Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονος του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα, επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.
Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του. (Διαβάστε το υπόλοιπο
τ’ Ακριτικό
(1) Και μια ιστορία από παλιά απ όλους ξεχασμένη μ’ ένα τραγούδι θα σας πω το βίο τ’απελάτη Σπίτι δεν τονε σκέπαζε, σπήλιο δεν τονε χώρει, τα όρη διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, Στο βίτσιμά ’πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια. ------ (2) "Εγώ είμαι τα’ Ανδρόνικου ο γιος, που τρέμει ο κόσμος όλος και τρέμουν κι οι Αγαρηνοί μήπως τους συναντήσω Ως έτρωγα κι ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα, ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη, κ' εμένα ο νους μου τό ’βαλε, παντρεύουν την καλή μου, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε." ------ (3) Περνώ και πάω στους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε. "Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι, ποιος ειν’ αψύς και γλήγορος, να τον καβαλικέψω, ν’ αστράψει στην ανατολή και να βρεθεί στη δύση;" κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος, κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει." ------ (4) "Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι αν είναι. Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια, οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο. και για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω, οπού μ’ ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της, κι οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της. ------ (5) Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλικεύει. Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια, και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε. Στη στράτα νοπού πήγαινε το Θιόν επαρακάλει. Θέ μου δως μου τη δύναμη σε πέρας να τα βγάλω να τιμηθεί ο λόγος μου και Σένα να δοξάσω. Αφέντη μου Άϊ-Γιώργη μου, έλα μαζί μ’ αντάμα, να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια. ------ (6) Δίνει του μαύρου του βιτσιά στη χώρα κατεβαίνει. Εκεί σιμά, εκεί κοντά στο σπίτι του να φτάσει, ο μαύρος του χλιμίντρισε κ’ η κόρη αναστενάζει. Και μονομιάς με δρασκελιά τ’ Ακρίτα δίπλα φτάνει. Κι ο Διγενής σαν τη θωρεί γυρίζει και της λέγει "Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη." ------ (7) Το μαύρο του χαμήλωσε κ’ η κόρη απάνω ευρέθη. Βγάνει και το χρυσό σπαθί και τ’ αργυρό μαχαίρι, δίνει του μαύρου του βιτσιά κι επήρε χίλια μίλια, μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του. Οπού είχε μαύρο γλήγορο είδε τον κορνιαχτό του, κι οπού είχε μαύρο κ’ είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του. ------ (8) Σαν ήρθε η ώρα η θνητή που όλοι την πομένουν Κι ο Διγενής ψυχομαχεί και τα θνητά λογάται λέει εκεί στ’ αδέρφια του και τα παλιά θυμάται τις μάχες και τα θάματα σ’ Ανατολή και Δύση. «Στης Αραβίνας τα βουνά, στης Σύρας τα λαγκάδια, που ’κει συν δυο δεν περπατούν, συν τρεις δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν, εγώ μονάχος πέρασα μ’ ένα σπαθί στο χέρι. ------ (9) Τότε είδα ενά ξυπόλυτο και λαμπροστολισμένο, πούχε του ρίτσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια. Με κράζει να παλέψομε σε μαρμαρένια αλώνια! Κι επήγαν και παλαίψανε σε μαρμαρένια αλώνια. Κι όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει. Κι όθε χτυπάει ο Χάροντας το αίμα τάφρο κάνει!» ------ (10) "Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάση πως θα σκεπάση τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο. Βογκάει, τρέμουν τα βουνά βογκάει τρέμουν οι κάμποι" ------ (11) Κι όταν η ώρα έφτασε κι ο θάνατος ζυγώνει Γυρίζει και βροντοφωνά στα αδέρφια του και πάλι «Δεν χάνομαι στα Τάρταρα μονάχα ξαποσταίνω! Στον ήλιο ξαναφαίνομαι και τους λαούς ανασταίνω»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου