Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

ΠΑΧΤΑΚΟΡ. Η ποδοσφαιρική ομάδα των...απάτριδων της Τασκένδης

 Το θέμα που πρόκειται να διαβάσετε θα μπορούσε να είναι ένα αθλητικό θέμα. Για μια ποδοσφαιρική ομάδα, μιλάει, άλλωστε. Δεν είναι, όμως, ένα αθλητικό θέμα. Ή πιο σωστά δεν είναι ένα αμιγώς αθλητικό θέμα.

Βλέπετε, η ιστορία της Παχτακόρ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου έφυγαν από την Ελλάδα και πέρασαν στις χώρες του κραταιού τότε «ανατολικού μπλοκ».

Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως η ιστορία της Παχτακόρ, διατρέχει την ιστορία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων και μέσα από εκεί μπορεί κάποιος να μάθει πολλά σχετικά με τον τρόπο ζωής, τις αγωνίες και τις καλές στιγμές των Ελλήνων που βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ.

Ίσως γι αυτό τον λόγο, η ιστορία επέλεξε σε αυτή την ομάδα να δώσει και έναν κεντρικό ήρωα ο οποίος, μάγεψε τους φιλάθλους με το ποδοσφαιρικό του ταλέντο στα γήπεδα της Τασκένδης αλλά και (πολλά χρόνια αργότερα) και στα ελληνικά γήπεδα.

Ο ήρωας αυτός δεν είναι άλλος από τον σπουδαίο Βασίλη Χατζηπαναγή. Τον θρυλικό «Βάσια», ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα ελληνικά γήπεδα.

Η λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και η προσφυγιά

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τον Αύγουστο του 1949, μετά από τρία χρόνια, σκληρού και αιματοβαμμένου εμφυλίου πολέμου, ο εθνικός στρατός έχει κερδίσει τις μάχες ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας σε όλα τα μέτωπα.

Οι ηττημένοι αντάρτες, φοβούμενοι, πως με το τέλος του εμφυλίου θα ακολουθήσει ένα πογκρόμ ανάλογο με αυτό που είχαν βιώσει μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζουν κατά χιλιάδες (μαζί με τις οικογένειες τους και τα λιγοστά υπάρχοντά τους) να περνούν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας με κατεύθυνση προς τις «φιλικές» χώρες του τότε κραταιού ανατολικού μπλοκ και κυρίως τη Σοβιετική Ένωση. Υπολογίζεται πως πάνω από 60.000 άτομα εγκατέλειψαν την Ελλάδα εκείνη την περίοδο.

Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων που δεν έμειναν στην Αλβανία ή στην Βουλγαρία εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη. Εκεί συνάντησαν πολλές και διάφορες δυσκολίες, έδιναν έναν καθημερινό αγώνα για επιβίωση σε ένα περιβάλλον διαφορετικό από την Ελλάδα, προκειμένου να προσαρμοστούν σε έναν τρόπο ζωής εντελώς διαφορετικό από εκείνο που βίωναν στη χαμένη πατρίδα.

Η Τασκένδη, η πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, είχε μουσουλμανικό παρελθόν αλλά από το 1918 έγινε πρωτεύουσα της Αυτόνομης Σοβιετικής Δημοκρατίας του Τουρκεστάν και από το 1930 και έπειτα έγινε μέλος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν.

Το 1991, λίγο πριν την «κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού», η Τασκένδη ήταν η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της ΕΣΣΔ!

Μια από τις μεγαλύτερες κοινότητες ήταν αυτοί των Ελλήνων. Ήταν οι «απάτριδες», όρος που προερχόταν από τη ρωσική λέξη «апатри́д» (που φυσικά είχε τη ρίζα της στην αρχαιοελληνική άπατρις), που σημαίνει άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια.

Υπολογίζεται πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην Τασκένδη περίπου 500 Έλληνες που δεν επέστρεψαν πίσω στην Ελλάδα με το μεγάλο κύμα του επαναπατρισμού, όταν το 1981 εκλέχθηκε κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, και παρέμειναν εκεί έχοντας για ταυτότητα ένα επίσημο κρατικό έγγραφο το οποίο έχει πάνω του τη λέξη «απαντρίντ»!

Βασική ασχολία των Ελλήνων της περιοχής ήταν η συλλογή βαμβακιού. Οι ανάγκες της ΕΣΣΔ για τη συγκομιδή του ήταν τεράστιες και έτσι οι περισσότεροι πρόσφυγες έβρισκαν εργασία στα χωράφια.

Η Παχτακόρ ή αλλιώς «αυτοί που καλλιεργούν βαμβάκι»


Η ζωή στην Σοβιετική Τασκένδη, κυλούσε με πολλά και διάφορα προβλήματα. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο από τη σκληρή καθημερινότητα σε διάφορες διασκεδάσεις. Μια από αυτές ήταν φυσικά και το ποδόσφαιρο.

Έτσι κάποιοι από αυτούς, μεταξύ των οποίων και Έλληνες, ίδρυσαν το 1956 την Παχτακόρ Τασκένδης. Παχτακόρ σημαίνει «αυτοί που καλλιεργούν βαμβάκι».

Από το 1936 μέχρι το 1991 που διήρκεσε η Σοβιετική Λίγκα η Παχτακόρ ήταν η μόνη ομάδα από το Ουζμπεκιστάν που αγωνίστηκε εκεί. Έπαιξε για 22 χρονιές στη πρώτη κατηγορία της ΕΣΣΔ. Η κορυφαία θέση που κατέλαβε ποτέ ήταν η έκτη και αυτό γιατί είχε να ανταγωνιστεί ομάδες- μεγαθήρια από τη Ρωσία και την Ουκρανία που τότε ήταν υπολογίσιμα μεγέθη όχι απλά στη σοβιετική λίγκα αλλά και στο κορυφαίο επίπεδο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Παράλληλα το 1968 έπαιξε και στον τελικό του κυπέλλου, όπου έχασε από τη Τορπέντο Μόσχας.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης η Παχτακόρ, έχοντας πολλούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές στο ρόστερ της αλλά και έχοντας την εμπειρία από τη Σοβιετική λίγκα, έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στο πρωτάθλημα του Ουζμπεκιστάν. Συνολικά έχει κατακτήσει 12 τίτλους. Η μοναδική χρονική περίοδος που «έπεσε» από τον βάθρο της ήταν όταν πριν από περίπου μία δεκαετία η Μπούνιοντκορ ξόδεψε πολλά εκατομμύρια δολάρια για πείσει διάσημους ποδοσφαιριστές να φορέσουν τη φανέλα τους. Το κατάφερε με τον Ριβάλντο, ενώ λίγο έλειψε να αγοράσει και τον Ετο.

Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, η Μπούνιοντκορ πήρε τέσσερα σερί πρωταθλήματα (2008-2012).

Σήμερα, όμως, η Παχτακόρ έχει επανέλθει για τα καλά στην κορυφή με προπονητή τον Σότα Αρβελάτζε και αστέρα τον Ερέν Ντερτιγιόκ.

Η Παχτακόρ του Βασίλη Χατζηπαναγή


Η ομάδα των βαμβακοκαλλιεργητών και των ελλήνων πολιτικών προσφύγων έμελε να είναι αυτή που θα αναδείξει τον μεγάλο Βασίλη Χατζηπαναγή ο οποίος είχε γεννηθεί στην Τασκένδη το 1954.

Ο σπουδαίος Βάσιας ξεκίνησε να παίζει από μικρός μπάλα στη Δυναμό Τασκένδης, ωστόσο, το 1972 τον εντόπισε ένας παράγοντας της Παχτακόρ και πήρε γρήγορα μεταγραφή.

Εκεί έπαιξε για τρία χρόνια πριν έρθει στην Ελλάδα και τον Ηρακλή, το 1975. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως η πρώτη ελληνική ομάδα που εντόπισε τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός αλλά η Παχτακόρ δεν επέτρεψε να γίνει η συγκεκριμένη μεταγραφή.

Στην τριετία, πάντως, που έπαιξε με τη φανέλα των βαμβακοκαλλιεργητών ο Χατζηπαναγής έκανε… «πράματα και θάματα» με ματς σταθμό το 5-0 επί της πανίσχυρης Ντιναμό Κιέβου όπου ο «Βάσια» έκανε σμπαράλια την άμυνα των Ουκρανών, αφού έβαλε ένα γκολ και έδωσε… τέσσερις ασίστ!

Ο Χατζηπαναγής έφτασε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ηρακλή τον Δεκέμβριο του 1975, με τρένο. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στους ανθρώπους που τον περίμεναν ήταν και η γιαγιά του. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε από κοντά.

Ήταν εκείνη που υπέγραψε το χαρτί του επαναπατρισμού του, προκειμένου να «ξεκλειδώσει» η μεταγραφή από την Παχτακόρ.

Η συνέχεια της καριέρας του «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων» είναι γνωστή.

Μοναδική του πικρία το ότι φόρεσε μόλις δυο φορές τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας, (η μία σε φιλικό και η άλλη σε αγώνα προς τιμήν του) επειδή είχε αγωνιστεί με την αντίστοιχη της Σοβιετικής Ένωσης. «Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος» είχε πει ο ίδιος, σε παλαιότερη συνέντευξή του.

Το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα που σημάδεψε την ιστορία της Παχτακόρ


Τέσσερα, μόλις, χρόνια μετά την μεταγραφή του Χατζηπαναγή από την Παχτακόρ για τον Ηρακλή, η ιστορία της θα σημαδευτεί από ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα. Στις 11 Αυγούστου του 1979 το αεροπλάνο που μετέφερε την αποστολή της ομάδας που θα αντιμετώπιζε τη Ντιναμό Μινσκ στο πλαίσιο της Σοβιετικής λίγκας, συγκρούστηκε με ένα άλλο και ο τραγικός απολογισμός ήταν 178 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους. Οι 17 από αυτούς ήταν ποδοσφαιριστές της Παχτακόρ.

Από την έρευνα που ακολούθησε, προέκυψε πως ένα μοιραίο λάθος απ’ τον πύργο ελέγχου και ένα μπέρδεμα με τους ασυρμάτους και την επικοινωνία οδήγησε σε αυτή την τεράστια τραγωδία. Ουσιαστικά ο υπεύθυνος του πύργου ελέγχου έβαλε τα δυο αεροπλάνα με τους διαφορετικούς προορισμούς, να περάσουν από την ίδια περιοχή και στο ίδιο ύψος.

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα μπορούσε να ήταν μέσα στο μοιραίο αεροπλάνο, αν δεν είχε πάρει εκείνη την μεταγραφή. «Ήμασταν με τον Ηρακλή για προετοιμασία στην Κατερίνη. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ξενοδοχείο. Ήταν Έλληνες δημοσιογράφοι που ρωτούσαν τα ονόματα των παικτών της Παχτακόρ. Τι τα θέλετε, ρε παιδιά; τους ρώτησα. Σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, μου είπαν. Πάγωσα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Αν έμενα στην Τασκένδη, θα ήμουν κι εγώ νεκρός», είχε πει ο ίδιος.

ΠΗΓΗ https://cb.run/gu6d




Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή

 

Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (1873 – 1950)

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς της εποχής του με διεθνή αναγνώριση.Το επιστημονικό του έργο εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, από τα Μαθηματικά και την Φυσική ως την Αρχαιολογία. Πολυσχιδής προσωπικότητα, διέπρεψε ως καθηγητής μαθηματικών και από τα πανεπιστήμια του Βελγίου και της Γερμανίας, βρέθηκε να οργανώνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στη Σμύρνη και να εργάζεται ως μηχανικός στο εργοτάξιο του φράγματος στο Ασουάν. Είχε φιλικές σχέσεις, μεταξύ άλλων, με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1873, στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του Στέφανος Καραθεοδωρή υπηρετούσε ως πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μητέρα του Δέσποινα Πετροκόκκινου καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2087?fbclid=IwAR0Y_5w9khr2cP-9bpzXNCUEMClyQaaHEqiKHfhb59YEEGyLv8uEM9vpIao#.X13lj0QBRcg.linkedin

© SanSimera.gr

Τετάρτη, Οκτωβρίου 28, 2020

Ελληνοιταλικό Επος 1940 , ένας πόλεμος που είχε κριθεί πριν καν αρχίσει

 

Γυρίστε τον χρόνο πίσω, σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια... Ηταν λίγο μετά τις 5 το πρωί όταν οι Ιταλοί άνοιξαν πυρ εναντίον των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στα σύνορα με την Αλβανία και με τον πλέον ανήθικο και δειλό τρόπο επιχείρησαν να καταλάβουν στη χώρα μας. Πριν καν εκπνεύσει το τελεσίγραφο που είχε παραδώσει μερικές ώρες πριν ο Εμμανουέλε Γκράτσι στον Ιωάννη Μεταξά, μέσω του οποίου ζητούσε την άδεια ώστε στρατεύματα της χώρας του να καταλάβουν καίρια εδάφη της δική μας. Η απάντηση του τελευταίου δεν ήταν «ΟΧΙ» όπως έμεινε στη ιστορία αλλά του είπε στα γαλλικά  που συνομιλούσαν, μόλις διάβασε το κείμενο, «alors c’ est la Guerre», που σημαίνει «λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος». 
 
Το πώς ένας δικτάτορας που διατηρούσε στενούς δεσμούς με όλα τα φασιστικά καθεστώτα που ανθούσαν τότε στην Ευρώπη αρνήθηκε πεισματικά να συνεργαστεί με τους ομοϊδεάτες του Αδόλφο Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι, είναι κάτι που έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους ιστορικούς. Η πλειοψηφία τους καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Μεταξάς δεν εθελοτυφλούσε και γνώριζε πως λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδος, της τεράστιας ακτογραμμής της και των εκατοντάδων νησιών της, ήταν αδύνατο να αντιταχθεί στους Βρετανούς που κυριαρχούσαν στη θάλασσα.
 
Αλλωστε φέρεται να είπε σε μία ομιλία του προς τους αρχηγούς των επιτελείων της χώρας μας αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα του μεγάλου πολέμου. «Αυτό που θα σας είπω δεν θα το ανακοινώσετε εις κανένα. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας. Επαναλαμβάνω και πάλιν: Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης». Αυτόματα άπαντες στην ηγεσία της χώρας γνώριζαν πως οι απαιτήσεις του Μουσολίνι δεν θα γίνονταν αποδεκτές. Κάτι ανάλογο υποστήριξε και παραμονές των εχθροπραξιών. «Η Ελλάς δέν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη άπό θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς. Ή Ελλάς δέν δύναται λοιπόν νά τά βάλη ώς έκ της γεωγραφικής της θέσεως μέ καμίαν απολύτως ναυτικής δυναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα τό όποιον ουδέ νά σκεφθή δύναται».  
 

Σε αντίστοιχο ύφος κινήθηκε και μία επίσημη τοποθέτησή του στις 30 Οκτωβρίου του 1940 σε ομιλία τους προς τους δημοσιογράφους, που πάντως ήταν απολύτως ελεγχόμενοι από το καθεστώς. «Δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των». 

Ο Μεταξάς ήταν ένας δικτάτορας που δεν αναρριχήθηκε στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο, όμως δεν θέλησε να συμπλέξει στρατιωτικά με τους ομοϊδεάτες του επειδή αντιλαμβάνονταν πως μία ναυτική χώρα όπως η Ελλάδα είναι αδύνατον να αντιπαρατεθεί των Αγγλων. 

Για την ιστορία ας θυμηθούμε μεταφρασμένο τον διάλογο των δύο ανδρών, όπως τουλάχιστον διασώθηκε στο πέρασμα των δεκαετιών, αμέσως μόλις ο Μεταξάς διάβασε το ιταλικό τελεσίγραφο, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940.  Οπως και τι προηγήθηκε λίγες ώρες πριν. Ο Γκράτσι βρίσκονταν μέχρι αργά το βράδυ σε μία κοσμική εκδήλωση αλλά αποχώρησε νωρίς λέγοντας πως είναι κουρασμένος. Αμέσως μετέβη στην πρεσβεία της Ιταλίας όπου και βρίσκονταν η οικία του και εκεί τον περίμενε ο στρατιωτικός του ακόλουθος. Τον παρέλαβε και μαζί με τον μεταφραστή τους κατευθύνθηκαν για το σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά, με το στρατιωτικό όχημα που είχαν στην κατοχή τους. 
 
Λίγο πριν της 3 το πρωί έφτασαν στον προορισμό τους και ζήτησαν να μιλήσουν εσπευσμένα στον πρωθυπουργό. Ο οποίος ενημερώθηκε πως τον ζητούν για σοβαρό ζήτημα ορισμένοι ξένοι διπλωμάτες, χωρίς όμως να του μεταφέρουν τα ονόματά τους, καθώς οι άνδρες της ασφαλείας του δεν ήταν σίγουροι για την εθνικότητά τους. Ομως ο Μεταξάς έγραψε πως αμέσως αντιλήφθηκε ποιοι ήταν, αφού είδε από το παράθυρο το αμάξι που είχε σταθμεύσει έξω από το σπίτι του και διέκρινε τα ιταλικά διακριτικά. Εβαλε μία ρόμπα και βγήκε μόνος του στην εξώπορτα, φωνάζοντας στον φρουρό να επιτρέψει την είσοδο στους τρεις άνδρες. 
 
Επειδή τόσο εκείνος όσο και ο Γκράτσι γνώριζαν γαλλικά, κρίθηκε σκόπιμο να μιλήσουν απευθείας και όλοι οι υπόλοιποι έμειναν στον κήπο. Οι δύο τους έχουν περιγράψει τη σκηνή και οι μαρτυρίες τους δεν διαφέρουν. Βρέθηκαν απέναντι σε ένα σαλονάκι, κάθισαν αντικριστά και ο Ιταλός πρέσβης του είπε. «Με έχουν επιφορτίσει να σας επιδώσω αυτή τη διακοίνωση». Ο Μεταξάς την πήρε στα χέρια του, άρχισε να τη διαβάζει και από τις εκφράσεις του προσώπου του έδειχνε σοκαρισμένος. Η Ρώμη κατηγορούσε την Αθήνα πως είχε παραβιάσει τις αρχές της ουδετερότητας υπέρ των Αγγλων και ότι καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουρίας. Για αυτό ο Μουσολίνι ζητούσε να επιτραπεί από την Ελλάδα η διέλευση των στρατευμάτων του και η κατάληψη από μέρος τους ορισμένων στρατηγικών σημείων της. Σε διαφορετική περίπτωση στις 6 το πρωί, δηλαδή σε 3 ώρες από τότε, θα επιτεθεί. «Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν», έγραψε αργότερα ο Γκράτσι.
 
Ο διάλογός τους εικάζεται πως ήταν, πάντα στη γαλλική, περίπου ο εξής: 
-Μεταξάς: Λοιπόν, έχουμε πόλεμο
-Γκράτσι: Οχι απαραίτητα εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα αποδεχτείτε τους όρους της.
-Μεταξάς: Λέτε ότι θα επιτεθείτε σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ακόμα και να το ήθελα, πιστεύετε ότι σ’ αυτό το διάστημα προλαβαίνω να ξυπνήσω τον βασιλιά και να τον ενημερώσω; Να ειδοποιήσω τον Υπουργό Στρατιωτικών και το  Γενικό Επιτελείο Στρατού; Να παρθούν όλες οι σχετικές αποφάσεις; Εστω ότι γίνονται όλα αυτά, ποια είναι τα στρατηγικά σημεία που θέλει να καταλάβει η κυβέρνησή σας;
-Γκράτσι: Δεν έχω ιδέα.  
-Μεταξάς: Οχι... Είναι απαραίτητο. Εχουμε πόλεμο... 
Ο Γκράτσι έγραψε και πως ολοκληρώθηκε η συνάντησή τους. «Ενιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Ελληνα πρωθυπουργό και έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο. Εκείνος μου είπε 'vous êtes les plus forts' (σ.σ. είστε πιο δυνατοί)». 


Ο Γκράτσι έγραψε στα απομνημονεύματά του πως έφυγε με σκυμμένο κεφάλι από την κατοικία του Μεταξά. 
 
Πλέον αρκετά χρόνια μετά δύναται να ειπωθεί πως εκείνος ο πόλεμος κερδήθηκε πριν καν αρχίσει, χάρις στην αυταπάρνηση και το απαράμιλλος θάρρος όλων των Ελλήνων, που ενώθηκαν απέναντι σε έναν θρασύδειλο εχθρό. Εκ των υστέρων η ημερομηνία που έκρινε την έκβασή του ήταν η 15η Αυγούστου του 1940, όταν στο λιμάνι της Τήνου τορπιλίστηκε το ελαφρύ καταδρομικό «Ελλη», που ναυλοχούσε εκεί επ' ευκαιρία των εορτασμών της Παναγίας. Ηδη οι Ελληνες είχαν αντιληφθεί τις ιταλικές επεκτατικές βλέψεις, όταν από τις αρχές του 1940 έθετε ζήτημα Τσαμουριάς και κατηγορούσε την Αθήνα για ανοικτή συνεργασία με τους Αγγλους.
 
Βλέπετε ο Μουσολίνι αισθάνονταν πως ο Χίτλερ δεν τον αντιμετώπιζε σαν ίσο προς ίσο, αφού δεν ενημερώθηκε τόσο για την εισβολή στην Πολωνία όσο και στη Γαλλία. Το γόητρό του είχε πληγεί ανεπανόρθωτα και επιθυμούσε να το ανυψώσει με μία δική του στρατιωτική επιτυχία. Δεν είναι τυχαίο πως έλεγε στους συνεργάτες του ότι «ο Φύρερ θα ενημερωθεί από τις εφημερίδες για την κατάληψη της Ελλάδας», ενώ επέλεξε την 28η Οκτωβρίου για δύο λόγους. Επίσημα επειδή συνέπιπτε με την «Πορεία προς τη Ρώμη» που είχαν κάνει οι μελανοχίτωνες το 1922 με εκείνον ηγέτη, αλλά κυρίως επειδή τότε θα τον επισκέπτονταν ο Χίτλερ και ήθελε να τον φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος. 
 
Ετσι από τις αρχές του έτους η προπαγάνδα του «θορύβησε» την Αθήνα που άρχισε να προετοιμάζεται. Τον Ιούνιο η διπλωματική ένταση κορυφώθηκε, όταν αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα δύο Αλβανοί που έφτασαν στο νησί με μία βάρκα και αμέσως συνελήφθησαν από την αστυνομία. Υστερα από ανακρίσεις που διεξήχθησαν ομολόγησαν πως είχαν σκοτώσει τον επικηρυγμένο ληστή Νταούτ Χότζα και για το συμβάν ειδοποιήθηκαν οι αρχές των Τιράνων, οι οποίες όμως δεν αποκριθήκαν. Αν' αυτού περίπου ένα μήνα μετά σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος δημοσίευσε την είδηση του θανάτου του Χότζα και τόνιζε πως πρόκειται για πατριώτη που σκότωσαν επίτηδες οι Ελληνες στη μεθόριο. Η Αθήνα προέβη σε άμεσες διαψεύσεις, αλλά η προπαγάνδα κυριαρχούσε. 


Ο Μουσουλίνι επέλεξε την 28η Οκτωβρίου ως ημέρα επίθεσης κατά της Ελλάδος, ώστε να τιμήσει την «Πορεία προς τη Ρώμη» που τον οδήγησε στην εξουσία.
 
 
Ετσι φτάσαμε ανήμερα της Παναγίας, όπου το υποβρύχιο  «Ντελφίνο» βύθισε την «Ελλη», με τραγικό απολογισμό 9 νεκρούς και πάνω από 20 τραυματίες. Από την πρώτη στιγμή έγινε αντιληπτό πως πρόκειται για ιταλική επίθεση, αλλά απαγορεύτηκε στον Τύπο να αναφέρει το παραμικρό για την ταυτότητα του δράστη. Το  «Ντελφίνο» είχε λάβει διαταγή να βυθίσει ένα πολεμικό σκάφος από τον Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, διοικητή των Δωδεκανήσων. Θεωρείται απίθανο να μην είχε ενημερωθεί σχετικά ο Μουσουλίνι, αν και υπάρχουν ιστορικοί που πιστεύουν ότι η επίθεση ήταν απόρροια του σαθρού οικοδομήματος της ιταλικής κυβέρνησης.
 
Πιο συγκεκριμένα επειδή άπαντες ήθελαν να συμφωνούν με τον Ντούτσε, είχαν την πεποίθηση πως στο Αιγαίο βρίσκονταν βρετανικά πολεμικά σκάφη και ο Τζουζέπε Αϊκάρντι, διοικητής του υποβρυχίου, έλαβε διαταγή να βυθίσει κάποιο από τα δεκάδες αγγλικά που περιπολούσαν στην περιοχή. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε πως πρόκειται για ελληνικό και του επιτέθηκε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι δηλαδή οι Ιταλοί έπεσαν «θύμα» των ψεμμάτων και της προπαγάνδας τους, μάλλον δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες και φαίνεται πως ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα και μία πράξη δειλίας. 
 
Η Αθήνα όμως κράτησε, επίσημα, χαμηλούς τόνους. Ως απολυταρχικό καθεστώς, δεν πρέπει να το λησμονούμε ποτέ, η κυβέρνηση Μεταξά έδωσε εντολή όλα τα σχετικά δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για «άγνωστης ταυτότητας υποβρύχιο», παρότι από την επομένη κιόλας είχαν βρεθεί υπολείμματα από τις τορπίλες που εξαπολύθηκαν και αποδείχθηκε πως ήταν εκείνες που χρησιμοποιούσε το ιταλικό ναυτικό. Βέβαια άπαντες γνώριζαν τι είχε συμβεί, το συζητούσαν στον δρόμο, τα καφενεία, παντού σε όλη την επικράτεια. «Οι Ιταλοί βύθισαν την Ελλη». 
Ο τορπιλισμός της Ελλης «συσπείρωσε» τον ελληνικό λαό 
 
Η στάση της Ελλάδος «ερμηνεύτηκε» στη Ρώμη ως αδυναμία, ενώ την ίδια στιγμή οι πράκτορες που είχε στην Αρτα, στην Ηγουμενίτσα και τα Γιάννινα μετέδιδαν πως ο πληθυσμός της Ηπείρου θα «υποδεχθεί» τα στρατεύματά της ως απελευθερωτές! Ο Μουσουλίνι και οι συνεργάτες τους ζούσαν σε μία εικονική πραγματικότητα... 
 
Το τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα, την 15η Αυγούστου του 1940, το αντιλήφθηκαν μετά τον πόλεμο και  Γκράτσι ανέφερε στα απομνημονεύματά του.  «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό έχει η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος μπροστά σε έναν εχθρό που δε δίσταζε να μεταχειρίζεται τέτοια μέσα», έγραψε σχετικά. 
 
Από τότε και μέχρι τις 28 Οκτωβρίου μεσολάβησαν 68 μέρες, διάστημα όπου η Ελλάδα προετοιμάστηκε για μία μάχη που θύμιζε Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, αλλά και μέχρι τότε είχε λάβει πολλά μέτρα που αποδείχθηκαν καθοριστικά. Ας θυμηθούμε λοιπόν τα γεγονότα της εποχής. 
 
Απέναντι βρίσκονταν μία υπερδύναμη, που διαφεντεύονταν και λάτρευε έναν παρανοϊκό δικτάτορα, ο οποίος αναρριχήθηκε στην εξουσία με «όπλο» τη δημαγωγία και τις καταστάσεις που επικρατούσαν στην εποχή, όπως την κακή οικονομική κατάσταση της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι λοιπόν που στα μαθητικά του χρόνια μαχαίρωσε δύο συμμαθητές του αλλά παρόλα αυτά πήρε πτυχίο δασκάλου, ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως σοσιαλιστής, αλλά σύντομα έγινε ο «πατέρας» του φασισμού και μέντορας του Αδόλφου Χίτλερ. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ντούτσε όπως έμεινε στην ιστορία και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «ηγέτης», ανέλαβε τα ηνία της Ιταλίας πολλά χρόνια πριν τους Ναζί και από τις δικές του εξτρεμιστικές ενέργειες, όπως τα τάγματα εφόδου, έμαθαν πολλά. Στην πορεία βέβαια μετατράπηκε σε μία γραφική φιγούρα και υποτελής των συμμάχων του.
 
Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όμως χαρακτηρίζονταν ένας «δυνατός » παίκτης στην παγκόσμια σκηνή και ακολούθησε αλλοπρόσαλλη πολιτική εναντίον της Ελλάδος.  Το 1923, με αφορμή τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι  στα ελληνοαλβανικά σύνορα που λανθασμένα χρεώθηκε στην πατρίδα μας, επιτέθηκε και κατέλαβε την Κέρκυρα για περίπου ένα μήνα και η υπό διάλυση, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, χώρα μας αναγκάστηκε να καταβάλει υψηλές οικονομικές αποζημιώσεις. 
 
Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1927, ξεκίνησε επαφές με τις ελληνικές κυβερνήσεις και μερικούς μήνες μετά (23 Σεπτεμβρίου 1928) ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέβη στη Ρώμη και υπογράφτηκε μεταξύ των δύο κρατών σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας υποστήριξης, σε ενδεχόμενο εξωτερικό κίνδυνο. Βρεθήκαμε δηλαδή στο άλλο άκρο.
 
Το αποτυχημένο κίνημα του τελευταίου το 1934 άνοιξε τον δρόμο στον Ιωάννη Μεταξά, αφού η χώρα μας «χωρίστηκε», για ακόμη μία φορά, σε αντιμαχόμενα «στρατόπεδα» τους Βενιζελικούς και τους αντι-Βενιζελικούς και εν μέσω αναστάτωσης και με την ανοχή του Βασιλιά Γεωργίου Β' (ήταν φίλοι και ο Μεταξάς μέντοράς του σε πολεμικά ζητήματα), οδηγηθήκαμε στο πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936. Η παραπάνω εξέλιξη οδήγησε τον Μουσολίνι στο συμπέρασμα πως απέναντί του βρίσκονταν ένας ομοϊδεάτης του, που θα συμπράξει στον άξονα όλων των φασιστικών κινημάτων της Ευρώπης. 
 
Κάτι λογικό, αφού ο Μεταξάς δεν πήρε την εξουσία μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας, κυβέρνησε απολυταρχικά, υπήρχε κλίμα τρομοκρατίας, συνάνθρωποί μας διώχθηκαν και δολοφονήθηκαν για τις ιδέες και τα «πιστεύω» τους και καταλύθηκε κάθε έννοια της δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο πως οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ιταλίας  ενέταξαν στο πρόγραμμά τους εκπομπές στα ελληνικά, όπου υποστήριζαν ανοιχτά το καθεστώς των Αθηνών, αλλά στην εξωτερική πολιτική ο Ελληνας δικτάτορας παρέμενε πιστός στο «Δόγμα Βενιζέλου».  Δηλαδή ουδετερότητα, φιλειρηνική στάση, ουδεμία κίνηση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εχθρική, αλλά συνάμα και διατήρηση διαύλου επικοινωνίας με την Αγγλία. Παρότι λίγο πριν τον πόλεμο είχε υποδεχθεί και φιλοξενήσει θερμά τον Γιόζεφ Γκέμπελςυπουργό Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο Μεταξάς δεν πίστευε στη δημοκρατία και την ελευθερία, αλλά εκπροσωπούσε τον φασισμό. 
Ο Μεταξάς μαζί με τον Γκέμπελς, όταν ο Υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί επισκέφθηκε την Αθήνα. 
 
