίσης το χωριό Μαλισώβα, επειδή δεν υποτάχτηκε, όπως και το Δελβινάκι, την πρωτεύουσα του Πωγωνίου, καθώς οι κάτοικοί του δεν έδωσαν χρήματα και τρόφιμα στους στρατιώτες του.
Το 1785, ο Αλή έκανε επιδρομή στα φημισμένα για τα πλούτη και την αρχοντιά τους Ζαγοροχώρια και τα λεηλάτησε, αποκομίζοντας πολλά λάφυρα. Το 1784, ανέλαβε αρχηγός του άτακτου στρατού της Αυλώνας, που αποστολή του ήταν η ασφάλεια των δρόμων.
Οι κάτοικοι του Ζαγορίου που δεινοπαθούσαν από ληστρικές επιδρομές, ζήτησαν τη βοήθεια του Αλή. Πραγματικά, αυτός που είχε δημιουργήσει και φιλίες με επιφανείς Ζαγορίσιους αποκατέστησε την τάξη και την ασφάλεια.
Το 1787, με 3.000 επίλεκτους Αλβανούς πολεμιστές, εντάχθηκαν στον αυτοκρατορικό στρατό και περνώντας τον Δούναβη, επιτέθηκαν εναντίον των Αυστριακών συμμάχων των Ρώσων κατά τον πόλεμο που κήρυξε εναντίον τους ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Α’ (επί Μεγάλης Αικατερίνης). Ο Αλή και οι άνδρες του διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες λεηλατώντας περιοχές της Αυστρίας. Ο σουλτάνος για ανταμοιβή του παραχώρησε και τη διοίκηση των Τρικάλων.
Ο Αλή… πασάς στα Γιάννενα (1788).
Μετά τον θάνατο του Κουρτ, πασά των Ιωαννίνων, το 1788, ο Αλή διορίστηκε πασάς της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Ο βίος και η πολιτεία του είναι λίγο πολύ γνωστές.
Πολέμησε με μανία τους Σουλιώτες, τους οποίους κατέστρεψε στο Κούγκι, στο Ζάλογγο και στο Σέλτσο (1803-1804) κατέστρεψε το Βουθρωτό (1798), το οποίο κατοικούνταν από την αρχαιότητα, αλλά από τότε ερημώθηκε, κατέλαβε την Πρέβεζα (1798) σφάζοντας εκτός από κατοίκους της και Γάλλους αιχμαλώτους, εκθέτοντας διεθνώς την Ήπειρο, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, το 1807 να καταλάβει τη Λευκάδα την άμυνα της οποίας είχε αναλάβει ως «έκτακτος επίτροπος» ο μεγάλος Ιωάννης Καποδίστριας, δήμευσε την περιουσία του κλεφταρματολού και προκρίτου του Ασπροπόταμου Τρικάλων Γεώργιου Χατζηπέτρου, προστάτη των αγωνιστών για την ελευθερία, έσφαξε μέσω του συνεργάτη του Βλαχοθόδωρου, τους αγωνιστές Λαζαίους από την Πιερία (1813), έδιωξε τους κατοίκους της Πάργας από τον τόπο τους(1819), ενώ όταν συνελήφθη με δόλο ο Θύμιος Βλαχάβας, διέταξε τους δήμιους να του σπάσουν τα κόκαλα και να τον κομματιάσουν στα τέσσερα…
Κρέμασε μάλιστα από ένα κομμάτι σε τέσσερα σημεία των Ιωαννίνων για να τρομοκρατήσει τους Έλληνες (1808). Αυτό το γεγονός, περιγράφεται με αποτροπιασμό από τον λόρδο Βύρωνα που επισκέφθηκε τα Γιάννενα εκείνη την εποχή.
Ουσιαστικά ο Αλή πασάς, δυνάστευε μια περιοχή από τη Χιμάρα και τη Δυτική Μακεδονία, ως τη Θεσσαλία, τη Φθιωτοφωκίδα και την Αιτωλοακαρνανία.
Το μόνο θετικό είναι στην περιοχή που διοικούσε, επικρατούσε τάξη και ασφάλεια. Ακόμα και ο λόρδος Βύρων έγραψε ότι πιο ασφαλής είναι κάποιος στα Γιάννενα παρά στο Λονδίνο! Επίσης, ως μπεκτασής, ήταν ανεκτικός προς τους Χριστιανούς και δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Τον Αλή πασά υπηρέτησαν πρόσωπα γνωστά κι από άλλα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας: ο Βεληγκέκας, ο Ομέ Βρυώνης, ο Θανάσης Βάγιας, ο Αλέξης Νούτσος, ο Μάρκος Δαμιράλης κ.ά. Ανάμεσα στους γραμματικούς του συγκαταλέγουν ο Μάνθος Οικονόμου και ο Σπύρος Κολοβός. Από τους αξιωματικούς του στρατού του διακρίθηκαν αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Κίτσος Τζαβέλας κ.ά. Από την αυλή του πέρασαν οι λόγιοι Αθανάσιος Ψαλίδας και Ιωάννης Βηλαράς, ο Ιωάννης Κωλέττης, ως γιατρός του κ.ά. Βέβαια, τα Γιάννενα γύριζαν για πολλά χρόνια πριν τον Αλή πασά πνευματική ανάπτυξη και δεν ήταν αυτός στον οποίο οφείλεται η ακμή της πόλης. Ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος και όπως ανακοινώθηκε χαρακτηριστικά στο συνέδριο, για πρώτη φορά, Ναπολιτάνοι δύτες μάζευαν για λογαριασμό του κόκκινα κοράλλια από τον Αμβρακικό Κόλπο. Τα χρήματα από την πώλησή τους τα καρπωνόταν ο ίδιος…
Ο Αλή πασάς και η Επανάσταση του 1821
Πολύς λόγος έχει γίνει για την έμμεση «συμβολή» του Αλή πασά στην επιτυχία, στην αρχή της, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας τον επισκέφθηκε δύο φορές (1818 και 1820). Όσα γράφονται όμως για δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους, πιθανότατα δεν ευσταθούν. Ο Αλή πασάς, οραματιζόταν την ίδρυση ενός αλβανικού πασαλικιού. Την ίδια περίοδο και άλλοι αξιωματούχοι (ο πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, οι Μπουσατλήδες της Σκόδρας και ο Ισμαήλ πασάς των Σερρών), είχαν στραφεί εναντίον της Πύλης θέλοντας να ιδρύσουν (ημι)ανεξάρτητες ηγεμονίες. Ο σουλτάνος το 1820 κήρυξε τον Αλή πασά φιρμανλή (αποστάτη) και τον κάλεσε να απολογηθεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλή αρνήθηκε και ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον παλιό εχθρό του Αλή Ισμαήλ Πασόμπεη, που όμως απέτυχε στην επιχείρηση εξόντωσης του . Έτσι τον Μάρτιο του 1821, ο ικανότατος Κιρκάσιος Χουρσίτ πασάς φεύγοντας από την Πελοπόννησο, ανέλαβε την επιχείρηση. Ο κλοιός στένευε γύρω από τον Αλή πασά, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο νησί της Παμβώτιδας, αναμένοντας, όπως του είχε πει ο Χουρσίτ, το έγγραφο της αμνηστίας. Στις 24 Ιανουαρίου 1822, έφτασε εκεί ο Κιοσέ Μεχμέτ με αξιωματικούς, 30 στρατιώτες και το χαρτί της θανατικής καταδίκης του. Ο Αλή τον πυροβόλησε στο χέρι και η συμπλοκή γενικεύθηκε.
«Μια σφαίρα αφού τρύπησε το πάτωμα και το μιντέρι (είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ), σφηνώθηκε ανάμεσα στους όρχεις του Αλή, ο οποίος άρχισε να κυλιέται και να ψυχομαχά» (Αχμέτ Μουφίτ). Σε λίγο ξεψύχησε στα χέρια του Θανάση Βάγια. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Το κεφάλι του, το πήγαν στον Χουρσίτ, που δάκρυσε όταν το αντίκρισε.
Την άλλη μέρα, έγινε η ταφή του σώματός του στα Γιάννενα. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, πήγε στην Πόλη με κόκκινα γένια, όπως είχε προφητέψει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που τόσο πολύ εκτιμούσε…
Εκτός από τις πηγές που αναφέραμε στην αρχή, στοιχεία αντλήσαμε και από το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ,τ.1,της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ.