" δώσε μιά καψάλα στο μικρό", είχα ακούσει να λένε,άγρια χαράματα στο λιοτρίβι του χωριού. Ο μικρός ήμουν εγω , έξι επτά χρόνων, που είχα συνοδεύσει τον παπού για να βγάλουμε το λάδι. Συμμετείχα σε μια ιεροτελεστία ,όπως μου έρχεται πια στο μυαλό εκείνη η σκηνή. Τότε στα παιδικά μου μάτια φαινόταν εξόχως αξιοπερίεργο - άλλωστε τότε ανακαλύπτα γεγονότα και καταστάσεις- και μου εντυπωθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη.
Γύρω απο μια φωτιά που δεν μπορώ να προσδιόρισω τώρα την πηγή της, ήταν συγκεντρωμένοι οι καλλιεργητές και οι εργάτες . Οι κουβέντες ήταν χαμηλό φωνές, και ακολουθούνταν απ την ερώτηση " πόσο σου πήγε εσένα το τσουβάλι?" το μυαλό μου όμως είχε φύγει αλλού ....Γευομουν την καψάλα που ειχα στα χέρια μου. Θεσπεσια!! Η αίσθηση του ζυμωμενου ψωμιού ,μαλακου και κάρβουνιασμενου σε ορισμένα σημεία ,λουσμενου στο φρέσκο αγουρολαδο με ακολουθεί ακόμη. Επάνω στη φέτα μυρωδατη ρίγανη.αλλη τη συνόδευαν με αλάτι και ψωμί .
Θαλπωρή δίπλα σε μια ζέστη εστία ,δίπλα σε πρόσωπα του μόχθου που απολάμβαναν τον καρπό τους. Δίπλα σε αγαπημένα πρόσωπα που μου έμαθαν να αγαπάω τα γενηματα της φύσης . Στη γλώσσα είχε μείνει η ιδιαίτερη γεύση του αγουρου λαδιού ,τροχιά μα αναζωογονητικη. Πώς ταίριαζε με το ζεστό ζύμωτο! Μερικά χρόνια αργότερα δοκίμασα άλλη μια " καψάλα " κατακαλόκαιρο . Η τριμμενη ντομάτα την έκανε δροσερή ,αλλα το λάδι ,ώριμο πια, δεν είχε εκείνη την ξεχωριστή γεύση .
Τα χρόνια πέρασαν, και βρέθηκα με μια δέμπλα στο χέρι να χτυπάω κλαρες ,να μαζεύω πανιά και να σακιαζω τον καρπο. Απο το πρωί ως το απόγευμα στο χωράφι ,δουλειά κοπιαστική . Και ήρθε η στιγμή να ξαναπάρει στο λιοτρίβι να βγει το λάδι που μάζεψαν τα γεμάτα καλούς χέρια μου. Αστραψε στο μυαλο μου η γεύση της καψάλας , που έγινε ακόμα ωραιότερη καθώς συνοδευόταν απο μια γλυκεια κούραση.
Το προσφάι είναι νόστιμοτεο σαν το τρως οταν ξαποσταινεις. Μοιάζουν με αμβροσια μια ντομάτα, στα τέσσερα, ένα μεγάλο κομμάτι τυρί φέτα, ψωμί κι ελιές , κάταχαμα σ ένα πανί στη μέση του ελαιώνα. Μαύρες χαρακωμενες ή όχι , βουτηγμενες σε ξύδι ή λάδι. Τις βάζαμε σε δοχεία με νερό και χοντρό αλάτι . ( στη περιοχή της Πυλου άλλοι τις περνούν μερικά χέρια νερό και μετα αλάτι )
Ο πατέρας μου μού είπε ότι δεν υπάρχει συνταγή, μόνο γεύση. Δοκιμαζεις να δεις πόσο θα ξεπικρισουν, ενώ μένουν και σφικτες. Και μετα ξύδι και ακολούθως λάδι . Ο πλούτος της Μεσσηνιακης γης . Ένα προιόν γνωστό στη περιοχή της Πυλου εδω και σχεδόν 3500 χρόνια .
Θανάσης Καραμπατσος ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής 25 ΔΕΚ 2011 .
Το άρθρο αυτο του Θ. Καραμπατσου μου έφερε και μένα στο μυαλο παρόμοιες αναμνήσεις και παιδικές γεύσεις και οσμές στο λιοτρίβι του χωριού μου στη Ν. Εύβοια . Ξενύχτια και βάρδιες για την συγκομιδή και εκμετάλλευση του θείου δώρου που λέγεται ελιά και ελαιόλαδο.
Έχω να πω απλα ότι πρέπει να αισθανόμαστε ευλογημενοι που ζούμε σε αυτη την περιοχή της Μεσογείου .
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Χτύπησε τα μεγάλα, αδύναμα φτερά του στον αέρα για να κρατηθεί για άλλη μιά φορά. Μέσα του ήξερε ότι δεν θα το πετύχαινε αυτή τη φορά. Εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να χάνει ύψος. Η αμείλικτη βαρύτητα τον τραβούσε όλο και πιό δυνατά προς την μάνα Γή. Μισόκλεισε τα μάτια του, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλα περιθώρια, ότι ετούτη θα ήταν η τελευταία του πτήση....συνεχεια.. stavraetos.blogspot.com/2008/05/blog-post.html
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26, 2011
Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2011
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
Άκου , παπά, το κρίμα μου… Δεν είναι αυτό μονάχα,
σαν άνθρωπος αμαρτωλός κρίματα κι άλλα θάχω.
Μα τ’ είναι τ’ άλλα εμπρός σ’αυτό; ό, τι είναι το χορτάρι
κοντά στης λεύκας το κορμί- αυτό που μούχει πάρει
τον ύπνο από τα μάτια μου …αυτό που φαρμακώνει
και το ψωμί και το νερό στο κολασμένο στόμα…
* Παπά , μη μ’ αγριοκοιτάς! δεν τ’ άκουσες ακόμα.
Μη μου τραβάς το χέρι σου απ’ το δικό μου χέρι!
Όχι, παπά, δεν έκλεψα, δε μάτωσα μαχαίρι.
Άκου ,παπά, το κρίμα μου:
Σε χρόνια περασμένα,
ανήλικος, ορφάνεψα κι ορφάνεψε με μένα
και το μικρό τ’ αδέρφι μου … Τυραννισμένα χρόνια.
Μας εφαρμάκων’ ο καημός, η φτώχεια, η καταφρόνια.
Ήταν της μάνας η ευχή κληρονομιά μας μόνη,
κι αυτή μας δίν’ υπομονή , μας διπλοδυναμώνει.
Με την ευχή της μάνας μας και του θεού τη χάρη
άνδρες γενήκαμε κ’ οι δυό…
Καθένας είχε πάρει
το ίσιο δρόμο της δουλείας, μα κι ο καθένας χώρια.
Εκείνος πάει πραματευτής μακριά στα Τουρκοχώρια
κι εγώ τεχνίτης έγινα και στο χωριό μας μένω.
Ξάφνου λαβαίνω μήνυμα πικρό , φαρμακωμένο:
Ο αδερφός μου είν’ άρρωστος… Γυρνώντας με πραμάτια
στην ερημιά νυχτώθηκε- του σκότιζε τα μάτια
η καταχνιά∙- διαβαίνοντας ένα παλιό γεφύρι
παραπατάει τ’ άλογο∙ ζητάει να τα’ ανασύρη,
πέφτει στο ρέμα… Τ’ άλογο και την πραμάτια χάνει…
γλυτώνει μόνος…Σέρνεται βρεμένος σ’ ένα χάνι…
έρημος, άρρωστος εκεί στου πόνου το κρεβάτι
το μήνυμα του μούστειλε με χριστιανό διαβάτη.
Καιρό δεν χάνω∙ ο λογισμός για μιά στιγμή και μόνη
απ’ τη λαχτάρα παραλεί κ’ ύστερα δυναμώνει.
Γεμίζω τα δισάκκια μου , φορτώνω το μουλάρι
κ’ η νύχτα η αστροστέφανη με βρίσκει καβαλάρη
στο μονοπάτι που τραβά στα Τουρκοχώρια πέρα.
Φτάνω στο χάνι αποβραδίς, πριν σβήση η άλλη μέρα.
Πεζεύω , δένω το σκοινί, σπρώχνω την πόρτα, μπαίνω.
Ξανοίγω ανθρώπινο κορμί κατάχαμα πεσμένο.
Αχ! τον εγνώρισ’ η καρδιά πριν τον ιδή το φώς μου∙
το σκέλεθρο , το φάντασμα, ποιος ήταν; ο αδερφός μου!
Γονάτισα στο πλάγι του , στην αγκαλιά τον παίρνω,
την όψη μου στην όψη του τη νεκρωμένη φέρνω.
Νιώθω μές στ’ άλαλο κορμί πως η ζωή είναι λίγη ,
πως η ψυχή του ξεπετά και δένεται να φύγη.
Ο πόνος μου με μιάς ξεσπά, θέλω , ζητώ να τρέξω
και τρέμουνε τα γόνατα…
Μέσα στο χάνι κι έξω
ψυχή δεν είναι ζωντανή! Πάει η φωνή χαμένη∙
κ’ η νύχτα πέφτει γύρω μας βαρειά, σκοτεινιασμένη.
Σαν λυσσασμένος δράκοντας κρύος βοριάς σφυρίζει
και το μουλάρι μου πεινά, φυσά και χλιμιντρίζει.
Κρύο , σκοτάδι , κόλαση και δίχως φώς κανένα.
Σκύβω και βρίσκω στη γωνιά δαυλόξυλα σβησμένα.
Ζυγώνω τ’ άλλα τα κλαδιά, τα’ ανάφτω και φωτίζω.
Παίρνω δαυλί στο χέρι μου, στον άρρωστο γυρίζω.
Και σαν να πήρε από το φώς κ’ η όψη του η σβησμένη
για μια στιγμή ανάλαμψε, και με φωνή , που μένει
μέσα στ’ αυτιά μου ακοίμητη , μου λέει:
«Θα πεθάνω.
Όχι – δεν κλαίω τη ζωή την ψεύτικη που χάνω,
αν ήτανε σαν χριστιανός τα μάτια να σφαλίσω,
να μεταλάβω , του παπά το χέρι να φιλήσω,
και όχι σαν άπιστο σκυλί, καθώς πεθαίνω τώρα».
Και δάκρυσαν τα μάτια μου στη μαύρη εκείνην ώρα.
Άκου, παπά. Τότ’ άξαφνα στο νού το ζαλισμένο
γεννήθηκε το κρίμα μου το φιδογεννημένο.
Θυμήθηκα στην πλάσμα μου μαύρο κρασί πως έχω.
Παίρνω ψωμί απ’ τον κόρφο μου, μές στο κρασί το βρέχω
και , κάνοντας μια προσευχή κι ένα σταυρό σ’ εκείνο
σαν Άγια Μετάδοση στον άρρωστο το δίνω.
Και το κρασί και το ψωμί την ώρ’ αυτή, ας πάρη
την ευλογία του Θεού και του Χριστού τη χάρη.
Τα χέρια αυτά, που το κρατούν , αν είναι κολασμένα,
σ’ εσέναν’ η συχώρεση κ’ η κόλαση σε μένα!
Σαν χριστιανός αληθινός ψυχομανά , πεθαίνει,
κι εφάνηκ’ η συγχώρεση στην όψη του γραμμένη.
Ω μαύρη νύχτα του καημού , νύχτα πλατειά, μεγάλη!
Είπα πως χάθηκε το φώς και δεν θα φέξη πάλι.
Κι όταν το πρώτο χάραμα στις χαραμάδες είδα,
μου φάνηκε άλλου κόσμου φώς κι άλλης ζωής ελπίδα.
Παπά , το κρίμα τ’ άκουσες. Μπορεί να γίνη κι άλλο
στον κόσμο πιο βαρύτερο , πιο μαύρο , πιο μεγάλο;
Εκείνον , που μας έπλασε στα χέρια μου να πλάσω,
το σώμα και το αίμα του ν’αγγίξω και να πιάσω
μ’ αυτά τα δάχτυλα;…
Παπά, παπά, μην πής πως τάχα
ότι ήταν κι απόμεινε: ψωμί , κρασί μονάχα.
Απ’ τη λαχτάρα πούνιωσα τη μαύρη εκείνη ώρα,
από την άσβηστη φωτιά πούχω στα χέρια ω τώρα,
από το φώς του χύθηκε στην όψη τη σβησμένη,
το νιώθω πως το φοβερό Μυστήριο είχε γένει.
Παπά, το κρίμα τα’ άκουσες… μ’ αν ίσως τόχω κάνει,
για χάρη εκείνου , πού έρημος επέθανε στο χάνι,
δεν φταίει εκείνος∙ χριστιανός κοιμάται μές στο μνήμα
μόνον σ’ εμένα η κόλαση , σ’ εμένα και το κρίμα.
Παπά, γιατί τα μάτια σου με βλέπουν δακρυσμένα;
Παπά, τι λέν τα χείλη σου σιγά-σιγά για μένα;
Παπά, γιατί το χέρι σου στην κεφαλή μου αφήνει;
Παπά μου, την κατάρα σου ή την ευχή μου δίνει;
Το πιο πάνω ποίημα είναι ένα συγκλονιστικό έμμετρο ηθικογραφημα του Δροσινη νομίζω που αυτές τις Άγιες μέρες της ένανθρωπισης του Θεανθρώπου ,ανακάλυψα και ξανά θυμήθηκα σε παιδικές σημειώσεις της μητέρας μου που τις απήγγειλε οταν ήμουνα παιδι. Με είχε συγκλόνισει τότε αλλα και τώρα η απίστευτη ιστορία του ανθρώπου που μπρος την αγωνία του να πεθάνει ο αδελφός του ακοινωνητος, έπραξε κατα τον ίδιο υπέρτατο αμάρτημα που τον οδηγήσε στην συγκλονιστική εξομολόγηση .
Το τέλος και η περιγραφή του ποιητή μόνο δάκρυα στα ματιά μπορει να σου φέρουν .
σαν άνθρωπος αμαρτωλός κρίματα κι άλλα θάχω.
Μα τ’ είναι τ’ άλλα εμπρός σ’αυτό; ό, τι είναι το χορτάρι
κοντά στης λεύκας το κορμί- αυτό που μούχει πάρει
τον ύπνο από τα μάτια μου …αυτό που φαρμακώνει
και το ψωμί και το νερό στο κολασμένο στόμα…
* Παπά , μη μ’ αγριοκοιτάς! δεν τ’ άκουσες ακόμα.
Μη μου τραβάς το χέρι σου απ’ το δικό μου χέρι!
Όχι, παπά, δεν έκλεψα, δε μάτωσα μαχαίρι.
Άκου ,παπά, το κρίμα μου:
Σε χρόνια περασμένα,
ανήλικος, ορφάνεψα κι ορφάνεψε με μένα
και το μικρό τ’ αδέρφι μου … Τυραννισμένα χρόνια.
Μας εφαρμάκων’ ο καημός, η φτώχεια, η καταφρόνια.
Ήταν της μάνας η ευχή κληρονομιά μας μόνη,
κι αυτή μας δίν’ υπομονή , μας διπλοδυναμώνει.
Με την ευχή της μάνας μας και του θεού τη χάρη
άνδρες γενήκαμε κ’ οι δυό…
Καθένας είχε πάρει
το ίσιο δρόμο της δουλείας, μα κι ο καθένας χώρια.
Εκείνος πάει πραματευτής μακριά στα Τουρκοχώρια
κι εγώ τεχνίτης έγινα και στο χωριό μας μένω.
Ξάφνου λαβαίνω μήνυμα πικρό , φαρμακωμένο:
Ο αδερφός μου είν’ άρρωστος… Γυρνώντας με πραμάτια
στην ερημιά νυχτώθηκε- του σκότιζε τα μάτια
η καταχνιά∙- διαβαίνοντας ένα παλιό γεφύρι
παραπατάει τ’ άλογο∙ ζητάει να τα’ ανασύρη,
πέφτει στο ρέμα… Τ’ άλογο και την πραμάτια χάνει…
γλυτώνει μόνος…Σέρνεται βρεμένος σ’ ένα χάνι…
έρημος, άρρωστος εκεί στου πόνου το κρεβάτι
το μήνυμα του μούστειλε με χριστιανό διαβάτη.
Καιρό δεν χάνω∙ ο λογισμός για μιά στιγμή και μόνη
απ’ τη λαχτάρα παραλεί κ’ ύστερα δυναμώνει.
Γεμίζω τα δισάκκια μου , φορτώνω το μουλάρι
κ’ η νύχτα η αστροστέφανη με βρίσκει καβαλάρη
στο μονοπάτι που τραβά στα Τουρκοχώρια πέρα.
Φτάνω στο χάνι αποβραδίς, πριν σβήση η άλλη μέρα.
Πεζεύω , δένω το σκοινί, σπρώχνω την πόρτα, μπαίνω.
Ξανοίγω ανθρώπινο κορμί κατάχαμα πεσμένο.
Αχ! τον εγνώρισ’ η καρδιά πριν τον ιδή το φώς μου∙
το σκέλεθρο , το φάντασμα, ποιος ήταν; ο αδερφός μου!
Γονάτισα στο πλάγι του , στην αγκαλιά τον παίρνω,
την όψη μου στην όψη του τη νεκρωμένη φέρνω.
Νιώθω μές στ’ άλαλο κορμί πως η ζωή είναι λίγη ,
πως η ψυχή του ξεπετά και δένεται να φύγη.
Ο πόνος μου με μιάς ξεσπά, θέλω , ζητώ να τρέξω
και τρέμουνε τα γόνατα…
Μέσα στο χάνι κι έξω
ψυχή δεν είναι ζωντανή! Πάει η φωνή χαμένη∙
κ’ η νύχτα πέφτει γύρω μας βαρειά, σκοτεινιασμένη.
Σαν λυσσασμένος δράκοντας κρύος βοριάς σφυρίζει
και το μουλάρι μου πεινά, φυσά και χλιμιντρίζει.
Κρύο , σκοτάδι , κόλαση και δίχως φώς κανένα.
Σκύβω και βρίσκω στη γωνιά δαυλόξυλα σβησμένα.
Ζυγώνω τ’ άλλα τα κλαδιά, τα’ ανάφτω και φωτίζω.
Παίρνω δαυλί στο χέρι μου, στον άρρωστο γυρίζω.
Και σαν να πήρε από το φώς κ’ η όψη του η σβησμένη
για μια στιγμή ανάλαμψε, και με φωνή , που μένει
μέσα στ’ αυτιά μου ακοίμητη , μου λέει:
«Θα πεθάνω.
Όχι – δεν κλαίω τη ζωή την ψεύτικη που χάνω,
αν ήτανε σαν χριστιανός τα μάτια να σφαλίσω,
να μεταλάβω , του παπά το χέρι να φιλήσω,
και όχι σαν άπιστο σκυλί, καθώς πεθαίνω τώρα».
Και δάκρυσαν τα μάτια μου στη μαύρη εκείνην ώρα.
Άκου, παπά. Τότ’ άξαφνα στο νού το ζαλισμένο
γεννήθηκε το κρίμα μου το φιδογεννημένο.
Θυμήθηκα στην πλάσμα μου μαύρο κρασί πως έχω.
Παίρνω ψωμί απ’ τον κόρφο μου, μές στο κρασί το βρέχω
και , κάνοντας μια προσευχή κι ένα σταυρό σ’ εκείνο
σαν Άγια Μετάδοση στον άρρωστο το δίνω.
Και το κρασί και το ψωμί την ώρ’ αυτή, ας πάρη
την ευλογία του Θεού και του Χριστού τη χάρη.
Τα χέρια αυτά, που το κρατούν , αν είναι κολασμένα,
σ’ εσέναν’ η συχώρεση κ’ η κόλαση σε μένα!
Σαν χριστιανός αληθινός ψυχομανά , πεθαίνει,
κι εφάνηκ’ η συγχώρεση στην όψη του γραμμένη.
Ω μαύρη νύχτα του καημού , νύχτα πλατειά, μεγάλη!
Είπα πως χάθηκε το φώς και δεν θα φέξη πάλι.
Κι όταν το πρώτο χάραμα στις χαραμάδες είδα,
μου φάνηκε άλλου κόσμου φώς κι άλλης ζωής ελπίδα.
Παπά , το κρίμα τ’ άκουσες. Μπορεί να γίνη κι άλλο
στον κόσμο πιο βαρύτερο , πιο μαύρο , πιο μεγάλο;
Εκείνον , που μας έπλασε στα χέρια μου να πλάσω,
το σώμα και το αίμα του ν’αγγίξω και να πιάσω
μ’ αυτά τα δάχτυλα;…
Παπά, παπά, μην πής πως τάχα
ότι ήταν κι απόμεινε: ψωμί , κρασί μονάχα.
Απ’ τη λαχτάρα πούνιωσα τη μαύρη εκείνη ώρα,
από την άσβηστη φωτιά πούχω στα χέρια ω τώρα,
από το φώς του χύθηκε στην όψη τη σβησμένη,
το νιώθω πως το φοβερό Μυστήριο είχε γένει.
Παπά, το κρίμα τα’ άκουσες… μ’ αν ίσως τόχω κάνει,
για χάρη εκείνου , πού έρημος επέθανε στο χάνι,
δεν φταίει εκείνος∙ χριστιανός κοιμάται μές στο μνήμα
μόνον σ’ εμένα η κόλαση , σ’ εμένα και το κρίμα.
Παπά, γιατί τα μάτια σου με βλέπουν δακρυσμένα;
Παπά, τι λέν τα χείλη σου σιγά-σιγά για μένα;
Παπά, γιατί το χέρι σου στην κεφαλή μου αφήνει;
Παπά μου, την κατάρα σου ή την ευχή μου δίνει;
Το πιο πάνω ποίημα είναι ένα συγκλονιστικό έμμετρο ηθικογραφημα του Δροσινη νομίζω που αυτές τις Άγιες μέρες της ένανθρωπισης του Θεανθρώπου ,ανακάλυψα και ξανά θυμήθηκα σε παιδικές σημειώσεις της μητέρας μου που τις απήγγειλε οταν ήμουνα παιδι. Με είχε συγκλόνισει τότε αλλα και τώρα η απίστευτη ιστορία του ανθρώπου που μπρος την αγωνία του να πεθάνει ο αδελφός του ακοινωνητος, έπραξε κατα τον ίδιο υπέρτατο αμάρτημα που τον οδηγήσε στην συγκλονιστική εξομολόγηση .
Το τέλος και η περιγραφή του ποιητή μόνο δάκρυα στα ματιά μπορει να σου φέρουν .
Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2011
23 χρόνια από τον θάνατο της Χριστίνας Ωνάση- αφίερωμα
Το 1969 η 19χρονη Χριστίνα κάνει μες τα μαλλιά της και λέει στην αγαπημένη της θεία Άρτεμη ότι τα μαύρα την κάνουν άγρια. Έρχεται από την Ιαπωνία, όπου βάφτισε ένα τάνκερ. Της λέω ότι της πάνε και χαίρεται.
ο πλούτος δεν έφερε ευτυχία που την αναζήτησε σε τέσσερις γάμους
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΩΝΑΣΗ έκανε τέσσερις γάμους. Τον πρώτο, με τον Αμερικανό κτηματομεσίτη Μ. Τζ. Μπόλκερ. Το δεύτερο, με τον Αλέξανδρο Ανδρεάδη, γιο γνωστού τραπεζίτη κι εφοπλιστή. Τον τρίτο, με το Σοβιετικό πολίτη Σεργκέι Καούζοφ. Και τον τελευταίο, με το Γάλλο Τιερί Ρουσέλ, γιο φαρμακοβιομήχανου. Τέσσερις γάμοι, που ο καθένας κατέπληξε την κοινή γνώμη για την επιλογή των γαμπρών. Ο Μπόλκερ ήτανε 47 χρονών, όταν η νεαρή Χριστίνα, αηδιασμένη από τη ερωτική διαγωγή των γονιών της, κατέφυγε στην "πατρική" αγκαλιά του, όπως δικαιολογήθηκε όταν χώρισε. Ο Ανδρεάδης ήτανε τρελός με τις μοτοσυκλέτες, μέχρι σημείου -αν τον αφήνανε- να φύγει από την εκκλησία με τη νύφη πισωκάπουλα σε μια χιλιάρα... Ο κοντός Καούζοφ είχε ένα γυάλινο μάτι και καραφλίτσα και δεν έδινε -έτσι έλεγε!- ρούβλι για την περιουσία της νύφης... Κι ο Ρουσέλ, που ήξερε τη Χριστίνα από παιδί, σχετιζότανε με μανεκέν και στάρλετ και λόγω της οικονομικής ανεξαρτησίας του, ποτέ δε θα κοίταζε τη βαθύπλουτη κληρονόμο. Να όμως που την περιεργάστηκε ακόμη και στο κρεβάτι, όταν έμεινε άφραγκος. Φαίνεται όμως ότι το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά κι έτσι η Χριστίνα κατέπληξε τον κόσμο, κυρίως με τον πρώτο και τον τρίτο από τους γάμους της. Όπως κι η μάνα της, που είχε παντρευτεί τον άντρα της αδελφής της, το Σταύρο Νιάρχο, κι ο πατέρας της, που είχε κατεβάσει από το "εικονοστάσι" των ΗΠΑ την Τζάκι.
Αυτά σαν περίληψη, για όσα θα διαβάσετε παρακάτω.
http://rip-people.blogspot.com/2011/12/11-12-11.html
ο πλούτος δεν έφερε ευτυχία που την αναζήτησε σε τέσσερις γάμους
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΩΝΑΣΗ έκανε τέσσερις γάμους. Τον πρώτο, με τον Αμερικανό κτηματομεσίτη Μ. Τζ. Μπόλκερ. Το δεύτερο, με τον Αλέξανδρο Ανδρεάδη, γιο γνωστού τραπεζίτη κι εφοπλιστή. Τον τρίτο, με το Σοβιετικό πολίτη Σεργκέι Καούζοφ. Και τον τελευταίο, με το Γάλλο Τιερί Ρουσέλ, γιο φαρμακοβιομήχανου. Τέσσερις γάμοι, που ο καθένας κατέπληξε την κοινή γνώμη για την επιλογή των γαμπρών. Ο Μπόλκερ ήτανε 47 χρονών, όταν η νεαρή Χριστίνα, αηδιασμένη από τη ερωτική διαγωγή των γονιών της, κατέφυγε στην "πατρική" αγκαλιά του, όπως δικαιολογήθηκε όταν χώρισε. Ο Ανδρεάδης ήτανε τρελός με τις μοτοσυκλέτες, μέχρι σημείου -αν τον αφήνανε- να φύγει από την εκκλησία με τη νύφη πισωκάπουλα σε μια χιλιάρα... Ο κοντός Καούζοφ είχε ένα γυάλινο μάτι και καραφλίτσα και δεν έδινε -έτσι έλεγε!- ρούβλι για την περιουσία της νύφης... Κι ο Ρουσέλ, που ήξερε τη Χριστίνα από παιδί, σχετιζότανε με μανεκέν και στάρλετ και λόγω της οικονομικής ανεξαρτησίας του, ποτέ δε θα κοίταζε τη βαθύπλουτη κληρονόμο. Να όμως που την περιεργάστηκε ακόμη και στο κρεβάτι, όταν έμεινε άφραγκος. Φαίνεται όμως ότι το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά κι έτσι η Χριστίνα κατέπληξε τον κόσμο, κυρίως με τον πρώτο και τον τρίτο από τους γάμους της. Όπως κι η μάνα της, που είχε παντρευτεί τον άντρα της αδελφής της, το Σταύρο Νιάρχο, κι ο πατέρας της, που είχε κατεβάσει από το "εικονοστάσι" των ΗΠΑ την Τζάκι.
Αυτά σαν περίληψη, για όσα θα διαβάσετε παρακάτω.
http://rip-people.blogspot.com/2011/12/11-12-11.html
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011
Khalil Gibran- Το Έθνος να λυπάσαι
Το έθνος να λυπάστε αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους." Kαλίλ Γκιμπράν, "ο Κήπος του Προφήτη" - 1923
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος, που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών.
Το 1895 η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχει πάει καθόλου σχολείο, λόγω των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις προσπάθειές του.
Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν έλαβε μέρος, επίσης, στην κίνηση των "μεταναστών ποιητών" -Al-Mahjar- της Νέας Υόρκης, μαζί με σημαντικούς αμερικανολιβανέζους συγγραφείς όπως οι Ameen Rihani (ο "πατέρας" της λιβανέζικης αμερικανικής λογοτεχνίας), Mikhail Naimy και Elia Abu Madi. Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23 ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα του, τον επόμενο χρόνο, από τη Mary Elizabeth Haskell, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Τα γνωστότερα βιβλία του είναι: "Ara'is al-Muruj" ("Νύμφες της κοιλάδας" ή "Νύμφες του πνεύματος", 1906), "al-Arwah al-Mutamarrida" ("Επαναστατημένα πνεύματα" ή "Ανυπόταχτες ψυχές", 1908), "al-Ajniha al-Mutakassira" ("Σπασμένα φτερά", 1912), "Dam'a wa Ibtisama" ("Το δάκρυ και το χαμόγελο", 1914), "The Madman" ("Ο τρελός", 1918), "al-Mawakib" ("Η λιτανεία", 1919), "al-'Awasif" ("Η θύελλα", 1920), "The Forerunner" ("Ο πρόδρομος", 1920), "al-Bada'i' waal-Tara'if" ("The New and the Marvellous",1923), "The Prophet" ("Ο προφήτης", 1923), "Sand and Foam" ("Άμμος και αφρός", 1926), "The Son of Man" ("Ο γιός του ανθρώπου", 1928), "The Earth Gods" ("Οι θεοί της γης", 1929), "The Wanderer" ("Ο περιπλανώμενος", 1932), "The Garden of the Prophet" ("Ο κήπος του προφήτη", 1933), κ.ά.
TVXS
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)