«Υπάρχουν κάποιοι που με θεωρούν γκάνγκστερ. Κακοποιό, αναρχικό των γηπέδων, ιδιότροπο, περίεργο, περιθωριακό, υβριστή, τέτοια. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά. Ο Αλέφαντος είναι μια πρόκληση και τίποτα περισσότερο» συνήθιζε να λέει ο ίδιος
'Χαμός', 'μπαλάρα', 'δεν ξανάγινε', 'τους τελείωσα', “ τι αποθέωση; λαϊκό προσκύνημα σου λέω”, “μεγαλεία”. Και ενδιάμεσα της απολαυστικής αφήγησης δώστου “τα πάντα όλα", "το' να, τ' άλλο ξέρω γω", "μάθε μπαλίτσα", “έλα μωρέ τώρα;” Αν ναι, και ¨γκαρσόν, παίκτες!” Και κουβαλούσε ο σερβιτόρος , μπίρες, κεφτέδες, -«ρε ‘σεις, ποιος μου έφαγε τον σέντερ μπακ»!- οδοντογλυφίδες στα τραπεζάκια του Φλοράλ, της Μαρονίτας, του Τσαφ, στη πλατεία Εξαρχείων, αλλά και στη βεράντα του Πανελληνίου, ώστε να κάνει ανάλυση, σωστή διάλεξη ο “δάσκαλος, του εκάστοτε ποδοσφαιρικού συστήματος σε πλήθος συνωστισμένο γύρω του. Στα αποδυτήρια τη τακτική την “ζωγράφιζε” καμιά φορά με παραταγμένες σε θέσεις ανάπτυξης σαγιονάρες ή παντόφλες.
Εβδομήντα χρόνια στα γήπεδα, στο ξερό, στο γκαζόν, στα αποδυτήρια στους πάγκους, στα κάγκελα, στη κερκίδα ο θρυλικός κυρ-Νίκος παρήγαγε τόσο πολύ «υλικό» που άλλοι θέλουν τρεις ζωές. Πολύ πριν βγει στη μικρή οθόνη και αρχίσει τα ατακαδόρικα “ντιμπέ騔, είχε πάντα, επίγνωση πως όσοι βρίσκονταν κοντά του, είτε τον θεωρούσαν γραφική φιγούρα είτε μέγα σαμάνο του ποδοσφαίρου, δεν θα έπλητταν ποτέ.
΅Εκρηκτικός, αυθόρμητος, ιδιόρρυθμος, χειμαρρώδης, συγκρουσιακός, συμπύκνωνε στη εύφλεκτη ιδιοσυγκρασία του χιούμορ, υπερβολή και μπόλικο δράμα. Αδικία, αχαριστία, αγνωμοσύνη, συνωμοσίες και στεναχώριες ανάμεσα σε φειδωλούς θριάμβους, μετρημένες, επιτυχίες, μηδαμινούς τίτλος αλλά και πληθώρα σαρδάμ για τον προπονητή που διατεινόταν γενναιόδωρα: “Εγώ και ο Χάπελ φτιάξαμε το 3-5-2 στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο”. Ο Αυστριακός το εμπνεύστηκε και το εφάρμοσε στην Εθνική Ολλανδίας, ο Αλέφαντος το επινόησε στο ΠΑΟ Ρουφ. Τι σημασία είχε; Η αξία δεν μετριόταν με τον αν ο πρώτος κάπνιζε σαν τσιμινιέρα ενώ ο “Αλε” δεν έβαλε τσιγάρο και αλκοόλ ποτέ στο στόμα του. Άσε που δεν κρύωνε ποτέ.
Δεν αποχωριζόταν ακόμη και σε συνθήκες πολικού ψύχους το “γούρικο” κόκκινο κοντομάνικο μπλουζάκι του. Χιόνιζε στα Γιάννινα και τη Καστοριά, έριχνε καρεκλοπόδαρα στη Πάτρα και τη Λάρισα, καιγόταν από το λιοπύρι η Καισαριανή και η Νίκαια, αυτός εκεί. ¨Όρθιος, μπετοναρισμένος και κοντομάνικος να δίνει εντολές σφυρίζοντας κλέφτικα με τα δυο δάχτυλα στο στόμα. Ο καθείς και τα όπλα του. Για τον ίδιο το ποδόσφαιρο ήταν πόλεμος.¨” Όχι καλλιστεία. Δε μπορείς, κύριε να πηγαίνεις με κοστούμια, φουλάρι, πιστολάκι και κομμωτήριο στη μάχη .Που πας, ρε;”, έλεγε σαν γαβριάς που ξεφώνιζε του θεατρίνους σε επιθεωρήσεις λαϊκής απογευματινής. Οι δικές του παραστάσεις είχαν τουλάχιστον αυθεντικότητα και τσαγανό.
Ονειροπόλος όπως κάθε φτωχόπαιδο, με μέτριες επιδόσεις στα σχολείο, όχι με τα γράμματα, έπαιξε από τα 10 του χρόνια με την “Υπεροχή Νεάπολης” -που μετονομάστηκε αργότερα μετά από συνενώσεις τοπικών σωματείων σε “Αστέρα Εξαρχείων” - και μπήκε στο σύμπαν της μπάλας για να επιβιώσει. Και να περάσει από την ανυποληψία στην αναγνώριση. Δεν ήταν κανένας σπόρτσμαν απόφοιτος του Ήτον. Γέννημα θρέμμα των Εξαρχείων ήταν. Με όλα τα ευαίσθητα στις μεροληψίες γονίδια της γειτονιάς του που τον ώθησαν να αντισταθεί με τσαμπουκά στη καταστολή των ΜΑΤ κατά τις επιτόπιες επιχειρήσεις “Αρετής”.
Λαϊκός ήρωας εκείνα τα φεγγάρια των 80ς, με άσματα αφιερωμένα - γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι-, υπήρξε ανέκαθεν ένα μοναχικός περιφρονημένος λύκος στα ερασιτεχνικά, “στα Καμίνια μας χτύπαγαν με ομπρέλες. Στα Σούρμενα φάγαμε τα γιαούρτια, φάγαμε τα αυγά, φάγαμε τα πάντα όλα”. Έδειξε ανθεκτικότητα, υπομονή και σθένος, αλλά παρότι γνώριζε τα όρια των συμβάσεων που καλούνταν να υπηρετήσει ποτέ δεν συμφιλιώθηκε πραγματικά μαζί τους.
Δεν ήταν κατ΄ανάγκη “αταίριαστος” αλλά ποτέ, επίσης, δεν μεγαλοπιάστηκε ούτε εμφανίστηκε γραβατωμένος, σικ και κυριλέ στις πρωτοκλασάτες ομάδες πρωταθλητισμού της Α κατηγορίας που ανέλαβε κατά καιρούς. Ζυμωμένος με το χώμα της αλάνας, το αμμοχάλικο ή το λασπωμένο γρασίδι αγροτολιβαδικών αγωνιστικών χώρων σε πρωτευουσιάνικα η επαρχιακά “εθνικά” στάδια -το 'ξερε το τόπι. Σκάμπαζε καντάρια μπάλα.
Παρότι αυτοδίδακτος έκοβε το μάτι του στα ματς. Αλλά δεν έμεινε στο προνόμιο της ακονισμένης από την εμπειρία όρασης. Το έψαχνε προπονητικά και σε σεμινάρια και σε λαθραίες παρακολουθήσεις- άτιμη αφραγκία- προπονήσεων μεγάλων ομάδων του εξωτερικού σκαρφαλωμένος σε λόφους, φράκτες και δέντρα με όπλο του ένα ζευγάρι κιάλια. Με φιλανθρωπικές φιλοξενίες εδώ και εκεί σε διεθνή προπονητικά κέντρα. τα έκανε τα “μεταπτυχιακά" του. Λάτρης των χαμηλόμισθων, φιλότιμων ποδοσφαιριστών, ανταγωνιστικός της “τελειωμένης” φίρμας και της ακριβοπληρωμένης βεντέτας. Παίκτες, “τιτίκες”, “εισπράκτορες στα τρόλει”, “πρησμένους απ’ τους μουσακάδες” και “γκαζοζέ αργοκαρούτες" δεν τους γούσταρε.
Αδίκησε τον εαυτό του με τις παραξενιές του, το πλήρωσε το χούι του με αδειάσματα από διάφορα σωματεία, αλλά δεν έμεινε ποτέ ξεκρέμαστος. Έγραψε στο κοντέρ της προπονητικής καριέρας του 18 διαφορετικές ομάδες Α’ Εθνικής και άλλες τόσες στις μικρότερες κατηγορίες. Και σημείωσε αρνητικά ρεκόρ παραμονής. Εννέα μέρες στη Ξάνθη, 12 μέρες στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, 13 στους Λύκους Καλοχωρίου, 15 στον Εθνικό. Και φυσικά για βραβείο Γκίνες το μόλις τρίωρο κάθισμα του στο πάγκο του Φωστήρα.
¨Όπου πάντως κι αν προσλήφθηκε το τίμησε το πόστο και τα έδωσε με πάθος όλα. Θρόνος ή ηλεκτρική καρέκλα ο πάγκος του προπονητή, γι αυτόν τον μετρ των ηλεκτροσόκ, ήταν πάντα ξύλινος. Αδάμαστα δύσκαμπτος, όπως και ο ίδιος. Αντισυμβατικός με τη ποδοσφαιρική βιομηχανία, το μάρκετινγκ και τις καλές δημόσιες σχέσεις. Συμπεριφερόταν σαν ρομαντικός εκδικητής των παρωχημένων απωθημένων της εξέδρας απέναντι σε μια μοντέρνα αθλητική μπίζνα που εξελισσόταν ταχύτατα.
¨Κόσμησε” δεκάδες αθλητικά πρωτοσέλιδα με τις επεισοδιακές παραιτήσεις , απομακρύνσεις, απολύσεις του από ομάδες ¨παραδόπιστων¨προέδρων και ¨πιράνχας¨παραγόντων. Βρίστηκε με ¨εκβιαστές” ποδοσφαιριστές, φιλονίκησε με “ιντριγκαδόρικες” διοικήσεις, αλληλοδιαπληκτίστηκε με έξαλλους οπαδούς, ξυλοφόρτωσε δημοσιογράφο και γρονθοκόπησε αντίπαλο προπονητή, έσπασε το αμάξι ενός παίκτη του επειδή εκτέλεσε ένα πέναλτι που έπρεπε να χτυπήσει άλλος και το έχασε. Τέτοια. Με συνέπεια αποκλεισμούς από τα γήπεδα, πρόστιμα, αυτόφωρα, κρατητήρια, φυλακίσεις. Με αποκορύφωμα τις 25 μέρες που πέρασε στη “στενή” παρέα με κακοποιούς μέσα σε κελί του Γεντί Κουλέ.
Το πριόνιζε μόνος του το ταλέντο του με τις εκκεντρικότητες και την εριστικότητα του. Παραδεχόταν τις εμμονές τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες του. Τα ΄χε τα άγαρμπα κολλήματα του με καφετζούδες, χαρτορίχτρες, γούρια, το κακό μάτι, τα δυσοίωνα σημάδια. Δεν έκανε δηλώσεις σε “γρουσούζηδες” ρεπόρτερ, δεν αντάλλασσε χειραψία με κακορίζικους προπονητές, απαιτούσε να καθαριστούν οι αράχνες από τα αποδυτήρια. Και από την άλλη τρολάριζε τον προπονητή Άγγελο Αναστασιαδη που έπαιρνε τους παίκτες του και τους πήγαινε για ευχή και προσκύνημα στο Άγιο Όρος. “Στους παπάδες, ρε;”
Αψύς προσβλητικός, ατίθασος; Ποτέ στο σπίτι του. Σεμνός, σεβαστικός και τρυφερός οικογενειάρχης. Κοντά εξήντα χρόνια παντρεμένος με τη σύζυγο του τη κυρία Ρούλα, “από 18 χρονών μαζί. Με μία γυναίκα, όλη τη ζωή". Έκαναν δυο παιδιά μαζί της, τη Λίλιαν και τον Τάσο, από τα οποία απέκτησαν 4 εγγόνια που ο παππούς υπεραγαπούσε. Φαμιλιάρης άνθρωπος, έφευγε από το διαμέρισμα του στο Κολωνάκι, κοντά στο εστιατόριο ¨Φιλιππής”, αφήνοντας συχνά τη πόρτα ανοιχτή- “ποιος να κλέψει ρε το φτωχό τον Αλέφαντο;” - πηγαίνοντας να γυμναστεί τρέχοντας στον Αρδηττό. Και μετά να κατηφορίσει στο Καραΐσκάκη – όπου δούλεψε τρεις φορές, μία θητεία ανά δεκαετία του 80, του 90,του 2000- και να εκφωνήσει ένα ύμνο στον αγαπημένο του Σωκράτη Κόκκαλη και στους λατρεμένους του Βραζιλιάνους παίκτες, τους μάγους της μπάλας.
Αυτός ήταν ο Νίκος Αλέφαντος , μέχρι τη τελευταία του πνοή. Αυτοπεριγραφόταν στα δυο συγγραφικά του πονήματα , λέγοντας: «Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν κάποιοι που με θεωρούν γκάνγκστερ. Κακοποιό, αναρχικό των γηπέδων, ιδιότροπο, περίεργο, περιθωριακό, υβριστή, τέτοια. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά. Ο Αλέφαντος είναι μια πρόκληση και τίποτα περισσότερο». Αυτή είναι, μάλλον, και η σφραγίδα της ταυτότητας του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενός ντόμπρου, με τις αδυναμίες του, ανθρώπου που κατάφερε να “νομιμοποιήσει” το παράπονο την αγωνία και το δάκρυ των ανυπότακτων, των ανορθόδοξων, των ριγμένων, των μη διαχειρίσιμων τέλος πάντων, με την δημόσια επίκληση του:“Ρε Θεέ, άντερα δεν έχεις; Εμένα βρήκες να καταστρέψεις, το φουκαρά τον Αλέφαντο ;”.
Κι όμως ήταν αρκετά εγωιστής για να παριστάνει το θύμα. Πιο πολύ τον ενοχλούσε ότι του την έκλεψαν τη δόξα που θεωρούσε ότι του ανήκε. Κι ακόμα χειρότερα τον πλήγωσε που τον κατηγόρησαν ή , καλύτερα τον λοιδόρησαν, γιατί με ειλικρινή πικρία τη διεκδίκησε. “Βγες , κύριε Δούρο, να μιλήσεις. Είναι θέμα ζωής για εμένα." ζητούσε από το διαιτητή στην εκπομπή της Έλλης Στάη μετά το χαμένο πρωτάθλημα με τους ερυθρόλευκους το 2004. Ήταν το προπονητικό του ρέκβιεμ. Τον κορόιδεψαν με ευθυμία ασυγχώρητη σε όσους για τους δικούς λόγους πενθούν μιαν απώλεια.
Γι' αυτό ίσως στη συλλογική μνήμη των φιλάθλων, πιο πολύ από τα γηπεδικά του επιτεύγματα θα μείνει εμβληματική εκείνη η πρώτη στροφή του, αφιερωμένου στον ίδιο, τραγουδιού των “Παιδιών από τη Πάτρα” που έλεγε :“ Όταν με κατηγορούν- χωρίς να έχω φταίξει- θυμάμαι τον Αλέφαντο”.
Δημήτρης Παγαδάκης
Πρώτο ΘΕΜΑ
Εβδομήντα χρόνια στα γήπεδα, στο ξερό, στο γκαζόν, στα αποδυτήρια στους πάγκους, στα κάγκελα, στη κερκίδα ο θρυλικός κυρ-Νίκος παρήγαγε τόσο πολύ «υλικό» που άλλοι θέλουν τρεις ζωές. Πολύ πριν βγει στη μικρή οθόνη και αρχίσει τα ατακαδόρικα “ντιμπέ騔, είχε πάντα, επίγνωση πως όσοι βρίσκονταν κοντά του, είτε τον θεωρούσαν γραφική φιγούρα είτε μέγα σαμάνο του ποδοσφαίρου, δεν θα έπλητταν ποτέ.
΅Εκρηκτικός, αυθόρμητος, ιδιόρρυθμος, χειμαρρώδης, συγκρουσιακός, συμπύκνωνε στη εύφλεκτη ιδιοσυγκρασία του χιούμορ, υπερβολή και μπόλικο δράμα. Αδικία, αχαριστία, αγνωμοσύνη, συνωμοσίες και στεναχώριες ανάμεσα σε φειδωλούς θριάμβους, μετρημένες, επιτυχίες, μηδαμινούς τίτλος αλλά και πληθώρα σαρδάμ για τον προπονητή που διατεινόταν γενναιόδωρα: “Εγώ και ο Χάπελ φτιάξαμε το 3-5-2 στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο”. Ο Αυστριακός το εμπνεύστηκε και το εφάρμοσε στην Εθνική Ολλανδίας, ο Αλέφαντος το επινόησε στο ΠΑΟ Ρουφ. Τι σημασία είχε; Η αξία δεν μετριόταν με τον αν ο πρώτος κάπνιζε σαν τσιμινιέρα ενώ ο “Αλε” δεν έβαλε τσιγάρο και αλκοόλ ποτέ στο στόμα του. Άσε που δεν κρύωνε ποτέ.
Δεν αποχωριζόταν ακόμη και σε συνθήκες πολικού ψύχους το “γούρικο” κόκκινο κοντομάνικο μπλουζάκι του. Χιόνιζε στα Γιάννινα και τη Καστοριά, έριχνε καρεκλοπόδαρα στη Πάτρα και τη Λάρισα, καιγόταν από το λιοπύρι η Καισαριανή και η Νίκαια, αυτός εκεί. ¨Όρθιος, μπετοναρισμένος και κοντομάνικος να δίνει εντολές σφυρίζοντας κλέφτικα με τα δυο δάχτυλα στο στόμα. Ο καθείς και τα όπλα του. Για τον ίδιο το ποδόσφαιρο ήταν πόλεμος.¨” Όχι καλλιστεία. Δε μπορείς, κύριε να πηγαίνεις με κοστούμια, φουλάρι, πιστολάκι και κομμωτήριο στη μάχη .Που πας, ρε;”, έλεγε σαν γαβριάς που ξεφώνιζε του θεατρίνους σε επιθεωρήσεις λαϊκής απογευματινής. Οι δικές του παραστάσεις είχαν τουλάχιστον αυθεντικότητα και τσαγανό.
Ονειροπόλος όπως κάθε φτωχόπαιδο, με μέτριες επιδόσεις στα σχολείο, όχι με τα γράμματα, έπαιξε από τα 10 του χρόνια με την “Υπεροχή Νεάπολης” -που μετονομάστηκε αργότερα μετά από συνενώσεις τοπικών σωματείων σε “Αστέρα Εξαρχείων” - και μπήκε στο σύμπαν της μπάλας για να επιβιώσει. Και να περάσει από την ανυποληψία στην αναγνώριση. Δεν ήταν κανένας σπόρτσμαν απόφοιτος του Ήτον. Γέννημα θρέμμα των Εξαρχείων ήταν. Με όλα τα ευαίσθητα στις μεροληψίες γονίδια της γειτονιάς του που τον ώθησαν να αντισταθεί με τσαμπουκά στη καταστολή των ΜΑΤ κατά τις επιτόπιες επιχειρήσεις “Αρετής”.
Λαϊκός ήρωας εκείνα τα φεγγάρια των 80ς, με άσματα αφιερωμένα - γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι-, υπήρξε ανέκαθεν ένα μοναχικός περιφρονημένος λύκος στα ερασιτεχνικά, “στα Καμίνια μας χτύπαγαν με ομπρέλες. Στα Σούρμενα φάγαμε τα γιαούρτια, φάγαμε τα αυγά, φάγαμε τα πάντα όλα”. Έδειξε ανθεκτικότητα, υπομονή και σθένος, αλλά παρότι γνώριζε τα όρια των συμβάσεων που καλούνταν να υπηρετήσει ποτέ δεν συμφιλιώθηκε πραγματικά μαζί τους.
Δεν ήταν κατ΄ανάγκη “αταίριαστος” αλλά ποτέ, επίσης, δεν μεγαλοπιάστηκε ούτε εμφανίστηκε γραβατωμένος, σικ και κυριλέ στις πρωτοκλασάτες ομάδες πρωταθλητισμού της Α κατηγορίας που ανέλαβε κατά καιρούς. Ζυμωμένος με το χώμα της αλάνας, το αμμοχάλικο ή το λασπωμένο γρασίδι αγροτολιβαδικών αγωνιστικών χώρων σε πρωτευουσιάνικα η επαρχιακά “εθνικά” στάδια -το 'ξερε το τόπι. Σκάμπαζε καντάρια μπάλα.
Παρότι αυτοδίδακτος έκοβε το μάτι του στα ματς. Αλλά δεν έμεινε στο προνόμιο της ακονισμένης από την εμπειρία όρασης. Το έψαχνε προπονητικά και σε σεμινάρια και σε λαθραίες παρακολουθήσεις- άτιμη αφραγκία- προπονήσεων μεγάλων ομάδων του εξωτερικού σκαρφαλωμένος σε λόφους, φράκτες και δέντρα με όπλο του ένα ζευγάρι κιάλια. Με φιλανθρωπικές φιλοξενίες εδώ και εκεί σε διεθνή προπονητικά κέντρα. τα έκανε τα “μεταπτυχιακά" του. Λάτρης των χαμηλόμισθων, φιλότιμων ποδοσφαιριστών, ανταγωνιστικός της “τελειωμένης” φίρμας και της ακριβοπληρωμένης βεντέτας. Παίκτες, “τιτίκες”, “εισπράκτορες στα τρόλει”, “πρησμένους απ’ τους μουσακάδες” και “γκαζοζέ αργοκαρούτες" δεν τους γούσταρε.
Αδίκησε τον εαυτό του με τις παραξενιές του, το πλήρωσε το χούι του με αδειάσματα από διάφορα σωματεία, αλλά δεν έμεινε ποτέ ξεκρέμαστος. Έγραψε στο κοντέρ της προπονητικής καριέρας του 18 διαφορετικές ομάδες Α’ Εθνικής και άλλες τόσες στις μικρότερες κατηγορίες. Και σημείωσε αρνητικά ρεκόρ παραμονής. Εννέα μέρες στη Ξάνθη, 12 μέρες στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, 13 στους Λύκους Καλοχωρίου, 15 στον Εθνικό. Και φυσικά για βραβείο Γκίνες το μόλις τρίωρο κάθισμα του στο πάγκο του Φωστήρα.
¨Όπου πάντως κι αν προσλήφθηκε το τίμησε το πόστο και τα έδωσε με πάθος όλα. Θρόνος ή ηλεκτρική καρέκλα ο πάγκος του προπονητή, γι αυτόν τον μετρ των ηλεκτροσόκ, ήταν πάντα ξύλινος. Αδάμαστα δύσκαμπτος, όπως και ο ίδιος. Αντισυμβατικός με τη ποδοσφαιρική βιομηχανία, το μάρκετινγκ και τις καλές δημόσιες σχέσεις. Συμπεριφερόταν σαν ρομαντικός εκδικητής των παρωχημένων απωθημένων της εξέδρας απέναντι σε μια μοντέρνα αθλητική μπίζνα που εξελισσόταν ταχύτατα.
¨Κόσμησε” δεκάδες αθλητικά πρωτοσέλιδα με τις επεισοδιακές παραιτήσεις , απομακρύνσεις, απολύσεις του από ομάδες ¨παραδόπιστων¨προέδρων και ¨πιράνχας¨παραγόντων. Βρίστηκε με ¨εκβιαστές” ποδοσφαιριστές, φιλονίκησε με “ιντριγκαδόρικες” διοικήσεις, αλληλοδιαπληκτίστηκε με έξαλλους οπαδούς, ξυλοφόρτωσε δημοσιογράφο και γρονθοκόπησε αντίπαλο προπονητή, έσπασε το αμάξι ενός παίκτη του επειδή εκτέλεσε ένα πέναλτι που έπρεπε να χτυπήσει άλλος και το έχασε. Τέτοια. Με συνέπεια αποκλεισμούς από τα γήπεδα, πρόστιμα, αυτόφωρα, κρατητήρια, φυλακίσεις. Με αποκορύφωμα τις 25 μέρες που πέρασε στη “στενή” παρέα με κακοποιούς μέσα σε κελί του Γεντί Κουλέ.
Το πριόνιζε μόνος του το ταλέντο του με τις εκκεντρικότητες και την εριστικότητα του. Παραδεχόταν τις εμμονές τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες του. Τα ΄χε τα άγαρμπα κολλήματα του με καφετζούδες, χαρτορίχτρες, γούρια, το κακό μάτι, τα δυσοίωνα σημάδια. Δεν έκανε δηλώσεις σε “γρουσούζηδες” ρεπόρτερ, δεν αντάλλασσε χειραψία με κακορίζικους προπονητές, απαιτούσε να καθαριστούν οι αράχνες από τα αποδυτήρια. Και από την άλλη τρολάριζε τον προπονητή Άγγελο Αναστασιαδη που έπαιρνε τους παίκτες του και τους πήγαινε για ευχή και προσκύνημα στο Άγιο Όρος. “Στους παπάδες, ρε;”
Αψύς προσβλητικός, ατίθασος; Ποτέ στο σπίτι του. Σεμνός, σεβαστικός και τρυφερός οικογενειάρχης. Κοντά εξήντα χρόνια παντρεμένος με τη σύζυγο του τη κυρία Ρούλα, “από 18 χρονών μαζί. Με μία γυναίκα, όλη τη ζωή". Έκαναν δυο παιδιά μαζί της, τη Λίλιαν και τον Τάσο, από τα οποία απέκτησαν 4 εγγόνια που ο παππούς υπεραγαπούσε. Φαμιλιάρης άνθρωπος, έφευγε από το διαμέρισμα του στο Κολωνάκι, κοντά στο εστιατόριο ¨Φιλιππής”, αφήνοντας συχνά τη πόρτα ανοιχτή- “ποιος να κλέψει ρε το φτωχό τον Αλέφαντο;” - πηγαίνοντας να γυμναστεί τρέχοντας στον Αρδηττό. Και μετά να κατηφορίσει στο Καραΐσκάκη – όπου δούλεψε τρεις φορές, μία θητεία ανά δεκαετία του 80, του 90,του 2000- και να εκφωνήσει ένα ύμνο στον αγαπημένο του Σωκράτη Κόκκαλη και στους λατρεμένους του Βραζιλιάνους παίκτες, τους μάγους της μπάλας.
Αυτός ήταν ο Νίκος Αλέφαντος , μέχρι τη τελευταία του πνοή. Αυτοπεριγραφόταν στα δυο συγγραφικά του πονήματα , λέγοντας: «Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν κάποιοι που με θεωρούν γκάνγκστερ. Κακοποιό, αναρχικό των γηπέδων, ιδιότροπο, περίεργο, περιθωριακό, υβριστή, τέτοια. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά. Ο Αλέφαντος είναι μια πρόκληση και τίποτα περισσότερο». Αυτή είναι, μάλλον, και η σφραγίδα της ταυτότητας του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενός ντόμπρου, με τις αδυναμίες του, ανθρώπου που κατάφερε να “νομιμοποιήσει” το παράπονο την αγωνία και το δάκρυ των ανυπότακτων, των ανορθόδοξων, των ριγμένων, των μη διαχειρίσιμων τέλος πάντων, με την δημόσια επίκληση του:“Ρε Θεέ, άντερα δεν έχεις; Εμένα βρήκες να καταστρέψεις, το φουκαρά τον Αλέφαντο ;”.
Κι όμως ήταν αρκετά εγωιστής για να παριστάνει το θύμα. Πιο πολύ τον ενοχλούσε ότι του την έκλεψαν τη δόξα που θεωρούσε ότι του ανήκε. Κι ακόμα χειρότερα τον πλήγωσε που τον κατηγόρησαν ή , καλύτερα τον λοιδόρησαν, γιατί με ειλικρινή πικρία τη διεκδίκησε. “Βγες , κύριε Δούρο, να μιλήσεις. Είναι θέμα ζωής για εμένα." ζητούσε από το διαιτητή στην εκπομπή της Έλλης Στάη μετά το χαμένο πρωτάθλημα με τους ερυθρόλευκους το 2004. Ήταν το προπονητικό του ρέκβιεμ. Τον κορόιδεψαν με ευθυμία ασυγχώρητη σε όσους για τους δικούς λόγους πενθούν μιαν απώλεια.
Γι' αυτό ίσως στη συλλογική μνήμη των φιλάθλων, πιο πολύ από τα γηπεδικά του επιτεύγματα θα μείνει εμβληματική εκείνη η πρώτη στροφή του, αφιερωμένου στον ίδιο, τραγουδιού των “Παιδιών από τη Πάτρα” που έλεγε :“ Όταν με κατηγορούν- χωρίς να έχω φταίξει- θυμάμαι τον Αλέφαντο”.
Δημήτρης Παγαδάκης
Πρώτο ΘΕΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου