Οι περιπέτειες της Πλάκας (πλάκου Αθήνα = Παλιά Αθήνα, στ’ αρβανίτικα) και των κατοίκων της στους νεώτερους χρόνους, αρχίζουν στα 1827, όταν ο Κιουταχής καταλαμβάνει την κατεστραμμένη απ’ τις σκληρές μάχες Αθήνα και, στις 24 του Μάη, την Ακρόπολη. Οι κάτοικοι καταφεύγουν (ακριβώς όπως και στα χρόνια των Περσικών πολέμων) στην Αίγινα, στον Πόρο και την Κούλουρη (Σαλαμίνα). Επιστρέφουν στον τόπο τους μετά τις 3 Φλεβάρη 1830, την ημέρα δηλ. που υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν τότε 4.000 ψυχές περίπου.
Το πρώτο σχέδιο της νέας πόλης (που δυστυχώς ποτέ δεν εφαρμόστηκε) συντάχθηκε από τους Κλεάνθη – Schaubert στα 1833, όταν η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα του νέου κολοβού κράτους. Τοπικά μικροσυμφέροντα και η αδυναμία αποζημιώσεων δεν επιτρέπουν την εφαρμογή αυτού του σχεδίου που εκφράζει βέβαια τις προσδοκίες και τις ελπίδες της ανερχόμενης τάξης των αστών και των εμπόρων. Έτσι η τότε Κυβέρνηση επιβάλει την πρώτη αναστολή οικοδομικών εργασιών και αναθέτει στον fon Klentze την αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου. Η μελέτη τελειώνει στα 1835, το νέο ρυμοτομικό εγκρίνεται και οι οικοδομικές εργασίες αρχίζουν με ένταση, κυρίως, στην περιοχή της Πλάκας, αλλά και προς τις νέες περιοχές των Ανακτόρων, Ερμού, Πανεπιστημιού και Σταδίου ως την Κλαυθμώνος. Ξένοι περισσότερο αλλά και έλληνες αρχιτέκτονες, εργολάβοι, τεχνίτες και εργάτες πάντοτε ντόπιοι κι απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας.
Στην Πλάκα, απ’ τα πριν την απελευθέρωση χρόνια, ελάχιστα κτίσματα είχαν σωθεί και έτσι η περιοχή στα σύνολα της, καθώς μάλιστα ανοικοδομήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, παρουσιάζει σήμερα μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ενότητα μορφολογικού χαρακτήρα. Αλλά μόνο στα κτίρια της. Όχι όμως και στην πολεοδομική της συγκρότηση, που αντίθετα, βασίζεται στην παλαιότερη, των χρόνων της Τουρκοκρατίας, ρυμοτομία και πολεοδομική γενικώτερα οργάνωση. Η Πλάκα λοιπόν δεν είναι καθόλου «αντιπροσωπευτική» και τυπικά «νεοκλασική» γειτονιά της Αθήνας. Και αυτό είναι φυσικό, αφού με την όλη αρχιτεκτονική της έκφραση μας δίνει την εικόνα μιας κοινωνίας που δεμένη ακόμα με το μεσαιωνικό της παρελθόν (παραγωγικά, οικονομικά, κοινωνικά) αρχίζει να φοράει το ένδυμα της μεταλλαγής και της μελλοντικής της συγκρότησης.
Ταυτόχρονα στις ΒΑ περιοχές της Πλάκας, στη ρίζα του βράχου της Ακρόπολης όπου η κλίση είναι μεγάλη και ο τόπος δύσβατος και ακατάλληλος γενικά για την ανάπτυξη μιας αστικής γειτονιάς, εγκαθίστανται πολλοί απ’ τους μαστόρους που εργάζονται για την οικοδόμηση των ανακτορων του Οθωνα (1847), αλλα και αλλων κτιριων της πρωτεύουσας, δημιουργώντας μια «αυθαιρετη» συνοικια. Επειδή στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την Ανάφη (το άγονο νησί – γνωστό τόπο εξορίας), ο συνοικισμός παίρνει την ονομασία: «τα’ Αναφιώτικα».
Το συγκεκριμένο σημείο στη Πλάκα ήταν άδειο γιατί ο θρύλος λέει πως το μαντείο των Δελφών είχε δώσει εντολή να μη κατοικηθεί το συγκεκριμένο σημείο. Πρόσφυγες από τον πελοποννησιακό πόλεμο είχαν εγκατασταθεί εκεί και αργότερα επί τουρκοκρατίας εργάτες από την Αιθιοπία βρήκαν καταφύγιο στις σπηλιές.
Ως πρώτοι οικιστές αναφέρονται ένας ξυλουργός (Γ. Δαμίγος) και ένας κτίστης (Μ. Σιγάλας) από την Ανάφη, ενώ το παράδειγμά τους ακολούθησαν αργότερα κι άλλοι συμπατριώτες τους, οικοδομώντας με τη σειρά τους τα σπίτια τους εκεί, λαθραία μεν αλλά με την ανοχή προφανώς των αρχών, κυρίως κατά την περίοδο της έξωσης του Όθωνα και της μεσοβασιλείας (1863). Παράλληλα, οι δύο ερειπωμένες παλιές εκκλησούλες της περιοχής, ο Άγιος Γεώργιος του Βράχου και ο Άγιος Συμεών, αναστηλώθηκαν, διασκευάστηκαν και απέκτησαν νεόκτιστα καμπαναριά (ο δεύτερος το 1847).
Ο όλος χαρακτήρας του και με την πολεοδομική του συγκρότηση με τον αρχιτεκτονικό γενικά χαρακτήρα των κατοικιών θυμίζει έντονα την νησιώτικη προέλευση των οικιστών του. Δεν είναι περιοχή εργατική. Είναι ο τόπος εγκατοίκισης των εξειδικευμένων τεχνιτών (πελεκάνων – μαρμαράδων – χτιστών κ.α.) που εργάζονται σχεδόν πάντοτε οργανωμένοι σε ομάδες (κομπανίες).
Πρόκειται πραγματικά για μια μικρογραφία νησιού του Αιγαίου μέσα στην καρδιά της Αθήνας, όπου συναντάς ακόμα ασβεστωμένες αυλές, χρωματιστά παραθυρόφυλλα και βουκαμβίλιες.
Ο οικισμός κατάφερε να επιζήσει σχεδόν αναλλοίωτος μέσα στο χρόνο αν και η περιοχή διέπεται από ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και ασαφές νομικό πλαίσιο.
Περπατώντας στον οικισμό διαπιστώνεις ότι αυτός συντίθεται από στοιχεία του παρελθόντος. Ιωνικά λείψανα, κεραμικά πλακίδια νεοκλασικών σπιτιών συμπληρώνουν ένα συνοθύλευμα εικόνων και αναμνήσεων.
Η οίκηση παρέμεινε σχεδόν αμιγής μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες και έκτοτε η σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε σημαντικά. Περί το 1950, ένα τμήμα της συνοικίας κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ στα 1970 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Σήμερα εναπομένουν περί τα 45 σπίτια, που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οφιοειδείς οδοί της περιοχής που οριοθετείται μεταξύ της οδού Στράτωνος και του βράχου της Ακρόπολης, εξακολουθούν να παραμένουν ανώνυμοι και οι οικίσκοι αριθμούνται ως "Αναφιώτικα 1, 2" κ.τ.λ.
Ανάρτηση του Κωνσταντίνου Κατσαρου απο την ομάδα του Facebook
http://www.facebook.com/groups/107446506033882/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου