Γεννήθηκα το 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής, στο τέρμα της Σιθωνίας. Ένα πανέμορφο χωριό με 5.000 κατοίκους χτισμένο πάνω στο τελείωμα ενός βουνού. Ήταν ένα μυθικό μέρος με παλιά σπίτια, αρχοντικά, διώροφα, τριώροφα και πέτρινα με ξύλινες βεράντες. Είχε ένα χρώμα ακαθόριστο, όσον αφορά τον χρόνο. Όταν βλέπω το χωριό μου, μου έρχεται στο μυαλό το 300 μ.Χ. Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα ήταν οι κωμοπόλεις τότε στην επαρχία. > Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Ο πατέρας μου ήταν περιστασιακά και ξυλοκόπος. Έκοβε και κατέβαζε πεύκα από τα ψηλά του βουνού με μουλάρια και άλογα. Έβγαζε ένα μεροκάματο της τάξης των 5 δραχμών. Σκέψου ότι με 5 δραχμές τότε αγόραζες 2 κονσέρβες Swan. > Όταν ήμουν πέντε ετών οι γονείς μου αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, στη Στουτγάρδη. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα εκεί ήταν αρρωστημένη για ένα παιδάκι στην ηλικία μου. Ήταν σαν να ζωντανεύουν οι εφιάλτες που βλέπεις στα όνειρά σου. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν ένα με τη γη, βρέθηκα μέσα από ένα ταξίδι 45 ωρών με το τρένο στην καρδιά της βιομηχανικής Ευρώπης, ανάμεσα σε υψικαμίνους και ένα μολυσμένο ποτάμι με μαούνες να μεταφέρουν κάρβουνα από το πουθενά στο πουθενά. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα μαζί με άλλες τρεις οικογένειες Ελλήνων, κάθε οικογένεια σε ένα δωμάτιο. Γρήγορα αρρώστησα βαριά για περίπου έναν χρόνο. Ο οργανισμός μου δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο κλίμα. > Στα 12 επιστρέφω στην Ελλάδα και κάνω τις δυο πρώτες τάξεις του γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενε η αδερφή μου. Στη Γ' Γυμνασίου πήγα σχολείο στον Άγιο Νικόλαo Χαλκιδικής. Ήμουν απείθαρχος μαθητής, άλλαζα συνέχεια σχολεία, έκανα αηδίες μέχρι που με έδιωξαν από όλα τα γυμνάσια της χώρας. Ευτυχώς, βρέθηκε μια θαυμάσια γυναίκα στο συμβούλιο των καθηγητών, στο γυμνάσιο του Αγίου Νικολάου, με υπερασπίστηκε και με ξαναπήραν την επόμενη χρονιά. > Όταν τελείωσα το σχολείο ξαναγύρισα στη Γερμανία. Θεωρούσα ότι ήταν μια νέα διέξοδος για μένα. Μπήκα κατευθείαν στο προκαταρκτικό εξάμηνο για ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος και έκατσα εκεί δυόμισι χρόνια, συνεχίζοντας παράλληλα τις μουσικές σπουδές που είχα ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη. Δεν με έπειθε, όμως, καθόλου το πανεπιστημιακό θέμα. Εγώ έπαιζα μουσική από μικρός. Δεν είχα βλέψεις να κάνω κάτι σπουδαίο. Μου άρεσε να διαβάζω αυτά που ήθελα εγώ, να βλέπω πίνακες ζωγραφικής, να παρακολουθώ θέατρο όταν είχα τη δυνατότητα. Μου άρεσε να μελετώ ποίηση. Στα 13 μου διάβαζα τον Τοίχο του Σαρτρ - φαντάσου πόσο μπορεί να δηλητηριαστεί ένα παιδί από τέτοια αναγνώσματα. Διάβαζα Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, θεατρικά, τη Δίκη του Κάφκα. Συγκλονιστικά αναγνώσματα. Βέβαια, έπεφτα μέσα σε ένα λαβυρινθώδες εσωτερικό περιβάλλον και πολλές φορές περνούσα μέρες ολόκληρες σε σιωπή. Σταματούσα να μιλώ, δεν επικοινωνούσα με το περιβάλλον και στο σχολείο αισθανόμουν ξένος. Ίσως ένιωθα και μια εσωτερική έπαρση. Μια υποκριτική ιδιότητα του ανθρώπου να ενστερνίζεται το εξωτερικό δράμα και να το κάνει δικό του. > Εκείνη την εποχή στη Γερμανία άκουγα όλο το κλασικό ρεπερτόριο. Led Ζeppelin, Rolling Stones, Creedence Clearwater Revival. Πηγαίναμε σε διάφορες κρατικές λέσχες νεολαίας όπου υπήρχε ασύδοτη ελευθερία. Μπορούσες να πιεις, να καπνίσεις, να γλεντήσεις, να κάνεις ό,τι θες, απλά υπήρχαν εκεί κοινωνικοί λειτουργοί που σε συμβούλευαν τι είναι καλό και τι όχι. Μετά άρχισαν να δημιουργούνται τα kelar, υπόγειοι, παράνομοι χώροι, όπου έδινες 2-3 μάρκα, σου έβαζαν μια σφραγίδα στο χέρι και γινόταν χαμός από κόσμο, χασίς και χάπια. Δοκιμάζαμε τα πάντα, γινόμασταν κουρούμπελα, χάναμε τον ορίζοντα από μπροστά μας, ενώ πολλά παιδιά έπαθαν και ζημιές. Ήταν κάτι σαν τα ρέιβ πάρτι που ήρθαν εδώ πολλά χρόνια μετά. > Μια χιονισμένη μέρα, πηγαίνοντας στη σχολή, βγήκα από το μετρό και αντίκρισα τα δυο παράλληλα κτίρια του πανεπιστημίου, που ήταν κάπως σαν τους δίδυμους πύργους. Αμέσως έκανα στροφή, γύρισα σπίτι, πήρα μια τσάντα με πέντε ρούχα, πήγα στον σταθμό του τρένου και γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Στον σταθμό της Θεσσαλονίκης με περίμεναν κάτι φίλοι με το αυτοκίνητο να με πάρουν και να πάμε να πιούμε. Εγώ τους ζήτησα να πάμε να δω τη θάλασσα. Πήγαμε στην παραλία, κάτσαμε μισή ώρα και, καθώς φεύγαμε, στα 200 μέτρα μας χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ο διπλανός μου σκοτώθηκε και οι υπόλοιποι τρεις κομματιαστήκαμε. > Όταν έγινα καλά πήγα φαντάρος και μετά ξεκίνησα να δουλεύω στο Πόρτο Καρράς. Καθάριζα τζάμια και πατώματα, έκανα τον συνοδό στο λεωφορείο από το αεροδρόμιο, τον ταμία στο pool bar, δούλεψα στο λογιστήριο. Γρήγορα, όμως, αποφάσισα να φύγω και να κατέβω στην Αθήνα για να γραφτώ στο Εθνικό Ωδείο, στην πλατεία Βάθη. Είχα ακούσει το Βαγγέλη τον Ασημακόπουλο, τον Μπουντούνη και τον Μαυρουδή να παίζουν σε δίσκους και έλεγα «αυτοί είναι κιθαρίστες». Ξεκίνησα στο τμήμα του Ασημακόπουλου κι ενώ ήμουν καλός, η οικονομική ανάγκη με έκανε να αρχίσω να δουλεύω στα σκυλάδικα. > Το πρώτο σκυλάδικο που δούλεψα ως κιθαρίστας ήταν η Ιφιγένεια στη Συγγρού. Αυτά τα μαγαζιά ήταν πολύ underground τότε. Όλος ο υπόκοσμος και οι τραβεστί εκεί μαζεύονταν. Κάθε βράδυ υπήρχαν πολλή βία, ένταση και συναίσθημα. Το ξημέρωμα έπρεπε να γίνει κάποιος ξυλοδαρμός, κάνα μαχαίρωμα, να βγουν πιστόλια, κάποιος έπρεπε να δείξει τον ανδρισμό του, κάποιος έπρεπε να πάρει τον ρόλο της γυναίκας. Οι θαμώνες έπαιζαν περίεργους ρόλους. Η κατάσταση είχε μια συναισθηματική επίφαση κι ένα δράμα το οποίο ήταν ψευδές. Βέβαια, οι πρωταγωνιστές σίγουρα περνούσαν το δράμα τους. Οι θαμώνες, οι ακροατές, οι παρατηρητές, δεν καταλάβαιναν τίποτα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτό το έργο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να κατανοήσω τον λόγο που οι άνθρωποι βασανίζονταν τόσο πολύ. Δεν γούσταρα καθόλου τη φάση. Όταν τελείωνα τη δουλειά, έπαιρνα τις 800 δραχμές του μεροκάματου και σκεφτόμουν ότι τώρα θα πάρω ένα ταξί, θα πάω σπίτι, θ' ανοίξω την μποτίλια του υγραερίου, θα βάλω πανιά στα τζάμια και δεν θα ξυπνήσω ποτέ. > Μετά, βρήκα απάγκιο στα νυχτομάγαζα της Πλάκας. Εκεί που ξεκινούσαν με δημοτικά και κατέληγαν σε Διονυσίου. Τότε, κάπου μεταξύ '81 και '83, ο κόσμος έβγαινε στην Πλάκα όπως πηγαίνει τώρα στην παραλία το καλοκαίρι. Δούλευα στον Άτταλο, στον Κρητικό, στου Μοστρού, στη Λητώ. Όλα τα προάστια ξεχύνονταν εκεί με τα καλά τους για να δείξουν οι κοπέλες την ομορφιά τους και οι άντρες τη μαγκιά τους. Κι εκεί γίνονταν φασαρίες. Όχι όπως στο σκυλάδικο, όμως. Εκεί τραγούδαγα κιόλας. Έλεγα βαριά λαϊκά. Είχα το ταμπεραμέντο, είχα και το ρεπερτόριο από μικρός στο σπίτι. Άκουγα Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μπιθικώτση, όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές, αλλά και τους ρεμπέτες, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη και τους υπόλοιπους. Με το τραγούδι ανέβαινε και το μεροκάματό μου. Από τις 800 δραχμές που έπαιρ- να έφτανα στις 1.800. Αλλά μετά δεν μπορούσα να δουλεύω μέχρι τα ξημερώματα και να έχω εξεταστική το πρωί στο ωδείο. Έτσι, μετά από τρεισήμισι χρόνια τα μάζεψα και γύρισα στη Θεσσαλονίκη. > Έπιασα δουλειά ως δάσκαλος στο Ωδείο Βορείου Ελλάδας, αλλά έπαιρνα έναν μισθό της πείνας. Όταν σε κυνηγάει ο λυσσασμένος σκύλος της ανάγκης, δεν υπάρχει καμιά ρομάντζα γύρω. Όλα είναι επιβίωση. Αν ήμουν μόνος μου εντάξει, αλλά υπήρχε και το παιδί μου, που άρχισε να μεγαλώνει, και η γυναίκα μου. Η ζωή μου ήταν πολύ αλήτικη για να μπορώ να είμαι προσηλωμένος οικογενειάρχης, αλλά, παρ' όλα αυτά, έπρεπε να στρέψω την προσοχή μου σ' αυτούς τους ανθρώπους. Άρχισα να δουλεύω πάλι σε μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, έγραφα μόνος μου τραγούδια για να ξεφεύγω από όλο αυτό το πράγμα που δεν μ' άρεσε καθόλου. Μετά άρχισα να παίζω τα δικά μου κομμάτια σε μικρούς χώρους και τότε με πρόσεξε ο Νικόλας ο Παπάζογλου. Με ρώτησε για τα τραγούδια μου, έδειξε ενδιαφέρον και μου είπε να μπω στο στούντιο να τα ηχογραφήσω. Εγώ δεν είχα ιδέα από στούντιο. Φεύγαμε στις 7 το πρωί μεθυσμένοι από το μαγαζί μαζί με τον ηχολήπτη και πηγαίναμε στο στούντιο, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι αυτό που τραγουδούσα δεν έστεκε τονικά. > Οι πρώτες μου εμφανίσεις ήταν με πολύ λίγο κόσμο, αλλά εγώ το θεωρούσα δώρο. Για μια πενταετία ζούσα χωρίς χρήματα. Έκανα ενδιάμεσα κάποιες εμφανίσεις σε μερικά μπαράκια σε νησιά, μάζευα κάποια χρήματα από εκεί και μετά έκλεινα δουλειές για να παίζω τα δικά μου πράγματα. Πήγαινα τρεις μήνες στη Σίφνο, μάζευα 15.000-20.000 δραχμές όταν το ενοίκιο είχε 3.000. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος να βγω να παίξω ή να γίνω δημοσίως χάλια, που αυτό το πράγμα υπερέβαινε όλες τις ανάγκες μου. Ήμουν 48 κιλά, ποτέ δεν πήρα σάρκα πάνω μου. Ήταν μια περίοδος εξαιρετικά έντονη και όμορφη και μεγαλειώδης. Όταν κοιτάζω πίσω βλέπω ότι αυτή η περίοδος μπορεί να ήταν μια σκοτεινή τρύπα, μια μαύρη τελεία μέσα στη ζωή μου, αλλά ήμουν απολύτως λειτουργικός, εξαναγκασμένος, και ταυτόχρονα επιζητούσα πάση θυσία την έκσταση μέσα από την εργασία μου και την επιμονή μου. Έβρισκα τροφή στα κομμάτια μου, όταν έγραφα μια μελωδία δεν χρειαζόταν να φάω ούτε να πιω. Ζούσα από αυτό το πράγμα, όπως ζω και τώρα. Απλά τώρα έχω βάλει μια απόσταση ανάμεσα σ' αυτό και στον νου και την καρδιά μου. Είμαι κάποια μέτρα μακριά από τότε. Αυτό το φέρνουν η ηλικία και η αποχώρηση από το πεδίο δράσης και βολής. > Τίποτα δεν με ωθεί να γράψω τραγούδια. Εκεί που πίνω κρασί με τους φίλους μου ή κάνω βόλτες με πιάνει κάτι που με κάνει να στριμωχτώ, να καθίσω σε μια γωνιά και να ασχοληθώ μόνο με αυτό. Είναι όπως μπαίνεις σε ένα λιβάδι την άνοιξη και βλέπεις και τσουκνίδες και μαργαρίτες. Ελπίζω να μην έγραψα μόνο τσουκνίδες στη ζωή μου. > Πριν από είκοσι χρόνια έγραψα το «Πάμε να φύγουμε», που έλεγε «Πάμε να φύγουμε από αυτή την πόλη, όλα ξηλώθηκαν, μείναμε μοναχοί άνθρωποι, σπίτια και φωνές». Αυτό το τραγούδι έγινε πραγματικότητα πριν από δέκα χρόνια. Σηκώθηκα κι έφυγα από τις πόλεις, πήγα σε ένα χωρίο στην Πίνδο. Στις πόλεις κατανάλωνα τη ζωή μου περισσότερο στο να «βλεπόμαστε» και όχι στο να κάνω αυτό που θέλω. Τώρα χρειάζομαι νηφαλιότητα, ησυχία και γαλήνη. Μου αρέσει να πηγαίνω με τα παιδιά μου βόλτα στα βουνά, μου αρέσουν η ησυχία και το άγνωστο σε κάθε μου βήμα. Μου αρέσει να ξαπλώνω κάτω