Παρασκευή, Απριλίου 25, 2014

19:42 | 22 Απρ. 2014
Ο Ρούμπιν Κάρτερ πέθανε στις 20 Απριλίου σε ηλικία 76 ετών. Ο «τυφώνας» δεν ήταν απλώς ένας πυγμάχος αλλά ένα σύμβολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αγώνων κατά των διακρίσεων των Αφροαμερικανών. Ο Κάρτερ καταδικάστηκε για μια τριπλή δολοφονία που δεν διέπραξε πότε. Στην πραγματικότητα καταδικάστηκε επειδή ήταν αφροαμερικανός. Η ιστορία του τραγουδήθηκε από τον Μπομπ Ντίλαν, ενώ έγινε και ταινία (1999) με πρωταγωνιστή τον Ντένζελ Ουάσινγκτον. Διαβάστε για τη νύχτα που στήθηκε η συνωμοσία σε βάρος του «Τυφώνα»...
Ο Ρούμπιν «Hurricane» Κάρτερ διέπρεψε στα ρίνγκ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Για μια πενταετία, από το 1961 έως το 1966, ο Κάρτερ βρισκόταν ανάμεσα στους σπουδαιότερους πυγμάχους έχοντας 28 νίκες, 11 ήττες και 1 ισοπαλία και βάδιζε προς την κορυφή. Ωστόσο η καριέρα του στα ρινγκ ολοκληρώθηκε απότομα, καθώς συνελήφθη για μια τριπλή δολοφονία στη γενέτειρά του, το Πάτερσον, στο Νιου Τζέρσεϋ.
Στις 17 Ιουνίου του 1966, δύο άνδρες μπήκαν στο «Lafayette Bar and Grill» στο Πάτερσον και αμέσως άνοιξαν πυρ, ο ένας με καραμπίνα, ο άλλος με πιστόλι. Νεκροί από την επίθεση έπεσαν ο μπάρμαν Τζέιμς Όλιβερ και ο Φρεντ Νάγιοκς, πελάτης. Λίγο αργότερα στα τραύματά της υπέκυψε και η Χέιζελ Τάνις, επίσης πελάτισσα. Ο ίδιος υποστήριξε από την αρχή την αθωότητά του, ωστόσο η επιτροπή, που αποτελούνταν μόνο από λευκούς, τον καταδίκασε τρεις φορές σε ισόβια, αν και δεν υπήρξαν ποτέ αποδεικτικά στοιχεία. Μαζί του καταδικάστηκε ο Τζον Άρτις, συνοδηγός του Κάρτερ, την ημέρα της σύλληψης. 
Το 1974, μέσα από τη φυλακή, θα γράψει την αυτοβιογραφία του «The Sixteenth Round: From Number 1 Contender to Number 45472». Δύο χρόνια αργότερα το ανώτατο δικαστήριο του Νιου Τζέρσει ανέτρεψε την καταδίκη του λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο καταδικάστηκε εκ νέου σε δεύτερη δίκη το ίδιο έτος. Το 1985 ο δικαστής Χάντον Λι Σάροκιν επανεξετάζοντας την υπόθεση του Κάρτερ έκανε λόγο για «δίωξη βασισμένη σε φυλετικές διακρίσεις» και έδωσε εντολή για απελευθέρωσή του. Το 1988 η Εισαγγελία του Νιού Τζέρσεϊ απέσυρε οριστικά τις κατηγορίες.
Ο «Τυφώνας» παρέμεινε στη φυλακή για 19 ολόκληρα χρόνια δίνοντας μια πολυετή δικαστική μάχη για τη δικαίωσή του.  Όπως λέει o φίλος και συγκρατούμενός του Τζον Άρτις, ο Κάρτερ «ήταν ένας Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ του δικαστικού συστήματος». Μιλώντας στο Democracy Now, ο Άρτις αναφέρει πως ο Κάρτερ «απεχθανόταν την αδικία και υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των αδύναμων». Οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω ενός κοινού φίλου. 
Τι συνέβη εκείνη τη νύχτα του 1966; Ο Τζον Άρτις διηγείται:
Τον συνάντησα τυχαία στην πόλη εκείνο το βράδυ. Του ζήτησα να με πάει μέχρι το «Nite Spot» ένα από τα διασημότερα νυχτερινά μαγαζιά στο Πάτερσον. Με ακολούθησε και στη συνέχεια να με πετάξει στο σπίτι. Είπε «εντάξει». Έξω από το μαγαζί ένας ακόμη γνωστός του ζήτησε να πάει μέχρι το σπίτι. Δέχτηκε και έτσι οι τρεις μπήκαμε στο αμάξι. Ωστόσο ο Ρούμπιν ήθελε αρχικά να περάσει από το δικό του σπίτι που ήταν στα ανατολικά. Στη διαδρομή μας σταμάτησε η αστυνομία.
Ένας αστυνομικός μας πλησίασε. Κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο και ζήτησε την άδεια και το δίπλωμα από τον Κάρτερ. Ο αστυνομικός τον αναγνώρισε. «Ε! Πρωταθλητή δεν σε αναγνώρισα...», του είπε. Ο Κάρτερ ρώτησε: «Λοιπόν ποιον είναι το πρόβλημα;». «Ψάχνουμε για δύο νέγρους», του απάντησε. Ωστόσο στο αυτοκίνητο ήμασταν τρεις, έτσι μας επέτρεψαν αν φύγουμε. Τελικά πήγαμε στο σπίτι του Ρούμπιν και στη συνέχεια αφήσαμε τον γνωστό στο σπίτι. Συνεχίσαμε για το δικό μου σπίτι. Μας σταμάτησε ο ίδιος αστυνομικοί σε μια διασταύρωση. Όταν έφτασαν και οι υπόλοιποι αστυνομικοί δεν ανέφερε ποτέ μας είχε κάνει έλεγχο και νωρίτερα όταν ακόμη ήμασταν τρεις. Τώρα πλέον είχαμε μείνει δύο (*όσοι και οι δράστες της δολοφονίας). Μας πήγαν στον τόπο του εγκλήματος και αυτή ήταν η αρχή του εφιάλτη μας.
Μας ανάγκασαν να σταθούμε μπροστά από το κατάστημα, με την πλάτη γυρισμένη σε αυτό. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί μας κοίταζε, ενώ την ίδια ώρα έβγαζαν από μέσα τα θύματα της επίθεσης, πάνω στα φορεία, και τα έβαζαν στα ασθενοφόρα. Στη συνέχεια μας έβαλαν σε ένα περιπολικό κα μας οδηγήσαν στο αρχηγείο.
Στον Ρούμπιν Κάρτερ και τον Τζον Άρτις απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τριπλή δολοφονία. Βρέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου και μετά από έξι εβδομάδες ανακοινώθηκε η απόφαση. «Μας είπαν να σηκωθούμε και μας έκριναν ένοχους για τις δολοφονίες. Τα πόδια μου λύγισαν. Δεν είχαν ξανανιώσει πιο φοβισμένος σε όλη μου τη ζωή γιατί γνώριζα πως στη συνέχεια το δικαστήριο θα ανακοίνωνε την ποινή μας». Κρίθηκαν ένοχοι αλλά με την δυνατότητα απόδοσης χάριτος. «Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε καταδικαστεί σε θάνατο και όχι σε ισόβια», αναφέρει ο Άρτις.
Ο Τζον Άρτις έχει αποκαλύψει και στο παρελθόν πως του ζητήθηκε από την αστυνομία να αναγνωρίσει ως μοναδικό δράστη της δολοφονίας τον Τζον Κάρτερ ώστε να αφεθεί ελεύθερος. «Μου το πρότειναν στην αρχή, αλλά και μετά από δέκα χρόνια. Αρνήθηκα να το κάνω», λέει.
Ο Τζον Άρτις αφέθηκε πρώτος ελεύθερος με αναστολή το 1981, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συνεχίσει να παρακολουθεί μαθήματα στο κολέγιο. Όπως αναφέρει ο λόγος που τον απελευθέρωσαν ήταν η στάση που κράτησε κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης το 1971. Είχε ταχθεί κατά της δολοφονία ομήρων που είχαν πιάσει οι κρατούμενοι και οι αρχές του Νιου Τζέρσεϊ άλλαξαν στάση απέναντι του μειώνοντάς του την ποινή στο ελάχιστο λόγω καλής διαγωγής.
Ο Ρούμπιν Κάρτερ απελευθερώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα όταν το δικαστήριο επανεξετάζοντας την υπόθεση απεφάνθη πως «τα κριτήρια για την καταδίκη μας ήταν περισσότερο φυλετικά, παρά λογικά και τα περισσότερα επιχειρήματα ήταν προϊόν απόκρυψης και όχι αποκάλυψης». «Όταν ο δικαστής Χάντον Λι Σάροκιν ανακοίνωσε την απόφαση έτρεξα στον Ρούμπιν και τον αγκάλιασα. Είχα την αίσθηση πως όλα θα πήγαιναν καλά στο εξής. Ο Σάροκιν είπε στους εισαγγελείς του Νιου Τζέρσεϊ πως στην υπόθεση υπήρξε κατάφωρη παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων». Ο «τυφώνας» αφέθηκε ελεύθερος το 1985 και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν οριστικά το 1988.
Οι Ρούμπιν Κάρτερ και Τζον Άρτις έμειναν αχώριστοι μέχρι το θάνατο του πρώτου πριν από λίγες ημέρες από καρκίνο. «Ένιωθε υπεύθυνος για αυτό που μου είχε συμβεί, καθώς όπως έλεγε η παγίδα είχε στηθεί για αυτόν. Αυτά τα 48 χρόνια ο ένας υποστήριζε και προστάτευε τον άλλο. Ήταν ο ορισμός της φιλίας. Ο Ρούμπιν ήταν πιστός σε μένα και εγώ έμεινα πιστός στον Ρούμπιν». Ο Άρτις βοήθησε τον φίλο του μέχρι την τελευταία στιγμή της μάχης του με την επάρατη νόσο.
Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του, το 1994, ο Ρούμπιν Κάρτερ θα μιλήσει στο Πανεπιστήμιο «Queen» στον Καναδά. «Υπάρχουν φυλακές και φυλακές. Μπορούν να φαίνονται διαφορετικές αλλά είναι ίδιες. Όλες έχουν ως στόχο τον περιορισμό. Τον περιορισμό της ελευθερία σας. Σας πετούν στην απομόνωση χτυπώντας την αυτοεκτίμησή σας. Υπάρχουν φυλακές από τούβλα, τσιμέντο και χάλυβα, αλλά υπάρχουν και φυλακές χωρίς ορατούς τοίχους, οι φυλακές της φτώχειας, του αναλφαβητισμού και του ρατσισμού. Πολλές φορές άνθρωποι καταδικάζονται σε αυτές τις φυλακές. Το δικό μας το καθήκον είναι να αναγνωρίζουμε την αλληλοσύνδεση και την ομοιότητα αυτών των φυλακών και να δράσουμε ενάντια σε αυτές. Γιατί καμία φυλακή δεν μου είναι αρεστή», είχε πει μεταξύ άλλων προς τους παρευρισκόμενους, επισημαίνοντας πως «η πραγματική ελευθερία» είναι η παιδεία.
Here comes the story of the Hurricane....

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου - ενθύμιο στην Κ.Πατούλη

 TVXS

17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη.
"Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Στιγμές… ελληνικού flamenco
Ο συνθέτης που δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής, μιλά για την «άκρη του κόσμου», για στιγμές ζωής και καριέρας, τον Χατζιδάκη, τον Σαββόπουλο, τον Ντύλαν αλλά και το… ελληνικό flamenco.

Οι αναμνήσεις από τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά; Ω! Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- με μια φέτα ψωμί και έπαιζα όλη μέρα. Έτρεχα κι έπαιζα, έτρεχα κι έπαιζα. Να οικειοποιηθώ τον κόσμο.

Παίζατε και μπάλα;
Έπαιζα και μπάλα. Ναι. Στο Διοικητήριο και στην πλατεία Αριστοτέλους. Και πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κουδα.

Ποιον είχατε πρότυπο σαν παιδί;
Πρότυπο είχα τους λεβέντες της γειτονιάς που ήταν όλοι ένας κι ένας, νοικοκυραίοι, σοβαροί, πολλοί καλοί στη δουλειά τους. Αυτά ήταν τα πρότυπά μου.
Και φυσικά από το σπίτι. Ο πατέρας, η μάνα μου.

Αυτοί οι λεβέντες, τι δουλειά κάνανε;
Τα πάντα. Ότι μπορείς να φανταστείς. Μαραγκοί, σιδηρουργοί, μηχανικοί…

Κάπως έτσι «βγήκαν» και τα Σύνεργα;
Τα Σύνεργα; Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπας μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου. Ήθελε  ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.

Το στούντιο Αγροτικόν υπάρχει ακόμα…
Υπάρχει, μόνο που έδωσα το μεγάλο χώρο που ήταν εκπληκτικός ακουστικά(γίναν αριστουργήματα εκεί μέσα). Αλλά ήταν πια πολύ το ενοίκιο και πάρα πολύ λίγες οι δουλειές, και έβλεπα ότι στεναχωριόμουν. Οπότε, το ‘δωσα σε κάτι κοριτσόπουλα που είχαν μια σχολή χορού, δίπλα, και μια που έχει και ωραίο ξύλινο πάτωμα, τους ήταν ότι έπρεπε.

Μια ανάμνηση από το στούντιο «Αγροτικόν»;
Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης γιατί ηχογραφούσε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εγώ όμως κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζέψω τα παιδιά από το σημείο που τα άφηνε το λεωφορείο και να τα πάω σπίτι να φάνε(γιατί έχω έναν χωματόδρομο στο στούντιο, και δεν μπορεί κανένας να έρθει εύκολα).
Και σα βρεγμένη γάτα πάω και του λέω «Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό» και μου λέει «Κι ακόμα κάθεσαι;». Τρέχω λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βλέπω τον καημένο, να είναι στη μοκέτα, κάτω, και να κοιμάται. Πω, πω, αισθάνθηκα, χάλια!
Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα. Επειδή το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα και μαζεύονταν εκεί όλοι, προσέφεραν και ιδέες και παιξίματα. Ερχόταν κάποιος, δηλαδή, να κάνει έναν δίσκο και κατέληγε να είναι μια εξαιρετική εμπειρία, πρώτ’ απ’ όλα και μετά να εμπλουτισμένος με τη δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το είχε φανταστεί κατ’ αρχάς.

Δηλαδή, ο χώρος ενέπνεε δημιουργικά…
Ναι. Ε, μα βέβαια, ενέπνεε. ΄Ηταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Είχαμε κι ένα καταπληκτικό κυλικείο δίπλα, με δικό μας πάλκο.

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική και το τραγούδι;
Με το τραγούδι, από ένα γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο όμως τόσο καλά και διακριθήκαμε σε διάφορα που γίνονταν τότε. Είχα κάνει, φαίνεται, ιδιαίτερη εντύπωση εγώ, οπότε, σε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς να αντικαταστήσω τον Πασχάλη. Αυτοί είχαν σταθερή δουλειά. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, αυτή.

Αλλά δεν λέγατε ακριβώς…
Όχι, έλεγα πράγματα που χρειαζόταν το ρεπερτόριο του μαγαζιού. Ξένα κυρίως. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ότι ήθελες…

Από ποιους καλλιτέχνες επηρεαστήκατε(έλληνες και ξένους);
Ο Ντύλαν με συγκλόνισε όταν τον «γνώρισα». Από την Αμερική τους είχε φέρει η ξαδέλφη μου, αλλά δεν μπορούσε η καημένη να βάλει μουσική στο σπίτι, γιατί πενθούσαν, και δανείστηκα τους δίσκους της, και όταν άκουσα τον Ντύλαν, συγκλονίστικα. Πω, πω, είπα! Τι δύναμη είναι αυτή!

Τραγουδούσατε σε πάρκα;
Α, ναι, ναι! Μαζευόμασταν και παίζαμε στο πάρκο της ΧΑΝ. Εκεί όμως, επειδή κυκλοφορούσαν και διάφορα ύποπτα στοιχεία, κάθε βράδυ η ασφάλεια, ερχόταν και μας το διαλούσε. Δεν καταλάβαινε τι κάναμε και ακριβώς…
Μετά, όμως, αρχίσαμε να παίζουμε μες στο Λευκό Πύργο. Ο Λευκός Πύργος, δεν είχε πόρτα. Βέβαια! Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, με κεριά(δεν είχε ηλεκτρικό). Κατάληψη. Βέβαια! Το είχαμε κάνει Μπουάτ διαρκείας. Ποτέ δε μας ενόχλησε κανείς. Να, αυτά ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν ρε παιδί μου να νιώθεις την πόλη δική σου. Κατάλαβες; Έλεγες «είμαι στο χωρίο μου». Ένα πράγμα που, με τίποτα δεν υπάρχει σήμερα, δυστυχώς.  

Οι σημαντικότερες στιγμές της καριέρας σας ποιες ήταν, όπως τις κρίνεται σήμερα;
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν το ’84, επειδή δεν μας φώναξε κανένας, πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα, νοικιάσαμε το Ζουμ(ήταν το μόνο που είχε άδεια), και τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα, μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Και κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης. Μαζεύανε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν για να μας στηρίξουν! Ήταν τότε που καλογνώρισα τον Μάνο. Ο οποίος μετά με φώναξε στο Σείριο που έγινε στον ίδιο χώρο. Αυτό κι αν ήτανε!  Πω πω! Ήταν τύχη, ήταν επίσης μια συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου.
Εγώ, έμεινα χωρίς ορχήστρα έναν χειμώνα. Και ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, 8 η ώρα το πρωί: «Έλα, Νίκο, ο Μάνος!». Λέω: «Τι έχουμε κύριε Μάνο;». Μου λέει: «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο». Του λέω: «Α, δυστυχώς, Μάνο…». «Νοέμβγριο» μου λέει… «Ναι, εντάξει, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!». «Να βγρεις!» λέει, και «μπαπ!» το κλείνει.

Υπέροχο!
Δε σήκωνε τίποτα...

Ποιος δίσκος δικός σας σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες?
΄Ηταν το «Χαράτσι», σίγουρα. Ο οποίος, ήταν προσωπικός δίσκος,  από πράγματα που ‘χα φτιάζει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος. Ήτανε όλα πράγματα που αγαπούσα: Ήταν η ηλεκτρική μπάντα, που ήξερα πάρα πολύ καλά να την χειρίζομαι, ήταν ακουστική μπάντα που επίσης την αγαπώ πάρα πολύ, και οι συνθέσεις αποδείχτηκε ότι ήτανε, καλές. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ.

Η εκδίκηση της γυφτιάς, τι λέτε; Συνεχίζεται;
Η εκδίκηση της γυφτιάς; Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται.

Με ποιόν τρόπο;
Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν. Βέβαια δεν υπάρχουν χώροι να τους φιλοξενήσουν για να βγουν προς τα έξω, κι η δισκογραφία έχει πάθει αυτό το πατατράκ που έπαθε… Και έτσι, όπως και η εκδίκηση τρώγεται πάντα σαν κρύο πιάτο, οι καημένοι, δυσκολεύονται.  

Έχετε πει ότι το life style σκοτώνει τη ζωή. Σας φαίνεται κάπως «δήθεν»; Για να θυμηθούμε και τον δεύτερο προσωπικό σας δίσκο;
Δεν είναι δήθεν, είναι δηλητήριο. Είναι δηλητήριο! Κοιτάξτε τι έχει πάθει ολόκληρη κοινωνία: Συμπεριφέρονται όλοι σαν αμερικάνοι χωρίς δολάρια!

Οι σημαντικές «συναντήσεις» στην καριέρα σας;
Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου, και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ. Τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».

Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις;
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος. Και η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που είχα μείνει χωρίς ορχήστρα, κι είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μού χε δώσει αυτό το κουράγιο, δεν ξέρω που θα το βρισκα, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη απ’ αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων…

Στις συναυλίες σας πάντα υπάρχει το «αδιαχώρητο» και έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε έναν μύθο γύρω από το όνομά σας… Είστε ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής με το κόκκινο μαντήλι και τη «λοξή φάλαγγα» την ορχήστρα σας. Για όλα αυτά υπήρξε σχέδιο;
Σαν σήμερα, 17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη.
"Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Στιγμές… ελληνικού flamenco
Ο συνθέτης που δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής, μιλά για την «άκρη του κόσμου», για στιγμές ζωής και καριέρας, τον Χατζιδάκη, τον Σαββόπουλο, τον Ντύλαν αλλά και το… ελληνικό flamenco.

Οι αναμνήσεις από τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά; Ω! Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- με μια φέτα ψωμί και έπαιζα όλη μέρα. Έτρεχα κι έπαιζα, έτρεχα κι έπαιζα. Να οικειοποιηθώ τον κόσμο.

Παίζατε και μπάλα;
Έπαιζα και μπάλα. Ναι. Στο Διοικητήριο και στην πλατεία Αριστοτέλους. Και πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κουδα.

Ποιον είχατε πρότυπο σαν παιδί;
Πρότυπο είχα τους λεβέντες της γειτονιάς που ήταν όλοι ένας κι ένας, νοικοκυραίοι, σοβαροί, πολλοί καλοί στη δουλειά τους. Αυτά ήταν τα πρότυπά μου.
Και φυσικά από το σπίτι. Ο πατέρας, η μάνα μου.

Αυτοί οι λεβέντες, τι δουλειά κάνανε;
Τα πάντα. Ότι μπορείς να φανταστείς. Μαραγκοί, σιδηρουργοί, μηχανικοί…

Κάπως έτσι «βγήκαν» και τα Σύνεργα;
Τα Σύνεργα; Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπας μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου. Ήθελε  ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.

Το στούντιο Αγροτικόν υπάρχει ακόμα…
Υπάρχει, μόνο που έδωσα το μεγάλο χώρο που ήταν εκπληκτικός ακουστικά(γίναν αριστουργήματα εκεί μέσα). Αλλά ήταν πια πολύ το ενοίκιο και πάρα πολύ λίγες οι δουλειές, και έβλεπα ότι στεναχωριόμουν. Οπότε, το ‘δωσα σε κάτι κοριτσόπουλα που είχαν μια σχολή χορού, δίπλα, και μια που έχει και ωραίο ξύλινο πάτωμα, τους ήταν ότι έπρεπε.

Μια ανάμνηση από το στούντιο «Αγροτικόν»;
Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης γιατί ηχογραφούσε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εγώ όμως κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζέψω τα παιδιά από το σημείο που τα άφηνε το λεωφορείο και να τα πάω σπίτι να φάνε(γιατί έχω έναν χωματόδρομο στο στούντιο, και δεν μπορεί κανένας να έρθει εύκολα).
Και σα βρεγμένη γάτα πάω και του λέω «Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό» και μου λέει «Κι ακόμα κάθεσαι;». Τρέχω λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βλέπω τον καημένο, να είναι στη μοκέτα, κάτω, και να κοιμάται. Πω, πω, αισθάνθηκα, χάλια!
Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα. Επειδή το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα και μαζεύονταν εκεί όλοι, προσέφεραν και ιδέες και παιξίματα. Ερχόταν κάποιος, δηλαδή, να κάνει έναν δίσκο και κατέληγε να είναι μια εξαιρετική εμπειρία, πρώτ’ απ’ όλα και μετά να εμπλουτισμένος με τη δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το είχε φανταστεί κατ’ αρχάς.

Δηλαδή, ο χώρος ενέπνεε δημιουργικά…
Ναι. Ε, μα βέβαια, ενέπνεε. ΄Ηταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Είχαμε κι ένα καταπληκτικό κυλικείο δίπλα, με δικό μας πάλκο.

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική και το τραγούδι;
Με το τραγούδι, από ένα γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο όμως τόσο καλά και διακριθήκαμε σε διάφορα που γίνονταν τότε. Είχα κάνει, φαίνεται, ιδιαίτερη εντύπωση εγώ, οπότε, σε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς να αντικαταστήσω τον Πασχάλη. Αυτοί είχαν σταθερή δουλειά. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, αυτή.

Αλλά δεν λέγατε ακριβώς…
Όχι, έλεγα πράγματα που χρειαζόταν το ρεπερτόριο του μαγαζιού. Ξένα κυρίως. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ότι ήθελες…

Από ποιους καλλιτέχνες επηρεαστήκατε(έλληνες και ξένους);
Ο Ντύλαν με συγκλόνισε όταν τον «γνώρισα». Από την Αμερική τους είχε φέρει η ξαδέλφη μου, αλλά δεν μπορούσε η καημένη να βάλει μουσική στο σπίτι, γιατί πενθούσαν, και δανείστηκα τους δίσκους της, και όταν άκουσα τον Ντύλαν, συγκλονίστικα. Πω, πω, είπα! Τι δύναμη είναι αυτή!

Τραγουδούσατε σε πάρκα;
Α, ναι, ναι! Μαζευόμασταν και παίζαμε στο πάρκο της ΧΑΝ. Εκεί όμως, επειδή κυκλοφορούσαν και διάφορα ύποπτα στοιχεία, κάθε βράδυ η ασφάλεια, ερχόταν και μας το διαλούσε. Δεν καταλάβαινε τι κάναμε και ακριβώς…
Μετά, όμως, αρχίσαμε να παίζουμε μες στο Λευκό Πύργο. Ο Λευκός Πύργος, δεν είχε πόρτα. Βέβαια! Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, με κεριά(δεν είχε ηλεκτρικό). Κατάληψη. Βέβαια! Το είχαμε κάνει Μπουάτ διαρκείας. Ποτέ δε μας ενόχλησε κανείς. Να, αυτά ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν ρε παιδί μου να νιώθεις την πόλη δική σου. Κατάλαβες; Έλεγες «είμαι στο χωρίο μου». Ένα πράγμα που, με τίποτα δεν υπάρχει σήμερα, δυστυχώς.  

Οι σημαντικότερες στιγμές της καριέρας σας ποιες ήταν, όπως τις κρίνεται σήμερα;
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν το ’84, επειδή δεν μας φώναξε κανένας, πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα, νοικιάσαμε το Ζουμ(ήταν το μόνο που είχε άδεια), και τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα, μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Και κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης. Μαζεύανε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν για να μας στηρίξουν! Ήταν τότε που καλογνώρισα τον Μάνο. Ο οποίος μετά με φώναξε στο Σείριο που έγινε στον ίδιο χώρο. Αυτό κι αν ήτανε!  Πω πω! Ήταν τύχη, ήταν επίσης μια συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου.
Εγώ, έμεινα χωρίς ορχήστρα έναν χειμώνα. Και ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, 8 η ώρα το πρωί: «Έλα, Νίκο, ο Μάνος!». Λέω: «Τι έχουμε κύριε Μάνο;». Μου λέει: «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο». Του λέω: «Α, δυστυχώς, Μάνο…». «Νοέμβγριο» μου λέει… «Ναι, εντάξει, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!». «Να βγρεις!» λέει, και «μπαπ!» το κλείνει.

Υπέροχο!
Δε σήκωνε τίποτα...

Ποιος δίσκος δικός σας σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες?
΄Ηταν το «Χαράτσι», σίγουρα. Ο οποίος, ήταν προσωπικός δίσκος,  από πράγματα που ‘χα φτιάζει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος. Ήτανε όλα πράγματα που αγαπούσα: Ήταν η ηλεκτρική μπάντα, που ήξερα πάρα πολύ καλά να την χειρίζομαι, ήταν ακουστική μπάντα που επίσης την αγαπώ πάρα πολύ, και οι συνθέσεις αποδείχτηκε ότι ήτανε, καλές. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ.

Η εκδίκηση της γυφτιάς, τι λέτε; Συνεχίζεται;
Η εκδίκηση της γυφτιάς; Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται.

Με ποιόν τρόπο;
Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν. Βέβαια δεν υπάρχουν χώροι να τους φιλοξενήσουν για να βγουν προς τα έξω, κι η δισκογραφία έχει πάθει αυτό το πατατράκ που έπαθε… Και έτσι, όπως και η εκδίκηση τρώγεται πάντα σαν κρύο πιάτο, οι καημένοι, δυσκολεύονται.  

Έχετε πει ότι το life style σκοτώνει τη ζωή. Σας φαίνεται κάπως «δήθεν»; Για να θυμηθούμε και τον δεύτερο προσωπικό σας δίσκο;
Δεν είναι δήθεν, είναι δηλητήριο. Είναι δηλητήριο! Κοιτάξτε τι έχει πάθει ολόκληρη κοινωνία: Συμπεριφέρονται όλοι σαν αμερικάνοι χωρίς δολάρια!

Οι σημαντικές «συναντήσεις» στην καριέρα σας;
Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου, και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ. Τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».

Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις;
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος. Και η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που είχα μείνει χωρίς ορχήστρα, κι είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μού χε δώσει αυτό το κουράγιο, δεν ξέρω που θα το βρισκα, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη απ’ αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων…

Στις συναυλίες σας πάντα υπάρχει το «αδιαχώρητο» και έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε έναν μύθο γύρω από το όνομά σας… Είστε ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής με το κόκκινο μαντήλι και τη «λοξή φάλαγγα» την ορχήστρα σας. Για όλα αυτά υπήρξε σχέδιο;
Α, όχι βέβαια! Όλα αυτά, είναι…

Πώς ‘γίναν όλα αυτά όμως;
Τα τόλμησα. Αυτό ήτανε. Τα τόλμησα. Και για να κάνω το δικό μου, πέρασα απίστευτες φτώχειες που δε με ενοχλούσαν καθόλου. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο σπίτι σου 11 χιλιόμετρα μακρυά με τα πόδια και να σου την πέφτουν λύκοι; Αφού, αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ με ένα σπαθί! Και μια μέρα με σταμάτησε ένα περιπολικό και μου λέει «Κύριε Παπάζογλου, τι είν αυτά;». Αλλά, τι να κανα;

Πώς «βγήκε» αυτός ο χαρακτηριστικός... παπαζόγλιος λυγμός, σαν ελληνικό flamenco ή ελληνικός αμανές που έχετε στη φωνή σας; Υπήρχε πάντα;
Υπήρχε πάντα. Πρέπει να το ‘χω πάρει απ’ τη μητέρα μου. Της οποίας το τραγούδισμα ήτανε κάπως έτσι. Δηλαδή, μου δόθηκε, σαν… μητρική γλώσσα.

Σαν μητρική γλώσσα! Τι ωραίο!
Δεν το αναρωτήθηκα ποτέ, είν’ η αλήθεια.

Ροκ, ποπ, λαϊκό, όλα αυτά θυμίζει... Αυτός ο ιδιαίτερος Παπαζόγλιος λυγμός, παραπέμπει θα λέγαμε στο ελληνικό flamenco, ή σε ελληνικό αμανέ;
Κοίταξε, το τραγούδισμα μου είναι τροπικό. Ούτως ή άλλως. Είναι τροπικό. Δηλαδή, οι κλίμακες στις οποίες τραγουδώ, είναι τροπικές, δεν είναι αυτές που αντιστοιχούν στα πλήκτρα του πιάνου. Και ίσως αυτό να θυμίζει flamenco, ή Αραβία, ή Τουρκία, ή…(κι αυτοί οι άνθρωποι, τραγουδούν τροπικά, όπως κι εγώ). Μάλλον, καλύτερα, Μικρά Ασία, να το πούμε. Γιατί, δεν ήταν η Τουρκία που τα έκανε αυτά. Ήταν αυτό το συνονθύλευμα που ήτανε στη Μικρά Ασία: Αρμενέοι, Έλληνες, Εβραίοι…  
Και στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνικότητες, από όλους αυτούς τους μετανάστες, που είχαν έρθει. Και από τη Μικρά Ασία… Οπότε μπορεί είχατε όλα αυτά τα ακούσματα, επίσης.
Δεν αποκλείεται, γιατί στη γειτονιά που μεγάλωσα, ήτανε μια μικρή «Μακεδονική σαλάτα» που λένε… Ξέρεις, οι Γάλλοι, είχαν ονομάσει τη Θεσσαλονίκη «μακεδονική σαλάτα» και τώρα έχει μείνει σαν… πιάτο στη Γαλλία, που έχει μέσα τα πάντα: «Καρότα, λάχανα…»

Υπάρχει κάτι που γράψατε με φόντο ή θέμα την Θεσσαλονίκη ;
Μα, βέβαια. Είναι το «Φύσηξε ο βαρδάρης», άλλο είναι αυτό το(τι τίτλο έχει;) και λέει: «Θα πάρω το βαρκάκι μου…», Α! Τα Σύνεργα…

Πολύ ωραίος δίσκος…
Λοιπόν, αυτόν τον δίσκο, όταν τον πρωτοέβγαλα, όλοι μου έλεγαν ότι είναι βαρύς. Λέω, είναι βαρύς, γιατί να μην είναι βαρύς; Τι να κάνουμε; Να τον ελαφρύνουμε για να πουλήσει;

Τι ρόλο έπαιξε η Θεσσαλονίκη στο έργο σας;
Η Θεσσαλονίκη στο έργο μου; Ωωω! Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα σε ένα κομμάτι του τείχους, που είναι κάτω από το Πύργο του Τριγωνίου, και αυτό το τείχος, γκρεμίστηκε, και από κει και πέρα είναι… το χάος. Και πήγανα με τους φίλους μου, εκεί, και καθόμουν εκεί στην άκρη… Το λέγαμε δε, «Η Ακρη του κόσμου», σαν πιτσιρίκια. Καθόμουν, λοιπόν, εκεί στην «Άκρη του κόσμου», από κάτω φωτισμένη η Θεσσαλονίκη, και της τραγουδούσα!

Ποιοι ήταν και είναι, οι σημαντικότεροι άνθρωποι στην ζωή σας;
Σε ότι αφορά τη ζωή γενικά, είμαι πολύ τυχερός που έχω κρατήσει ισχυρές φιλίες και βέβαια το οικογενειακό περιβάλλον,  γυναίκα και παιδιά.

«Μ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς» ένας στίχους που σας ταιριάζει «γάντι»;
Με αεροπλάνα, ιστιοφόρα, και με τους φίλους τους παλιούς… Ναι. Πραγματικά, στους αγώνες τους ιστιοπλοϊκούς που παίρνω μέρος, ή στους τοπικούς εδώ αλλά και στη ρεγκάτα του ανατολικού Αιγαίου,  το πλήρωμα μου είναι μέλη της ορχήστρας και παλιοί φίλοι. Και καπετάνιος πάντα βέβαια ή η γυναίκα μου ή ο γιός μου. Και μας τρέχουν πολύ ρε παιδί μου! Τσιτώνεις τα πανιά, φαίνονται όλα μια χαρά, κάθεσαι να καπνίσεις ένα τσιγάρο, και ακούς τον Αλέξανδρο: «Ε μπαμπά, τι θα γίνει; Βαρεμένη ιστιοπολοία;» Με τρέχει συνέχεια.

Τα μελλοντικά σας σχέδια;
Είμαι του αυτοσχεδιασμού άνθρωπος. Δεν έχω πολλά μακροπρόθεσμα σχέδια. Φυσικά, φτιάχνω τραγούδια. Έχω φτιάξει τώρα τελευταία στη Νίσυρο ένα τόσο ωραίο απτάλικο, που ξυπνούσα το πρωί, και χωρίς καφέ, χωρίς τίποτε, το ‘βαζα να το ξανακούσω. Είναι με μια κιθαρίτσα και ένα μπουζούκι, από μένα όλα, και το άκουγα κι άρχιζα να χορεύω, έτσι, με το βρακί…

Ποιοι είναι οι σύγχρονοι θρύλοι της θεσσαλονίκης;
Οι θρύλοι για μένα πάντοτε ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι γιάπιδες και οι επιτυχημένοι, κι αυτοί που, ξέρω γω, έχουν ωραίο και βαρύ και ακριβό αυτοκίνητο, και… Τέλος πάντων. Νομίζω πώς από αυτή την άποψη έχουμε φτωχύνει πολύ. Έχουμε φτωχύνει… Μαύρη φτώχεια!

Ποιες αρετές εκτιμάτε στους Θεσσαλονικείς;
Την φιλότητα. Είναι κατ’ αρχάς ανοιχτοί άνθρωποι και εξακολουθούν και έχουν λόγο, δηλαδή, μπέσα.

Αν λέγατε ένα τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη;
«Τα κάστρα του Γεντικουλέ τα πήδηξα μια νύχτα, και τότε με περάσανε από μεγάλη δίκη, στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη». Είναι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. Η λέξη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, έχει ελάχιστες λέξεις που μπορεί να κάνει ρίμα. Είναι 4 ή 5. Κι έχουν χρησιμοποιηθεί όλες.

Μουσική, στίχος, ερμηνεία: Ποιο είναι για εσάς το σημαντικότερο;
Είναι η ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία! Γιατί, με την ερμηνεία ή ακτινοβολεί κάτι ή δεν ακτινοβολεί. Δηλαδή, όλοι οι έλληνες τραγουδάνε, και στις παρέες ακούς εξαιρετικές φωνές, αλλά υπάρχει κάτι, που κάνει το τραγούδισμα μερικών ανθρώπων να ακτινοβολεί.

Δεν το περίμενα να το πείτε αυτό…
Γιατί είσαι τόσο ευαίσθητη;

Συγκινείτε τους ανθρώπους…
Τι ωραία! Αυτό είναι άλλη μία φιλική καρπαζιά. Αυτό το είσαι στο σωστό δρόμο… Τράβα μπρος…

Η ελληνική μουσική είναι σαν ένα πανεπιστήμιο κι έχει μοναδικά στοιχεία παγκοσμίως. Ένα από τα παραδείγματα, το αυτοβιογραφικό το ρεμπέτικο. Έχει την ιστορία, τη λαογραφία, τον πολιτισμό, την ψυχή… Υπάρχει όμως άγνοια στην Ελλάδα για το τι είναι το ελληνικό τραγούδι…
Και βλέπεις το μπουζούκι, και το ούτι, και το λαϊκό κλαρινέτο, ή το δημοτικό… είναι να διδάσκεται κανείς στο Κρυφό Σχολειό.
Υπάρχει αυτό που κάνουν στην Άρτα, που κάτι γίνεται. Έχουν βγει ταλέντα, απίστευτα! Και ακούς μετά αυτόν τον Πετρίδη… Δηλαδή, έχει φάει μια κλωτσιά το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου, μια φορά…-

 (Μέρος της συνέντευξης, δημοσιεύτηκε στο περιοδικόTHESSALONIKI CONFIDENTIAL 2010, Εκδ. Λυμπέρη)

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

Το κατα Ματθαιον Ευαγγέλιο του Πιερ Παολο Παζολινι


Ανάμεσα στις πολλές δημιουργίες που κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει και που αντλούν σεναριακά την πηγή της έμπνευσης τους, από τα Πάθη του Χριστού, το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, κατέχει μία διακριτή και περίοπτη θέση. Το φιλμ του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη ξεχωρίζει, διότι μέσα από τον συμβολισμό και τη λυρικότητά του, καταφέρνει να μεταδίδει διαχρονικά τα μηνύματά του, ανεξάρτητα από θρησκείες και έθνη... Του Γιώργου Ρούσσου

Με αφορμή «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (The Gospel According to St. Matthew - 1964), γυρνάμε τον χρόνο πίσω και με οδηγό την κλασσική πλέον ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ανατρέχουμε στη ζωή και στο έργο ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ενός αυθεντικού καλλιτέχνη που με το έργο του και τη ζωή του, επηρέασε καταλυτικά τις επερχόμενες γενιές. 

«Η μεγάλη δυσκολία του Ευαγγελίου ήταν ακριβώς να μην καταστραφεί η διήγηση του Ματθαίου, να κρατηθεί όρθια πάση θυσία. Αυτό, μεταξύ άλλων με υποχρέωσε να πραγματοποιήσω μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη δική μου οπτική γωνία και σ’ αυτήν του πιστού - ανάμεσα δηλαδή σε δύο διηγήσεις. Νομίζω ότι στάθηκα συνεπής, όσο ήταν δυνατόν. Απ’ την άλλη, η ανατροπή που πραγματοποίησα, είναι φανερή: αναφέρεται σε μια ολόκληρη μικροαστική, αλλά και εμπορική, εικονογραφία. Έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου, κι αυτό, με πολεμική διάθεση: ενάντια στον φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού. Θέλησα να καταλάβω τα πάντα, θέλησα να δω μέσα από τα μάτια ενός πιστού μια πραγματικότητα θρησκευτικού τύπου. Στο "Ακατόνε" επρόκειτο για μια κατάδυση επική κι όχι ψυχολογική στον κόσμο που θα περιγραφόταν. Το ζητούμενο του Ευαγγελίου - δηλαδή, η υφολογική σύμφυρση ενός πνευματικού κι ενός απλού, ιδιωτικού κόσμου - είναι ίδιο με αυτό των μυθιστορημάτων μου. Μ’ αυτή την έννοια, το Ευαγγέλιο βρίσκεται πιο κοντά στα μυθιστορήματά μου...» Πιερ Πάολο Παζολίνι

 
Σκηνοθέτης, λογοτέχνης, ποιητής και σεναριογράφος, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1922 στη Μπολόνια, τη χρονιά που ο Μουσολίνι ανέβηκε στην εξουσία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, καθώς το επάγγελμα του πατέρα ως στρατιωτικού, υποχρέωνε την οικογένεια σε συνεχείς μετακινήσεις. Ο πατέρας διοικεί την οικογένεια με αυταρχικό τρόπο. Αλλά το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η μητέρα, μόνιμο αντικείμενο λατρείας, στην οποία θα αφιερώσει μερικούς απ' τους πιο δυνατούς του στίχους. Γίνονται έτσι αντιληπτά, έστω κι απ' αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός τεράστιου οιδιπόδειου συμπλέγματος, του οποίου ο Παζολίνι είχε μια σπάνια όσο και ακραία επίγνωση.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, η οικογένεια επιστρέφει στην Μπολόνια, όπου ο Παζολίνι τελειώνει το σχολείο και γράφεται στο πανεπιστήμιο. Στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια παίρνει πτυχίο φιλολογίας και παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας της τέχνης με τον φημισμένο επιστήμονα Ρομπέρτο Λόνγκι, μία εμπειρία που, λίγο αργότερα, θα επηρεάσει βαθιά το κινηματογραφικό στυλ των πρώιμων ταινιών του.

Το 1942, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα, ο Πιερ Πάολο με τη μητέρα του και τον αδερφό του καταφεύγουν στην Καζάρσα. Τα χρόνια εκείνα, με δικά του έξοδα, ο νεαρός Παζολίνι εκδίδει την ποιητική συλλογή «Ποιήματα στην Καζάρσα», γραμμένα στη διάλεκτο του Φρίουλι. Το 1945, ο μικρότερος αδερφός του, μέλος της ιταλικής αντιστασιακής οργάνωσης, δολοφονείται και η οικογένεια εγκαθίστανται στην Καζάρσα, όπου ο Παζολίνι εργάζεται σαν δάσκαλος ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται σε πνευματικούς - λογοτεχνικούς κύκλους και εκτελεί χρέη γραμματέα του τοπικού παραρτήματος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1949, κατηγορείται για ομοφυλοφιλικές σχέσεις με φοιτητές και αμέσως απολύεται από τη δουλειά κι αποβάλλεται από το Κόμμα.

 
Βαθιά απογοητευμένος ο Παζολίνι, φεύγει στη Ρώμη με τη μητέρα του και ζει δύσκολα χρόνια σε διάφορες περιθωριοποιημένες περιοχές της πόλης. Βγάζει το μεροκάματο κάνοντας ασυνήθιστες δουλειές και γοητεύεται από το λούμπεν προλεταριάτο και τους μικρο-εγκληματίες των συνοικισμών της Ρώμης. Παρ’ όλα αυτά, το «Ragazzi di vita», το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του για τη ζωή στο περιθώριο, το οποίο εκδόθηκε το 1955, τον βρίσκει επίσημα κατηγορούμενο για εξύβριση της δημόσιας αιδούς. Αθωώνεται τελικά, εν μέρει λόγω της ισχυρής υποστήριξης πολλών από τους πιο διακεκριμένους διανοούμενους και συγγραφείς της εποχής, όμως αυτή θα ήταν μονάχα η πρώτη από τις αμέτρητες φορές που ο Παζολίνι και το «σκανδαλώδες» έργο του θα αντιμετωπίσουν τη δημόσια αποδοκιμασία...

«Μπορεί να είμαι άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος που νοσταλγεί την πίστη» Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Ως σεναριογράφος τη δεκαετία του ’50, ο Παζολίνι στράφηκε αργότερα στη σκηνοθεσία με ύφος καθαρά επηρεασμένο από τον νεορεαλισμό. Το αντιφασιστικό του μένος παρέμεινε ευδιάκριτο και στις ταινίες του με αποκορύφωμα το «Σαλό» που παρά τον τρόπο που αποδίδεται, έχει καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Η προσωπική του θέση είναι καθολικά παρούσα στο έργο του και εκφράζεται με σύμβολα, αλληγορίες και παραβολές.

Ο Παζολίνι, υπήρξε αντιεξουσιαστής τόσο πολιτικά όσο και ιδεολογικά και βρήκε το θάρρος σε μία εποχή ιδεολογικής ένδεια, να εξαπολύσει ένα δριμύ «κατηγορώ» εναντίον της αστικής κουλτούρας, με το μανιφέστο που παρουσίασε το 1965, «Ο κινηματογράφος της ποίησης». Το γεγονός ότι οι ταινίες του διαποτίζονταν από ερωτισμό και βία με έντονο το στοιχείο του λυρισμού ωθεί τους κριτικούς να τον αποκαλέσουν «ποιητή του υποκόσμου».

«Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα.» Πιέρ Πάολο Παζολίνι

Μέσα από το έργο του, αλλά και την προσωπική του θέαση των πραγμάτων, ο Παζολίνι θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και γενικότερα. Μέσα από τα βιβλία, τις ταινίες και τις ιδέες του θα ξεσηκώσει σχεδόν σε μόνιμη βάση, θύελλες αντιδράσεων, με τον ίδιο να κάθεται συχνά πυκνά, στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

Παράλληλα η οξυδερκής γραφή του, τον έφερε σε επαφή με διακεκριμένους Ιταλούς σκηνοθέτες, όπως ο Μάουρο Μπολονίνι και ο Φεντερίκο Φελίνι, που του ζήτησαν να αναλάβει χρέη σεναριογράφου. Κάπως έτσι, η στροφή του Πιέρ Πάολο Παζολίνι στον κινηματογράφο έγινε πλέον αναπόφευκτη.

Ο σπουδαίος Ιταλός καλλιτέχνης Πιέρ Πάολο Παζολίνι, δολοφονείται τον Νοέμβριο του 1975, στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο Πίνο Πελόζι, συλλαμβάνεται και ομολογεί το έγκλημα. Το 2005, αποσύρει την ομολογία του, υποστηρίζοντας ότι αναγκάστηκε να το κάνει γιατί δεχόταν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Ο φάκελος Παζολίνι άνοιξε εκ νέου μετά την αναίρεση της ομολογίας. Ο τάφος του Πιέρ Πάολο Παζολίνι βρίσκεται στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι...

 
«"Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" είναι ένα κομμάτι της ύπαρξής μου. Έβαλα σ' αυτήν την ταινία το έργο μου και τη ζωή μου.» Πιέρ Πάολο Παζολίνι

 
Η ταινία γυρισμένη το 1964 αποτελεί ίσως την κορυφαία μεταφορά της ζωής του Χριστού στη μεγάλη οθόνη. Είναι από τις λίγες φορές, που ο κινηματογράφος της πρόζας και ο κινηματογράφος της ποίησης συμπλέκονται, συμφύρονται και δημιουργούν ένα αμάλγαμα που διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό το παρόν παζολινικό έργο από όλες τις άλλες ως τότε μεταφορές αλλά και όσες θα ακολουθήσουν.

Ο Παζολίνι παρουσιάζει τον λόγο του Ματθαίου, απλό, λιτό και καίριο, χωρίς λογοτεχνικές εξάρσεις, στοχεύοντας στη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια των αφηγούμενων γεγονότων. Όλη η ταινία διακατέχεται από σκηνές άμεσης ανάπλασης που ανταποκρίνονται στην άποψη του πιστού Ματθαίου, ο οποίος καταγράφει εύπιστα χωρίς να κρίνει.

 
Με σκηνές έντονου στιλιζαρίσματος, ο σπουδαίος Πιέρ Πάολο Παζολίνι, μας παραθέτει την άποψή του και καταγράφει τα γεγονότα αμφιβάλλοντας συνεχώς για την πραγματική υπόστασή τους. Χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς και είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου η Σουζάνα Παζολίνι, μητέρα του σκηνοθέτη, υποδύεται την ενήλικη Παναγία και θρηνεί τον νεκρό Χριστό...

Ο Παζολίνι, επιλέγει τη νότιο Ιταλία για τα γυρίσματα της ταινίας του και επιλέγει ο ίδιος τη μουσική και τη χρήση της. Έχουμε έτσι ένα μοναδικό ηχητικό κολάζ. Όπουοι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Λουίς Μπακάλοφ, συνδέονται με τα κλασσικά έργα του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Προκόφιεφ. Ενώ παράλληλα αποσπάσματα από τη “Missa Lyba” ή το κλασικό spiritual “Sometimes l feel Like a Motherless Child” ακούγονται στην ταινία διασκευασμένα από τον Μπακάλοφ και τραγουδισμένα από την Odetta.

 
Το "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, εκφράζει όλη τη νοσταλγία του δημιουργού του για το μυθικό, το επικό και το ιερό όπως βέβαια το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, μακριά από δόγματα και φανατισμούς.

 
«Το Ευαγγέλιο μου έβαζε το εξής πρόβλημα: δεν μπορούσα να το εξιστορήσω σαν ένα κλασικό αφήγημα, γιατί δεν είμαι πιστός, αλλά άθεος. Από την άλλη ήθελα  να διηγηθώ την ιστορία του Χριστού, Υιού του Θεού. Έπρεπε λοιπόν να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Δεν μπορούσε λοιπόν να είμαι εγώ εκείνος που εξιστορεί. Έτσι χωρίς να το θέλω  οδηγήθηκα  στην ανατροπή, όλης μου της κινηματογραφικής τεχνικής και γεννήθηκε αυτό το μάγμα ύφους, που είναι χαρακτηριστικό του κινηματογράφου της ποίησης. Γιατί για να μπορέσω να εξιστορήσω το Ευαγγέλιο, έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει. Εδώ έγκειται ο έμμεσος ελεύθερος λόγος: απ' τη μια μεριά η αφήγηση βλέπεται με τα δικά μου μάτια και απ' την άλλη, με τα μάτια ενός πιστού και είναι αυτό που προκαλεί το συμφυρμό του ύφους, αυτό το μάγμα που προανέφερα...»Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Αναδημοσίευση από το SevenArt

Γκαμπριέλ Γκαρσια Μάρκες (πέθανε σημερα) . Η ζωη του ...

Ο 87χρονος κολομβιανός νομπελίστας ήταν ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού - Αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα προβλήματα υγείας.
Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 87 ετών ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας κολομβιανός συγγραφέας......

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο στους λεμφαδένες.
Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα, Διαμέρισμα Μαγδαλένα, Κολομβία.
Έκλεισε τα 87 του χρόνια και με την ευκαιρία αυτή βγήκε για λίγα λεπτά από το σπίτι του για να χαιρετίσει τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί απ' έξω.

Ο συγγραφέας του μνημειώδους μυθιστορήματος Εκατό χρόνια μοναξιά (1967) είχε νοσηλευθεί στις αρχές Απριλίου σε νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικού με πνευμονία. Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Είχε ασθενήσει από καρκίνο στους λεμφαδένες ενώ ο αδελφός του είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι έπασχε και από άνοια.

Η ζωή και το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του ήταν το ορυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης. Ο ίδιος έλεγε πως στη γραφή του προσπαθούσε να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του, η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές, και του Κάφκα. Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του ο οποίος ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο Μάρκες. Υπήρξε όμως και φανατικός αναγνώστης από παιδί. Σε ηλικία οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες και ο κόσμος των βιβλίων ανήκε στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή.

Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησε η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Εργαζόμενος περιστασιακά ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί του τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασαν μέσα σε μεγάλες οικονομικές αγωνίες. Η τύχη του άλλαξε με την έκδοση, το 1967, του μυθιστορήματος που θα τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει ως τώρα σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, το Εκατό χρόνια μοναξιά. Το πώς γεννήθηκε στο μυαλό του η πρόταση από την οποία ξεπήδησε το μυθιστόρημα είχε αφηγηθεί ο ίδιος, με τον απαράμιλλο τρόπο του, σε συνεντεύξεις: «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω».

Το μυθιστόρημα καθιέρωσε τον Μάρκες ως έναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της ισπανικής γλώσσας – μάλιστα ο ομότεχνός του Κάρλος Φουέντες τον θεωρούσε τον δεύτερο μεγάλο συγγραφέα στην ισπανική μετά τον Θερβάντες. Αποτελεί κορυφαία μορφή της λατινοαμερικάνικης πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης» και υπήρξε ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Άλλα έργα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).

Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.

Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς. Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950, με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.

Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας, ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Το 2012, μιλώντας σε φοιτητές στην Καρταχένα στην Κολομβία, ο αδελφός του Χάιμε είχε ανακοινώσει ότι ο «Γκάμπο», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά η οικογένεια και οι φίλοι του, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Read more: http://www.i-diadromi.gr/2014/04/blog-post_3494.html#ixzz2zBLoaj65

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Frank Serpico, ο τίμιος μπάτσος της Ν Υόρκης


Ο θρυλικός αστυνομικός της Νέας Υόρκης, που πρώτος ξεσκέπασε το διεφθαρμένο κύκλωμα του Σώματος της πόλης του, γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1936 και έγινε ευρύτερα γνωστός το 1973, όταν ενσαρκώθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Αλ Πατσίνο στην ταινία «Serpico».
Οι καταγγελίες του για την ευρεία διαφθορά της αστυνομίας της Νέας Υόρκης τον μετέτρεψαν σε παρία του Σώματος. Το 1971, μια σφαίρα καρφώθηκε στο πρόσωπό του σε μια έφοδο για ναρκωτικά, τα θραύσματα της οποίας παραμένουν ακόμη πάνω του, ενώ έχει χάσει την ακοή από το αριστερό του αυτί. Η κατάθεσή του ενώπιον της επιτροπής Knapp για τους χρηματισμούς και τους εκβιασμούς των συναδέλφων του πυροδότησε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του αστυνομικού σώματος και οδήγησε σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις αστυνομικών.
Μεγάλωσε από Ιταλούς μετανάστες γονείς στο Μπρούκλιν. Λάτρευε τα αστυνομικά μυθιστορήματα και ως παιδί ονειρευόταν να φορέσει τη στολή του αστυνομικού. Μετά από μια επίσκεψή του στην Ιταλία σε μικρή ηλικία, αγάπησε τον κόσμο και τα ταξίδια. Σε ηλικία 18 ετών εγγράφτηκε στο στρατό, ενώ το 1959 έγινε αστυνομικός του Σώματος της Νέας Υόρκης. Η χίπικη εμφάνισή του και ο ζήλος του να προχωράει σε συλλήψεις ακόμη και εκτός βάρδιας δεν προκάλεσε τη συμπάθεια των συναδέλφων του. Η αγάπη του για το μπαλέτο και την όπερα δεν ταίριαζαν με το συντηρητικό πρόσωπο του σώματος. Ζούσε μια μποέμικη ζωή σε ένα μικρό διαμέρισμα, ήταν γνωστός ως ο «Πάκο» και έκρυβε το αστυνομικό του σήμα.
Ο ιδεαλιστής αξιωματικός Σέρπικο αντέδρασε από νωρίς στις κλίκες και τα λαδώματα από εγκληματίες, τζογαδόρους και κοινούς εμπόρους. Αρνήθηκε να αποδεχτεί την απληστία, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει εχθρούς εντός και εκτός του σώματος.
Το 1967, ο Σέρπικο άρχισε να εξιστορεί τα όσα γνώριζε σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους στο αρχηγείο της αστυνομίας και το δημαρχείο της πόλης. Μιλούσε με ονόματα, ημερομηνίες, αλλά κανείς δεν αντιδρούσε. Εκνευρισμένος, μαζί με έναν φίλο και συνάδελφό του, αποφάσισε να απευθυνθεί σε έναν ρεπόρτερ των New York Times.
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας στις 25 Απριλίου 1970 άσκησε πίεση προς το δήμαρχο John V. Lindsay να συστήσει την επιτροπή Knapp, ενώπιον της οποίας ο Σέρπικο κατέθεσε ότι «δεν υφίσταται ακόμη η κατάσταση όπου ένας τίμιος αστυνομικός να μπορεί να δρα χωρίς φόβο, κοροϊδία ή αντίποινα από τους συναδέλφους του».
Η επιτροπή διενέργησε την ευρύτερη έρευνα στο εσωτερικό της αστυνομίας στην ιστορία της πόλης και αποκάλυψε ένα καθεστώς παγιωμένης διαφθοράς και συγκάλυψης που οδήγησε στην αναμόρφωση του σώματος.
Για το ρόλο του ως ο Φρανκ Σέρπικο, το 1973, ο Αλ Πατσίνο κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα. Στην ταινία, ο Σέρπικο είναι ο τίμιος αστυνομικός που ματωμένος μεταφέρεται με το όχημα της διμοιρίας του στο νοσοκομείο, όπου μήνες μετά τη θεραπεία του, λαμβάνει κάρτες που του εύχονται «να σαπίσει στην κόλαση». Αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και να μεταβεί στην Ευρώπη. Στο τέλος της ταινίας αναφερόταν ότι «πλέον ζει κάπου στην Ελβετία».
Χρόνια αργότερα, αφότου ταξίδεψε στο εξωτερικό, γύρω στο 1980 επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου αποφάσισε να ζήσει ως νομάς. Πλέον, ζει ως μοναχός σε ένα μικρό δωμάτιο χτισμένο στο δάσος κοντά στον ποταμό Hudson, δύο ώρες περίπου από τη Νέα Υόρκη. Αποφεύγει τον καταναλωτισμό, τον οποίο αποκαλεί ως «μια άσχημη αμερικανική συνήθεια» και την πλύση εγκεφάλου εκ μέρους των Μέσων. Τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές και οργανικές τροφές, μαγειρεύει σε φούρνο που λειτουργεί με ξύλα, ο οποίος ζεσταίνει και το δωμάτιό του και δεν έχει ούτε τηλεόραση ούτε Ίντερνετ. «Αυτή είναι η ζωή μου τώρα», λέει ο ίδιος. «Το δάσος, η φύση και η απομόνωση».
TVXS