Το σκάκι
Έλα να παίξουμε.Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένηΤώρα δεν έχω πια αγαπημένη)5Θα σου χαρίσω τους πύργους μου(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μουΈχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μουΚι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;10(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσωΜονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσωΠου ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνειΔρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη15Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σουΜπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικάΑναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις. Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα. |
(Ένας λόγος που αποφάσισα τελικά υπέρ του ενός λ ήταν κι αυτός: για να …γλυκάνει λίγο η λέξη.) Βλέπετε, το σκάκι έχει πάψει από καιρό να αποτελεί λαϊκό παιχνίδι (αν υποθέσουμε ότι υπήρξε τέτοιο ποτέ) και ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν ότι στον αλλόκοτο θίασο της σκακιέρας, ο αξιωματικός (το γραφικό που συνοδεύει τα σχόλιά μου) ονομάζεται και τρελ(λ)ός, από το γαλλικό fou, το οποίο -όπως η ελληνική λέξη- μπορεί να έχει και θετική χροιά (ουσ. folie).
Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι η επιλογή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αγάπη μου γι’ αυτό το αρχαίο περσικό παιχνίδι. Κάποιο ιδιαίτερο σημαινόμενο κρύβεται από πίσω. Ένα σημαινόμενο γεμάτο ποίηση που οφείλω (οφείλουμε) στο Μανώλη Αναγνωστάκη. Αναφέρομαι, φυσικά, στο υπέροχο «σκάκι» του, το ποίημα που έγινε ευρύτερα γνωστό χάρη στην εξαιρετική μελοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Αν υπάρχει κάποιος τυχερός που δεν το έχει ακούσει (η πρώτη επαφή με ένα αριστούργημα είναι ανεπανάληπτη, όχι; ) πηγαίνει κάτω-κάτω, κάνει κλικ στο σχετικό σύνδεσμο και καταλαβαίνει τι εννοώ.
Ένα ποίημα συνιστά ιδεολόγημα όσο κι ένα δοκίμιο. (Στην πραγματικότητα, ένα ποίημα είναι συνήθως κάτι παραπάνω από μια ιδεολογική πρόταση. Είναι μια περιπέτεια ιδεών, με την έννοια ότι εκεί όπου ο δοκιμιογράφος έχει μια ξεκάθαρη άποψη την οποία καλείται να αναπτύξει, ο ποιητής έχει την άκρη ενός μίτου.) Η βασική διαφορά του ποιήματος, αυτή που αποτελεί και το μεγάλο του πλεονέκτημα, έγκειται στην αφαίρεση: ολόκληρο το δοκίμιο σε δέκα λέξεις, σε πέντε, σε μία, τόσο που να μπορεί κάποτε να χωρέσει ένα πλήθος από δοκίμια σε ένα και μόνο ποίημα.
Τι κρύβει το «σκάκι» του Αναγνωστάκη είναι νομίζω φανερό. Εκείνο που δεν είναι, ίσως, τόσο φανερό είναι τι κρύβει ο «τρελός» του. Αυτός «που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει» (διότι αυτή είναι πράγματι η μεγάλη ιδιαιτερότητα-αδυναμία του συγκεκριμένου πεσσού: αν πατάει σε λευκό τετράγωνο δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί σε μαύρο και αντιστρόφως.) Μια τέτοια εμμονή θα μπορούσε να σημαίνει φανατισμό, μονολιθικότητα (και έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι οι άγγλοι ονομάζουν τον αξιωματικό..»bishop».) Όμως, τρελό δεν χαρακτηρίζουμε μόνο τον επικίνδυνο για τους άλλους, τον παράφρονα, αλλά και τον επικίνδυνο για τον εαυτό του, τον ασυμβίβαστο. Αυτόν που αρνείται να πατήσει στο άλλο χρώμα, αρνείται να «αγιάσει τα μέσα» κι ας περιορίζεται έτσι η ικανότητά του για ελιγμούς. (Ενδιαφέρον σημειολογικά παιχνίδι το σκάκι, μη μου πείτε; )
Ωραία, θα πείτε, τι μας λέει εδώ ο τρελός; Ότι αυτός είναι ο ασυμβίβαστος, ο άσπιλος, ο ψηλά-το-κεφάλι, γεια σου ρε μεγάλε! Όμως δεν είναι αυτό το πνεύμα του ποιητή και, οπωσδήποτε, ούτε στις δικές μου προθέσεις οι χαρακτηρισμοί ηθικού μεγαλείου. Ο ασυμβίβαστος, μπορεί να είναι άξιος σεβασμού για την ακεραιότητά του, είναι ωστόσο συχνά (εξίσου συχνά με τον καιροσκόπο) ένας άνθρωπος πλανημένος. Το σύστημα (η εξουσία, το κατεστημένο) έχει το δικό του τρόπο να ελέγχει τους ασυμβίβαστους. Τους καιροσκόπους απλά τους διαφθείρει, τους ασυμβίβαστους τους χειραγωγεί μέσα από τα στερεότυπα. Ο «τρελός» του ποιητή είναι αυτός που – ασυλλόγιστα- επιτίθεται στις «στέρεες παρατάξεις», φιγούρα δονκιχωτική που δύσκολα χειραγωγείται. Το λάθος χρώμα δεν του το απαγορεύει η ηθική αλλά η λογική του. Για τον ίδιο λόγο δεν ακολουθεί τους κανόνες των υπολοίπων, με την ίδια του την ύπαρξη τους αμφισβητεί και γι’ αυτό τους αναστατώνει.