στο χώμα και να λέω μια προσευχή. > Έχω διδαχθεί από πολλούς καλλιτέχνες. Από τον Τούντα και τον Μπαχ, από τον Τσιτσάνη και τον Μότσαρτ, από τον Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Χάιντν, από τον Νίκο Παπάζογλου και τον Τσικ Κορία, από τον Γαβαλά και την Ίμα Σουμάκ. Αλλά μέχρι και Lady Gaga ακούω, γιατί ακούνε και τα παιδιά μου. Τώρα τελευταία όμως το έχω γυρίσει στην τζαζ. Ακούω αυτούς τους παράφρονες ανθρώπους. Αν δεν είσαι μουσικός, θα πρέπει να είσαι η μετενσάρκωση μουσικού για να ερμηνεύσεις τα έργα τους. > Είμαι πατέρας τεσσάρων παιδιών. Τα παιδιά σε κάνουν να βγάζεις και το θηλυκό χρώμα σου. Δεν είναι εύκολο να το παραδεχτεί ένας άντρας αυτό, αλλά όταν τα παιδιά σου σε κοιτάζουν στα μάτια είναι πολύ εύκολο να αλλάξεις ρόλο και να μπεις σε αυτόν της μητέρας. > Όταν με ρωτάνε αν θέλω να γυρίσω τον χρόνο πίσω, απαντώ όχι, γιατί δεν θέλω να χάσω τα δώρα που μου έχει χαρίσει ο χρόνος. Να γίνω 20 χρόνων και να καίγομαι; Για ποιο λόγο; Όσοι θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω είναι επειδή δεν έζησαν ή δεν τους επιτράπηκε να ζήσουν όπως ήθελαν. Αν λες σε ένα παιδί να συγκρατηθεί, μπορεί και να κλείσει τελείως τις μηχανές του, να μην τις ανοίξει ποτέ μέχρι τα 80 του, και τότε να γίνει ένας ηλικιωμένος που θέλει να ζήσει από την αρχή τον έρωτα της ζωής του. > Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο μέσα μου τη μυθολογία της κραιπάλης και της καταστροφής, αλλά δεν έχω κάνει ακόμα τον κύκλο στη ζωή μου και μπορεί να με πιάσει καμιά τρέλα και να ξανακατέβω στην Αθήνα. Μπορεί στα γεράματά μου να θέλω να ζήσω στα Εξάρχεια. Μου αρέσει αυτή η περιοχή που έχει νεολαία, φασαρίες και μπάχαλο. > Τα ταξίδια δεν είναι στους τόπους, τα ταξίδια είναι εδώ. Έχω φύγει από το μπαρ της Γωγώς στον Νέο Κόσμο μια Κυριακή στις 7 το πρωί και περπατώντας προς το Κουκάκι ένιωσα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σχεδόν κάθε μέρα μου είναι ένα ταξίδι και θέλω το ταξίδι μου να είναι ανεπανάληπτο. > Δεν είμαι υπέρ των παιδιών που αρπάζουν μια πέτρα και σπάνε τις βιτρίνες. Αυτό δυναμώνει ακόμη περισσότερο την ήδη υπάρχουσα άσχημη κατάσταση. Το όνειρο γίνεται πιο δραματικό και άσχημο. Και το άσχημο δεν φέρνει εξιλέωση. Εξιλέωση είναι η γνώση ότι αυτοί οι ίδιοι που σηκώνουν την πέτρα και σπάνε το κεφάλι του άλλου ή το τζάμι, αυτοί οι ίδιοι είναι το απόλυτο φως, η απόλυτη γνώση. Γι' αυτό πρέπει να γυρίσουν και να κοιτάξουν τον εαυτό τους. Δεν υπάρχουν εχθροί εκεί έξω, οι εχθροί είναι σύμβολα. > Ανησυχώ ιδιαίτερα για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, με όλα αυτά τα πλήθη των απελπισμένων ανθρώπων που μου θυμίζουν το κομμάτι του Σαββόπουλου που έλεγε: «Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις / όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα / παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα / κι εσύ μιλάς σαν πτώμα / Ο λαός,ο λαός στα πεζοδρόμια κουλούρια ζητάει και λαχεία / κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία / αιτήσεις για τη Γερμανία». Αυτό ακριβώς ζούμε και τώρα. Κάνουμε κυκλικές κινήσεις και πέφτουμε πάνω στα χνάρια μας. Θα κάνουμε ό,τι ωραιότερο και υψηλότερο μπορούμε για να μπούμε σε μια διαφορετική κατάσταση, θα ονειρευτούμε έναν κόσμο ιδανικό, θα μάθουμε ξανά να ονειρευόμαστε. Θα γίνουμε σοβαροί ονειρευτές, όχι κωλόπαιδα. Θα πάρουμε την ευθύνη των πραγμάτων. Είμαστε υπεύθυνοι για το έργο ή δεν είμαστε; Θα πορευτούμε με τον διπλανό μας ή όχι; > Μπορεί να λέω ότι δεν θα αποχωρήσω ποτέ από το τραγούδι, άλλα αυτό είναι ψέμα. Δεν μπορείς να παίζεις εσαεί. Τώρα έχω τη βιολογική και συναισθηματική δύναμη να το κάνω, αλλά μερικές φορές, όταν ανοίγεται μπροστά μου μια παράδοξη κατάσταση, πιο πολύ με ελκύουν το άγνωστο και η παραίτηση από την προηγούμενη εργασία μου, παρά η μουσική και το τραγούδι. > Η αγάπη περισσότερο εκπέμπεται από εμάς προς τον κόσμο και όχι το αντίστροφο. Και η ειρωνεία είναι ότι όλοι ζητάμε την αγάπη. Ενώ στην ουσία εμείς οι ίδιοι είμαστε η αγάπη, εμείς είμαστε η ελευθερία, εμείς είμαστε η αλήθεια, από μας εκπορεύονται όλα αυτά. Είναι βασικά, ουσιαστικά συστατικά της ύπαρξης. Εάν δεν τα έχουμε αυτά, να πάμε να γαμηθούμε, να βυθιστούμε στο τίποτα. > Τώρα πια είμαι πιο διαλλακτικός. Η κατανόηση είναι πρωτεύον στοιχείο. Δεν μετράς τους ανθρώπους με μεζούρα, αρχίζεις και τους δέχεσαι κι αυτό είναι ένα τεράστιο δώρο που στο φέρνει ο χρόνος. > Ο χρόνος δεν με πιέζει. Ίσα ίσα μου δημιουργεί τη λαχτάρα του τέλους. Οι ψευτολάτρεις της ψευδοπραγματικότητας δεν έχουν να χάσουν τίποτα, εάν δε συνεχιστεί το έργο. > Δεν νοσταλγώ τίποτα κι ούτε πρόκειται. Ίσως να νοσταλγώ το μέλλον. Πηγή: www.lifo.gr
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Χτύπησε τα μεγάλα, αδύναμα φτερά του στον αέρα για να κρατηθεί για άλλη μιά φορά. Μέσα του ήξερε ότι δεν θα το πετύχαινε αυτή τη φορά. Εδώ και πολύ καιρό είχε αρχίσει να χάνει ύψος. Η αμείλικτη βαρύτητα τον τραβούσε όλο και πιό δυνατά προς την μάνα Γή. Μισόκλεισε τα μάτια του, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άλλα περιθώρια, ότι ετούτη θα ήταν η τελευταία του πτήση....συνεχεια.. stavraetos.blogspot.com/2008/05/blog-post.html
Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2024
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)