Πέμπτη, Ιουλίου 11, 2013

Σκέψεις πτερόεσσες ( απο την Κα Σταθοπούλου Ρέα )


“Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές” 
(Νίκος Γκάτσος)

Αλληγορία της Αθανασίας, Giulio Romano (1499 -1546)

Ακούγοντας την «Αθανασία» του Χατζιδάκι με τον όμορφο στίχο του Νίκου Γκάτσου, έκανα κάποιες σκέψεις.
Όλοι λαχταρούμε να πιούμε το αθάνατο νερό, κανείς όμως δεν το έχει καταφέρει.
Ο στόχος των αλχημιστών να παρασκευάσουν το ελιξίριο της ζωής, αποδείχτηκε ανέφικτος και θάφτηκε μαζί με τ’ άλλο όνειρό τους, να μετατρέψουν σε χρυσό τα ταπεινά μέταλλα. 
Το μόνο που πετύχαμε είναι να παρασκευάσουμε ελιξίρια, τα οποία θεραπεύουν κάποιες ασθένειες και παρατείνουν τον χρόνο παραμονής μας στη ζωή.
Κι αυτό, γιατί ζούμε, σ’ έναν κόσμο, όπου η φθορά είναι αναπόφευκτη.
Δεν είναι, όμως, θαυμαστό, ότι παρά την φθορά τόσων αιώνων, τίποτα στην ουσία δεν χάνεται;
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» (Μανώλης Ρασούλης)
Μια διαρκής ανακύκλωση. Αυτό είναι η Ζωή.
Από τη μια φθορά, κατάρρευση, αταξία, αποδόμηση, χάος.

Από την άλλη αναγέννηση, άνθηση. Άτομα, μόρια και κύτταρα συναρμόζονται με θαυμαστή τάξη και δομούν, παράγουν, δημιουργούν νέα ζωή.

Μιας μορφής αθανασία; 
Ναι, γιατί ως ύλη, τουλάχιστον, είμαστε αθάνατοι. Ως πνεύμα όμως;
Τι απομένει από το πνεύμα όταν το σώμα καταρρεύσει;
Που πηγαίνουν οι σκέψεις που παράγονται στο μυαλό μας;
Σε ποιο άγνωστο χάνονται οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι χαρές, οι αγωνίες μας, οι αγάπες μας;

Αν γράψεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου τα απαθανατίζεις στο χαρτί. Ίσως γι αυτό γράφουμε ή παράγουμε έργα κάποιας άλλης μορφής.
Κοιτάζω, όμως, τα κεντήματα που έφτιαξε η μητέρα μου, και μόνον υποθέσεις μπορώ να κάνω για το τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε τις ατέλειωτες ώρες που κεντούσε δίπλα στο παράθυρο, στο «καμαράκι» του σπιτιού της γιαγιάς μου, στο Ευλάμπιο.

Μέσα από τις ζωγραφιές που έφτιαξε ο πατέρας μου, μπορώ να δω ένα μικρό μόνο κομμάτι από τον ψυχικό του κόσμο.
Κι απ’ τον παππού, το μόνο που θυμάμαι είναι το χαστούκι που μου έδωσε όταν έχυσα το γάλα, που είχε μόλις αρμέξει. Δεν είναι άδικο για τον άνθρωπο αυτό;

Μπορείτε να φανταστείτε;
Πώς θα ήταν ο κόσμος μας σήμερα, αν οι μουσικοί δεν είχαν καταγράψει αυτές τις νότες που τους ήρθαν στο μυαλό;
Αν οι ζωγράφοι δεν έβαφαν τους καμβάδες με τα πινέλα τους για να δώσουν μορφή στις ιδέες τους;
Αν οι συγγραφείς κι οι ποιητές άφηναν τις λέξεις, τις φράσεις, να σχηματίζονται μέσα στο κεφάλι τους μόνο;
Αν οι εφευρέτες δεν έπιαναν να υλοποιήσουν, αυτό που φαντάστηκαν;

Αναρωτιέστε μήπως;
Πόσες άλλες σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, παράγονται στο κεφάλι εκατομμυρίων ανθρώπων και χάνονται, χωρίς ν’ αφήνουν το ίχνος τους πουθενά.

Σ’ ένα τροπάριο του Μεγάλου Απόδειπνου, περιγράφεται η ημέρα της Κρίσεως. Θα μπαίνουν οι άνθρωποι, παρουσία των Αγγέλων, και θα ανοίγονται βιβλία όπου θα είναι καταγεγραμμένα όχι μόνον τα έργα, αλλά και οι σκέψεις του καθενός. 

«…των βίβλων ανεωγμένων
των έργων ερευνωμένων
των λογισμών εξεταζομένων…»

Αν πιστεύουμε, λοιπόν, μπορούμε να ελπίζουμε – ή να φοβόμαστε – πως οι σκέψεις μας ταξιδεύουν, ίσως ως κάποια μορφή ενέργειας, προς μια χώρα του «πάντοτε» και καταγράφονται σε ουράνιες βίβλους.
Η ιδέα αυτή συμφωνεί με τον γενικό κανόνα της φύσης, όπου στην ουσία, τίποτα δεν χάνεται.
Εμένα, πάντως, με τρομάζει η σκέψη πως οι λογισμοί μου – όλοι – κέρδισαν την αθανασία.
Ποιος από μας δεν έχει κάνει κακές, πονηρές ή απαίσιες σκέψεις, για τις οποίες θα προτιμούσαμε να ξέρουμε πως έχουν για πάντα χαθεί στο αχανές Σύμπαν;

Ξεκίνησα απ’ την ιδέα της αθανασίας και κατέληξα στο φόβο της Κρίσεως, αλλά συμβαίνουν αυτά όταν γράφεις «χωρίς πρόγραμμα». Ας επιστρέψω, όμως, στην αθανασία:

«Αν θέλεις να σε θυμούνται», λέει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, (που είναι ένας τρόπος για να μείνεις αθάνατος) « ή γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί ή κάνε κάτι, για το οποίο αξίζει να γράψει κανείς».

Δεν υπάρχουν σχόλια: