«Όπως όλοι οι Ευρωπαίοι μεγάλωσα και 'γω με την διδασκαλία ότι ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός γεννήθηκε στην Ελλάδα, ότι εμείς, οι πολιτισμένοι του κόσμου είμαστε οι απόγονοι όλων αυτών των θαυμάσιων ανθρώπων όπως ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Φειδίας και χίλιοι δυο άλλοι. Και μάθαμε να λέμε «Δημοκρατία» και «πολιτική» και «οικονομία» και «θέατρο» και «ποίηση» και χίλιες δυο άλλες Ελληνικές λέξεις, και ποτέ δάσκαλος δεν μας είπε ότι είναι περίεργο πώς οι πολιτισμένοι λαοί, όπως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, δεν βρήκαν στις τόσο πλούσιες γλώσσες τους λέξεις για να εκφράσουν τις πιο βασικές δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και τέρμα. Και δεν βρέθηκε δάσκαλος που να μας πει ότι μολονότι εμείς είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, υπάρχουν κάποιοι φτωχοί συγγενείς που λέγονται Έλληνες και ίσως νάναι και αυτοί απόγονοι των «δικών» μας αρχαίων προγόνων.
»Έτσι μεγάλωσα. Ύστερα, πριν δεκαπέντε χρόνια, αποφάσισα να κάνω και εγώ ένα ταξίδι – προσκύνημα – στην πατρίδα του πολιτισμού «μου». Και ξεκίνησα για την Ελλάδα.
»Ήταν, όπως είπα, πριν δεκαπέντε χρόνια: ένα ωραίο πρωί του Ιουνίου, ξεμπαρκάρισα στην Ηγουμενίτσα, αρχή του προσκυνήματος.
»Με εντυπωσίασε το τοπίο, τρελλάθηκα με τα βουνά της Ηπείρου, με τα Γιάννενα, έμεινα με ανοιχτό στόμα στη Δωδώνη και νόμισα ότι άρχιζα να νοιώθω την Ελλάδα. Αλλά πριν φθάσω στην Πελοπόννησο και στην Αττική ξέχασα τοπία και αρχαιότητες, γιατί στο Αγρίνιο έπαθα το πρώτο «κοινωνιολογικό σοκ»:
» Ήταν απογευματάκι όταν έφτασα στην πλατεία του Αγρινίου, μόλις είχε τελειώσει η «σιέστα», ήδη ανοίγανε τα καφενεία και αποφάσισα να πιω ένα καφέ. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα, κάθισα σε ένα τραπέζι και παράγγειλα. Αυτή τη στιγμή σηκώνεται από ένα άλλο τραπέζι ο μοναδικός άλλος πελάτης και έρχεται κοντά μου, κάθεται στο τραπέζι μου και αρχίζει να μου μιλάει. Δεν ήξερα τότε ακόμα ελληνικά και με το λεξικό που είχα στην τσέπη μου και με μερικές αγγλικές λέξεις που ήξερε ο συνομιλητής μου, σιγά-σιγά κατάλαβα τι θέλει ο άνθρωπος. Ήθελε να με γνωρίσει. Με ρώτησε από πού είμαι, τι δουλειά κάνω, αν είμαι παντρεμένος, αν ζουν οι γονείς μου και άλλα. Μου είπε ότι ο ίδιος είναι καπνεργάτης. Και τότε έπαθα το σοκ: Πώς γινόταν αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας εργάτης να μιλάει ελεύθερα με έναν αντιπρόσωπο της αστικής τάξης; Πώς μπορεί να ενδιαφέρεται χωρίς συμφέρον – γιατί ήξερε και αυτός, όπως εγώ, ότι ποτέ στη ζωή μας δεν θα ξαναϊδωθούμε – για κάποιον που θα έπρεπε ή να μισεί ή να φοβάται ή, τουλάχιστον, να νοιώθει απέναντί του ένα τέτοιο σύμπλεγμα κατωτερότητας, που να μην του έρθει ποτέ η επιθυμία να του μιλήσει. Γιατί σε μας, στις ευρωπαϊκές χώρες, αυτές είναι οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων…»
Αυτό το κοινωνιολογικό και πολιτισμικό σοκ ήταν η αφορμή για να παραμείνει τελικά μόνιμα στην Ελλάδα ο Αυστριακός Λαυρέντιος Γκέμερεϋ. Το απόσπασμα που παραθέτουμε ανήκει στην εισαγωγή του αξιοσημείωτου βιβλίου του «Η δύση της Δύσης. Η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο Ελληνισμός», που κυκλοφόρησε το 1977 και βρίσκεται ακόμη στα βιβλιοπωλεία. Στο βιβλίο αυτό ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ επιχειρεί να αναλύσει τον ζώντα ελληνικό πολιτισμό σε αντιπαράθεση προς τον αστικό και ορθολογικό πολιτισμό της Δύσης. Φθάνοντας στην Ελλάδα ο ίδιος, –διευθυντής τότε του «Διεθνούς Πολιτιστικού Κέντρου» της Βιέννης με σπουδές Θεολογίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, αλλά και ιερέας του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος–, άρχισε να μελετά την ελληνική πραγματικότητα για να διαμορφώσει μια πολιτισμική και ιστορική εικόνα ολότελα διαφορετική από κείνη που του είχαν μεταδώσει οι σπουδές του.
Εντυπωσιάζεται με τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες δεν παραδέχονται ταξικές διακρίσεις και γοητεύεται από τις ιδιορρυθμίες της ελληνικής νοοτροπίας: τον αυθορμητισμό, τη μόνιμη τάση προς το στιγμιαίο, την περιφρόνηση και απόρριψη κάθε οργανωμένης καταπίεσης, την έλλειψη κάθε συστήματος, δηλαδή μ’ αυτό που, με κάποια περιφρόνηση, ονομάζεται «Ρωμηοσύνη». Τον συγκλονίζει η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα δεν λειτουργεί κανένα σύστημα, όχι γιατί ο Έλληνας είναι υποανάπτυκτος όπως διατείνονται οι Ευρωπαίοι, αλλά γιατί ο Έλληνας αφήνει πάντα περιθώρια για το απρόβλεπτο και αποδέχεται το ανορθολογικό. Διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η «ελληνική ανθρωπιά» δεν είναι ηθική στάση επιβεβλημένη από κυριαρχικές μορφές, αλλά μια αναρχική διακύμανση ανάμεσα στα ατομικά και στα κοινωνικά συμφέροντα. Αποκτά πλέον τη βεβαιότητα ότι στην Ελλάδα βρήκε την παρουσία του αυτόνομου υποκειμένου, το οποίο στη Δύση δεν είναι εφικτό, παρά μόνο σαν αντικείμενο. Θέλει με το βιβλίο του να βοηθήσει τους Έλληνες να δουν τον, εξιδανικευμένο γι’ αυτούς, ευρωπαϊκό πολιτισμό με πιο κριτικό μάτι και εύχεται να γλυτώσουν οι Έλληνες από τον εξευρωπαϊσμό, που τόσο επιθυμούν.
Ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ που είχε γεννηθεί το 1931 στο Γκρατς της Αυστρίας πέθανε πριν λίγα χρόνια στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα δήλωνε, κατά την δική του έκφραση, «πολιτισμικός πρόσφυγας».
Πηγή. www.antibaro.gr
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Χτύπησε τα μεγάλα, αδύναμα φτερά του στον αέρα για να κρατηθεί για άλλη μιά φορά. Μέσα του ήξερε ότι δεν θα το πετύχαινε αυτή τη φορά. Εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να χάνει ύψος. Η αμείλικτη βαρύτητα τον τραβούσε όλο και πιό δυνατά προς την μάνα Γή. Μισόκλεισε τα μάτια του, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλα περιθώρια, ότι ετούτη θα ήταν η τελευταία του πτήση....συνεχεια.. stavraetos.blogspot.com/2008/05/blog-post.html
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
πολυ ωραιο κειμενο,και σωστη η περιγραφη του.
ναι΄zouri φίλε μου.
Μου άρεσε και μένα γιαυτό και το μοιράστηκα.
αποπνέει μία άλλη αισιόδοξη άποψη του πώς μας βλέπουν οι ξένοι, που οφείλουμε ταπεινά να μην ξεχνάμε, γιατί μόνον αυτό έχουμε εδώ που τα λέμε.
Σου έυχομαι Καλή ανάσταση (γενικώς)
Ναι έτσι είναι, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια αυτό. Ο άνθρωπος το έγραψε αρκετά χρόνια πριν και δεν αναφέρεται στην Ελλάδα του 2009 στην Ελλάδα των Νεοελλήνων. Έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα από τότε, και στην Ελλάδα και στην Δυτική Ευρώπη.
Και τελικά δεν έχει και πολλή σημασία πως μας βλέπουν οι ξένοι. Ας δούμε πρώτα, αν το καταφέρουμε, εμείς οι ίδιοι την εικόνα μας. Και εικόνα μας είναι οι άλλοι. Εικόνα μου είναι ο μανάβης που παρκάρω μπροστά στο μαγαζί του και τσακώνεται μαζί μου για τον λόγο αυτό. Είναι δύσκολο να ζω σε μια χώρα όταν κάθε φορά που βγαίνω από το σπίτι μου έχω 50% πιθανότητες να καβγαδίσω με κάποια εικόνα μου!
Κουβαλάμε όμως ευτυχώς την βαριά αυτή πολιτισμική κληρονομιά και εκεί ελπίζω.
sili
εχεις δίκιο, δεν διαφωνώ και σαν ΑμεΑ που είμαι αντιμετωπίζω πολλά τραγελαφικά, όμως και εγώ ελπιζω σαυτώ που ελπίζεις και εσύ.
την καλημέρα μου και ευχαριστώ για το σχόλιο
Δημοσίευση σχολίου