RUMBLE IN THE JUNGLE
Όταν ο Μοχάμεντ Αλί έριξε στο καναβάτσο τον ανίκητο Φόρμαν
Η θρυλική μονομαχία στην Κινσάσα του Ζαΐρ, που έδωσε στον Αλί τον παγκόσμιο τίτλο για δεύτερη φορά στην καριέρα του. Οι αντίπαλοι, οι δηλώσεις, ο αγώνας.
Το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτωβρίου του 1974, όταν ο Μοχάμεντ Αλί κέρδισε στην Κινσάσα του Ζαΐρ τον Τζορτζ Φόρμαν, παίρνοντας για δεύτερη φορά στην καριέρα του τον παγκόσμιο τίτλο. Ο αγώνας έχει χαρακτηριστεί ως "το αναμφισβήτητα μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός του 20ου αιώνα" και έμεινε στην ιστορία με το όνομα "rumble in the jungle", δηλαδή "βροντή στη ζούγκλα". Η αναμέτρηση θεωρείται η κορυφαία στιγμή του Αλί, αφού απέδειξε ότι επρόκειτο όχι απλά για έναν μεγάλο πυγμάχο, αλλά και για έναν εκπληκτικό "αναλυτή" της τακτικής. 47 χρόνια μετά, το Magazine θυμάται το μυθικό αθλητικό ραντεβού με τη δόξα, του ανθρώπου που "πετούσε σαν πεταλούδα και τσιμπούσε σαν μέλισσα".
Τον αγώνα παρακολούθησαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο ρεκόρ τηλεθέασης για την εποχή. Ανάμεσά τους υπολογίστηκαν και πενήντα εκατομμύρια τηλεθεατές που είδαν την αναμέτρηση μέσω κλειστού τηλεοπτικού κυκλώματος, έχοντας κάνει χρήση του pay per view. Οι συνολικές εισπράξεις έφτασαν τα εκατό εκατομμύρια δολάρια (μισό δισ. σημερινά δολάρια). 22 χρόνια αργότερα, το 1996, το "rumble in the jungle" αποτέλεσε το θέμα για το ντοκιμαντέρ "When we were kings", το οποίο κέρδισε το βραβείο Όσκαρ. Ας περάσουμε όμως να θυμηθούμε πώς το αουτσάιντερ, ο Μοχάμεντ Αλί, κατάφερε να διαλύσει όλα τα προγνωστικά και να νικήσει το απόλυτο φαβορί, τον Τζορτζ Φόρμαν.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
Ο Κάσιους Κλέι (και στη συνέχεια Μοχάμεντ Αλί) ήταν ένας χαρισματικός πυγμάχος, σίγουρα από τους κορυφαίους του αθλήματος. Ένας υπέροχος χορευτής και τεχνίτης. Το κλειδί για την επιτυχία του Αλί ήταν η ταχύτητά του. Διέθετε γρήγορα σαν την αστραπή χέρια και το αριστερό του "jab" (χτύπημα με μικρό άλμα) μπορούσε να κρίνει έναν αγώνα. Επίσης είχε την ικανότητα να αποφεύγει τις γροθιές του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας πολύ τα πόδια. Στη διάρκεια των αγώνων κρατούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας. Συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρατσούκλι "ο Μέγιστος" (The Greatest).
Ο Cassius Marcellus Clay Jr γεννήθηκε (17/1/1942) στο Λούισβιλ του Κεντάκι και ξεκίνησε την πυγμαχία σε ηλικία 12 ετών. Ως ερασιτέχνης κέρδισε έξι Kentucky Golden Gloves, δυο εθνικά Golden Gloves ("χρυσά γάντια", ερασιτεχνικός τίτλος) και τον τίτλο του πρωταθλητή ερασιτεχνικής πυγμαχίας στις ΗΠΑ. Το ρεκόρ του ως ερασιτέχνης ήταν 100 νίκες και 5 ήττες. Το 1960 και σε ηλικία 18 ετών έγινε ο νεώτερος πυγμάχος που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης (στην κατηγορία των 81 κιλών). Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 ο Κλέι αντιμετώπισε στο Μαϊάμι Μπιτς της Φλόριντα τον Σόνι Λίστον, τον οποίο κέρδισε με τεχνικό νοκ άουτ στον έβδομο γύρο.
Με αυτή του τη νίκη στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής (ο νεώτερος πυγμάχος - 22 ετών - που το πέτυχε απέναντι σε έναν εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή, ρεκόρ που κατέρριψε αργότερα ο Μάικ Τάισον στα 20 του χρόνια). Δυο ημέρες μετά τη νίκη του, ο Κλέι ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στο Έθνος του Ισλάμ (Nation of Islam), μια ακραία οργάνωση που αποκαλούσε "δαίμονα" τη λευκή φυλή και λίγο αργότερα ο πνευματικός του καθοδηγητής, Ελάιζα Μοχάμεντ, του έδωσε το όνομα Μοχάμεντ Αλί. Στα επόμενα χρόνια ο Αλί υπερασπίστηκε με επιτυχία τη ζώνη του, όμως το 1967, μετά από δίκη, του αφαιρέθηκαν ο τίτλος του πρωταθλητή και η πυγμαχική άδεια, επειδή αρνήθηκε να στρατευτεί και να πολεμήσει στο Βιετνάμ.
Η φράση του "I ain't got no quarrel with them Viet Cong - no Viet Cong ever called me nigger" (δεν έχω καμία διένεξη με τους Βιετκόνγκ, κανένας από αυτούς δε με αποκάλεσε ποτέ αράπη), έμεινε ιστορική. Ο Αλί αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τριάμισι χρόνια και τον Φεβρουάριο του 1970, ήταν ο Τζο Φρέιζερ αυτός που κέρδισε τον Τζίμι Έλις στη Νέα Υόρκη και πήρε επίσημα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Τον Δεκέμβριο του 1970 ένας δικαστής της Νέας Υόρκης αποφάσισε πως η αφαίρεση της πυγμαχικής άδειας του Αλί ήταν παράνομη και καταχρηστική και διέταξε άμεση επανόρθωση. Όλα ήταν πλέον έτοιμα για τη μεγάλη επιστροφή στα ρινγκ.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΖΟΡΤΖ ΦΟΡΜΑΝ
Τον Μάρτιο του 1971, Αλί και Φρέιζερ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο "Madison Square Garden" της Νέας Υόρκης και μετά από έναν αγώνα που έμεινε στην ιστορία ως "the Fight of the Century", ο Smokin' Joe "χάρισε" στον αντίπαλό του την πρώτη ήττα της καριέρας του. Τον Ιανουάριο του 1973, ο Τζο Φρέιζερ έχασε με τη σειρά του τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Τζορτζ Φόρμαν, σε έναν αγώνα που διεξήχθη στο Κίνγκστον της Τζαμάικα και έμεινε γνωστός ως "The Sunshine Showdown". Οι δυο αντίπαλοι έφτασαν εκεί αήττητοι (29-0 ο Φρέιζερ & 37-0 ο Φόρμαν) και ήταν ο Big George εκείνος που διέλυσε κάθε προγνωστικό, μαζί και τον Smokin' Joe, τον οποίο έριξε έξι φορές στο καναβάτσο, πριν διακοπεί υπέρ του ο αγώνας με τεχνικό νοκ άουτ μόλις στον δεύτερο γύρο!
Ο George Edward Foreman γεννήθηκε (10/1/1949) στο Μάρσαλ του Τέξας, ξεκίνησε την καριέρα του ως ερασιτέχνης πυγμάχος το 1967 και ένα χρόνο αργότερα, το 1968, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των βαρέων βαρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μέξικο Σίτι. Από το 1969 άρχισε να αγωνίζεται ως επαγγελματίας και μετά την ανακήρυξή του το 1973 ως παγκόσμιου πρωταθλητή, υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο του απέναντι στους Χοσέ Ρομάν (Σεπτέμβριος 1973) και Κεν Νόρτον (Μάρτιος 1974). Το μεγάλο όπλο του Big George ήταν τα ισχυρά κροσέ του, ενώ τα χτυπήματά του γίνονταν ακόμα πιο "θανατηφόρα" αφού έστριβε το σώμα του, συγκεντρώνοντας με αυτόν τον τρόπο όλες τις μυϊκές του ομάδες στη γροθιά του.
Η δύναμη, το μέγεθος και η κυριαρχία του δεν επιδέχονταν αμφισβήτησης και η τρανή απόδειξη ήταν το απίστευτο 40-0 της καριέρας του μέχρι τα μισά του 1974. Ακόμα πιο "τρομακτικό" ήταν το γεγονός ότι από τις 40 νίκες του, οι 37 είχαν επιτευχθεί με νοκ άουτ (τα 25 εκ των οποίων στον πρώτο ή στον δεύτερο γύρο)! Στο μεταξύ, τον Ιανουάριο του 1974, ο Μοχάμεντ Αλί αντιμετώπισε για δεύτερη φορά τον Τζο Φρέιζερ. Ο αγώνας φιλοξενήθηκε και πάλι στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης και το έπαθλο - πέρα από τα χρήματα - θα ήταν το δικαίωμα του νικητή να διεκδικήσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Φόρμαν. Η ρεβάνς αποδείχτηκε πολύ πιο εύκολη από όσο περίμεναν οι ειδικοί και οι θεατές.
Οι κριτές έδωσαν ομόφωνα τη νίκη στον πιο γυμνασμένο και καλύτερα προετοιμασμένο Αλί (6-5, 7-4, 8-4) και όλα ήταν πλέον έτοιμα για μια "συνάντηση κορυφής" ανάμεσα στα δυο "θηρία". Το απόλυτο φαβορί ήταν ο Τζορτζ Φόρμαν, ένα πραγματικό φόβητρο για οποιονδήποτε αντίπαλο. Το εκπληκτικό σερί του (40-0), είχε ξεκινήσει από το 1969, όταν ήταν είκοσι ετών και είχε διατηρηθεί "αλώβητο" για μια ολόκληρη πενταετία. Οι ειδικοί - που προέβλεπαν εύκολη και γρήγορη επικράτηση του Big George - θεωρούσαν πως η διαφορά της ηλικίας θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αναμέτρηση, αφού ο Αλί είχε ήδη πατήσει τα 32, ενώ ο Φόρμαν ήταν μόλις 25, κάτι που σίγουρα θα του έδινε πλεονέκτημα στην ταχύτητα, στα ρεφλέξ και την αντοχή.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ "ΖΟΥΓΚΛΑ"
Ο Ντον Κινγκ σε μια από τις πρώτες του διοργανώσεις αγώνων, έπεισε τους δυο αντίπαλους να υπογράψουν ξεχωριστά συμβόλαια μαζί του, δεσμευόμενος ότι θα εξασφάλιζε χρηματικό έπαθλο πέντε εκατομμυρίων δολαρίων για τον καθένα. Το ποσό ήταν τεράστιο για την εποχή, αλλά ο Κινγκ ήθελε με αυτόν τον τρόπο να αποθαρρύνει τους ανταγωνιστές διοργανωτές/μάνατζερ πυγμαχικών αγώνων, ώστε να έχει αυτός την αποκλειστικότητα των Αλί και Φόρμαν. Αφού αρχικά απέτυχε να βρει τα χρήματα που ζητούσε στις ΗΠΑ, ο Κινγκ άρχισε να ψάχνει στο εξωτερικό. Ο Μομπούτου, δικτάτορας του Ζαΐρ, πείστηκε από τον Φρεντ Γουάιμαν, έναν Αμερικανό σύμβουλό του, πως η διοργάνωση ενός τόσο μεγάλης εμβέλειας αθλητικού γεγονότος, θα εξασφάλιζε τεράστια διεθνή προβολή στον ίδιο και τη χώρα του.
Ο Κινγκ, σε μεταγενέστερη τηλεοπτική του συνέντευξη στο αμερικανικό κανάλι METV, είχε αποκαλύψει πως υπήρχε εμπλοκή του δικτάτορα της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι, στη συγκέντρωση των χρημάτων για τα έπαθλα των δυο πυγμάχων, αλλά και σε άλλα έξοδα για τη διοργάνωση του αγώνα, χωρίς όμως να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες. Το σίγουρο είναι ότι ο Μομπούτου βρήκε τα δέκα εκατομμύρια δολάρια και τα διέθεσε στον Κινγκ, ενώ συμφωνήθηκε να διεξαχθεί η συνάντηση στις 25 Σεπτεμβρίου του 1974 στο στάδιο "20ή Μαΐου" της Κινσάσα, πρωτεύουσας του Ζαΐρ (σημερινό Κονγκό). Ο Φόρμαν και ο Αλί έφτασαν στην Κινσάσα οχτώ εβδομάδες πριν τον αγώνα, θέλοντας να εγκλιματιστούν στις συνθήκες της Αφρικής και παράλληλα να προετοιμαστούν για την αναμέτρηση.
Ο Αλί έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Ζαϊρινούς, οι οποίοι εξαρχής τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο πρόσωπό του με την ιστορική πλέον κραυγή (στην τοπική διάλεκτο Λινγκάλα) "Ali, bomaye", δηλαδή "Αλί, σκότωσέ τον", με τον ίδιο τον Αλί να απαντάει "Ako bo mai ye", δηλαδή "θα τον σκοτώσω"! Οι αναλυτές πάντως, δεν έδιναν πιθανότητες στον Αλί. Το πρώτο τους επιχείρημα ήταν ότι είχε δώσει τέσσερις αγώνες με τους Νόρτον και Φρέιζερ, έχοντας χάσει στους δυο από αυτούς, τη στιγμή που ο Φόρμαν είχε διαλύσει και τους δυο (Νόρτον και Φρέιζερ) με νοκ άουτ στον δεύτερο γύρο. Το δεύτερο επιχείρημα (όπως γράψαμε και πιο πάνω) ήταν ότι ο Αλί είχε χάσει αρκετή από την ταχύτητά του αλλά και από τα ρεφλέξ του.
Όπως πριν την αναμέτρηση με τον Σόνι Λίστον (δέκα χρόνια πριν), έτσι και τώρα οι ειδικοί δεν έδιναν καμία τύχη στον διεκδικητή. Από τη μεριά του, ο Αλί ήταν αισιόδοξος για την έκβαση της αναμέτρησης: "Αν νομίζετε ότι ο κόσμος εξεπλάγη από την παραίτηση του Νίξον, περιμένετε να δείτε τί θα γίνει όταν θα δείρω τον πισινό του Φόρμαν", έλεγε στον Τύπο! Συνεχίζοντας: "Έκανα καινούργια πράγματα στην προετοιμασία μου. Πάλεψα με έναν αλιγάτορα, έβαλα κάτω μια φάλαινα, πέρασα χειροπέδες σε μια αστραπή, έκλεισα μια βροντή στη φυλακή. Μόνο την τελευταία εβδομάδα σκότωσα έναν βράχο, τραυμάτισα μια πέτρα, έστειλα στο νοσοκομείο ένα τούβλο, είμαι τόσο κακός που έκανα τα φάρμακα να αρρωστήσουν"!
Οι διαθέσεις του Αλί είχαν γίνει φανερές από τη στιγμή που είχε φτάσει στην Κινσάσα, όταν είχε κάνει την εξής δήλωση στους δημοσιογράφους με το που κατέβηκε από το αεροπλάνο: "Είναι απλώς μια δουλειά. Το γρασίδι φυτρώνει, τα πουλιά πετάνε, τα κύματα φτάνουν στην άμμο, εγώ τους πλακώνω στο ξύλο"! Λίγα 24ωρα πριν τον αγώνα, ο Φόρμαν σκίστηκε κάτω από το δεξί μάτι στη διάρκεια της προπόνησης και η συνάντηση μεταφέρθηκε για τις 30 Οκτωβρίου. Ο Μομπούτου είχε διοργανώσει ένα τριήμερο μουσικό φεστιβάλ από τις 22 μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου, το οποίο διεξήχθη κανονικά, με συναυλίες από πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Τζέιμς Μπράουν, ο Μπι Μπι Κινγκ, η Σέλια Κρους, ο Μπιλ Γουίδερς και η Μίριαμ Μακέμπα.
Τελικά η μεγάλη μέρα έφτασε, ή μάλλον, πιο σωστά, η μεγάλη νύχτα, αφού ο αγώνας 15 γύρων είχε προγραμματιστεί για τις 4 μετά τα μεσάνυχτα, ώστε με τη διαφορά της ώρας να συμπέσει με τις ζώνες υψηλής θεαματικότητας στις ανατολικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Ο Ζακ Κλέιτον, πρώην μπασκετμπολίστας και παίκτης του μπέιζμπολ, αλλά και διαιτητής επαγγελματικής πυγμαχίας, είχε επιλεγεί για να διευθύνει τη μεγάλη αναμέτρηση. Μπροστά σε 60.000 θεατές που είχαν κατακλύσει τις κερκίδες του σταδίου, οι δυο αντίπαλοι ανέβηκαν στο ρινγκ: ο διεκδικητής Αλί με ύψος 1.91 μ. και βάρος 98 κιλά και ο παγκόσμιος πρωταθλητής Φόρμαν με ύψος 1.91 μ. και βάρος 100 κιλά. Όλα ήταν έτοιμα για τη "σύγκρουση".
THE RUMBLE IN THE JUNGLE (30/10/1974)
Πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ήταν προφανές ότι μια μάχη με κοντινά χτυπήματα θα ευνοούσε τον Φόρμαν και τις ασυναγώνιστα δυνατές γροθιές του. Μόλις ο διαιτητής άρχισε να τους λέει τους κανόνες, ο Αλί φώναξε στον Φόρμαν: "Άκουγες πόσο κακός είμαι από τότε που ήσουν μικρό παιδί και τα έκανες πάνω σου. Σήμερα θα σου ρίξω τόσο ξύλο, μέχρι να κλαις σαν μωρό"! Με το που χτύπησε το καμπανάκι, ο Αλί επιτέθηκε, εξαπολύοντας συνεχόμενα δεξιά κροσέ στο κεφάλι του αντιπάλου του, χωρίς όμως ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Πριν την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου, ο Φόρμαν έριξε με τη σειρά του τα πρώτα χτυπήματα στον Αλί. Αυτό όμως που έγινε φανερό από τα πρώτα λεπτά, ήταν ότι ο Big George είχε κάνει ειδική προπόνηση στο να "κλείνει" τους χώρους στο ρινγκ, εμποδίζοντας τον Αλί να ξεφεύγει.
Ο ίδιος ο Αλί το κατάλαβε και συνειδητοποιώντας ότι δυο βήματα δικά του έναντι ενός του Φόρμαν θα τον κούραζαν γρήγορα, αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Έτσι λοιπόν, προς γενική κατάπληξη της γωνίας του, από το ξεκίνημα του δεύτερου γύρου, ο Αλί άρχισε να στηρίζεται στα σκοινιά καλύπτοντας το κεφάλι του και αφήνοντας παράλληλα τον Φόρμαν να τον χτυπάει στα χέρια και τον κορμό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Φόρμαν να σπαταλήσει πολλές δυνάμεις ρίχνοντας γροθιές, οι οποίες είτε δεν χτυπούσαν τον Αλί αποτελεσματικά, είτε δυσκόλευαν αφάνταστα τις προσπάθειές του να χτυπήσει το κεφάλι του αντιπάλου του. Η τακτική αυτή ονομάστηκε "rope a dope" και υπήρξε καταλυτική στην τελική έκβαση του αγώνα.
Ο Αλί ήταν φανερό ότι δοκίμαζε τις δικές του αντοχές από το σφυροκόπημα του Φόρμαν, περιμένοντας το λάθος του, ενώ εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να χτυπήσει με δυνατά ντιρέκτ το πρόσωπο του αντιπάλου του, το οποίο γρήγορα άρχισε να πρήζεται. Κάθε φορά που οι δυο αντίπαλοι "αγκαλιάζονταν", ο Αλί έγερνε πάνω στον Φόρμαν, ώστε να τον αναγκάζει να σηκώνει όλο του το βάρος ή κρατούσε κάτω το κεφάλι του πιέζοντάς τον από το σβέρκο. Ο Αλί παράσερνε όσο πιο συχνά μπορούσε τον αντίπαλό του σε αυτά τα "αγκαλιάσματα", προκαλώντας τον να του ρίξει ακόμα περισσότερες γροθιές και ο Φόρμαν έκανε ακριβώς αυτό, πέφτοντας συνεχώς στην παγίδα.
"They told me you could punch George" (Μου είπαν ότι ξέρεις να χτυπάς Τζορτζ), φώναζε συνεχώς ο Αλί στον Φόρμαν, εξοργίζοντάς τον όλο και περισσότερο. Το θέαμα αρχικά ήταν τόσο πρωτόγνωρο και "παραβίαζε" τόσο ξεκάθαρα κάθε συμβατική λογική του μποξ, ώστε αρκετοί ειδικοί που παρακολουθούσαν τον αγώνα, σκέφτηκαν ότι πιθανότατα η συνάντηση ήταν στημένη. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό τους ότι ο Αλί έδινε "ελεύθερο πεδίο" στον Φόρμαν για "πυρ κατά βούληση". Μετά από τον τέταρτο γύρο και με τον Αλί να συνεχίζει την ίδια τακτική, ο Φόρμαν άρχισε να εξαντλείται και συγχρόνως να δέχεται όλο και περισσότερα jabs και κροσέ από τον αντίπαλό του.
Στο τέλος του πέμπτου γύρου, στη διάρκεια του οποίου ο Φόρμαν κυριάρχησε φαινομενικά, δέχτηκε ένα μπαράζ από χτυπήματα, ανίκανος να αντιδράσει. Ο ίδιος ο Φόρμαν έλεγε μετά το ματς: "Πίστευα ότι ο Αλί ήταν ένα ακόμα υποψήφιο θύμα για νοκ άουτ, μέχρι τον έβδομο γύρο. Τότε τον χτύπησα δυνατά στο σαγόνι και εκείνος με κράτησε και μου ψιθύρισε, μόνο αυτό σου έχει μείνει Τζορτζ; Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι απέναντί μου δεν είχα αυτό που νόμιζα". Μόλις ξεκίνησε ο όγδοος γύρος, τα χτυπήματα και οι άμυνες του Φόρμαν δεν έφερναν πια κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, η κούραση έφερε αυτό ακριβώς που περίμενε υπομονετικά για πολλή ώρα ο Αλί: το κρίσιμο λάθος.
Ο Φόρμαν είχε για σχεδόν ολόκληρο τον γύρο τον Αλί στα σκοινιά χτυπώντας τον χωρίς δυνάμεις. Απέμεναν είκοσι δευτερόλεπτα και ο παγκόσμιος πρωταθλητής πιάστηκε τελείως αδιάβαστος στην άμυνά του. Ο Φόρμαν δέχτηκε μερικά δεξιά hooks και στη συνέχεια ακολούθησε ένας πενταπλός συνδυασμός χτυπημάτων από τον Αλί που κατέληξε πρώτα σε ένα φοβερό αριστερό hook για να ολοκληρωθεί αμέσως μετά με ένα δυνατό δεξί ντιρέκτ πάνω στο πρόσωπο του Big George, ο οποίος έπεσε στο καναβάτσο. Ο χρόνος "ανόδου" ήταν προκαθορισμένος στα οκτώ δευτερόλεπτα. Ο Φόρμαν σηκώθηκε στο "9", αλλά ο διαιτητής είχε ήδη διακόψει τον αγώνα δυο δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του γύρου.
Πέρα από κάθε προγνωστικό και μέσα σε ντελίριο των θεατών, ο Μοχάμεντ Αλί κέρδισε με νοκ άουτ και πήρε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή για δεύτερη φορά στην καριέρα του, δέκα χρόνια μετά τη νίκη του επί του Σόνι Λίστον. Το "Rumble in the Jungle" ήταν ο απόλυτος θρίαμβος στην καριέρα του Αλί, ο απόλυτος συνδυασμός πυγμαχικής ικανότητας και τακτικής προσαρμογής στον αντίπαλο. Απέναντι στον Φόρμαν άλλαξε τελείως το γνωστό χορευτικό του στιλ εφαρμόζοντας το rope a dope. Αντί να αποφύγει τα χτυπήματα με τη συνεχή κίνηση όπως συνήθιζε, προτίμησε να δεχτεί εκατοντάδες γροθιές από τον αντίπαλό του, περιμένοντας την κρίσιμη στιγμή για να κάνει το "θαύμα" του.
Αμέσως μετά, ο Αλί επανέλαβε στους δημοσιογράφους ότι ήταν αυτός ο "μέγιστος", ενώ ο Φόρμαν παραδέχτηκε χωρίς καμία δικαιολογία την ήττα του, λέγοντας πως "ο Αλί με ξεπέρασε στο μυαλό και με ξεπέρασε στον αγώνα". Στην ερώτηση του Τύπου, αν σκεφτόταν να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση ως παγκόσμιος πρωταθλητής, ο Αλί απάντησε "θα σταματήσω, γιατί σίγουρα υπάρχουν πιο ευχάριστα πράγματα να κάνω, από το να δέρνω κόσμο"! Ο Φόρμαν, με τη σειρά του, δήλωσε: "Τον χτύπησα τόσο πολύ που τον έκανα να κλάψει. Με κοίταξε και μου είπε, δε θα γλυτώσεις γι' αυτό που έκανες". Ο Φόρμαν και ο Αλί δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο ρινγκ, όμως μετά τον αγώνα συνδέθηκαν με στενή φιλία για όλη τους τη ζωή.
Το 1996, όταν το ντοκιμαντέρ "When we were Kings" - με θέμα εκείνον τον αγώνα - κέρδισε το Όσκαρ, οι δυο τους ανέβηκαν τιμητικά πάνω στη σκηνή, ο Φόρμαν βοηθώντας τον Αλί που ήδη είχε την ασθένεια του Πάρκινσον. Τότε ο Φόρμαν είχε πει σχετικά: "Στην καριέρα μου έχασα μόλις πέντε φορές, αλλά ο μοναδικός που πραγματικά με έκανε ασήκωτο, ήταν ο Μοχάμεντ Αλί. Δεν τον αποκαλώ τον μεγαλύτερο μποξέρ όλων των εποχών, αυτό είναι πολύ λίγο για τον Αλί. Το σημαντικό για μένα είναι ότι πρόκειται για τον καλύτερο άνθρωπο που γνώρισα ποτέ μου". Σήμερα και οι δυο αντίπαλοι του ιστορικού αγώνα της Κινσάσα είναι μέλη του International Boxing Hall of Fame.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών της πυγμαχίας θεωρεί το "Rumble in the Jungle" όχι μόνο έναν από τους κορυφαίους αγώνες στην κατηγορία των βαρέων βαρών, αλλά και σε ολόκληρη την ιστορία της επαγγελματικής πυγμαχίας. Είναι η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του Μοχάμεντ Αλί και μαζί με το "Fight of the Century" (Αλί vs Φρέιζερ, 1971 στο "Madison Square Garden" της Νέας Υόρκης) και το "Thrilla in Manila" (Αλί vs Φρέιζερ, 1975, στο Κουεζόν των Φιλιππίνων), αποτελεί μέρος της θαυμαστής τριλογίας του ανθρώπου που "πετούσε σαν πεταλούδα και τσιμπούσε σαν μέλισσα".
* Πηγές: espn.go.com, saddoboxing.com, ibhof.com, boxrec.com, bbc.com, wiki