Κυριακή, Ιουλίου 26, 2020

24/7/2020 Πέθανε ο Σόλων Λέκκας

Καλό ταξίδι Σόλωνα 



Πέθανε σε ηλικία 74 ετών ο καταξιωμένος άνθρωπος του λαϊκού πολιτισμού στο νησί μας Σόλων Λέκκας έπειτα από μάχη που έδινε το τελευταίο διάστημα για τη ζωή του. Δυστυχώς χθες ο Σ. Λέκκας έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. 
Μια μεγάλη απώλεια που σκόρπισε θλίψη σε φίλους, συγγενείς και θαυμαστές του Σ. Λέκκα.
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα Σάββατο στις 3 μμ στο Καγιάνι. 
Κι ένα μικρό αφιέρωμα από το αρχείο του Lesvosnews.net
Ο Σόλωνας Λέκκας γεννήθηκε το 1946 στην Πηγή Λέσβου.  Είναι χτίστης και λιθοξόος, αλλά και καλλίφωνος τραγουδιστής. Η φωνη του παραπέπει στο θρύλο της μουσικής μας Σαμιώτη, Κώστα Ρούκουνα ! Κατέχει τους ελληνικούς τρόπους και δρόμους, όπως και τα τραγούδια  παραδοσιακά. Ο Σόλων Λέκκας είναι ένας αυθεντικά λαϊκός τραγουδιστής και χορευτής. Με τη χαρακτηριστική του φωνή τραγουδά όλα τα παλιά μυτιληνιά τραγούδια με την έντονη μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα βαριά. Ο πατέρας του, Ευστράτιος, ήταν χτίστης και είχε γεννηθεί στον Αφάλωνα, στην Ανατολική Λέσβο. Η καταγωγή του ήταν Αρβανίτικη από την περιοχή Λουτρακίου. Η μητέρα του Σόλωνα Δήμητρα εργαζόταν ως μοδίστρα στην Πηγή. Οι γονείς της προέρχονταν από την Πηγή και το Ίππειος, αλλά οι παππούδες της από τη Μικρασία. Ο Σόλωνας Λέκκας υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία τη διετία 1966-1968 στο Ναύπλιο, το Χαϊδάρι και την Πτολεμαΐδα. Έζησε στην Πηγή μέχρι το 1971, οπότε εγκαταστάθηκε στα Κεραμειά. Τη δεκαετία του 1980 μετοίκισε στη Μυτιλήνη. Σήμερα ζει στους Ταξιάρχες (Καγιάνι) Μυτιλήνης. Κυκλοφόρησαν με ιδιωτική πρωτοβουλία εκτος εμπορίου και εταιρειών, αρκετά cd με τίτλο "Οι Νόμοι του Σόλωνα" μεταξύ των φίλων του.  Το 2003 έγινε ιδιαίτερα γνωστός όταν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάστηκε με νέους μουσικούς της ανατολικής μουσικής και οι εμφανίσεις στο "Μπαμ τερλελέ" πραγματικά ήταν ανεπανάληπτες !!
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και χορευτής. Η ενασχόλησή του με το τραγούδι είναι συνεχής, ερασιτεχνική, αλλά και επαγγελματική, ιδιαίτερα την περίοδο 1969 - 1971. Για το μεράκι του στο τραγούδι ο ίδιος αναφέρει: «Εγώ όλους τους σκοπούς τους παλιούς τους ξέρω απ' έξω, πώς αρχινάει, πώς λέν' τα λόγια, πώς λέν' τ' αυτά. Είναι λίγοι οι μουσικάντηδες που τα ξέρουν και μπορεί να κάνουν κι ένα λαθάκ(ι), θα το καταλάβω. Μπορεί να μην ξέρω να γράψω το σκοπό, αλλά μπορώ να στον πω, πως είναι. [...] Θέλω να τραγουδώ κιόλας, τα τραγούδια αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, θέλω να τα παγαίνω σφυριχτά. Νομίζω ότι αυτό που κάνω γίνεται πιο όμορφο άμα σφυρίζω. Ενώ άμα κάθομαι έτσι ξερός (δηλαδή χωρίς τραγούδι), δεν μπορώ να σκεφτώ κιόλα». Όργανα Παίζει τουμπελέκι Πώς, πού και από ποιόν έμαθε
Τουμπελέκι έμαθε να παίζει μόνος του, κατείχε όμως ήδη καλά τους ρυθμούς των σκοπών που έπαιζε. «Τουμπελέκι στο χωριό μας παίζαν όλοι. Ε, άμα ξέρεις το ρυθμό, το σκοπό παίζεις, πρέπει να ξέρεις πού θα πατήσεις, πού θα χτυπήσεις».
Για την εκμάθηση των σκοπών και των τραγουδιών αναφέρει: «Αυτά τα πράματα δεν τα μαθαίνεις, σου 'ρχονται μοναχά αυτά. Δεν τα μαθαίνεις, δεν μπορείς να πας να σπουδάξεις χορευτής. Για να σπουδάξεις χορευτής, θα σε μάθει αυτός αυτό που θέλει, δε θα το μάθεις όπως το θες εσύ, από μέσα σου. Όποιος τραγουδάει, άμα δέσεις τα πάδια του και τα χέρια του, δε μπορεί να τραγουδήσει. Δε σπουδάζεται ο σκοπός, ούτ' ο χορός. Παλιά όλοι τον λέγαν τον σκοπό με το στόμα τους. Καθόταν στο καφενείο και τραγουδάγαν κανένα ζεϊμπέκικο, κάναν τάραν, τάραραν με το στόμα και τσ' άρεζε πιο πολύ έτσι, παρά με τη μουσική». Για τον χορό πάλι ο Σ. Λέκκας αναφέρει: «Εκεί στο σπίτι καμιά φορά μοναχός, σε κανένα χωράφι καμιά φορά χόρευα. Έτσι μοναχό τ' έρχεται, γιατί αυτοί οι χοροί είναι άλλοι».
«Εγώ από μικρός μ' αρέσαν αυτά τα τραγούδια, από το σχολειό που πηγαίναμε. Σχολειό που πηγαίναμε μ' έβαζ' ο δάσκαλος, πρώτο μ' έβαζε σειρά τραγούδια σχολικά, έτσι που λέγαμε. Τα μάθαινα έτσι ("απ' έξω")], τα θυμόμουν. Δεν τα γράφαμε, τα θυμόμασταν έτσι. Όλοι τότε τραγουδούσαμε παλιά, δε λέγαμε καινούρια». Πολύ σπάνια ακούγανε τα τραγούδια από το ραδιόφωνο ή το γραμμόφωνο. Τα περισσότερα τραγούδια τα έμαθε ακούγοντάς τα από Ο Νίκος Παραλής ("Λαβίδας"), από την Ερεσό παίζει ούτι και τραγουδάει μαζί με τον Σόλωνα Λέκκα από την Πηγή, σε ηχογράφηση του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" στη Μυτιλήνη το 1997.παλιούς μερακλήδες τραγουδιστές στα καφενεία και από ηλικιωμένους συγγενείς του. «Τ' ακούγαμε που τα λέγανε, τα τραγουδούσαν παρέες, παρέες. Και καθόνταν στο καφενείο, άμα καθόνταν δεν είχε τίποτ' άλλο να βάλουν, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα και λέγαν τραγούδια αυτοί. Χωρίς μουσική, με το στόμα έτσι λίγο. Καμιά φορά τον αμανέ τον λέγαν δυό κι έλεγ' ο ένας χαμηλά κι ο άλλος ψηλά. Δεν είχε μουσική, ο ένας έπαιρνε το χρόνο τ' αλλουνού. Είχε πολλοί που παίζανε σε νταβούλια, τουμπελέκια και λέγαν έτσι τραγούδια. Αλλά στο καφενείο μέσα δεν παίζαν. Το λέγαν έτσι, τραγουδούσαν χωρίς όργανα. Όλα τα τραγούδια, κάτι παλιά που λέγαν, τα λέγαν έτσι χωρίς όργανα. Όλ' αυτά τα τραγούδια τα ξέρω. Αυτά κι οι μουσικές που ερχόταν παίζαν αυτά τα τραγούδια. Κάτι ούτια που τα παίζαν, κάτι γέροι παίζαν αυτά τα τραγούδια».


Ενασχόληση με το τραγούδι στη στρατιωτική θητεία
«Παρουσιάστηκα στο Ναύπλιο το 1966, μετά πήγα στο Χαϊδάρι για εκπαίδευση Διαβιβαστής Μηχανικού. Πήρα μετάθεση στην Πτολεμαϊδα, έξι με οχτώ μήνες κάθησα εκεί, και μετά ξαναγύρισα πάλι στο Ναύπλιο κι απολύθηκα απ' το Ναύπλιο. Όποτε κάναν αυτά, γλέντια τέτοια, με φωνάζαν, τραγουδούσα. Κάναν μικρά γλέντια και τα μεγάλα που κάναν στις γιορτές, φωνάζαν όλους τους τραγουδιστές. Εμένα με βάζαν στο μικρόφωνο, με βάζαν και τραβούσα κι αμανέ εκεί. Είχα ένα φίλο έτσι, αυτός ήταν μωαμεθανός, Έλληνας, είχε ένα μπουζούκι, το 'χε ξεκουρδισμένο για να μοιάζει με ούτι κι έπαιζε ένα Ζεϊμπέκ-Χαβασί κι έριχνα μανέ. Οι μωαμεθανοί αυτοί δε λέν' αμανέ σαν το δικό μας. Εμείς έχουμε βυζαντινή μελωδία στον αμανέ, το γλυκό έτσι. Αυτοί το λένε κοφτά έτσι, μόνο οι χοτζάδες το λένε σαν το δικό μας, τελευταία. Μόνο στο ανέβασμα πάει πια σαν το δικό μας». Ρεπερτόριο Τραγουδάει όλα τα παλιά Μυτιληνιά τραγούδια, που φέρουν έντονη τη Μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες: «Στη Μυτιλήνη υπάρχουν οι μανέδες, οι καρσιλαμάδες οι παλιοί, τα ζεϊμπέκικα τα βαριά, εδώ στη Μυτιλήνη υπάρχουν, δεν είναι σ' άλλα μέρη. Δηλαδή τα βρήκαν εδώ οι Μικρασιάτες, μπορεί να ήρθαν, αλλά τα βρήκαν. Τα παραδοσιακά οι δικοί μας τα είχαν, είχαν μικρασιάτικα που λέν' πιο βαριά, είχαν τον «Αϊβαλιώτικο». Ήταν ένα η Μυτιλήνη με την Τουρκία, τ' Αϊβαλί, πήγαιναν-ερχόταν, και ξέραν οι δικοί μας τα μικρασιάτικα, πιο πολύ τα ξέραν. Τα ίδια τα έθιμα, στολή κι αυτά είχαν οι Μυτιληνιοί κι οι Μικρασιάτες κοντά μας που 'ναι, Αϊβαλί, Πέργαμο, τα ίδια ήταν. [...] Οι άντρες τραβούσαν αμανέ πιο πολύ. Ας πούμε αν έκανε καντάδα κανένας σε μια κοπέλα, της έκανε μ' αμανέ».
Τραγουδάει επίσης τοπικά αποκριάτικα τραγούδια, «αδιάντροπα», που περιέχουν άσεμνα λόγια, καθώς και αφηγηματικά τραγούδια και παραλογές, που προσαρμόζονται στον «αποκριάτικο σκοπό». «Τις απόκριες λέν' ειδικά τραγούδια εκεί στην Πηγή. Λένε τραγούδια που έχουν γίνει ιστορίες παλιές. Τις αποκριές είναι η μέρα αυτή που λες τα τραγούδια που περάσαν. Δεν το λένε σ' άλλη ευκαιρία. Είναι πολύ παλιά αυτά και τα λέγαν αυτά σαν ιστορία. Αυτά λέμε στην Πηγή και τα κάλαντα που είν' αδιάντροπα, έτσι. Τα λέμε σε χώρο που δεν έχει γυναίκες, σε καφενεία, σε αυτά. Τις απόκριες γινόταν παρέες έτσι την Κυριακή το βράδυ, αυτοί που 'ταν για να κάνουν τις απόκριες, όσες παρέες, αυτή την ώρα τρώγαν και πίναν, πίναν στο καφενείο και το πρωί μουτζουρωνόταν. Είχε ένας ανοιχτή μπογιά και σε μουτζούρωνε. Άμα σε μουτζούρωνε, άμα σ' έκανε σταυρό έτσι εδώ στο μάγουλο ή στο κούτελο, δε μπορούσες να φύγεις. Και άλλοι ντυνόταν καρναβάλια, έτσι γυρίζαν στο χωριό, τρείς, τέσσερεις - πέντε παρέες και λέγαν τα τραγούδια αυτά». Τραγουδάει ακόμα κάποια κλέφτικα και ακριτικά τραγούδια. Όλα αυτά τα έμαθε ο ίδιος από παλιούς ηλικιωμένους συγχωριανούς και συγγενείς του τραγουδιστές.

Από το 1969 μέχρι το 1971 ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδούσε επαγγελματικά σε πανηγύρια και καφενεία: «Τότε ήταν αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, λέγαμε τα παλιά, αμανέδες, το μπάλλο, το λέγαμε στο συρτό απάνω, έπρεπε να πεις μπάλλο στο συρτό... Αυτά του Τσαουσάκη, αυτά τα λέμε, έρχονται προς το μικρασιάτικο. Βαμβακάρη παραγγέλναν κανένα, αν λέγαμε έτσι. Μπαγιαντέρα, του άλλου του Στελλάκη (Περπινιάδη). Γαβαλά δεν έλεγα. Ένας άλλος φίλος είναι, τα 'λεγε. Αυτός τραγουδούσε λίγο πιο αλλιώς, δεν πήγαινε προς το μικρασιάτικο. Και τα κρητικά μ' αρέσουν και το κλέφτικο μ' αρέσει πολύ και το τραγουδάω κιόλας, και τα ηπειρώτικα τα λέω».
«Μετά (στις αρχές της δεκαετίας του 1970) πιάσαν και χαλούσαν δεν τα πολυθέλαν τα παλιά, βγήκαν οι δίσκοι. Τα Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά τα παλιά δεν τα πολυθέλαν, θέλαν λαϊκά, εγώ δεν τα 'θελα αυτά, αλλά ο κόσμος δεν τα 'θελε τα παλιά. Από τότες χαλαστήκαν, απ' το '70 κάτι σκοποί πιάσαν και παίζαν στα γρήγορα. Μόνο κάτι παλιοί τα ζητούσαν, ενώ οι άλλοι θέλαν όλο λαϊκά πιο πολύ. Άμα ακούγαν Μικρασιάτικα, κάνα(ν) αμανέ, λέγαν "ωω χωριάτικα", προπάντων οι νέοι. Τότες είχε βγει ένα τραγούδι "Ψίλοι στ' αυτιά μου μπήκανε", το 'λεγα λίγο αυτό, μόνο αυτό. Εγώ λέω μόνο τα παραδοσιακά τα παλιά, Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά, αμανέδες, τον μπάλλο, όπως το λέμ' εδώ στη Μυτιλήνη. Στα τελευταία στα πανηγύρια λέγαμε και κάνα-δυό αμανέδες, έτσι σαν κλείσιμο. [...] Η "Αϊσέ" είναι όπως το λένε αυτόν «Καρεκλάτο» τώρα τον ονομάζουν, ενώ παλιά ήταν "Αϊσέ", είναι ένας χορός λίγο πηδηχτός, ευκίνητος πολύ. Οι παλιοί δεν το ξέραν "καρεκλάτο", το γυρίσαν και το λέν' τώρα. Στα πανηγύρια τελειώναμε με τον "πηδηχτόν", γρήγορο, ξέραν, "θα βάλουμε τον «πηδηχτόν"».
Ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδάει επίσης κάποια τραγούδια με τουρκικούς στίχους. «Με τούρκικα λόγια ξέρω ελάχιστα τραγούδια, τον «Τσάκιτζη», τον «Ντόκτορ», τον «Κιόρογλου» , παλιά είχε λόγια, δεν τα θυμάμαι, όχι. Γιατί θέλει να πει ότι βγήκε ένα παληκάρι, ένα παληκάρι ήταν μόνο, του Κιορ ο γιός. Ο «Κιόρογλους» είναι ένας χορός που οι παλιοί τον λέγαν «Πεχλιβάνης», που θα πεί παλληκαράς, γι' αυτό οι παλιοί τον χορεύαν με τα μαχαίρια, όχι σαν τώρα, πάνω στα άλογα. Έχει λόγια, λέγει το τραγούδι, ένα παλληκάρι είναι στο χωριό μέσα, ο Κιόρ, "του στραβού ο γιός". Αυτός ο Κιόρογλου ήταν απ' το Μπαμπά, ένα μέρος της Μικρασίας, προς το Μόλυβο εκεί, γι' αυτό τα παλιά λόγια λένε «Μπένιμ Κιόρογλου Μπαμπακτσή». Την ημέρα του Αγίου Χαραλάμπους, πάλευαν, με όποιον πάλευε νικούσε. Οι καινούριοι μουσικοί το ξέρουν σαν «Κιόρογλου» το κομμάτι, οι παλιοί σαν «Πεχλιβάνη». Τον «Κιόρογλου» άρχισαν να το παίζουν με τα άλογα οι κανούργιοι καβαλαροί. Αυτόν τον χορεύαν με τα μαχαίρια. Ήταν στολισμένα τα άλογα, αλλά βάζαν τα «Ξύλα» και τον «Κιόρογλου», μ' αυτά αρχινούσε, ήταν ο σκοπός των αλόγων, των καβαλαρέων. Μέχρι τώρα αυτό, αυτοί τσοι σκοποί έχουν με τα άλογα. Αυτοί οι σκοποί ήταν του δρόμου, και χορευτικά είναι. Τα «Ξύλα» το χορεύουν συρτό, όταν συνοδεύουν τον ταύρο στου Αγίου Χαραλάμπη, παίζουν το σκοπό αυτό τον «Κιόρογλου» και τα «Ξύλα». Ο «Κιόρογλου» είναι προς το ζεϊμπέκικο, είναι και του δρόμου και χορευτικοί σκοποί. [...] Και το άλλο που λέμε είναι «Η Χανούμ», είναι το «(Ι)μιτλερίμ», επειδής αρχίζει με το «(Ι)μιτλερίμ», ενώ λέγεται «Χανούμ». Άμα το πεις «Χανούμ» μπορεί να μην το ξέρει να πούμε, ενώ άμα πεις «(Ι)μιτλερίμ» ξέρει ο άλλος, όπως ξεκινά να πούμε».
.Για τον χορό ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Παλιά γλεντούσαν ο κόσμος και οι γέροι ακόμα γλεντούσαν. Άμα σηκωνόταν ο γέρος να χορέψει ένα σκοπό, τί σκοπό θα χορέψει; το βαρύμαγκα, βαρύ σκοπό χορεύει. Δυό χορεύαν στο συρτό, δυό στον καρσιλαμά, δυό στο ζεϊμπέκικο, μπορεί και μοναχός ιτ κανένας, αλλά συνήθως δυό σηκωνόταν και χορεύαν. Για να ζυγάει τα μάτια τ' αλλουνού, να βλέπει ο ένας τον άλλο. Εγώ, έβλεπες στο μαγαζί η κίνηση που είχα, γέμιζε, ήταν χορός. Μόνο που γονάτιζαν λίγο έτσι και για να σηκωθούν, ήταν χορός, για να σηκωθούν με το ρυθμό, ναι. Οι παλιοί που χορεύαν σκοπούς με τα μαχαίρια, τα χτυπούσαν πά(νω) στο σκοπό, στο σκοπό πάνω γινόταν αυτό, όχι με τα σχέδια που θα κάνεις. Να είναι ίδιο με το χορό και η κίνηση που θα κάνεις».


Ποιές πόλεις / χωριά έχει επισκεφτεί για επαγγελματικούς λόγους
Μόρια. «Παίζαμε και κάθε Σαββατοκύριακο σ' ένα εξοχικό στον Άγιο Γιάννη στη Μόρια, όχι με την Αγιασώτισσα τη μουσική, με τον Μυρογιάννη, αλλά και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη) στο κλαρίνο. Αλλά δεν μας πλήρωνε το καφενείο, χαρτούρα παίρναμε. Μόνο τα έξοδα μετακίνησης μας έδινε».
Έχει τραγουδήσει επαγγελματικά, σε συνεργασία με Λέσβιους μουσικούς και σε άλλα χωριά της Λέσβου, όπως: Νέες Κυδωνιές (Μπαλτζίκι), Πολυχνίτος, Ταξιάρχες (Καγιάνι).
Τραγουδούσε στα πανηγύρια της Πηγής, που γίνονται στην Αγία Παρασκευή, μέσα στο χωριό και στα εξωκκλήσια του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίνας και του Άγιου Χαράλαμπου, καθώς και σε άλλα πανηγύρια και διασκεδάσεις στα σπίτια και στα καφενεία της ευρύτερης περιφέρειας της Πηγής και της Μυτιλήνης. «Πανηγύρια, στην Καλλονή, στον Αη Γιάννη στη Μόρια, στα Μυστεγνά, Πολυχνίτο, Καγιάνι. Στον Αη Γιάνη στη Μόρια είχε κέντρο. Ένα, αυτό, δεν είχε άλλο εκεί. Ένα αυτό ήταν ο Αη Γιάννης, πήγαινε ένας κι έβαζε μουσική το βράδυ, πήγαινε ο κόσμος καθότανε. Εγώ ήμουνα και νέος βέβαια τότε, (αρχές του '70). Μόλις σηκωνόταν τότε να χορέψουν, βάζαν το συρτό. Έπρεπε να τραγουδάς στο συρτό. Άμα το 'βαζε έπρεπε να το πεις κιόλα».
Με ποιούς μουσικούς έχει συνεργαστεί επαγγελματικά και πότε
«Μ' όλους τους μουσικάντηδες έχω τραγουδήσει εγώ. Μ' άρεσε τότε η μουσική έτσι, μ' άρεσε τόσο πολύ ας πούμε και με γνώρισαν κάποιοι και με λέει πες ένα τραγούδι... Μόλις απολύθηκα από φαντάρος, το '69 με '72, τραγουδούσα. Με τον Χαρίλαο (Ρόδανο) βιολί, το «Καζίνο» (Ζαφειρίου) τον Ευριπίδη, κι ο γιός του ήταν σαντούρι, ο Κώστας (Ζαφειρίου), έπαιζε σαντούρι και μπουζούκι και ήταν και ο άλλος η «Παγώνα» (Δημήτρης Αγρίτης) που έπαιζε «τζαζ» (ντραμς), ο «Κακούργος» (Γιάννης Σουσαμλής) ο σαντούρι και πολλοί άλλοι απ' την Αγιάσο. Πήγαινα και με άλλοι μετά. Παίρναν τηλέφωνο, άλλη φορά εδώ στη Μυτιλήνη, ήταν το «Κρυστάλ» στη Μυτιλήνη κι ανταμώναμε εκεί και φεύγαμε, με τους Μυτιληνιούς. Μετά, η άλλη η Μυτιληνιά η μουσική, ήταν ο Γκρέκας που έπαιζε μπουζούκι, αλλά δεν ήταν τόσο καλός, είχε όμως τα μηχανήματα. Μετά ήταν ένας βιολιτζής, ο Γιώργος Μυρογιάννης, έπαιζε πολύ ωραίο βιολί και είχαμε και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη)απ' την Αγιάσο, το κλαρίνο. Είχαμε κι έναν άλλον τον Μιχάλη, απ' το Καγιάνι κι έπαιζε μπάσο... Κι ο «Σελέμης» (Στρατής Σουσαμλής) έπαιζε ωραίο κλαρίνο απ' την Αγιάσο. Απ' το '71 και μετά, που παντρεύτηκα, τραγουδάω μόνο έτσι, ερασιτεχνικά».
Αμοιβή σε είδος, αμοιβή σε χρήμα ή άλλα ωφέλη
Για την περίοδο 1969-1971 που εργαζόταν επαγγελματικά ως τραγουδιστής ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Εγώ θυμάμαι το πιο πολύ που παίρναμε, 1.200 δραχμές ο καθένας, βγάζαμε για το μηχάνημα, έπαιρνε κι αυτός ένα μερίδιο ακόμα, δηλαδή αν παίρναμε εμείς 1.200 έπαιρνε 1.000, 800 δραχμές το μηχάνημα. Τότε θυμάμαι παίρναμε 1.200 δραχμές μεροκάματο, 700, 800 δραχμές, αλλά ήταν γερά. Τότε ήταν το (εργατικό) μεροκάματο 100 δραχμές, το '70».
Όταν τραγουδάει ερασιτεχνικά όμως δεν δέχεται αμοιβή: «Ολ' αυτά τα τραγούδια, δε τα λέω επειδή με λές: «πε' ένα τραγούδ'», μ' αρέσει. Δε λέω να πληρωθώ. Γιατί αν με πεις «έλα να σε πληρώσω να με τα πεις», δε θα, σα να σε κοροϊδεύω. Άλλο τραγουδιστής κι άλλο μερακλής. Είν' η διαφορά μεγάλη».
Ποιοί άλλοι μουσικοί ή τραγουδιστές υπάρχουν στην οικογένεια
- Γιάννης και Μιχάλης, θείοι του, αδερφοί της μητέρας του. «Είναι πολύ καλοί τραγουδισταί. Αυτοί τραγουδούσαν τα Μικρασιάτικα, μανέδες, τα ντόπια, αυτά που λέγαν εδώ. Τέτοια, πιο πολύ ήταν οι αμανέδες τότες. Ελαφρά τραγούδια δεν λέγαν. Μπορούσαν να τα πούν, αλλά τα λέγαν άλλοι. Αυτοί λέγαν κάτι τραγούδια τα παλιά αυτά».
- Αργυρώ και Ελπινίκη, αδερφές του, κατοικούν στην Πηγή. «Μόνο οι αδερφές μου τραγουδούν. Αυτές ξέρουν, τραγουδούν ωραία».
(Το Βιογραφικό Σημείωμα του Σόλωνα Λέκκα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", το Μάρτιο, το Μάϊο και το Νοέμβριο του 1997 στη Μυτιλήνη).

Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2020

Γιάννης Πετρίδης. Ο παγκόσμιος μουσικός παραγωγός και μουσικοσυλλέκτης θρύλος!!

Γιάννης Πετρίδης: Ο άνθρωπος που μας έμαθε να ακούμε ξένη μουσική ...

Γιάννης Πετρίδης: Ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον χώρο της μουσικής αφηγείται τη ζωή του στο LIFO.gr

Υπεύθυνος για τη μακροβιότερη ραδιοφωνική εκπομπή, κάτοχος μίας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές μουσικές συλλογές στον κόσμο, αθεράπευτα ερωτευμένος με τη μουσική.


Γεννήθηκα αμέσως μετά τον πόλεμο και τα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Ζήνωνος, σε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια, στο καθένα από τα οποία ζούσε και μια οικογένεια, με κοινή κουζίνα και κοινή εξωτερική τουαλέτα. Όταν χώρισαν οι γονείς μου, πήγα με τον πατέρα μου στην Αγια-Σοφιά στον Πειραιά, σε μια συνοικία που θύμιζε επαρχία, με μπάλα στους δρόμους και γειτόνισσες που έβγαιναν και κουτσομπόλευαν τα απογεύματα. Μετά μετακομίσαμε στην Άνω Κυψέλη, στα Τουρκοβούνια, όπου έζησα από το '53 μέχρι και τη δεκαετία του '70. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας, είχε κουρείο στη Ζωοδόχου Πηγής και, μεγαλώνοντας, όλη μου η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν τα Εξάρχεια της δεκαετίας του '50 και του '60. Δεν είχαμε καθόλου χρήματα, το κουρείο της εποχής εκείνης δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά κομμωτήρια. Μετά το σχολείο πήγαινα και σκούπιζα τους πελάτες για να βγάλω χαρτζιλίκι και περνούσα την υπόλοιπη μέρα ανάμεσα στους πελάτες – κάποιοι ήταν σπουδαία ονόματα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού. Ένας από αυτούς, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, ήταν ο Μάνος Κατράκης και οι συζητήσεις που άκουγα, όταν με έπαιρναν μαζί τους στις ταβέρνες, σε συνδυασμό με την παραμονή μου στο κουρείο έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.

