TVXS
17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη.
"Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Στιγμές… ελληνικού flamenco
Ο συνθέτης που δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής, μιλά για την «άκρη του κόσμου», για στιγμές ζωής και καριέρας, τον Χατζιδάκη, τον Σαββόπουλο, τον Ντύλαν αλλά και το… ελληνικό flamenco.
Οι αναμνήσεις από τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά; Ω! Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- με μια φέτα ψωμί και έπαιζα όλη μέρα. Έτρεχα κι έπαιζα, έτρεχα κι έπαιζα. Να οικειοποιηθώ τον κόσμο.
Παίζατε και μπάλα;
Έπαιζα και μπάλα. Ναι. Στο Διοικητήριο και στην πλατεία Αριστοτέλους. Και πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κουδα.
Ποιον είχατε πρότυπο σαν παιδί;
Πρότυπο είχα τους λεβέντες της γειτονιάς που ήταν όλοι ένας κι ένας, νοικοκυραίοι, σοβαροί, πολλοί καλοί στη δουλειά τους. Αυτά ήταν τα πρότυπά μου.
Και φυσικά από το σπίτι. Ο πατέρας, η μάνα μου.
Αυτοί οι λεβέντες, τι δουλειά κάνανε;
Τα πάντα. Ότι μπορείς να φανταστείς. Μαραγκοί, σιδηρουργοί, μηχανικοί…
Κάπως έτσι «βγήκαν» και τα Σύνεργα;
Τα Σύνεργα; Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπας μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου. Ήθελε ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.
Το στούντιο Αγροτικόν υπάρχει ακόμα…
Υπάρχει, μόνο που έδωσα το μεγάλο χώρο που ήταν εκπληκτικός ακουστικά(γίναν αριστουργήματα εκεί μέσα). Αλλά ήταν πια πολύ το ενοίκιο και πάρα πολύ λίγες οι δουλειές, και έβλεπα ότι στεναχωριόμουν. Οπότε, το ‘δωσα σε κάτι κοριτσόπουλα που είχαν μια σχολή χορού, δίπλα, και μια που έχει και ωραίο ξύλινο πάτωμα, τους ήταν ότι έπρεπε.
Μια ανάμνηση από το στούντιο «Αγροτικόν»;
Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης γιατί ηχογραφούσε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εγώ όμως κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζέψω τα παιδιά από το σημείο που τα άφηνε το λεωφορείο και να τα πάω σπίτι να φάνε(γιατί έχω έναν χωματόδρομο στο στούντιο, και δεν μπορεί κανένας να έρθει εύκολα).
Και σα βρεγμένη γάτα πάω και του λέω «Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό» και μου λέει «Κι ακόμα κάθεσαι;». Τρέχω λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βλέπω τον καημένο, να είναι στη μοκέτα, κάτω, και να κοιμάται. Πω, πω, αισθάνθηκα, χάλια!
Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα. Επειδή το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα και μαζεύονταν εκεί όλοι, προσέφεραν και ιδέες και παιξίματα. Ερχόταν κάποιος, δηλαδή, να κάνει έναν δίσκο και κατέληγε να είναι μια εξαιρετική εμπειρία, πρώτ’ απ’ όλα και μετά να εμπλουτισμένος με τη δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το είχε φανταστεί κατ’ αρχάς.
Δηλαδή, ο χώρος ενέπνεε δημιουργικά…
Ναι. Ε, μα βέβαια, ενέπνεε. ΄Ηταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Είχαμε κι ένα καταπληκτικό κυλικείο δίπλα, με δικό μας πάλκο.
Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική και το τραγούδι;
Με το τραγούδι, από ένα γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο όμως τόσο καλά και διακριθήκαμε σε διάφορα που γίνονταν τότε. Είχα κάνει, φαίνεται, ιδιαίτερη εντύπωση εγώ, οπότε, σε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς να αντικαταστήσω τον Πασχάλη. Αυτοί είχαν σταθερή δουλειά. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, αυτή.
Αλλά δεν λέγατε ακριβώς…
Όχι, έλεγα πράγματα που χρειαζόταν το ρεπερτόριο του μαγαζιού. Ξένα κυρίως. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ότι ήθελες…
Από ποιους καλλιτέχνες επηρεαστήκατε(έλληνες και ξένους);
Ο Ντύλαν με συγκλόνισε όταν τον «γνώρισα». Από την Αμερική τους είχε φέρει η ξαδέλφη μου, αλλά δεν μπορούσε η καημένη να βάλει μουσική στο σπίτι, γιατί πενθούσαν, και δανείστηκα τους δίσκους της, και όταν άκουσα τον Ντύλαν, συγκλονίστικα. Πω, πω, είπα! Τι δύναμη είναι αυτή!
Τραγουδούσατε σε πάρκα;
Α, ναι, ναι! Μαζευόμασταν και παίζαμε στο πάρκο της ΧΑΝ. Εκεί όμως, επειδή κυκλοφορούσαν και διάφορα ύποπτα στοιχεία, κάθε βράδυ η ασφάλεια, ερχόταν και μας το διαλούσε. Δεν καταλάβαινε τι κάναμε και ακριβώς…
Μετά, όμως, αρχίσαμε να παίζουμε μες στο Λευκό Πύργο. Ο Λευκός Πύργος, δεν είχε πόρτα. Βέβαια! Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, με κεριά(δεν είχε ηλεκτρικό). Κατάληψη. Βέβαια! Το είχαμε κάνει Μπουάτ διαρκείας. Ποτέ δε μας ενόχλησε κανείς. Να, αυτά ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν ρε παιδί μου να νιώθεις την πόλη δική σου. Κατάλαβες; Έλεγες «είμαι στο χωρίο μου». Ένα πράγμα που, με τίποτα δεν υπάρχει σήμερα, δυστυχώς.
Οι σημαντικότερες στιγμές της καριέρας σας ποιες ήταν, όπως τις κρίνεται σήμερα;
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν το ’84, επειδή δεν μας φώναξε κανένας, πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα, νοικιάσαμε το Ζουμ(ήταν το μόνο που είχε άδεια), και τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα, μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Και κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης. Μαζεύανε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν για να μας στηρίξουν! Ήταν τότε που καλογνώρισα τον Μάνο. Ο οποίος μετά με φώναξε στο Σείριο που έγινε στον ίδιο χώρο. Αυτό κι αν ήτανε! Πω πω! Ήταν τύχη, ήταν επίσης μια συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου.
Εγώ, έμεινα χωρίς ορχήστρα έναν χειμώνα. Και ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, 8 η ώρα το πρωί: «Έλα, Νίκο, ο Μάνος!». Λέω: «Τι έχουμε κύριε Μάνο;». Μου λέει: «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο». Του λέω: «Α, δυστυχώς, Μάνο…». «Νοέμβγριο» μου λέει… «Ναι, εντάξει, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!». «Να βγρεις!» λέει, και «μπαπ!» το κλείνει.
Υπέροχο!
Δε σήκωνε τίποτα...
Ποιος δίσκος δικός σας σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες?
΄Ηταν το «Χαράτσι», σίγουρα. Ο οποίος, ήταν προσωπικός δίσκος, από πράγματα που ‘χα φτιάζει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος. Ήτανε όλα πράγματα που αγαπούσα: Ήταν η ηλεκτρική μπάντα, που ήξερα πάρα πολύ καλά να την χειρίζομαι, ήταν ακουστική μπάντα που επίσης την αγαπώ πάρα πολύ, και οι συνθέσεις αποδείχτηκε ότι ήτανε, καλές. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ.
Η εκδίκηση της γυφτιάς, τι λέτε; Συνεχίζεται;
Η εκδίκηση της γυφτιάς; Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται.
Με ποιόν τρόπο;
Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν. Βέβαια δεν υπάρχουν χώροι να τους φιλοξενήσουν για να βγουν προς τα έξω, κι η δισκογραφία έχει πάθει αυτό το πατατράκ που έπαθε… Και έτσι, όπως και η εκδίκηση τρώγεται πάντα σαν κρύο πιάτο, οι καημένοι, δυσκολεύονται.
Έχετε πει ότι το life style σκοτώνει τη ζωή. Σας φαίνεται κάπως «δήθεν»; Για να θυμηθούμε και τον δεύτερο προσωπικό σας δίσκο;
Δεν είναι δήθεν, είναι δηλητήριο. Είναι δηλητήριο! Κοιτάξτε τι έχει πάθει ολόκληρη κοινωνία: Συμπεριφέρονται όλοι σαν αμερικάνοι χωρίς δολάρια!
Οι σημαντικές «συναντήσεις» στην καριέρα σας;
Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου, και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ. Τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις;
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος. Και η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που είχα μείνει χωρίς ορχήστρα, κι είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μού χε δώσει αυτό το κουράγιο, δεν ξέρω που θα το βρισκα, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη απ’ αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων…
Στις συναυλίες σας πάντα υπάρχει το «αδιαχώρητο» και έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε έναν μύθο γύρω από το όνομά σας… Είστε ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής με το κόκκινο μαντήλι και τη «λοξή φάλαγγα» την ορχήστρα σας. Για όλα αυτά υπήρξε σχέδιο;
Σαν σήμερα, 17 Απριλίου, έφυγε το 2011, σε ηλικία 63 ετών, ο δημοφιλής τραγουδοποιός, Νίκος Παπάζογλου, έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Το tvxs, αναδημοσιεύει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καλλιτέχνης στηνΚρυσταλία Πατούλη.
"Ένα ανεκτίμητο ενθύμιο από τον... φίλο μου, όπως ήθελε να τον αποκαλώ μετά από αυτή την συνέντευξη που ακολουθεί. Ειλικρινά, δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω τη συγκίνηση που μου προκαλούσε -και θα προκαλεί πάντα και σε όλους πιστεύω- αυτός ο καλλιτέχνης, με την ίδια τη ζωή, τη σκέψη, τη φωνή και τα τραγούδια του. Τεράστιο κενό, αναντικατάστατο, αφήνει η απουσία του. Όμως η σφραγίδα του έργου-ζωής του χάραξε για πάντα το dna όλων εκείνων που συνθέτουν το όνομα Ελλάδα. Καλό ταξίδι Νίκο." Κρυσταλία Π.
Στιγμές… ελληνικού flamenco
Ο συνθέτης που δημιούργησε την «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής, μιλά για την «άκρη του κόσμου», για στιγμές ζωής και καριέρας, τον Χατζιδάκη, τον Σαββόπουλο, τον Ντύλαν αλλά και το… ελληνικό flamenco.
Οι αναμνήσεις από τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά; Ω! Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα –επειδή όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα- με μια φέτα ψωμί και έπαιζα όλη μέρα. Έτρεχα κι έπαιζα, έτρεχα κι έπαιζα. Να οικειοποιηθώ τον κόσμο.
Παίζατε και μπάλα;
Έπαιζα και μπάλα. Ναι. Στο Διοικητήριο και στην πλατεία Αριστοτέλους. Και πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κουδα.
Ποιον είχατε πρότυπο σαν παιδί;
Πρότυπο είχα τους λεβέντες της γειτονιάς που ήταν όλοι ένας κι ένας, νοικοκυραίοι, σοβαροί, πολλοί καλοί στη δουλειά τους. Αυτά ήταν τα πρότυπά μου.
Και φυσικά από το σπίτι. Ο πατέρας, η μάνα μου.
Αυτοί οι λεβέντες, τι δουλειά κάνανε;
Τα πάντα. Ότι μπορείς να φανταστείς. Μαραγκοί, σιδηρουργοί, μηχανικοί…
Κάπως έτσι «βγήκαν» και τα Σύνεργα;
Τα Σύνεργα; Για να μην αλητεύω τα καλοκαίρια με έβαζε ο μπαμπας μου σε δουλειές, και έτσι απέκτησα δεξιότητες σε διάφορες τέχνες που βέβαια μου βγήκαν σε καλό γιατί το να χτίσεις ένα στούντιο ηχογραφήσεων ήθελε από όλα. Όλα περνούσαν από το χέρι μου. Ήθελε ξυλουργικά, χτισίματα, ηλεκρολογικά, ηλεκτρονικά.
Το στούντιο Αγροτικόν υπάρχει ακόμα…
Υπάρχει, μόνο που έδωσα το μεγάλο χώρο που ήταν εκπληκτικός ακουστικά(γίναν αριστουργήματα εκεί μέσα). Αλλά ήταν πια πολύ το ενοίκιο και πάρα πολύ λίγες οι δουλειές, και έβλεπα ότι στεναχωριόμουν. Οπότε, το ‘δωσα σε κάτι κοριτσόπουλα που είχαν μια σχολή χορού, δίπλα, και μια που έχει και ωραίο ξύλινο πάτωμα, τους ήταν ότι έπρεπε.
Μια ανάμνηση από το στούντιο «Αγροτικόν»;
Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης γιατί ηχογραφούσε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Εγώ όμως κάθε μεσημέρι έπρεπε να μαζέψω τα παιδιά από το σημείο που τα άφηνε το λεωφορείο και να τα πάω σπίτι να φάνε(γιατί έχω έναν χωματόδρομο στο στούντιο, και δεν μπορεί κανένας να έρθει εύκολα).
Και σα βρεγμένη γάτα πάω και του λέω «Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό» και μου λέει «Κι ακόμα κάθεσαι;». Τρέχω λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βλέπω τον καημένο, να είναι στη μοκέτα, κάτω, και να κοιμάται. Πω, πω, αισθάνθηκα, χάλια!
Τι στιγμές να θυμηθώ; Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα. Επειδή το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα και μαζεύονταν εκεί όλοι, προσέφεραν και ιδέες και παιξίματα. Ερχόταν κάποιος, δηλαδή, να κάνει έναν δίσκο και κατέληγε να είναι μια εξαιρετική εμπειρία, πρώτ’ απ’ όλα και μετά να εμπλουτισμένος με τη δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το είχε φανταστεί κατ’ αρχάς.
Δηλαδή, ο χώρος ενέπνεε δημιουργικά…
Ναι. Ε, μα βέβαια, ενέπνεε. ΄Ηταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Είχαμε κι ένα καταπληκτικό κυλικείο δίπλα, με δικό μας πάλκο.
Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική και το τραγούδι;
Με το τραγούδι, από ένα γυμνασιακό συγκρότημα, το οποίο όμως τόσο καλά και διακριθήκαμε σε διάφορα που γίνονταν τότε. Είχα κάνει, φαίνεται, ιδιαίτερη εντύπωση εγώ, οπότε, σε κάποια στιγμή με φώναξαν οι Ολύμπιανς να αντικαταστήσω τον Πασχάλη. Αυτοί είχαν σταθερή δουλειά. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά, αυτή.
Αλλά δεν λέγατε ακριβώς…
Όχι, έλεγα πράγματα που χρειαζόταν το ρεπερτόριο του μαγαζιού. Ξένα κυρίως. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, ότι ήθελες…
Από ποιους καλλιτέχνες επηρεαστήκατε(έλληνες και ξένους);
Ο Ντύλαν με συγκλόνισε όταν τον «γνώρισα». Από την Αμερική τους είχε φέρει η ξαδέλφη μου, αλλά δεν μπορούσε η καημένη να βάλει μουσική στο σπίτι, γιατί πενθούσαν, και δανείστηκα τους δίσκους της, και όταν άκουσα τον Ντύλαν, συγκλονίστικα. Πω, πω, είπα! Τι δύναμη είναι αυτή!
Τραγουδούσατε σε πάρκα;
Α, ναι, ναι! Μαζευόμασταν και παίζαμε στο πάρκο της ΧΑΝ. Εκεί όμως, επειδή κυκλοφορούσαν και διάφορα ύποπτα στοιχεία, κάθε βράδυ η ασφάλεια, ερχόταν και μας το διαλούσε. Δεν καταλάβαινε τι κάναμε και ακριβώς…
Μετά, όμως, αρχίσαμε να παίζουμε μες στο Λευκό Πύργο. Ο Λευκός Πύργος, δεν είχε πόρτα. Βέβαια! Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, με κεριά(δεν είχε ηλεκτρικό). Κατάληψη. Βέβαια! Το είχαμε κάνει Μπουάτ διαρκείας. Ποτέ δε μας ενόχλησε κανείς. Να, αυτά ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν ρε παιδί μου να νιώθεις την πόλη δική σου. Κατάλαβες; Έλεγες «είμαι στο χωρίο μου». Ένα πράγμα που, με τίποτα δεν υπάρχει σήμερα, δυστυχώς.
Οι σημαντικότερες στιγμές της καριέρας σας ποιες ήταν, όπως τις κρίνεται σήμερα;
Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν το ’84, επειδή δεν μας φώναξε κανένας, πήγαμε μόνοι μας στην Αθήνα, νοικιάσαμε το Ζουμ(ήταν το μόνο που είχε άδεια), και τότε είχα πάρα πολύ καλή ορχήστρα, μα πάρα πολύ καλή ορχήστρα. Και κάθε βράδυ ήταν εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης με μια παρέα όσο μεγαλύτερη μπορούσε να μαζέψει και Rικ Rάιτ ο κιμπορτίστας των Πινκ Φλόυντ επίσης. Μαζεύανε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν για να μας στηρίξουν! Ήταν τότε που καλογνώρισα τον Μάνο. Ο οποίος μετά με φώναξε στο Σείριο που έγινε στον ίδιο χώρο. Αυτό κι αν ήτανε! Πω πω! Ήταν τύχη, ήταν επίσης μια συγκλονιστική στιγμή της καριέρας μου.
Εγώ, έμεινα χωρίς ορχήστρα έναν χειμώνα. Και ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, 8 η ώρα το πρωί: «Έλα, Νίκο, ο Μάνος!». Λέω: «Τι έχουμε κύριε Μάνο;». Μου λέει: «Θέλω να παίξεις στο Σείγριο». Του λέω: «Α, δυστυχώς, Μάνο…». «Νοέμβγριο» μου λέει… «Ναι, εντάξει, αλλά, δυστυχώς δεν έχω ορχήστρα!». «Να βγρεις!» λέει, και «μπαπ!» το κλείνει.
Υπέροχο!
Δε σήκωνε τίποτα...
Ποιος δίσκος δικός σας σηματοδότησε τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» που επηρέασε μετέπειτα νέους καλλιτέχνες?
΄Ηταν το «Χαράτσι», σίγουρα. Ο οποίος, ήταν προσωπικός δίσκος, από πράγματα που ‘χα φτιάζει από χρόνια και τα δούλευα, τα δούλευα, τα δούλευα, και που φαίνονταν κατ’ αρχάς αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά αποφάσισα να τα βάλω να συνυπάρξουν, και δεν έκανα λάθος. Ήτανε όλα πράγματα που αγαπούσα: Ήταν η ηλεκτρική μπάντα, που ήξερα πάρα πολύ καλά να την χειρίζομαι, ήταν ακουστική μπάντα που επίσης την αγαπώ πάρα πολύ, και οι συνθέσεις αποδείχτηκε ότι ήτανε, καλές. Αγαπήθηκε, δε, αυτός ο δίσκος, πάρα πολύ.
