Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 Αφιέρωμα για την 69η επέτειο από την ημέρα του θανάτου του στις 27 Φεβρουαρίου 1943
 
         
           
         
         
   
 
               «Χρωστάμε σε όσους πέρασαν, θα έρθουν, θα περάσουν,
               Κριτές, θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί»

               Εκείνο τον Φλεβάρη η είδηση ότι έσβησε ο γερο-Παλαμάς βύθισε σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία την Αθήνα  Η τριπλή κατοχή-από Βούλγαρους, Ιταλούς και Γερμανούς - και η εξαντλητική εκμετάλλευση από τους εισβολείς, των  αγαθών και  αποθεμάτων της χώρας, είχαν αποφέρει μόνο δεινά.         
              Πείνα, απεργίες, τρομοκρατία, συλλήψεις, εκτελέσεις, η ζοφερή καθημερινότητα της Ελλάδας.
              Την επόμενη μέρα,  στην κηδεία του έχουν μαζευτεί χιλιάδες πολίτες. Γύρω από το μαυροφορεμένο πλήθος, οι οπλισμένοι κατακτητές. Παρατεταγμένοι, έτοιμοι να καταστείλουν κάθε πιθανή κραυγή ελευθερίας.

              Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Άγγελου Σικελιανού, δίπλα στο φέρετρο, να απαγγέλει :

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη την χώρα πέρα ω πέρα…
βογγήστε τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα.

            Η οδύνη των ανθρώπων μεγάλωνε, όχι μόνο για τον θάνατο του Παλαμά, αλλά και το αργό σβήσιμο ενός λαού. Λίγο αργότερα όταν οι Γερμανοί θέλησαν να καταθέσουν στεφάνι,  η φωνή ενός άλλου ποιητή, του Γιώργου Κατσίμπαλη, αρχίζει να απαγγέλλει τον εθνικό ύμνο. Η μια φωνή γίνεται πέντε, δέκα, χιλιάδες. Ένας γλυκός, συμπαγής ύμνος τύλιξε την Αθήνα. Οι κατακτητές σαστίζουν, η απελπισία των Αθηναίων για μια στιγμή, γίνεται ελπίδα.

           Εκείνη τη στιγμή, η ελληνική ψυχή που τόσο ύμνησε ο Παλαμάς τον αποχαιρέτησε, δείχνοντας το μεγαλείο της και επιβεβαιώνοντάς τον.
 
           Γεννημμένος το 1859, στην Πάτρα, μετακόμισε στο Μεσολόγγι, μετά το  θάνατο των γονιών του . Μεγάλωσε μαζί με τον θείο του, σε ένα περιβάλλον γεμάτο μνήμες από την ηρωική εξόδο και το θάνατο του  Μπάυρον. Η  οικογένεια Παλαμά ήταν ήδη γεμάτη λόγιους και αγωνιστές. Στην Αθήνα πηγαίνει το 1876 για σπουδές στην νομική αλλά εγκαταλείπει γρήγορα την σχολή, και στρέφεται στην ποίηση. Δέκα χρόνια μετά, με τη  δημοσίευση του βιβλίου   «Τα τραγούδια της πατρίδας» έρχεται σταδιακά η αναγνώριση και μαζί μια νέα εποχή για την ελληνική ποίηση. Παντρεύεται  με την Μαριά Βάλβη, αποκτά τρία παιδιά.

           Το 1898 οι έλληνες λογοτέχνες τον αναγνώρισαν σαν τον καλύτερο έλληνα ποιητή. Λίγα χρόνια πριν, είχε διοριστεί γενικός γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός της λογοτεχνίας. Πρωτοπόρος της δημοτικής γλώσσας, δημιουργός του Ολυμπιακού ύμνου το 1896. Το σύνολο του  έργου του ήταν στραμμένο στο λαό και την παράδοση.

           Ποιήματα του, μεταφράζονται σε αρκετές γλώσσες και στην δεκαετία του 1920 η ποίηση του διδάσκεται στην Σορβόνη ανάμεσα στους καλύτερους ποιητές του κόσμου. Το έργο του έχει κομμάτια από την ψυχή, την παράδοση, την ιστορία, τη  συσσωρευμένη γνώση.                 Υπέρμαχος της τέχνης και της επιστήμης, θεωρούσε ότι αυτοί είναι οι δύο βασικοί πόλοι ανάπτυξης. Έργα
του ο Ύμνος της Αθηνάς, Τα μάτια της ψυχής μου, ο Τάφος (όταν χάνει τον μικρότερο γιό του το 1898), Η ασάλευτη ζωή, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και πολλά άλλα.

Για την Μικρασιατική καταστροφή γράφει :

Βοσκοί, στην μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι.Οι λύκοι.
Στα όπλα Ακρίτες.
Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί.
Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι.
Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

             Είχε βαθειά πίστη στην ψυχή του Έθνους και υποστήριζε στην αδιάκοπη συνέχεια του Ελληνισμού μέσα στο έργο του. Ο λαός ήταν η δύναμη της γραφής του.

Το ΟΧΙ του ποιητή στην εισβολή των Ιταλών είναι ιστορικό:
 
«Με αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα.
Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του ΄21».

             Η τέχνη του ένωσε κάτω από την σκέπη της ανώτερα ιδανικά, διαφορετικούς ανθρώπους και εποχές κερδίζοντας τον τίτλο του εθνικού μας ποιητή, αλλά και τις κορυφές του Νεοελληνικού πνευματικού κόσμου. Η γραφή, η ζωή ακόμα και ο θάνατος του έγιναν κληρονομιά μας και κομμάτι της ιστορίας του λαού μας.
 
Από την Αντωνία Γεωργεδάκη

Σημ. Το σπίτι που πέθανε βρίσκεται σήμερα σε αθλία κατάσταση στην οδό Περιάνδρου στην Πλάκα. Η εντοιχισμένη πλάκα που ενημερώνει τον ανυποψίαστο διαβάτη έχει γίνει κι αυτή πια δυσανάγνωστη…
    

http://www.istoria.gr/sep03/content04.htm

1 σχόλιο:

Summertime Blues είπε...

κορυφαίος.
ξέρουν άραγε τί χάνουν όσοι δεν τον έχουν διαβάσει;