· Πήγα στο Β' Γυμνάσιο, ένα θρυλικό γυμνάσιο με έναν γυμνασιάρχη πολύ αυστηρό, τον κ. Πάτρα, και έμεινα στις δύο πρώτες τάξεις. Το σχολείο ήταν δύσκολο για μένα, επειδή δούλευα τα απογεύματα, αλλά ευτυχώς γρήγορα με μετέφεραν σε νυχτερινό, στο Όγδοο στην Πατησίων, στην πλατεία Αμερικής. Στην εφηβεία μου δούλευα, διάβαζα τα απογεύματα και μετά πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια και γύρναγα πάλι με τα πόδια για να γλιτώσω το εισιτήριο, διασχίζοντας δύο φορές το βουνό. Το βράδυ έκανα μία ώρα να φτάσω στο σπίτι μου, αλλά δεν με ενοχλούσε καθόλου, γιατί οι περισσότεροι νέοι μεγάλωναν με αυτό τον τρόπο.

· Αγαπούσα πολύ το σινεμά κι έτρεχα να δω τις ταινίες στο κέντρο της Αθήνας (στο Τιτάνια, στον Ορφέα και σε όλα τα άλλα), και μετά πήγαινα στα δισκάδικα για να ακούσω δίσκους. Δεν είχα χρήματα να αγοράσω, αλλά υπήρχε το Mambo, στην αρχή της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, όπου μπορούσες να ακούσεις τα καινούργια με ακουστικά. Ή έμπαινες σε ένα δωματιάκι και άκουγες τον δίσκο που θα αγόραζες. Τη δισκοθήκη μου την ξεκίνησα από τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι, παίρνοντας δίσκους από δεύτερο χέρι σε μια εποχή που κανείς δεν ενδιαφερόταν να κάνει συλλογή τραγουδιών, και μάλιστα στο ρεπερτόριο που ενδιέφερε εμένα: τα ξένα τραγούδια. Έτσι, έχω πάρει χιλιάδες δίσκους με το χαρτζιλίκι της εβδομάδας.

· Το πιο μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μου το έκανα τη δεκαετία του '70, τα Σαββατοκύριακα, από τους δίσκους Αμερικανών της Αμερικάνικης Βάσης που ξαναγύριζαν στην πατρίδα τους ή έπαιρναν μετάθεση για κάπου αλλού. Κάθε Παρασκευή υπήρχαν στα «Νέα» αγγελίες ανθρώπων που μετακόμιζαν και πουλούσαν τα πράγματά τους, ανάμεσα σε αυτά και δίσκους που ήταν απόλυτα δυσεύρετοι τότε στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τον Κώστα Ζουγρή και τριγυρνάγαμε πάνω-κάτω τους δρόμους της Γλυφάδας μέχρι να βρούμε τις διευθύνσεις αυτών που έφευγαν και ο ενθουσιασμός μας, όταν παίρναμε στα χέρια μας κάποια άλμπουμ, ήταν τεράστιος. Εδώ δεν τα ήξερε κανείς.

· Ήμουν από μικρός του διαβάσματος και όνειρό μου, όταν ήμουν παιδί, ήταν να έχω το δικό μου περιοδικό. Έφτιαχνα έτσι ένα περιοδικάκι με καλλιτεχνικά νέα, αθλητικά, ακόμα και διάφορα για το σκάκι, που το διάβαζα στα πιτσιρίκια της γειτονιάς στην Άνω Κυψέλη. Έλεγα ότι αυτή ήταν η εφημερίδα της εποχής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτιαχνα αργότερα το «Ποπ & Ροκ» και θα έμπαινα στη δημοσιογραφία.

· Αυτό που άκουγα τη δεκαετία του '50 και του '60 ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, που διαμόρφωσε την άποψή μου για το ελληνικό τραγούδι. Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα σε μία από τις καλύτερες εικοσαετίες για το ξένο και το ελληνικό τραγούδι, από τα μέσα του '50 μέχρι το '75. Ήμουν οπαδός του ελληνικού τραγουδιού του '50: Μαίρη Λω, Νάνα Μούσχουρη, όσων έπαιζε το ραδιόφωνο του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, των καταπληκτικών τραγουδιών των δύο κορυφαίων συνθετών. Τότε δεν ξέραμε τι είναι ο κάθε συνθέτης και αν ψάξετε στις εφημερίδες της εποχής, ελάχιστα πράγματα γράφονταν για τη μουσική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν από τα πρώτα πράγματα που άκουσα στο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού που γινόταν τότε. Χαίρομαι που στα παιδικά μου χρόνια πήγαινα κι έβλεπα τις συναυλίες που έδινε ο Μίκης το '60 σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο είχαμε κάνει σκασιαρχείο με έναν φίλο μου για να δούμε το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού του Θεοδωράκη, όπου έπαιζαν ο Μάνος Κατράκης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ήταν μεγάλη μου αγάπη το θέατρο και οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό, κυρίως σε επιθεωρήσεις. Στις επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής έπαιζαν καταπληκτικά ονόματα του κινηματογράφου, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μαίρη Λίντα, κι εμείς, η πιτσιρικαρία, πηγαίναμε μπροστά την ώρα που έβγαιναν η Σπεράντζα Βρανά και η Μάγια Μελάγια με τα φτερά και τα σκισίματα στα φορέματα για να δούμε τα μπούτια τους και τα πόδια τους. Δεν ήταν εύκολο να βρεις γυναίκα να δείχνει τα πόδια της εκείνη την εποχή. Ήμουν φανατικός του ζευγαριού Λαμπέτη-Χορν κι έχω δει τις περισσότερες από τις σπουδαίες παραστάσεις στις οποίες ήταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Είμαι ευτυχισμένος που έχω δει την Κατίνα Παξινού στο θέατρο, στη Μάνα Κουράγιο, και πάντα θα με συνοδεύει στη ζωή μου ο τρόπος που διάβαζε στο ραδιόφωνο τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Τη διάβαζε με τέτοιον επιβλητικό τρόπο, που έτρεμα από τον φόβο και κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα στις τρομακτικές σκηνές. Τόσο πολύ είχα φοβηθεί μόνο όταν είδα ανυποψίαστος το Ψυχώ του Χίτσκοκ στο σινεμά. Είχα πάει στον εξώστη στα 17 να το δω, ένα παιδί που δεν είχε ξαναδεί τέτοιες ταινίες. Την ίδια εποχή έβλεπα και Φελίνι και Μπέργκμαν, αλλά, από την άλλη, μου άρεσαν και οι Δράκουλες του Κρίστοφερ Λι και τα καουμπόικα του Σέρτζιο Λεόνε. Όλα τα έβλεπα. Ήξερα σε τι με βοηθάει ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν, αλλά διασκέδαζα βλέποντας ταινίες που ίσως τότε δεν τις είχαν σε υπόληψη.

· Τη δεκαετία του '60, κι ενώ υπηρετούσα στη Λάρισα, μας ανακοίνωσε ο διοικητής του τάγματος όπου ήμουν, στις Διαβιβάσεις, ότι ήθελαν να κάνουν μια θεατρική παράσταση και έψαχνε κάποιον να βάλει τη μουσική επένδυση. Λέω «εδώ είμαστε». Έβαλα Σκαλκώτα στο θεατρικό, αλλά έπιασα παρτίδες με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης από τον διοικητή που ήταν στη θεατρική παράσταση και λέω: «Ξέρω μερικά πράγματα από τραγούδια». Πριν από 50 χρόνια ξεκινάω την καριέρα μου στο ραδιόφωνο, λοιπόν, στον στρατιωτικό σταθμό ΥΕΝΕΔ. Είχα τρελαθεί που άρχισα να βάζω τους Birds και τους Doors στη Λάρισα και άρχισα να μαζεύω «τρελούς» από όλη τη Θεσσαλία – με τους πιο φανατικούς στη Μαγνησία. Τα ξένα που έπαιζε το ραδιόφωνο τότε ήταν κυρίως ιταλικά, στα οποία δεν ήμουν αντίθετος, αλλά ήμουν γκαζωμένος να παίξω κι άλλα πράγματα. Ήμουν ο μόνος που το έκανε. Άρχισαν να στέλνουν τόσο πολλά γράμματα στον σταθμό και είχε τέτοια ανταπόκριση, που με έβαλαν να κάνω κάθε μέρα εκπομπή, γιατί ήθελαν ακροαματικότητα. Με πλησίαζαν αξιωματικοί και μου έλεγαν «βάλε ξανά το "Waterloo Sunset" των Kinks» ή «έβαλες Animals» κι εγώ καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Με όλα αυτά πέρασα πολύ καλά στη διάρκεια της θητείας μου.

· Λίγο πριν τελειώσω τον στρατό, σκέφτηκα ότι αυτό ήθελα να συνεχίσω να κάνω. Πριν παρουσιαστώ, είχα πήξει γιατί έκανα διάφορες δουλειές, αλλά καμία δεν μου άρεσε. Έπειτα από λίγες εβδομάδες πήγαινα σε άλλη. Στέλνω, λοιπόν, μια ταινία στη Music Box – η πρώτη μεγάλη στιγμή στην καριέρα μου. Ήταν μια ιστορική εταιρεία που είχε όλο το ξένο τραγούδι εκείνη την εποχή, ενώ όλες οι άλλες προωθούσαν περισσότερο το ελληνικό – και δικαίως, γιατί ήμασταν στη δεκαετία του '60, όταν το ελληνικό τραγούδι ήταν πολύ σπουδαίο. Ο Μαρτέν και η Μαρίκα Γκεσάρ είχαν έρθει κυνηγημένοι από την Κωνσταντινούπολη και άνοιξαν αυτή την εταιρεία, παίρνοντας όλες τις εταιρείες του ξένου ρεπερτορίου. Παίρνει ο Μαρτέν την ταινία, την ακούει και μου λέει: «Έλα να κάνεις ραδιοφωνικές εκπομπές εδώ». Έτσι ξεκίνησα τις εκπομπές για τη Music Box. Μπορεί να ξεκίνησα κάνοντας διαφημιστικές εκπομπές και να ήμουν περιορισμένος να βάζω μουσικές μόνο μιας εταιρείας, αλλά αυτή η εταιρεία είχε τα άπαντα. Τότε κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα δίσκοι 33 στροφών από εμένα στη Music Box που δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν άλλη εποχή, όπως το heavy metal των Steppenwolf και το άλμπουμ των Blood Sweat & Tears. Άρχισε να ανεβαίνει έτσι η κίνηση στους δίσκους μακράς διαρκείας.

· Ο δεύτερος άνθρωπος που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου είναι ο Νίκος Αντύπας της Polygram (της σημερινής Universal). Με ζήτησε και πήγα. Εκεί η καριέρα μου απογειώθηκε. Βρήκα μια πολυεθνική εταιρεία που έβγαζε από τη μια Μαρκόπουλο και από την άλλη Led Zeppelin και με άφησαν να κυκλοφορώ στην Ελλάδα πράγματα που δεν είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε: τους Iron Butterfly του «In-a-gadda-da-vida», ενός πολύ αγαπημένου μου κομματιού που είχα τρελαθεί να το επιβάλω, το «Sticky Fingers» και το «Exile on main street» των Rolling Stones, το «Honky Dory» και το «Ziggy Stardust» του David Bowie – το οποίο σε έναν χρόνο είχε πουλήσει μόνο 80 κομμάτια. Σιγά-σιγά έβλεπα ότι η μουσική άλλαζε και στα μέσα της δεκαετίας του '70 πήγαινε σε μια νέα γενιά, που ήταν το punk. Η εταιρεία μού είχε δώσει την ευκαιρία να κάνω τα πρώτα μου μεγάλα ταξίδια, να βγαίνω στο εξωτερικό σε μεγάλα συνέδρια και να κάνω γνωριμίες με ξένους ανθρώπους από εταιρείες δίσκων που επέκτειναν τον κύκλο μου σε πολύ μεγάλη μερίδα ανθρώπων, με τους οποίους μπορούσα να ανταλλάσσω απόψεις για τη μουσική.

· Το 1976-77, όταν είχε βγει στη Virgin το «Tubular Bells» του Michael Oldfield και μετά το άλμπουμ των Sex Pistols, τρελαίνομαι και λέω «πρέπει να πάρω αυτή την εταιρεία». Πάω, λοιπόν, στα γραφεία τους στην Portobello Road, μέσα στην αγορά των μεταχειρισμένων, και, εκεί που ήμουν συνηθισμένος στα μεγάλα γραφεία και τη χλιδή της Phillips και της Polydor, βλέπω μια αποθήκη με ένα γραφείο τόσο δα και τους δίσκους σε κιβώτια. Αυτό ήταν το στάτους των ανεξάρτητων εταιρειών που γεννήθηκαν τότε και ανανέωσαν τη μουσική. Εκεί ήταν ο υπεύθυνος της Ευρώπης, ο οποίος είδε έναν τρελό από την Ελλάδα να τους λέει για τους XTC και τα άλλα συγκροτήματά τους. Έτσι κατάφερα να πάρω τη Virgin για την Polygram, μαζί με όλη την ανεξάρτητη σκηνή της Βρετανίας. Πήρα τη Rough Trade πριν καν βγάλει τους Smiths –τότε είχε τους Fall– γιατί έβλεπα ότι κάτι ερχόταν. Πήρα τη Mute γιατί είχε τους Birthday Party, πριν βγάλει τους Depeche Mode, την Beggars Banquet. Έφτασα να συνεργάζομαι με τον Martin Mills, έναν φοβερό τύπο, στην ηλικία μου, που έβγαλε ό,τι πιο προοδευτικό στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής και συνεχίζει και τώρα. Τελευταίο του επίτευγμα είναι η Adele. Μετά, έβγαλα στα '80s όλη τη σκηνή του Λος Άντζελες που γεννιόταν τότε, βασισμένη στον ήχο των Birds, τα ονόματα της Enigma, όπως οι Green on Red και οι Rain Parade.

· Η υπεύθυνη του ξένου ρεπερτορίου στη Virgin είχε πολύ καλή σχέση μαζί μου και με πρότεινε να γίνω διευθυντής του υποκαταστήματος της Virgin που άνοιγε στην Ελλάδα. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό – η τύχη θεωρώ ότι παίζει τεράστιο ρόλο, αλλά για να πετύχεις κάτι, πρέπει παράλληλα να έχεις και ικανότητες. Μου δίνουν, λοιπόν, μια διεύθυνση όπου θα συναντούσα τον Richard Branson στο Λονδίνο, σε κάτι παραπόταμους στα κανάλια του Τάμεση, σε μια παράξενη συνοικία. Πάω ψάχνοντας και τελικά ανακαλύπτω ότι μένει σε μια βάρκα! Δίπλα του ήταν η κοπέλα που γνώριζα και με είχε προτείνει και πριν αρχίσει να μιλάει, λέω: «Πρέπει να σας πω κάτι. Εγώ δεν έχω σπουδάσει Οικονομικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από άποψη budget. Για να γίνω διευθυντής σε μια εταιρεία πρέπει να ξέρω και τέτοια». Και μου λέει ο Branson: «Καλύτερα ακόμα. Εμένα με ενδιαφέρει αυτό που είσαι και την εταιρεία μου την ενδιαφέρει μόνο η μουσική. Θα σου βάλουμε έναν λογιστή από δίπλα, που θα κάνει όλη τη δουλειά». Κατάλαβα ότι ήταν άνθρωποι σαν κι εμένα και άνοιξα μια εταιρεία στην Ελλάδα ανάλογη με αυτή που ήταν έξω, σε ένα σπιτάκι με δύο γραφεία, μακριά από τις άλλες εταιρείες στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής. Κι όλοι έλεγαν πού θα πάει, θα κλείσει...

· Υπάρχουν κάποια παιδιά που ακούν τη μουσική όπως παλιά. Στο σύνολο όμως είναι επιδερμικός ο τρόπος που ακούνε μουσική. Είναι στο κομπιούτερ και την ακούν σαν χαλί κι αυτό για μένα είναι το χειρότερο, ότι την απαξιώνουν εντελώς τη μουσική. Για να καταλάβει κάποιος τη διαφορά, στη δεκαετία του ’70 που ήρθε και το hi-fi και  πήραμε και τα καλύτερα μηχανήματα, -τότε που έβγαλαν οι Pink Floyd το Dark Side of the Moon- θυμάμαι πως καθόμασταν στο δωμάτιό μας ή σε σπίτια φίλων και καπνίζαμε και ακούγαμε καθηλωμένοι. Βάζαμε το δίσκο στο πικ-απ και ήταν σαν να βλέπαμε τηλεόραση. Καθόμασταν αμίλητοι, σαν Παναγίες για 45 λεπτά και ακούγαμε Led Zeppelin ή οτιδήποτε άλλο εκείνης της εποχής και περιμέναμε με τα μάτια αντιδράσεις για να δούμε πιο κομμάτι μας άρεσε περισσότερο. Αυτό φαίνεται κάπως υπερβολικό τώρα, αλλά νομίζω πως αγαπήσαμε τη μουσική περισσότερο.

· Το ροκ είναι μια ξένη μουσική για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλού είναι οι καταβολές μας. Πας σε δεκάδες κέντρα και βάζεις ένα φοβερό ροκ τραγούδι και από την άλλη ένα ελληνικό, πού νομίζεις ότι θα γίνει ο χαμός; To ροκ για τις πατρίδες του, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κι ακόμα παίζει. Η άποψή μου είναι ότι μετά το ’90 οτιδήποτε βγαίνει είναι μια ανακυκλωμένη μουσική. Γι’ αυτό σε οτιδήποτε νέο ακούμε κάνουμε αναφορές στα ακούσματα προηγούμενων δεκαετιών. Η άποψη μου είναι ότι το ροκ θα υπάρχει πάντοτε, -όπως υπάρχει το μπλουζ, όπως υπάρχει η τζαζ- κλείνοντας τον κύκλο του και θα περιμένουμε κάθε χρόνο να έρθει ένας καινούριος Jack White, ένας καινούριος Alex Turner, ένα καινούριο παιδί που θα μπορεί να συνεχίσει το ροκ, όπως υπάρχουν και νεαροί του μπλουζ που συνεχίζουν αυτό που έκαναν οι μεγάλοι. Από κει και πέρα, τίποτα άλλο δεν μπορούμε να περιμένουμε.

· Σε ένα από τα συνέδρια που πήγαινα από όσα οργάνωναν οι δισκογραφικές εταιρίες, το ’84-85 στη Νέα Υόρκη, ο Daniel Miller της Mute με έβαλε καθίσω δίπλα στον Seymour Stein, τον ιδρυτή της Sire ο οποίος ανακάλυψε τους Ramones, τους Talking Heads και την Madonna και προώθησε στην Αμερική ονόματα όπως τους Depeche Mode, τους Smiths και τους Cure. Πιάσαμε κουβέντα για μουσική και ενώ μιλάμε για ένα σωρό, κάποια στιγμή μου λέει "θα σου πω έναν τίτλο και αν ξέρεις να μου τραγουδήσεις το κομμάτι θα σε βάλω στην επιτροπή για το Rock and Roll Hall of Fame! Στην Ευρώπη είναι ελάχιστοι αυτοί που ψηφίζουν, μόνο μερικοί από την Αγγλία, από την υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπάρχει άλλος". Το τραγούδι που μου είπε ήταν το Pittsburgh Pennsylvania του Guy Mitchell. Και αρχίζω να το μουρμουρίζω! Έτσι συμμετέχω κι εγώ κάθε χρόνο στην επιλογή των ονομάτων της μουσικής που αξίζουν να μπουν στο Rock and Roll Hall of Fame.

· Είμαι ευτυχισμένος που πέρασα από το τριπ που λέγεται έρωτας, το οποίο σε απογειώνει, αλλά σε κάνει να ζεις και τόσο άσχημα μερικές φορές. Το έζησα τρεις φορές, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να ξανάρθει ένας έρωτας στην ηλικία μου. Παρόλο που δείχνω μοναχικός, δεν θα έλεγα ότι είμαι. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική και το ραδιόφωνο δεν μου επέτρεπε να βγαίνω τα βράδια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω παρέες ή δεν επιλέγω τους φίλους μου. Έχω αρκετούς φίλους, επιλέγοντας να είμαι κοντά σε αυτά που αρέσουν σ' εμένα. Πάντα οι φίλοι μου ήταν νεότεροι. Κι ενώ μεγαλώνω, αισθάνομαι ότι παραμένω στην ίδια ηλικία, ενώ οι παλιοί μου φίλοι μεγαλώνουν κατά δεκαετίες. Δηλαδή, οι πρώτοι φίλοι μου έχουν μεγαλώσει, εγώ όμως ένιωθα ότι ήθελα να μιλήσω με τους νεότερους, γιατί με αυτούς μπορούσα να συζητήσω. Εφόσον με θέλουν κι εκείνοι, νομίζω ότι βρίσκουν ενδιαφέρον σε αυτά που λέμε. Είμαι τυχερός στη ζωή μου που έχω γνωρίσει από μικρό παιδί τον Κώστα Ζουγρή, παραμένουμε φίλοι και είμαστε και οι δύο στην ίδια τρελή κατάσταση ύστερα από 50 χρόνια. Μέσα από τις συνεχόμενες διαφωνίες μας και μέσα από τους συμβιβασμούς που κάνουμε ο ένας με τον άλλο βγήκε αυτή η εκπομπή των 38 χρόνων στην ΕΡΤ και τώρα το site apotis4stis5.com.

· Για μένα και τον Κώστα ήταν μεγάλο πλήγμα που μας σταμάτησαν την εκπομπή πριν από δύο χρόνια, έπειτα από 38 χρόνια «από τις 4 στις 5». Αισθάνομαι την εκπομπή που κάνω τόσα χρόνια όχι ως μια μουσική εκπομπή αλλά ως μια εκπομπή έρευνας και όταν με ζήτησαν από έναν σταθμό όπως το Βήμα Fm, που είναι δημοσιογραφικός, δέχτηκα αμέσως να πάω και είμαι πολύ ευχαριστημένος εκεί. Είναι πολύ σπουδαίο που μου έχουν αφήσει απόλυτη ελευθερία να παίζω ό,τι θέλω, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχω μια συστολή, διότι αλλιώς είχα δημιουργήσει το κοινό 38 χρόνια στην ΕΡΤ και αλλιώς είναι στο ιδιωτικό ραδιόφωνο, που έχει το δικό του κοινό. Για πολλούς από αυτούς ήταν ξένα αυτά που έλεγα, έτσι έχω περιορίσει κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, ενώ έκανα πέντε μέρες αφιέρωμα στον Μπόουι, χωρίς να έχουμε καμία διαμαρτυρία, ήθελα να κάνω και μια ημέρα αφιέρωμα στους Motorhead τότε που είχε πεθάνει ο Lemmy και δεν το έκανα. Το χειρότερο απ' όλα αυτά τα δύο χρόνια, έπειτα από τη βίαιη πράξη της κυβέρνησης Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ, είναι που έχασα τους ακροατές μου από την επαρχία.

· Στο σπίτι μου έχω ένα δωμάτιο με γράμματα ακροατών όλα αυτά τα χρόνια, ανάμεσά τους γνωστά ονόματα και βουλευτές. Ένα από αυτά τα παιδιά που μας είχαν γράψει ήρθε στην Αθήνα κάποια στιγμή και με πήρε τηλέφωνο. Μου λέει: «Σε άκουγα από τα Γιάννενα. Ο πατέρας μου είχε κοπάδια με πρόβατα κι εγώ τον βοηθούσα. Πήγαινα το απόγευμα τα πρόβατα στο βουνό. Επί 15 χρόνια που σε άκουγα διαμόρφωσες την άποψή μου για όλα και τώρα είμαι γιατρός και σε ευχαριστώ γι' αυτά που έκανες όταν ήμουν μικρός». Ένα άλλο παιδί μου είπε: «Γνώρισα τη γυναίκα μου λόγω της εκπομπής σου. Ήμασταν στην παραλία σε ένα νησί και ακούγαμε και οι δύο την εκπομπή, την πλησίασα κι έτσι ερωτευτήκαμε». Ένας άλλος μου είπε ότι έπρεπε να πάει από την Καβάλα στη Θεσσαλονίκη για να δώσει εξετάσεις σε συγκεκριμένη ώρα. Πήγαινε με το τρένο, αλλά, επειδή δεν μπορούσε να ακούσει, κατέβηκε στον σταθμό για να έχει καλό σήμα κι έχασε την εξέταση. Για να ακούσει τα δέκα πρώτα άλμπουμ της χρονιάς που είχαμε επιλέξει! Αυτό δεν υπάρχει σήμερα.

· Είμαι αρκετά σχολαστικός και ίσως έχω καταπιέσει κάποια από τα παιδιά που δούλεψαν μαζί μου γιατί ήθελα αποτελέσματα, αλλά πιστεύω ότι στα ίδια αυτά παιδιά έχουν μείνει καλές εντυπώσεις τώρα πια και ότι τους βοήθησα στη δική τους καριέρα. Είναι πάρα πολλά δικά μου παιδιά σε εταιρείες.

· Το πιο μεγάλο όφελος από την ασχολία μου με τη μουσική είναι ότι έζησα μια υπέροχη ζωή. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καν όλα όσα έζησα και δεν θα ήθελα τίποτε άλλο από τη ζωή μου. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Δύο φορές τον χρόνο κάνω τη διαδρομή από το Λος Άντζελες στο Σαν Φρανσίσκο γιατί είμαι τρελός με την Beat Generation, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Στάινμπεκ και τον Μίλερ. Μπορεί να με πουν νούμερο, αλλά πηγαίνω όπως πηγαίνει κάποιος στην Πάτμο για προσκύνημα. Κάθομαι και βλέπω τους θαλάσσιους ελέφαντες και τις φώκιες δίπλα στον ωκεανό, είναι μια μαγική διαδρομή. Την ερωτεύτηκα από το 1965 που είδα το Sandpiper του Vincente Minnelli και μετά, με τα πρώτα βήματα των Beatles που πήγαιναν στις παραλίες και μαγείρευαν, κάπνιζαν και άκουγαν μουσική. Έχω ένα απόσπασμα του Κέρουακ κομμένο και κολλημένο πάνω από το γραφείο μου και το διαβάζω κατά καιρούς. Αυτό είναι ο εαυτός μου όλος. Λέει: «Για να δρέψεις την πραγματικότητα, ό,τι απλά ονειρεύεσαι, ζήσε με έναν παιδιάστικο, στοχαστικό και ανέμελο τρόπο στο δάσος της μοναξιάς».