 
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θέλησε να αναδιαρθρώσει τις ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και ξεκίνησαν οι αντίστοιχες παραγγελίες οπλισμού για όλα τα σώματα, οι οποίες πάντως δεν ολοκληρώθηκαν λόγω της έναρξης του πολέμου. Πάντως ενισχύθηκαν αισθητά, ενώ από τα τέλη του 1936 ξεκίνησε η κατασκευή της «Γραμμής Μεταξά». Εκείνα τα χρόνια η Βουλγαρία θεωρούνταν ως ο υπ' αριθμόν ένα εχθρός της Ελλάδος και εκεί δόθηκε το βάρος της αμυντικής της θωράκισης. Αλλωστε από το 1934 ήταν σε ισχύ το  το «Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης», μεταξύ της πατρίδας μας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας, που προέβλεπε και στρατιωτική σύμπραξη, σε περίπτωση που κάποιο εκ των τεσσάρων συμβαλλόμενων μελών απειλούνταν από εξωτερικό εχθρό. Οι Βούλγαροι ήταν απομονωμένοι από όλους. 
 
Τα όσα διαδραματίστηκαν για την κατασκευή των οχυρών, ήταν προϊόν ένας εξαιρετικού σχεδίου σε οργάνωση και εφαρμογή και δεν είναι τυχαίο πως οι Γερμανοί βρέθηκαν προ δυσάρεστων εκπλήξεων και υπέστησαν βαριές απώλειες όταν το 1941 παραβίασαν από εκεί τα σύνορα της πατρίδας. Αλλωστε στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν κατάλαβαν τα οχυρά αλλά εκείνα παραδόθηκαν με τη συνθηκολόγηση ή υπερκεράστηκαν,. Ουδείς από το εξωτερικό γνώριζε τι ακριβώς είχε κατασκευαστεί. 
 
Το έργο έγινε αποκλειστικά με τη συνδρομή Ελλήνων αρχιτεκτόνων, εργατών και φυσικά πόρων, κάτω μάλιστα από το πέπλο πλήρης μυστικότητας. Οσοι δούλευαν μεταφέρθηκαν από άλλα μέρη και κυρίως την Πελοπόννησο, ώστε να μην ξέρουν την ακριβή τοποθεσία που βρίσκονταν και να μην διαρρεύσει το παραμικρό.  
 
Τα εργοτάξια φυλάγονταν εξαιρετικά, απαγορεύονταν η είσοδος ή έξοδος χωρίς ουσιαστικό λόγο και είχαν καμουφλαριστεί, ώστε να μοιάζουν με οικοδομές ή συνεργεία οδοποιίας. Οι μηχανικοί της χώρας που επισκέφθηκαν τη «Γραμμή Μαζινό» «πάντρεψαν» το γαλλικό μοντέλο με το φυσικό τοπίο της Μακεδονίας και τα περισσότερα κτίσματα ήταν αδύνατο να εντοπιστούν. 
 
Οταν τον Απρίλιο του 1939 οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία, κατέστη σαφές πως θεωρούσαν τη Βαλκανική ως σφαίρα της επιρροής τους και στην Αθήνα σήμανε συναγερμός. Τους επόμενους μήνες άρχισαν να καταστρώνονται τα πρώτα σχέδια αντιμετώπισης του εχθρού, ενώ ξεκίνησαν και επιδιορθώσεις στο οδικό δίκτυο της Ηπείρου. Με το πρόσχημα πως πρόκειται για κοινωνικά και όχι στρατιωτικά έργα, η Ρώμη δεν αντιλήφθηκε τι  γίνονταν. Την ίδια στιγμή η ελληνική αντικατασκοπεία έπαιρνε άριστα. Ενημέρωνε συνεχώς για το μέγεθος των αντίπαλων δυνάμεων που βρίσκονταν στην Αλβανία και η Ελλάδα γνώριζε ουσιαστικά από τις αρχές Οκτωβρίου πως επίκειται επίθεση. Τότε οι αρμόδιες υπηρεσίες ελάμβαναν συνεχείς ειδοποιήσεις πως το ιταλικό μηχανικό επιδιορθώνει όλες τις γέφυρες που οδηγούσαν στα σύνορα και προχωρά σε διαπλάτυνση των δρόμων. 
 
Το ΓΕΣ μάλιστα συνέλαβε και εκτέλεσε ένα πανέξυπνο σχέδιο. Από τον Μάιο άρχισε να καλεί σε μετεκπαίδευση πολίτες στα νέα όπλα. Αλλά πώς; Τα φύλλα πορείας ήταν ατομικά και αποστέλλονταν ως επί το πλείστων σε κατοίκους της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, με χώρο συγκέντρωσης τις μεραρχίες του Αλβανικού μετώπου.
 
Ετσι δεν υπήρξε η οποιαδήποτε μαζική μετακίνηση πληθυσμού που θα κινούσε υποψίες στην απέναντι πλευρά, ενώ και δεν απέλυσε, με την ίδια αιτιολογία, του στρατευμένους από το καλοκαίρι του 1940 και μετά που είχαν ήδη ολοκληρώσει τη θητεία τους. Δεν είναι τυχαίο πως περισσότεροι από 30.000 Ελληνες στρατιώτες απέκρουσαν το πρώτο κύμα της επίθεσης μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστράτευση, ενώ οι Ιταλοί υπολόγιζαν πως απέναντί τους θα βρίσκονταν περίπου 10.000. Μάλιστα υπάρχει και μία σημαντική λεπτομέρεια. Οι περισσότεροι εκ των οπλιτών και αξιωματικών ήταν και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, οπότε γνώριζαν τα εδάφη, τις ακραίες καιρικές συνθήκες παρότι εκείνη τη χρονιά επικρατούσε πολικό ψύχος και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και πολεμούσαν μερικά χιλιόμετρα από τα σπίτια τους. 
Η μερική επιστράτευση που προηγήθηκε του πολέμου, έδωσε μετέπειτα στην Ελλάδα το πλεονέκτημα στα πεδία των μαχών, 
 
Μετά τον τορπιλισμό της Ελλης ήταν τόσο μεγάλη η ομοψυχία του λαού, που όλοι βοηθούσαν. Οι γυναίκες της Πίνδου πριν το πόλεμο είχαν αναλάβει ουσιαστικά τον ρόλο της επιμελητείας, αφού σε κάθε χωριό άνοιγαν τα σπίτια για να φιλοξενήσουν τους στρατιώτες που περιπολούσαν στα σύνορα ή επιδιόρθωναν τα έργα στην περιοχή. 
 
Ετσι φτάσαμε στις αρχές του Οκτωβρίου και οι πάντες γνώριζαν πως ανά πάσα στιγμή ο εχθρός θα κινηθεί. Το ερώτημα ήταν το πότε, αφού ξέχωρα από την ενημέρωση που είχε η Αθήνα από τους κατασκόπους της επί αλβανικού εδάφους, ανάλογες αναφορές ελάμβανε και από τους Βρετανούς, ότι δηλαδή άμεσα θα δεχθεί επίθεση από την Ιταλία.
 
Στις 11 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι ενημερώθηκε από τον Χίτλερ ότι μονάδες των ΕΣ ΕΣ εισήλθαν στη Ρουμανία, ώστε να διασφαλίσουν τα πετρέλαια του Πλοεστί και άφησε την οργή του να ξεσπάσει, αφού θεώρησε πως ο «σύμμαχός» του ενεργούσε μονομερώς σε χώρο που χαρακτήριζε ως δική του επιρροής. Λίγες ημέρες μετά, στις 15 του μηνός, συγκάλεσε το ανώτατο συμβούλιο της Ιταλίας και ανακοίνωσε την απόφασή του να εισβάλει άμεσα στη χώρα μας. Ο μόνος που διαφώνησε, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ο στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο. 
 
Στη Ρώμη έδειχναν να παραπλανημένοι για όλα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως δεν γνώριζαν την ακριβή σύνθεση των μεραρχιών της Ηπείρου αφού το «τρικ» της μερικής επιστράτευσης είχε λειτουργήσει σε απόλυτο βαθμό, τη μορφολογία του εδάφους και κυρίως το πώς θα τους «υποδεχθεί» ο ντόπιος πληθυσμός. 
 
Είναι χαρακτηριστικό πως λίγες ώρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ο αρχιστράτηγος των επιχειρήσεών τους Πράσκα και ο υφυπουργός Στρατιωτικών και Στρατηγός Σοντού, ανέφεραν πως οι Ιταλοί  θα χρειαστούν μόνο μία εβδομάδα για να καταλάβουν τα Γιάννινα! Επειδή μάλιστα ο Ντούτσε τους είχε τυφλή εμπιστοσύνη και προφανώς βρίσκονταν εν πλήρη αδυναμία να αντιληφθεί την κατάσταση, έχει διασωθεί το παρακάτω περιστατικό.
 
Στις 2 Νοεμβρίου έστειλε στο μέτωπο τον στρατηγό Πίκολο, ώστε να συναντήσει τον Πράσκα και να τον συγχαρεί, εκ μέρους του, για τη θετική έκβαση του πολέμου και ότι άμεσα θα λάβει περαιτέρω ενισχύσεις ώστε να επισπεύσει την προέλασή του, από τις μονάδες που αρχικά προγραμματίζονταν να αποβιβαστούν στην Κέρκυρα! Τι απάντησε ο αρχιστράτηγος; «Μπορείτε να του μεταφέρετε ότι μπορεί να είναι ήσυχος. Υπολογίζω πως σε τρεις ημέρες θα βρίσκομαι στα Ιωάννινα και λίγο μετά στην Πρέβεζα. Οι Ελληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Πλέον δεν υφίσταται κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς. Οι Ελληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν». Απαντες είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα ή δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη τους. Αλλη εξήγηση δεν υφίσταται. 
Ενώ όλοι Ελληνες έφυγαν χαμογελώντας για το μέτωπο, οι Ιταλοί θεωρούσαν πως προβάλουν «ψεύτικη» αντίσταση. 
 
Σε διπλωματικό επίπεδο η κυβέρνηση της Ιταλίας θέλησε να «κοιμίσει» την Αθήνα, ακόμη και ώρες πριν της κυρήξει τον πόλεμο. Ομως στις 20 Οκτωβρίου ο εκεί πρέσβης μας τηλεγράφησε πως η ιταλική επίθεση θα πρέπει να αναμένεται στις 25 ή 26 του μηνός, δηλαδή άμεσα. Για όσους αναρωτιόνται αν μπορούσε να αποφευχθεί, η απάντηση βρίσκεται στο ημερολόγιο του Κόμη Τσιάνο, γαμπρό του Μουσουλίνι και Υπουργό Εξωτερικών της χώρας του. «Ο Ντούτσε συνέταξε μια επιστολή για τον Χίτλερ όπου περιγράφει τη γενική κατάσταση που επικρατεί. Υπαινίσσεται επίσης την επικείμενη ενέργεια μας στην Ελλάδα, αλλά δεν καθορίζει ούτε την μορφή που θα έχει, ούτε την ημερομηνία, γιατί φοβάται μήπως οι Γερμανοί τον σταματήσουν ακόμη μία φορά. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που μας κά­νουν να πιστεύουμε ότι από το Βερολίνο δεν βλέπουν με πολύ ενθουσιασμό την πορεία μας προς την Αθήνα. Η ορισθείσα ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου. Αρχίζω να συντάσσω το τελεσίγραφο, το οποίο ο Γκράτσι θα επιδώσει στον Μεταξά στις 2 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά είναι ένα κείμενο το οποίον δεν αφήνει στην Ελλάδα κάποια διέξοδο. Ή θα δεχθεί κατάληψη ή θα υποστεί επίθεση»!
 
Η ενημέρωση από την πρεσβείας μας στη Ρώμη ήταν πάντως ακριβής, αφού η επιχείρηση της εισβολής ξεκίνησε ουσιαστικά στις 26/10, όταν οι Ιταλικές αρχές στην Αλβανία «σκηνοθέτησαν» επεισόδια που πιστώθηκαν στην πατρίδα μας. Μεταξύ άλλων στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα εξεράγησαν τρεις βόμβες και το εκεί πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε πως «καταζητούνται Ελληνες και Βρετανοί σαμποτέρ που τις τοποθέτησαν».
 

Η Ιταλία ήταν μία υπερδύναμη της εποχής και «σκηνοθέτησε» «θερμά επεισόδια», ώστε να δικαιολογήσει την εισβολή της στην Ελλάδα.
 
Λίγες ημέρες πριν, στις 24 του μηνός, οι Ιταλοί «επιστράτευσαν» και τον Αντόνιο Πουτσίνι, γιο του διάσημου  συνθέτη, ώστε να παρακολουθήσει από κοντά την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμ Μπατερφλάι», που είχε προγραμματιστεί για την επομένη στο Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας. Ο Γκράτσι τον προσκάλεσε να παρευρεθεί με την πρόφαση η παρουσία του να αποτελέσει το έναυσμα για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και να αποφορτίσει το κλίμα. 
 
Στις 26 Οκτωβρίου οι διοργανωτές που δεν γνώριζαν το παρασκήνιο παρέθεσαν δεξίωση προς τιμήν του Πουτσίνι και προσκάλεσαν σύσσωμη την ελληνική κυβέρνηση, ξέχωρα φυσικά από την εγχώρια ελίτ της εποχής. Ηταν το γεγονός της χρονιάς, ενώ οι ερπύστριες ζεσταίνονταν. Ο Μεταξάς έδωσε εντολή να δώσουν το παρών δύο Υπουργοί του ώστε να μην κινηθούν υποψίες, ενώ εκείνος προφασίστηκε φόρτο εργασίας και απουσίαζε. «Ξέρω πόσο δυσάρεστο είναι για κάποιον να δεχθεί το φιλί του Ιούδα. Δεν θα μεταβώ και από τους υπουργούς θα πάνε μόνο δύο. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ν. Μαυρουδής και ο Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδης», ήταν η εντολή του.  
 
Την ώρα που όλοι διασκέδαζαν ανέμελοι, ο πρόξενός μας στην Αλβανία τηλεγραφούσε: «Ολοι οι αξιωματικοί πήραν εντολή να μεταβούν στο Αργυρόκαστρο». Την ίδια στιγμή στην ιταλική πρεσβεία έφτανε κωδικοποιημένο το τελεσίγραφο που έπρεπε να επιδώσει ο Γκράτσι. Για να αντιληφθεί κάποιος τι συνέβαινε τότε, έχει επιβεβαιωθεί πως ο Ιταλός πρέσβης ζήτησε από τις γραμματείς του που το δακτυλογραφούσαν και το αποκωδικοποιούσαν να μην απουσιάζουν ταυτόχρονα από τη δεξίωση, ώστε η παράλληλη η απουσία τους να μην θεωρηθεί ύποπτη και προκαλέσει συζητήσεις! Ο πόλεμος βρίσκονταν προ των πυλών και η μία πλευρά έριχνε στάχτη στα μάτια της άλλης. 
 
Στις 27 του μηνός ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιό του. «Τι νύχτα! Στις 2 το πρωί ο Νικολούδης (σ.σ. Υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού) μου τηλεφώνησε πως το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων μετέδωσε ότι ελληνική συμμορία πέρασε σε αλβανική έδαφος και συνεπλάκη με άνδρες του στρατού (σ.σ. στο πλαίσιο της προπαγάνδας που ξεκίνησε από τις 26/10). Συνδυάζω όλες τις πληροφορίες και φήμες και απέκτησα τη πεποίθηση ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας, ενόψει της επικείμενης επίθεσης. Ηδη ήρθα σε συνεννόηση με τον Παπάγο και τους διοικητές στα σύνορα. Στις 4 το πρωί έδωσα εντολή να διαψευστεί από το αθηναϊκό πρακτορείο ειδήσεων». 
 
Στη Ρώμη προετοίμαζαν και το έδαφος για το πώς θα ενημερώσουν τους Γερμανούς για όσα θα επακολουθούσαν. Ο Κόμης Τσιάνο ζήτησε από τους συνεργάτες του να μην πουν τίποτα στο Βερολίνο μέχρι και λίγο πριν τη έναρξη της εισβολής, ενώ εκείνος μόλις τα μεσάνυχτα, περίπου 6 ώρες πριν ηχήσουν τα κανόνια, κάλεσε τον  Οτο Φόν Μπίσμπαρκ, πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ρώμη, και του μετέφερε το περιεχόμενο του τελεσιγράφου που θα επιδίδονταν στην Ελλάδα.
 
Αλλωστε το πρωί της 28ης είχε προγραμματιστεί στην ιταλική πρωτεύουσα συνάντηση μεταξύ του Μουσολίνι και του Χίτλερ , στο πλαίσιο των επισκέψεων που έκανε ο ηγέτης των Ναζί στους συμμάχους του (προέρχονταν από επισκέψεις σε Μαδρίτη και Βισί όπου έθεσε επί τάπητος το ενδεχόμενο εισόδου του Φράνκο στον πόλεμο). 
 
Στις 05:30 το πρωί οι Ελληνες ξύπνησαν υπό τους ήχους των σειρήνων και λίγο αργότερα το ραδιόφωνο μετέδωσε τι είχε συμβεί. «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της πέμπτης και τριάντα πρωϊνής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», ανέφερε το πρώτο ανακοινωθέν.   

Ο Τύπος της εποχής, αν και ελεγχόμενος, έδινε το στίγμα της κοινωνίας. 
 
Λίγο πριν ο Μεταξάς είχε ενημερώσει τον τον βασιλιά και τον Παπάγο, ενώ οι διοικητές μεραρχιών της Ηπείρου βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους και είχαν σημάνει συναγερμό. Οι Αγγλοι, μέσω του πρέσβη τους Πάλερετ, ανακοίνωσαν στην ελληνική πλευρά πως είναι στο πλευρό τους, ενώ τόσο η Τουρκία όσο και η Βουλγαρία διαβεβαίωναν πως θα σεβαστούν την εθνική μας κυριαρχία, όπως και συνέβη μέχρι τουλάχιστον να μας επιτεθούν και οι Γερμανοί. Αυτό επέτρεψε στο ΓΕΣ να αποσπάσει, τις επόμενες εβδομάδες, δυνάμεις από την Ανατολική Μακεδονία και να τις μεταθέσουν στο μέτωπο της Αλβανίας. 
 
Ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος εξέδωσε την ημερήσια διαταγή που κατέληγε με την εξής φράση: «Ούτε βήμα πίσω»! Λίγο πριν είχε απαντήσει γραπτώς στη διαταγή που έλαβε από τον Στρατηγό Παπάγο, να αποκρούσει την ιταλική επίθεση. «Η Μεραρχία θα εκτέλεση το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλη η εθνική τιμή και καθ' όν τρόπον αυτή γνωρίζει». 
 
Το θρυλικό Aπόσπασμα Πίνδου του Κωνσταντίνου Δαβάκη «εγκλώβισε» την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» και όλες οι ελληνικές δυνάμεις εφάρμοσαν με υποδειγματικό τρόπο την ανελαστική άμυνα, κάτι που σήμαινε πως οι εισβολείς προχωρούσαν αργά και με βαρύ φόρο αίματος. Οι πλήρους σύνθεσης ελληνικές δυνάμεις επιβράδυναν κάθε κίνησή τους, μέχρι να ολοκληρωθεί η πανελλαδική επιστράτευση και να ενισχυθούν, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη σαρωτική τους αντεπίθεση. 
 
Σύντομα οι αμυνόμενοι απώθησαν τους εισβολείς στις αρχικές τους θέσεις, ενώ μέχρι το τέλος του 1940 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν εισχωρήσει βαθιά στο αλβανικό έδαφος, απελευθερώνοντας δεκάδες πόλεις όπως η Κορυτσά. Μάλιστα  διατήρησαν τις θέσεις τους ακόμη και στην Εαρινή επίθεση του Μαρτίου 1941 και «φώναξαν» πως σε αυτά τα βράχια η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο αγαθό που θα το υπερασπίζονται άνθρωποι όλων των κοινωνικών και πολιτικών τάξεων. Στα βουνά της Πίνδου δεν υπήρχαν παρατάξεις.  
 
Επ' ευκαιρία έχει διασωθεί το τηλεγράφημα του Κατσιμήτρου προς το αρχηγείο, μία ημέρα πριν την εισβολή. «Αναφέρατε παρακαλώ στον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν ή κατά τη διάρκεια της νυκτός 27 προς 28 Οκτωβρίου θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, συμφώνως προς τας διαταγάς και οδηγίας του Γενικού Επιτελείου. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ – και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως –  ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι». Και δεν πέρασαν! 

«Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ – και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως – ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι», έγραφε ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος σε επιστολή του παραμονές του πολέμου και τήρησε τη δέσμευσή του. 
 
Ηταν οι Ελληνες λοιπόν που επέφεραν στον Αξονα, που διατυμπάνιζε το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» που είχε συνάψει από το 1939, το πρώτο καίριο πλήγμα και απέδειξε πως ο φασισμός δεν είναι ανίκητος. Βέβαια ουδείς πρέπει να παραβλέπει, να το ξαναπούμε αυτό, πως η κυβέρνηση Μεταξα ήταν δικτατορική και απολυταρχική και κάθε έννοια της Δημοκρατίας είχε καταλυθεί. Για τους λόγους όμως που αναφέραμε αποφάσισε να αντισταθεί, αντιλαμβανόμενη, προφανώς, και το λαϊκό αίσθημα. 
 
Βέβαια η σημερινή ημέρα σήμανε την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του, αφού στην πατρίδα μας παρατηρείται το φαινόμενο να τιμούμε κάθε 28 Οκτωβρίου τη μνήμη όσων έδωσαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας και όχι στις 12 Οκτωβρίου, οπότε και καθιερώθηκε ως επίσημη ημέρα λήξης της κατοχικής περιόδου (στις 12/10/1944 αποχώρησαν οι Γερμανοί από την Αθήνα).
 
Το «γιατί» ίσως βρίσκεται στον εμφύλιο που ακολούθησε και δίχασε ξανά τη χώρα μας, όπου ακόμη και 80 χρόνια μετά παρατηρούνται πληγές που ακόμη δεν έχουν επουλωθεί. Στις 3/12 του 44 έπεσαν στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη οι πρώτοι πυροβολισμοί των «Δεκεμβριανών», ενώ για πολλούς η κατοχή δεν είχε ακόμη λήξει. Τα πάθη της εποχής ήταν τόσο έντονα που μάλλον φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να τα αντιληφθούμε στις μέρες μας, όμως διαμόρφωσαν ένα ταραγμένο  status quo.
 
 
Το «ΟΧΙ» ως  έκφραση που συμβολίζει την άρνηση της Ελλάδος στις απαιτήσεις των Ιταλών εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε τίτλους εφημερίδων τον Οκτώβριο του 1940 και «υιοθετήθηκε» από όλους τους Ελληνες ως η «απάντησή» τους στον επίδοξο κατακτητή. Αλλωστε ακόμη και τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής όλοι έβλεπαν με υποτιμητικό βλέμμα τους Ιταλούς, αφού ηττήθηκαν στα πεδία των μαχών και εισήλθαν στη χώρα μας χάρις στην επέμβαση των Γερμανών. Οι οποίοι στην πρώτη συνθήκη παράδοσης των Ελλήνων που ήταν αδύνατον να πολεμούν σε δύο μέτωπα και «λύγισαν» από τη Βέρμαχτ, δεν συμπεριέλαβαν τους «συμμάχους» τους και μόνο όταν ο Μουσολίνι  διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Χίτλερ, υπογράφηκε δεύτερη με την παρουσία εκπροσώπων του. 
 
Υπό αυτές τις συνθήκες η σημερινή ημέρα λογίζεται και ως επέτειο νίκης και στις 28/10/1941 οι φοιτητές αψήφησαν τους κατακτητές και διοργάνωσαν εκδήλωση στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 το πλήθος συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος , ενώ ανάλογες σκηνές χαράς εκτυλίχθηκαν και στον Πειραιά. Οι Ιταλοί που είχαν την ευθύνη αστυνόμευσης παρακολουθούσαν αμήχανοι και χωρίς να αντιδράσουν. Το 1943 όμως οι Ναζί έλεγχαν ολοκληρωτικά τη χώρα επενέβησαν μόλις υπήρξαν οι πρώτες εκδηλώσεις στο τότε κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. 

Στις 28 Οκτωβρίου του 1941 εορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος του «ΟΧΙ». 
 
Ετσι καθιερώθηκε η 28η Οκτωβρίου ως Εθνική Εορτή, με την ευχή και την ελπίδα εκείνος ο πόλεμος και όσοι ακολούθησαν να είναι οι τελευταίοι που βίωσε η χώρα μας και ευρύτερα η ανθρωπότητα. Αλλά πάντα να έχουμε κατά νου που οδηγεί ο φασισμός και το μίσος... 
 
Στο τέλος αξίζει να θυμηθεί κάποιος τις δύο πρώτες στροφές από το ποίημα «Παλαμάς» που έγραψε ο Αγγελος Σικελιανός την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής και απήγγειλε ο ίδιος στην κηδεία του που πραγματοποιήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 και ήταν ουσιαστικά μία μαζική διαδήλωση κατά του κατακτητή. Ο οποίος θέλοντας να «αδυνατίσει» τη φωνή του λαού παρευρέθηκε στη νεκρώσιμο ακολουθία μέσω του δοσίλογου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και Ναζί αξιωματικών. Μάταια όμως...
 
Τότε πήρε τον λόγο μπροστά στο πλήθος που διψούσε για ελευθερία και βροντοφώναξε... 
 
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
 
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

ΠΗΓΗ https://cb.run/eG3b







Κυριακή, Ιουλίου 26, 2020

24/7/2020 Πέθανε ο Σόλων Λέκκας

Καλό ταξίδι Σόλωνα 



Πέθανε σε ηλικία 74 ετών ο καταξιωμένος άνθρωπος του λαϊκού πολιτισμού στο νησί μας Σόλων Λέκκας έπειτα από μάχη που έδινε το τελευταίο διάστημα για τη ζωή του. Δυστυχώς χθες ο Σ. Λέκκας έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. 
Μια μεγάλη απώλεια που σκόρπισε θλίψη σε φίλους, συγγενείς και θαυμαστές του Σ. Λέκκα.
Η κηδεία του θα γίνει σήμερα Σάββατο στις 3 μμ στο Καγιάνι. 
Κι ένα μικρό αφιέρωμα από το αρχείο του Lesvosnews.net
Ο Σόλωνας Λέκκας γεννήθηκε το 1946 στην Πηγή Λέσβου.  Είναι χτίστης και λιθοξόος, αλλά και καλλίφωνος τραγουδιστής. Η φωνη του παραπέπει στο θρύλο της μουσικής μας Σαμιώτη, Κώστα Ρούκουνα ! Κατέχει τους ελληνικούς τρόπους και δρόμους, όπως και τα τραγούδια  παραδοσιακά. Ο Σόλων Λέκκας είναι ένας αυθεντικά λαϊκός τραγουδιστής και χορευτής. Με τη χαρακτηριστική του φωνή τραγουδά όλα τα παλιά μυτιληνιά τραγούδια με την έντονη μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα βαριά. Ο πατέρας του, Ευστράτιος, ήταν χτίστης και είχε γεννηθεί στον Αφάλωνα, στην Ανατολική Λέσβο. Η καταγωγή του ήταν Αρβανίτικη από την περιοχή Λουτρακίου. Η μητέρα του Σόλωνα Δήμητρα εργαζόταν ως μοδίστρα στην Πηγή. Οι γονείς της προέρχονταν από την Πηγή και το Ίππειος, αλλά οι παππούδες της από τη Μικρασία. Ο Σόλωνας Λέκκας υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία τη διετία 1966-1968 στο Ναύπλιο, το Χαϊδάρι και την Πτολεμαΐδα. Έζησε στην Πηγή μέχρι το 1971, οπότε εγκαταστάθηκε στα Κεραμειά. Τη δεκαετία του 1980 μετοίκισε στη Μυτιλήνη. Σήμερα ζει στους Ταξιάρχες (Καγιάνι) Μυτιλήνης. Κυκλοφόρησαν με ιδιωτική πρωτοβουλία εκτος εμπορίου και εταιρειών, αρκετά cd με τίτλο "Οι Νόμοι του Σόλωνα" μεταξύ των φίλων του.  Το 2003 έγινε ιδιαίτερα γνωστός όταν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάστηκε με νέους μουσικούς της ανατολικής μουσικής και οι εμφανίσεις στο "Μπαμ τερλελέ" πραγματικά ήταν ανεπανάληπτες !!
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τραγουδιστής, ερασιτέχνης οργανοπαίκτης και χορευτής. Η ενασχόλησή του με το τραγούδι είναι συνεχής, ερασιτεχνική, αλλά και επαγγελματική, ιδιαίτερα την περίοδο 1969 - 1971. Για το μεράκι του στο τραγούδι ο ίδιος αναφέρει: «Εγώ όλους τους σκοπούς τους παλιούς τους ξέρω απ' έξω, πώς αρχινάει, πώς λέν' τα λόγια, πώς λέν' τ' αυτά. Είναι λίγοι οι μουσικάντηδες που τα ξέρουν και μπορεί να κάνουν κι ένα λαθάκ(ι), θα το καταλάβω. Μπορεί να μην ξέρω να γράψω το σκοπό, αλλά μπορώ να στον πω, πως είναι. [...] Θέλω να τραγουδώ κιόλας, τα τραγούδια αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, θέλω να τα παγαίνω σφυριχτά. Νομίζω ότι αυτό που κάνω γίνεται πιο όμορφο άμα σφυρίζω. Ενώ άμα κάθομαι έτσι ξερός (δηλαδή χωρίς τραγούδι), δεν μπορώ να σκεφτώ κιόλα». Όργανα Παίζει τουμπελέκι Πώς, πού και από ποιόν έμαθε
Τουμπελέκι έμαθε να παίζει μόνος του, κατείχε όμως ήδη καλά τους ρυθμούς των σκοπών που έπαιζε. «Τουμπελέκι στο χωριό μας παίζαν όλοι. Ε, άμα ξέρεις το ρυθμό, το σκοπό παίζεις, πρέπει να ξέρεις πού θα πατήσεις, πού θα χτυπήσεις».
Για την εκμάθηση των σκοπών και των τραγουδιών αναφέρει: «Αυτά τα πράματα δεν τα μαθαίνεις, σου 'ρχονται μοναχά αυτά. Δεν τα μαθαίνεις, δεν μπορείς να πας να σπουδάξεις χορευτής. Για να σπουδάξεις χορευτής, θα σε μάθει αυτός αυτό που θέλει, δε θα το μάθεις όπως το θες εσύ, από μέσα σου. Όποιος τραγουδάει, άμα δέσεις τα πάδια του και τα χέρια του, δε μπορεί να τραγουδήσει. Δε σπουδάζεται ο σκοπός, ούτ' ο χορός. Παλιά όλοι τον λέγαν τον σκοπό με το στόμα τους. Καθόταν στο καφενείο και τραγουδάγαν κανένα ζεϊμπέκικο, κάναν τάραν, τάραραν με το στόμα και τσ' άρεζε πιο πολύ έτσι, παρά με τη μουσική». Για τον χορό πάλι ο Σ. Λέκκας αναφέρει: «Εκεί στο σπίτι καμιά φορά μοναχός, σε κανένα χωράφι καμιά φορά χόρευα. Έτσι μοναχό τ' έρχεται, γιατί αυτοί οι χοροί είναι άλλοι».
«Εγώ από μικρός μ' αρέσαν αυτά τα τραγούδια, από το σχολειό που πηγαίναμε. Σχολειό που πηγαίναμε μ' έβαζ' ο δάσκαλος, πρώτο μ' έβαζε σειρά τραγούδια σχολικά, έτσι που λέγαμε. Τα μάθαινα έτσι ("απ' έξω")], τα θυμόμουν. Δεν τα γράφαμε, τα θυμόμασταν έτσι. Όλοι τότε τραγουδούσαμε παλιά, δε λέγαμε καινούρια». Πολύ σπάνια ακούγανε τα τραγούδια από το ραδιόφωνο ή το γραμμόφωνο. Τα περισσότερα τραγούδια τα έμαθε ακούγοντάς τα από Ο Νίκος Παραλής ("Λαβίδας"), από την Ερεσό παίζει ούτι και τραγουδάει μαζί με τον Σόλωνα Λέκκα από την Πηγή, σε ηχογράφηση του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" στη Μυτιλήνη το 1997.παλιούς μερακλήδες τραγουδιστές στα καφενεία και από ηλικιωμένους συγγενείς του. «Τ' ακούγαμε που τα λέγανε, τα τραγουδούσαν παρέες, παρέες. Και καθόνταν στο καφενείο, άμα καθόνταν δεν είχε τίποτ' άλλο να βάλουν, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα και λέγαν τραγούδια αυτοί. Χωρίς μουσική, με το στόμα έτσι λίγο. Καμιά φορά τον αμανέ τον λέγαν δυό κι έλεγ' ο ένας χαμηλά κι ο άλλος ψηλά. Δεν είχε μουσική, ο ένας έπαιρνε το χρόνο τ' αλλουνού. Είχε πολλοί που παίζανε σε νταβούλια, τουμπελέκια και λέγαν έτσι τραγούδια. Αλλά στο καφενείο μέσα δεν παίζαν. Το λέγαν έτσι, τραγουδούσαν χωρίς όργανα. Όλα τα τραγούδια, κάτι παλιά που λέγαν, τα λέγαν έτσι χωρίς όργανα. Όλ' αυτά τα τραγούδια τα ξέρω. Αυτά κι οι μουσικές που ερχόταν παίζαν αυτά τα τραγούδια. Κάτι ούτια που τα παίζαν, κάτι γέροι παίζαν αυτά τα τραγούδια».


Ενασχόληση με το τραγούδι στη στρατιωτική θητεία
«Παρουσιάστηκα στο Ναύπλιο το 1966, μετά πήγα στο Χαϊδάρι για εκπαίδευση Διαβιβαστής Μηχανικού. Πήρα μετάθεση στην Πτολεμαϊδα, έξι με οχτώ μήνες κάθησα εκεί, και μετά ξαναγύρισα πάλι στο Ναύπλιο κι απολύθηκα απ' το Ναύπλιο. Όποτε κάναν αυτά, γλέντια τέτοια, με φωνάζαν, τραγουδούσα. Κάναν μικρά γλέντια και τα μεγάλα που κάναν στις γιορτές, φωνάζαν όλους τους τραγουδιστές. Εμένα με βάζαν στο μικρόφωνο, με βάζαν και τραβούσα κι αμανέ εκεί. Είχα ένα φίλο έτσι, αυτός ήταν μωαμεθανός, Έλληνας, είχε ένα μπουζούκι, το 'χε ξεκουρδισμένο για να μοιάζει με ούτι κι έπαιζε ένα Ζεϊμπέκ-Χαβασί κι έριχνα μανέ. Οι μωαμεθανοί αυτοί δε λέν' αμανέ σαν το δικό μας. Εμείς έχουμε βυζαντινή μελωδία στον αμανέ, το γλυκό έτσι. Αυτοί το λένε κοφτά έτσι, μόνο οι χοτζάδες το λένε σαν το δικό μας, τελευταία. Μόνο στο ανέβασμα πάει πια σαν το δικό μας». Ρεπερτόριο Τραγουδάει όλα τα παλιά Μυτιληνιά τραγούδια, που φέρουν έντονη τη Μικρασιατική επίδραση, καθώς και αμανέδες: «Στη Μυτιλήνη υπάρχουν οι μανέδες, οι καρσιλαμάδες οι παλιοί, τα ζεϊμπέκικα τα βαριά, εδώ στη Μυτιλήνη υπάρχουν, δεν είναι σ' άλλα μέρη. Δηλαδή τα βρήκαν εδώ οι Μικρασιάτες, μπορεί να ήρθαν, αλλά τα βρήκαν. Τα παραδοσιακά οι δικοί μας τα είχαν, είχαν μικρασιάτικα που λέν' πιο βαριά, είχαν τον «Αϊβαλιώτικο». Ήταν ένα η Μυτιλήνη με την Τουρκία, τ' Αϊβαλί, πήγαιναν-ερχόταν, και ξέραν οι δικοί μας τα μικρασιάτικα, πιο πολύ τα ξέραν. Τα ίδια τα έθιμα, στολή κι αυτά είχαν οι Μυτιληνιοί κι οι Μικρασιάτες κοντά μας που 'ναι, Αϊβαλί, Πέργαμο, τα ίδια ήταν. [...] Οι άντρες τραβούσαν αμανέ πιο πολύ. Ας πούμε αν έκανε καντάδα κανένας σε μια κοπέλα, της έκανε μ' αμανέ».
Τραγουδάει επίσης τοπικά αποκριάτικα τραγούδια, «αδιάντροπα», που περιέχουν άσεμνα λόγια, καθώς και αφηγηματικά τραγούδια και παραλογές, που προσαρμόζονται στον «αποκριάτικο σκοπό». «Τις απόκριες λέν' ειδικά τραγούδια εκεί στην Πηγή. Λένε τραγούδια που έχουν γίνει ιστορίες παλιές. Τις αποκριές είναι η μέρα αυτή που λες τα τραγούδια που περάσαν. Δεν το λένε σ' άλλη ευκαιρία. Είναι πολύ παλιά αυτά και τα λέγαν αυτά σαν ιστορία. Αυτά λέμε στην Πηγή και τα κάλαντα που είν' αδιάντροπα, έτσι. Τα λέμε σε χώρο που δεν έχει γυναίκες, σε καφενεία, σε αυτά. Τις απόκριες γινόταν παρέες έτσι την Κυριακή το βράδυ, αυτοί που 'ταν για να κάνουν τις απόκριες, όσες παρέες, αυτή την ώρα τρώγαν και πίναν, πίναν στο καφενείο και το πρωί μουτζουρωνόταν. Είχε ένας ανοιχτή μπογιά και σε μουτζούρωνε. Άμα σε μουτζούρωνε, άμα σ' έκανε σταυρό έτσι εδώ στο μάγουλο ή στο κούτελο, δε μπορούσες να φύγεις. Και άλλοι ντυνόταν καρναβάλια, έτσι γυρίζαν στο χωριό, τρείς, τέσσερεις - πέντε παρέες και λέγαν τα τραγούδια αυτά». Τραγουδάει ακόμα κάποια κλέφτικα και ακριτικά τραγούδια. Όλα αυτά τα έμαθε ο ίδιος από παλιούς ηλικιωμένους συγχωριανούς και συγγενείς του τραγουδιστές.

Από το 1969 μέχρι το 1971 ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδούσε επαγγελματικά σε πανηγύρια και καφενεία: «Τότε ήταν αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, λέγαμε τα παλιά, αμανέδες, το μπάλλο, το λέγαμε στο συρτό απάνω, έπρεπε να πεις μπάλλο στο συρτό... Αυτά του Τσαουσάκη, αυτά τα λέμε, έρχονται προς το μικρασιάτικο. Βαμβακάρη παραγγέλναν κανένα, αν λέγαμε έτσι. Μπαγιαντέρα, του άλλου του Στελλάκη (Περπινιάδη). Γαβαλά δεν έλεγα. Ένας άλλος φίλος είναι, τα 'λεγε. Αυτός τραγουδούσε λίγο πιο αλλιώς, δεν πήγαινε προς το μικρασιάτικο. Και τα κρητικά μ' αρέσουν και το κλέφτικο μ' αρέσει πολύ και το τραγουδάω κιόλας, και τα ηπειρώτικα τα λέω».
«Μετά (στις αρχές της δεκαετίας του 1970) πιάσαν και χαλούσαν δεν τα πολυθέλαν τα παλιά, βγήκαν οι δίσκοι. Τα Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά τα παλιά δεν τα πολυθέλαν, θέλαν λαϊκά, εγώ δεν τα 'θελα αυτά, αλλά ο κόσμος δεν τα 'θελε τα παλιά. Από τότες χαλαστήκαν, απ' το '70 κάτι σκοποί πιάσαν και παίζαν στα γρήγορα. Μόνο κάτι παλιοί τα ζητούσαν, ενώ οι άλλοι θέλαν όλο λαϊκά πιο πολύ. Άμα ακούγαν Μικρασιάτικα, κάνα(ν) αμανέ, λέγαν "ωω χωριάτικα", προπάντων οι νέοι. Τότες είχε βγει ένα τραγούδι "Ψίλοι στ' αυτιά μου μπήκανε", το 'λεγα λίγο αυτό, μόνο αυτό. Εγώ λέω μόνο τα παραδοσιακά τα παλιά, Μικρασιάτικα, τα Μυτιληνιά, αμανέδες, τον μπάλλο, όπως το λέμ' εδώ στη Μυτιλήνη. Στα τελευταία στα πανηγύρια λέγαμε και κάνα-δυό αμανέδες, έτσι σαν κλείσιμο. [...] Η "Αϊσέ" είναι όπως το λένε αυτόν «Καρεκλάτο» τώρα τον ονομάζουν, ενώ παλιά ήταν "Αϊσέ", είναι ένας χορός λίγο πηδηχτός, ευκίνητος πολύ. Οι παλιοί δεν το ξέραν "καρεκλάτο", το γυρίσαν και το λέν' τώρα. Στα πανηγύρια τελειώναμε με τον "πηδηχτόν", γρήγορο, ξέραν, "θα βάλουμε τον «πηδηχτόν"».
Ο Σόλωνας Λέκκας τραγουδάει επίσης κάποια τραγούδια με τουρκικούς στίχους. «Με τούρκικα λόγια ξέρω ελάχιστα τραγούδια, τον «Τσάκιτζη», τον «Ντόκτορ», τον «Κιόρογλου» , παλιά είχε λόγια, δεν τα θυμάμαι, όχι. Γιατί θέλει να πει ότι βγήκε ένα παληκάρι, ένα παληκάρι ήταν μόνο, του Κιορ ο γιός. Ο «Κιόρογλους» είναι ένας χορός που οι παλιοί τον λέγαν «Πεχλιβάνης», που θα πεί παλληκαράς, γι' αυτό οι παλιοί τον χορεύαν με τα μαχαίρια, όχι σαν τώρα, πάνω στα άλογα. Έχει λόγια, λέγει το τραγούδι, ένα παλληκάρι είναι στο χωριό μέσα, ο Κιόρ, "του στραβού ο γιός". Αυτός ο Κιόρογλου ήταν απ' το Μπαμπά, ένα μέρος της Μικρασίας, προς το Μόλυβο εκεί, γι' αυτό τα παλιά λόγια λένε «Μπένιμ Κιόρογλου Μπαμπακτσή». Την ημέρα του Αγίου Χαραλάμπους, πάλευαν, με όποιον πάλευε νικούσε. Οι καινούριοι μουσικοί το ξέρουν σαν «Κιόρογλου» το κομμάτι, οι παλιοί σαν «Πεχλιβάνη». Τον «Κιόρογλου» άρχισαν να το παίζουν με τα άλογα οι κανούργιοι καβαλαροί. Αυτόν τον χορεύαν με τα μαχαίρια. Ήταν στολισμένα τα άλογα, αλλά βάζαν τα «Ξύλα» και τον «Κιόρογλου», μ' αυτά αρχινούσε, ήταν ο σκοπός των αλόγων, των καβαλαρέων. Μέχρι τώρα αυτό, αυτοί τσοι σκοποί έχουν με τα άλογα. Αυτοί οι σκοποί ήταν του δρόμου, και χορευτικά είναι. Τα «Ξύλα» το χορεύουν συρτό, όταν συνοδεύουν τον ταύρο στου Αγίου Χαραλάμπη, παίζουν το σκοπό αυτό τον «Κιόρογλου» και τα «Ξύλα». Ο «Κιόρογλου» είναι προς το ζεϊμπέκικο, είναι και του δρόμου και χορευτικοί σκοποί. [...] Και το άλλο που λέμε είναι «Η Χανούμ», είναι το «(Ι)μιτλερίμ», επειδής αρχίζει με το «(Ι)μιτλερίμ», ενώ λέγεται «Χανούμ». Άμα το πεις «Χανούμ» μπορεί να μην το ξέρει να πούμε, ενώ άμα πεις «(Ι)μιτλερίμ» ξέρει ο άλλος, όπως ξεκινά να πούμε».
.Για τον χορό ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Παλιά γλεντούσαν ο κόσμος και οι γέροι ακόμα γλεντούσαν. Άμα σηκωνόταν ο γέρος να χορέψει ένα σκοπό, τί σκοπό θα χορέψει; το βαρύμαγκα, βαρύ σκοπό χορεύει. Δυό χορεύαν στο συρτό, δυό στον καρσιλαμά, δυό στο ζεϊμπέκικο, μπορεί και μοναχός ιτ κανένας, αλλά συνήθως δυό σηκωνόταν και χορεύαν. Για να ζυγάει τα μάτια τ' αλλουνού, να βλέπει ο ένας τον άλλο. Εγώ, έβλεπες στο μαγαζί η κίνηση που είχα, γέμιζε, ήταν χορός. Μόνο που γονάτιζαν λίγο έτσι και για να σηκωθούν, ήταν χορός, για να σηκωθούν με το ρυθμό, ναι. Οι παλιοί που χορεύαν σκοπούς με τα μαχαίρια, τα χτυπούσαν πά(νω) στο σκοπό, στο σκοπό πάνω γινόταν αυτό, όχι με τα σχέδια που θα κάνεις. Να είναι ίδιο με το χορό και η κίνηση που θα κάνεις».


Ποιές πόλεις / χωριά έχει επισκεφτεί για επαγγελματικούς λόγους
Μόρια. «Παίζαμε και κάθε Σαββατοκύριακο σ' ένα εξοχικό στον Άγιο Γιάννη στη Μόρια, όχι με την Αγιασώτισσα τη μουσική, με τον Μυρογιάννη, αλλά και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη) στο κλαρίνο. Αλλά δεν μας πλήρωνε το καφενείο, χαρτούρα παίρναμε. Μόνο τα έξοδα μετακίνησης μας έδινε».
Έχει τραγουδήσει επαγγελματικά, σε συνεργασία με Λέσβιους μουσικούς και σε άλλα χωριά της Λέσβου, όπως: Νέες Κυδωνιές (Μπαλτζίκι), Πολυχνίτος, Ταξιάρχες (Καγιάνι).
Τραγουδούσε στα πανηγύρια της Πηγής, που γίνονται στην Αγία Παρασκευή, μέσα στο χωριό και στα εξωκκλήσια του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Μαρίνας και του Άγιου Χαράλαμπου, καθώς και σε άλλα πανηγύρια και διασκεδάσεις στα σπίτια και στα καφενεία της ευρύτερης περιφέρειας της Πηγής και της Μυτιλήνης. «Πανηγύρια, στην Καλλονή, στον Αη Γιάννη στη Μόρια, στα Μυστεγνά, Πολυχνίτο, Καγιάνι. Στον Αη Γιάνη στη Μόρια είχε κέντρο. Ένα, αυτό, δεν είχε άλλο εκεί. Ένα αυτό ήταν ο Αη Γιάννης, πήγαινε ένας κι έβαζε μουσική το βράδυ, πήγαινε ο κόσμος καθότανε. Εγώ ήμουνα και νέος βέβαια τότε, (αρχές του '70). Μόλις σηκωνόταν τότε να χορέψουν, βάζαν το συρτό. Έπρεπε να τραγουδάς στο συρτό. Άμα το 'βαζε έπρεπε να το πεις κιόλα».
Με ποιούς μουσικούς έχει συνεργαστεί επαγγελματικά και πότε
«Μ' όλους τους μουσικάντηδες έχω τραγουδήσει εγώ. Μ' άρεσε τότε η μουσική έτσι, μ' άρεσε τόσο πολύ ας πούμε και με γνώρισαν κάποιοι και με λέει πες ένα τραγούδι... Μόλις απολύθηκα από φαντάρος, το '69 με '72, τραγουδούσα. Με τον Χαρίλαο (Ρόδανο) βιολί, το «Καζίνο» (Ζαφειρίου) τον Ευριπίδη, κι ο γιός του ήταν σαντούρι, ο Κώστας (Ζαφειρίου), έπαιζε σαντούρι και μπουζούκι και ήταν και ο άλλος η «Παγώνα» (Δημήτρης Αγρίτης) που έπαιζε «τζαζ» (ντραμς), ο «Κακούργος» (Γιάννης Σουσαμλής) ο σαντούρι και πολλοί άλλοι απ' την Αγιάσο. Πήγαινα και με άλλοι μετά. Παίρναν τηλέφωνο, άλλη φορά εδώ στη Μυτιλήνη, ήταν το «Κρυστάλ» στη Μυτιλήνη κι ανταμώναμε εκεί και φεύγαμε, με τους Μυτιληνιούς. Μετά, η άλλη η Μυτιληνιά η μουσική, ήταν ο Γκρέκας που έπαιζε μπουζούκι, αλλά δεν ήταν τόσο καλός, είχε όμως τα μηχανήματα. Μετά ήταν ένας βιολιτζής, ο Γιώργος Μυρογιάννης, έπαιζε πολύ ωραίο βιολί και είχαμε και τον «Λαγό» (Μιχάλη Μουτζουρέλλη)απ' την Αγιάσο, το κλαρίνο. Είχαμε κι έναν άλλον τον Μιχάλη, απ' το Καγιάνι κι έπαιζε μπάσο... Κι ο «Σελέμης» (Στρατής Σουσαμλής) έπαιζε ωραίο κλαρίνο απ' την Αγιάσο. Απ' το '71 και μετά, που παντρεύτηκα, τραγουδάω μόνο έτσι, ερασιτεχνικά».
Αμοιβή σε είδος, αμοιβή σε χρήμα ή άλλα ωφέλη
Για την περίοδο 1969-1971 που εργαζόταν επαγγελματικά ως τραγουδιστής ο Σόλωνας Λέκκας αναφέρει: «Εγώ θυμάμαι το πιο πολύ που παίρναμε, 1.200 δραχμές ο καθένας, βγάζαμε για το μηχάνημα, έπαιρνε κι αυτός ένα μερίδιο ακόμα, δηλαδή αν παίρναμε εμείς 1.200 έπαιρνε 1.000, 800 δραχμές το μηχάνημα. Τότε θυμάμαι παίρναμε 1.200 δραχμές μεροκάματο, 700, 800 δραχμές, αλλά ήταν γερά. Τότε ήταν το (εργατικό) μεροκάματο 100 δραχμές, το '70».
Όταν τραγουδάει ερασιτεχνικά όμως δεν δέχεται αμοιβή: «Ολ' αυτά τα τραγούδια, δε τα λέω επειδή με λές: «πε' ένα τραγούδ'», μ' αρέσει. Δε λέω να πληρωθώ. Γιατί αν με πεις «έλα να σε πληρώσω να με τα πεις», δε θα, σα να σε κοροϊδεύω. Άλλο τραγουδιστής κι άλλο μερακλής. Είν' η διαφορά μεγάλη».
Ποιοί άλλοι μουσικοί ή τραγουδιστές υπάρχουν στην οικογένεια
- Γιάννης και Μιχάλης, θείοι του, αδερφοί της μητέρας του. «Είναι πολύ καλοί τραγουδισταί. Αυτοί τραγουδούσαν τα Μικρασιάτικα, μανέδες, τα ντόπια, αυτά που λέγαν εδώ. Τέτοια, πιο πολύ ήταν οι αμανέδες τότες. Ελαφρά τραγούδια δεν λέγαν. Μπορούσαν να τα πούν, αλλά τα λέγαν άλλοι. Αυτοί λέγαν κάτι τραγούδια τα παλιά αυτά».
- Αργυρώ και Ελπινίκη, αδερφές του, κατοικούν στην Πηγή. «Μόνο οι αδερφές μου τραγουδούν. Αυτές ξέρουν, τραγουδούν ωραία».
(Το Βιογραφικό Σημείωμα του Σόλωνα Λέκκα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", το Μάρτιο, το Μάϊο και το Νοέμβριο του 1997 στη Μυτιλήνη).