 Γιάννης Πετρίδης - "Καλή μουσική είναι αυτή που ΔΕΝ παίζει η ...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο LIFO.gr το 2016

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΦΑΝΤΟΣ. “τα πάντα όλα", "το' να, τ' άλλο ξέρω γω"

«Υπάρχουν κάποιοι που με θεωρούν γκάνγκστερ. Κακοποιό, αναρχικό των γηπέδων, ιδιότροπο, περίεργο, περιθωριακό, υβριστή, τέτοια. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά. Ο Αλέφαντος είναι μια πρόκληση και τίποτα περισσότερο» συνήθιζε να λέει ο ίδιος

'Χαμός''μπαλάρα''δεν ξανάγινε''τους τελείωσα'“ τι αποθέωση; λαϊκό προσκύνημα σου λέω”, “μεγαλεία”. Και ενδιάμεσα της απολαυστικής αφήγησης δώστου “τα πάντα όλα""το' να, τ' άλλο ξέρω γω""μάθε μπαλίτσα"“έλα μωρέ τώρα;” Αν ναι, και ¨γκαρσόν, παίκτες!” Και κουβαλούσε ο σερβιτόρος , μπίρες, κεφτέδες, -«ρε ‘σεις, ποιος μου έφαγε τον σέντερ μπακ»!- οδοντογλυφίδες στα τραπεζάκια του Φλοράλ, της Μαρονίτας, του Τσαφ, στη πλατεία Εξαρχείων, αλλά και στη βεράντα του Πανελληνίου, ώστε να κάνει ανάλυση, σωστή διάλεξη ο “δάσκαλος, του εκάστοτε ποδοσφαιρικού συστήματος σε πλήθος συνωστισμένο γύρω του. Στα αποδυτήρια τη τακτική την “ζωγράφιζε” καμιά φορά με παραταγμένες σε θέσεις ανάπτυξης σαγιονάρες ή παντόφλες.

Εβδομήντα χρόνια στα γήπεδα, στο ξερό, στο γκαζόν, στα αποδυτήρια στους πάγκους, στα κάγκελα, στη κερκίδα ο θρυλικός κυρ-Νίκος παρήγαγε τόσο πολύ «υλικό» που άλλοι θέλουν τρεις ζωές. Πολύ πριν βγει στη μικρή οθόνη και αρχίσει τα ατακαδόρικα “ντιμπέ騔, είχε πάντα, επίγνωση πως όσοι βρίσκονταν κοντά του, είτε τον θεωρούσαν γραφική φιγούρα είτε μέγα σαμάνο του ποδοσφαίρου, δεν θα έπλητταν ποτέ.


alefados1

΅Εκρηκτικός, αυθόρμητος, ιδιόρρυθμος, χειμαρρώδης, συγκρουσιακός, συμπύκνωνε στη εύφλεκτη ιδιοσυγκρασία του χιούμορ, υπερβολή και μπόλικο δράμα. Αδικία, αχαριστία, αγνωμοσύνη, συνωμοσίες και στεναχώριες ανάμεσα σε φειδωλούς θριάμβους, μετρημένες, επιτυχίες, μηδαμινούς τίτλος αλλά και πληθώρα σαρδάμ για τον προπονητή που διατεινόταν γενναιόδωρα: Εγώ και ο Χάπελ φτιάξαμε το 3-5-2 στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο”. Ο Αυστριακός το εμπνεύστηκε και το εφάρμοσε στην Εθνική Ολλανδίας, ο Αλέφαντος το επινόησε στο ΠΑΟ Ρουφ. Τι σημασία είχε; Η αξία δεν μετριόταν με τον αν ο πρώτος κάπνιζε σαν τσιμινιέρα ενώ ο “Αλε” δεν έβαλε τσιγάρο και αλκοόλ ποτέ στο στόμα του. Άσε που δεν κρύωνε ποτέ.

alefantos2


Δεν αποχωριζόταν ακόμη και σε συνθήκες πολικού ψύχους το “γούρικο” κόκκινο κοντομάνικο μπλουζάκι του. Χιόνιζε στα Γιάννινα και τη Καστοριά, έριχνε καρεκλοπόδαρα στη Πάτρα και τη Λάρισα, καιγόταν από το λιοπύρι η Καισαριανή και η Νίκαια, αυτός εκεί. ¨Όρθιος, μπετοναρισμένος και κοντομάνικος να δίνει εντολές σφυρίζοντας κλέφτικα με τα δυο δάχτυλα στο στόμα. Ο καθείς και τα όπλα του. Για τον ίδιο το ποδόσφαιρο ήταν πόλεμος.¨” Όχι καλλιστεία. Δε μπορείς, κύριε να πηγαίνεις με κοστούμια, φουλάρι, πιστολάκι και κομμωτήριο στη μάχη .Που πας, ρε;”, έλεγε σαν γαβριάς που ξεφώνιζε του θεατρίνους σε επιθεωρήσεις λαϊκής απογευματινής. Οι δικές του παραστάσεις είχαν τουλάχιστον αυθεντικότητα και τσαγανό.

Ονειροπόλος όπως κάθε φτωχόπαιδο, με μέτριες επιδόσεις στα σχολείο, όχι με τα γράμματα, έπαιξε από τα 10 του χρόνια με την “Υπεροχή Νεάπολης” -που μετονομάστηκε αργότερα μετά από συνενώσεις τοπικών σωματείων σε “Αστέρα Εξαρχείων” - και μπήκε στο σύμπαν της μπάλας για να επιβιώσει. Και να περάσει από την ανυποληψία στην αναγνώριση. Δεν ήταν κανένας σπόρτσμαν απόφοιτος του Ήτον. Γέννημα θρέμμα των Εξαρχείων ήταν. Με όλα τα ευαίσθητα στις μεροληψίες γονίδια της γειτονιάς του που τον ώθησαν να αντισταθεί με τσαμπουκά στη καταστολή των ΜΑΤ κατά τις επιτόπιες επιχειρήσεις “Αρετής”.

Λαϊκός ήρωας εκείνα τα φεγγάρια των 80ς, με άσματα αφιερωμένα - γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι-, υπήρξε ανέκαθεν ένα μοναχικός περιφρονημένος λύκος στα ερασιτεχνικά, “στα Καμίνια μας χτύπαγαν με ομπρέλες. Στα Σούρμενα φάγαμε τα γιαούρτια, φάγαμε τα αυγά, φάγαμε τα πάντα όλα”. Έδειξε ανθεκτικότητα, υπομονή και σθένος, αλλά παρότι γνώριζε τα όρια των συμβάσεων που καλούνταν να υπηρετήσει ποτέ δεν συμφιλιώθηκε πραγματικά μαζί τους.


a_efantos3


Δεν ήταν κατ΄ανάγκη “αταίριαστος” αλλά ποτέ, επίσης, δεν μεγαλοπιάστηκε ούτε εμφανίστηκε γραβατωμένος, σικ και κυριλέ στις πρωτοκλασάτες ομάδες πρωταθλητισμού της Α κατηγορίας που ανέλαβε κατά καιρούς. Ζυμωμένος με το χώμα της αλάνας, το αμμοχάλικο ή το λασπωμένο γρασίδι αγροτολιβαδικών αγωνιστικών χώρων σε πρωτευουσιάνικα η επαρχιακά “εθνικά” στάδια -το 'ξερε το τόπι. Σκάμπαζε καντάρια μπάλα.

Παρότι αυτοδίδακτος έκοβε το μάτι του στα ματς. Αλλά δεν έμεινε στο προνόμιο της ακονισμένης από την εμπειρία όρασης. Το έψαχνε προπονητικά και σε σεμινάρια και σε λαθραίες παρακολουθήσεις- άτιμη αφραγκία- προπονήσεων μεγάλων ομάδων του εξωτερικού σκαρφαλωμένος σε λόφους, φράκτες και δέντρα με όπλο του ένα ζευγάρι κιάλια. Με φιλανθρωπικές φιλοξενίες εδώ και εκεί σε διεθνή προπονητικά κέντρα. τα έκανε τα “μεταπτυχιακά" του. Λάτρης των χαμηλόμισθων, φιλότιμων ποδοσφαιριστών, ανταγωνιστικός της “τελειωμένης” φίρμας και της ακριβοπληρωμένης βεντέτας. Παίκτες, “τιτίκες”, “εισπράκτορες στα τρόλει”, “πρησμένους απ’ τους μουσακάδες” και “γκαζοζέ αργοκαρούτες" δεν τους γούσταρε.

Αδίκησε τον εαυτό του με τις παραξενιές του, το πλήρωσε το χούι του με αδειάσματα από διάφορα σωματεία, αλλά δεν έμεινε ποτέ ξεκρέμαστος. Έγραψε στο κοντέρ της προπονητικής καριέρας του 18 διαφορετικές ομάδες Α’ Εθνικής και άλλες τόσες στις μικρότερες κατηγορίες. Και σημείωσε αρνητικά ρεκόρ παραμονής. Εννέα μέρες στη Ξάνθη, 12 μέρες στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, 13 στους Λύκους Καλοχωρίου, 15 στον Εθνικό. Και φυσικά για βραβείο Γκίνες το μόλις τρίωρο κάθισμα του στο πάγκο του Φωστήρα.

¨Όπου πάντως κι αν προσλήφθηκε το τίμησε το πόστο και τα έδωσε με πάθος όλα. Θρόνος ή ηλεκτρική καρέκλα ο πάγκος του προπονητή, γι αυτόν τον μετρ των ηλεκτροσόκ, ήταν πάντα ξύλινος. Αδάμαστα δύσκαμπτος, όπως και ο ίδιος. Αντισυμβατικός με τη ποδοσφαιρική βιομηχανία, το μάρκετινγκ και τις καλές δημόσιες σχέσεις. Συμπεριφερόταν σαν ρομαντικός εκδικητής των παρωχημένων απωθημένων της εξέδρας απέναντι σε μια μοντέρνα αθλητική μπίζνα που εξελισσόταν ταχύτατα.


alefandos6


¨Κόσμησε” δεκάδες αθλητικά πρωτοσέλιδα με τις επεισοδιακές παραιτήσεις , απομακρύνσεις, απολύσεις του από ομάδες ¨παραδόπιστων¨προέδρων και ¨πιράνχας¨παραγόντων. Βρίστηκε με ¨εκβιαστές” ποδοσφαιριστές, φιλονίκησε με “ιντριγκαδόρικες” διοικήσεις, αλληλοδιαπληκτίστηκε με έξαλλους οπαδούς, ξυλοφόρτωσε δημοσιογράφο και γρονθοκόπησε αντίπαλο προπονητή, έσπασε το αμάξι ενός παίκτη του επειδή εκτέλεσε ένα πέναλτι που έπρεπε να χτυπήσει άλλος και το έχασε. Τέτοια. Με συνέπεια αποκλεισμούς από τα γήπεδα, πρόστιμα, αυτόφωρα, κρατητήρια, φυλακίσεις. Με αποκορύφωμα τις 25 μέρες που πέρασε στη “στενή” παρέα με κακοποιούς μέσα σε κελί του Γεντί Κουλέ.

Το πριόνιζε μόνος του το ταλέντο του με τις εκκεντρικότητες και την εριστικότητα του. Παραδεχόταν τις εμμονές τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες του. Τα ΄χε τα άγαρμπα κολλήματα του με καφετζούδες, χαρτορίχτρες, γούρια, το κακό μάτι, τα δυσοίωνα σημάδια. Δεν έκανε δηλώσεις σε “γρουσούζηδες” ρεπόρτερ, δεν αντάλλασσε χειραψία με κακορίζικους προπονητές, απαιτούσε να καθαριστούν οι αράχνες από τα αποδυτήρια. Και από την άλλη τρολάριζε τον προπονητή Άγγελο Αναστασιαδη που έπαιρνε τους παίκτες του και τους πήγαινε για ευχή και προσκύνημα στο Άγιο Όρος. “Στους παπάδες, ρε;”

Αψύς προσβλητικός, ατίθασος; Ποτέ στο σπίτι του. Σεμνός, σεβαστικός και τρυφερός οικογενειάρχης. Κοντά εξήντα χρόνια παντρεμένος με τη σύζυγο του τη κυρία Ρούλα, “από 18 χρονών μαζί. Με μία γυναίκα, όλη τη ζωή". Έκαναν δυο παιδιά μαζί της, τη Λίλιαν και τον Τάσο, από τα οποία απέκτησαν 4 εγγόνια που ο παππούς υπεραγαπούσε. Φαμιλιάρης άνθρωπος, έφευγε από το διαμέρισμα του στο Κολωνάκι, κοντά στο εστιατόριο ¨Φιλιππής”, αφήνοντας συχνά τη πόρτα ανοιχτή- “ποιος να κλέψει ρε το φτωχό τον Αλέφαντο;” - πηγαίνοντας να γυμναστεί τρέχοντας στον Αρδηττό. Και μετά να κατηφορίσει στο Καραΐσκάκη – όπου δούλεψε τρεις φορές, μία θητεία ανά δεκαετία του 80, του 90,του 2000- και να εκφωνήσει ένα ύμνο στον αγαπημένο του Σωκράτη Κόκκαλη και στους λατρεμένους του Βραζιλιάνους παίκτες, τους μάγους της μπάλας.


alefandos7


Αυτός ήταν ο Νίκος Αλέφαντος , μέχρι τη τελευταία του πνοή. Αυτοπεριγραφόταν στα δυο συγγραφικά του πονήματα , λέγοντας: «Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν κάποιοι που με θεωρούν γκάνγκστερ. Κακοποιό, αναρχικό των γηπέδων, ιδιότροπο, περίεργο, περιθωριακό, υβριστή, τέτοια. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά. Ο Αλέφαντος είναι μια πρόκληση και τίποτα περισσότερο». Αυτή είναι, μάλλον, και η σφραγίδα της ταυτότητας του στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενός ντόμπρου, με τις αδυναμίες του, ανθρώπου που κατάφερε να “νομιμοποιήσει” το παράπονο την αγωνία και το δάκρυ των ανυπότακτων, των ανορθόδοξων, των ριγμένων, των μη διαχειρίσιμων τέλος πάντων, με την δημόσια επίκληση του:“Ρε Θεέ, άντερα δεν έχεις; Εμένα βρήκες να καταστρέψεις, το φουκαρά τον Αλέφαντο ;”.


alefandos8


Κι όμως ήταν αρκετά εγωιστής για να παριστάνει το θύμα. Πιο πολύ τον ενοχλούσε ότι του την έκλεψαν τη δόξα που θεωρούσε ότι του ανήκε. Κι ακόμα χειρότερα τον πλήγωσε που τον κατηγόρησαν ή , καλύτερα τον λοιδόρησαν, γιατί με ειλικρινή πικρία τη διεκδίκησε. “Βγες , κύριε Δούρο, να μιλήσεις. Είναι θέμα ζωής για εμένα." ζητούσε από το διαιτητή στην εκπομπή της Έλλης Στάη μετά το χαμένο πρωτάθλημα με τους ερυθρόλευκους το 2004. Ήταν το προπονητικό του ρέκβιεμ. Τον κορόιδεψαν με ευθυμία ασυγχώρητη σε όσους για τους δικούς λόγους πενθούν μιαν απώλεια.

Γι' αυτό ίσως στη συλλογική μνήμη των φιλάθλων, πιο πολύ από τα γηπεδικά του επιτεύγματα θα μείνει εμβληματική εκείνη η πρώτη στροφή του, αφιερωμένου στον ίδιο, τραγουδιού των “Παιδιών από τη Πάτρα” που έλεγε : Όταν με κατηγορούν- χωρίς να έχω φταίξει- θυμάμαι τον Αλέφαντο”.


Δημήτρης Παγαδάκης 
Πρώτο ΘΕΜΑ

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2020

Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος

Ερμής Τρισμέγιστος) ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν κατά την Αρχαιότητα οι Έλληνες για τον σεληνιακό θεό των Αιγυπτίων Θωθ, προστάτη και εμπνευστή της αστρολογίας και της αλχημείας ο οποίος ταυτίσθηκε με τον Ερμή της ελληνικής μυθολογίας. Ονομάσθηκε έτσι από το πλήθος των ανακαλύψεων που αποδίδονταν σ΄ αυτόν όπως της γλώσσας, του αλφαβήτου, της γεωμετρίας, της αριθμητικής, της αστρονομίας, της ιατρικής, της γυμναστικής, του χορού, της μουσικής, της γλυπτικής και κάθε τέχνης ή επιστήμης, ή ακόμα λόγω της τριπλής όπως πίστευαν ιδιότητάς του ως φιλοσόφου, ιατρού και βασιλέως. Αποτελούσε το σύμβολο της θείας διάνοιας, "ο ζων λόγος" όπως τον αποκαλούσαν, η ενσαρκωμένη σκέψη.
Στον "Τρισμέγιστο Ερμή" αποδίδονται πολλά ελληνικά συγγράμματα τα οποία γράφηκαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή και εκπροσωπούσαν το διανοητικό κίνημα του ερμητισμού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:
  • «Λόγος τέλειος», σε λατινική μετάφραση με την επιγραφή «Ασκληπιός» ή «Ερμού Τρισμέγιστου Ασκληπιός ήτοι περί φύσεως θεών διάλογος»,
  • «Ερμής Τρισμέγιστος Ποιμάνδρης»,
  • «Κυρανίδες» ως αποδίδονταν παλαιότερα οι Τυρανίδες, καθώς και άλλα συγγράμματα ιατρομαθηματικά, αστρονομικά κ.ά.
Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος έγινε γνωστός στη Δύση κατά την Αναγέννηση όταν ο Μαρσίλιο Φιτσίνο μετάφρασε στα λατινικά το (ελληνικό) κείμενο των σωζόμενων ερμητικών γραπτών, γνωστών σήμερα ως Hermetica ή Corpus Hermeticum. Το κείμενο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους αλχημιστές της εποχής και κρατούνταν μυστικό, οπότε η ετυμολογία της "ερμητικής γνώσης" και της λέξης "ερμητικός" προέρχεται από εδώ.
Γνωστότερο γραπτό που αποδίδεται στον Ερμή τον Τρισμέγιστο είναι ο Σμαραγδένιος Πίνακας (αγγλ. Emerald Tablet). Τα γραπτά του Ερμή υποτίθεται πως διδάσκονταν στους μύστες από τους Αιγυπτίους ιερείς πολύ πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία τους αλλά η απώτατη καταγωγή τους χάνεται στη φαραωνική Αίγυπτο. Ωστόσο κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή οι διδασκαλίες του Ερμή του Τρισμέγιστου εξελληνίστηκαν και απέκτησαν έναν λιγότερο πρακτικό και πιο φιλοσοφικό χαρακτήρα, επικεντρωμένο στο μυστικισμό και την αλχημεία ως οδό για τη θεουργία. Έτσι προέκυψε ο ερμητισμός, το οποίο διαδόθηκε ευρύτατα στη ρωμαϊκή Ανατολή κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Οι Έλληνες που είχαν σπουδάσει στην Αίγυπτο και αλλού ήταν γνώστες των γραπτών του Ερμή του Τρισμέγιστου, αλλά δε μιλούσαν ανοικτά για αυτά τηρώντας όρκους μυστικότητας.
Hermes Mercurius Trismegistus.jpg