Η εκδίκηση της γυφτιάς, τι λέτε; Συνεχίζεται;
Η εκδίκηση της γυφτιάς; Συνεχίζεται, νομίζω, βεβαίως! Βεβαίως, συνεχίζεται.
Με ποιόν τρόπο;
Με ποιόν τρόπο; Έχει επηρεάσει τόσα και τόσα παιδάκια που αυτή την εποχή είναι μεγάλοι, και έχουν κάνει ομάδες και παίζουν. Βέβαια δεν υπάρχουν χώροι να τους φιλοξενήσουν για να βγουν προς τα έξω, κι η δισκογραφία έχει πάθει αυτό το πατατράκ που έπαθε… Και έτσι, όπως και η εκδίκηση τρώγεται πάντα σαν κρύο πιάτο, οι καημένοι, δυσκολεύονται.
Έχετε πει ότι το life style σκοτώνει τη ζωή. Σας φαίνεται κάπως «δήθεν»; Για να θυμηθούμε και τον δεύτερο προσωπικό σας δίσκο;
Δεν είναι δήθεν, είναι δηλητήριο. Είναι δηλητήριο! Κοιτάξτε τι έχει πάθει ολόκληρη κοινωνία: Συμπεριφέρονται όλοι σαν αμερικάνοι χωρίς δολάρια!
Οι σημαντικές «συναντήσεις» στην καριέρα σας;
Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου, και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ. Τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις;
Ο δεύτερος ήταν ο Μάνος. Και η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, γιατί όπως σου είπα ήταν ένα διάστημα που είχα μείνει χωρίς ορχήστρα, κι είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μού χε δώσει αυτό το κουράγιο, δεν ξέρω που θα το βρισκα, γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη απ’ αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων…
Στις συναυλίες σας πάντα υπάρχει το «αδιαχώρητο» και έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε έναν μύθο γύρω από το όνομά σας… Είστε ο «ινδιάνος» της ελληνικής μουσικής με το κόκκινο μαντήλι και τη «λοξή φάλαγγα» την ορχήστρα σας. Για όλα αυτά υπήρξε σχέδιο;
Α, όχι βέβαια! Όλα αυτά, είναι…
Πώς ‘γίναν όλα αυτά όμως;
Τα τόλμησα. Αυτό ήτανε. Τα τόλμησα. Και για να κάνω το δικό μου, πέρασα απίστευτες φτώχειες που δε με ενοχλούσαν καθόλου. Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις στο σπίτι σου 11 χιλιόμετρα μακρυά με τα πόδια και να σου την πέφτουν λύκοι; Αφού, αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ με ένα σπαθί! Και μια μέρα με σταμάτησε ένα περιπολικό και μου λέει «Κύριε Παπάζογλου, τι είν αυτά;». Αλλά, τι να κανα;
Πώς «βγήκε» αυτός ο χαρακτηριστικός... παπαζόγλιος λυγμός, σαν ελληνικό flamenco ή ελληνικός αμανές που έχετε στη φωνή σας; Υπήρχε πάντα;
Υπήρχε πάντα. Πρέπει να το ‘χω πάρει απ’ τη μητέρα μου. Της οποίας το τραγούδισμα ήτανε κάπως έτσι. Δηλαδή, μου δόθηκε, σαν… μητρική γλώσσα.
Σαν μητρική γλώσσα! Τι ωραίο!
Δεν το αναρωτήθηκα ποτέ, είν’ η αλήθεια.
Ροκ, ποπ, λαϊκό, όλα αυτά θυμίζει... Αυτός ο ιδιαίτερος Παπαζόγλιος λυγμός, παραπέμπει θα λέγαμε στο ελληνικό flamenco, ή σε ελληνικό αμανέ;
Κοίταξε, το τραγούδισμα μου είναι τροπικό. Ούτως ή άλλως. Είναι τροπικό. Δηλαδή, οι κλίμακες στις οποίες τραγουδώ, είναι τροπικές, δεν είναι αυτές που αντιστοιχούν στα πλήκτρα του πιάνου. Και ίσως αυτό να θυμίζει flamenco, ή Αραβία, ή Τουρκία, ή…(κι αυτοί οι άνθρωποι, τραγουδούν τροπικά, όπως κι εγώ). Μάλλον, καλύτερα, Μικρά Ασία, να το πούμε. Γιατί, δεν ήταν η Τουρκία που τα έκανε αυτά. Ήταν αυτό το συνονθύλευμα που ήτανε στη Μικρά Ασία: Αρμενέοι, Έλληνες, Εβραίοι…
Και στη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνικότητες, από όλους αυτούς τους μετανάστες, που είχαν έρθει. Και από τη Μικρά Ασία… Οπότε μπορεί είχατε όλα αυτά τα ακούσματα, επίσης.
Δεν αποκλείεται, γιατί στη γειτονιά που μεγάλωσα, ήτανε μια μικρή «Μακεδονική σαλάτα» που λένε… Ξέρεις, οι Γάλλοι, είχαν ονομάσει τη Θεσσαλονίκη «μακεδονική σαλάτα» και τώρα έχει μείνει σαν… πιάτο στη Γαλλία, που έχει μέσα τα πάντα: «Καρότα, λάχανα…»
Υπάρχει κάτι που γράψατε με φόντο ή θέμα την Θεσσαλονίκη ;
Μα, βέβαια. Είναι το «Φύσηξε ο βαρδάρης», άλλο είναι αυτό το(τι τίτλο έχει;) και λέει: «Θα πάρω το βαρκάκι μου…», Α! Τα Σύνεργα…
Πολύ ωραίος δίσκος…
Λοιπόν, αυτόν τον δίσκο, όταν τον πρωτοέβγαλα, όλοι μου έλεγαν ότι είναι βαρύς. Λέω, είναι βαρύς, γιατί να μην είναι βαρύς; Τι να κάνουμε; Να τον ελαφρύνουμε για να πουλήσει;
Τι ρόλο έπαιξε η Θεσσαλονίκη στο έργο σας;
Η Θεσσαλονίκη στο έργο μου; Ωωω! Ξέρεις, όταν ήμουν μικρός, πήγαινα σε ένα κομμάτι του τείχους, που είναι κάτω από το Πύργο του Τριγωνίου, και αυτό το τείχος, γκρεμίστηκε, και από κει και πέρα είναι… το χάος. Και πήγανα με τους φίλους μου, εκεί, και καθόμουν εκεί στην άκρη… Το λέγαμε δε, «Η Ακρη του κόσμου», σαν πιτσιρίκια. Καθόμουν, λοιπόν, εκεί στην «Άκρη του κόσμου», από κάτω φωτισμένη η Θεσσαλονίκη, και της τραγουδούσα!
Ποιοι ήταν και είναι, οι σημαντικότεροι άνθρωποι στην ζωή σας;
Σε ότι αφορά τη ζωή γενικά, είμαι πολύ τυχερός που έχω κρατήσει ισχυρές φιλίες και βέβαια το οικογενειακό περιβάλλον, γυναίκα και παιδιά.
«Μ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς» ένας στίχους που σας ταιριάζει «γάντι»;
Με αεροπλάνα, ιστιοφόρα, και με τους φίλους τους παλιούς… Ναι. Πραγματικά, στους αγώνες τους ιστιοπλοϊκούς που παίρνω μέρος, ή στους τοπικούς εδώ αλλά και στη ρεγκάτα του ανατολικού Αιγαίου, το πλήρωμα μου είναι μέλη της ορχήστρας και παλιοί φίλοι. Και καπετάνιος πάντα βέβαια ή η γυναίκα μου ή ο γιός μου. Και μας τρέχουν πολύ ρε παιδί μου! Τσιτώνεις τα πανιά, φαίνονται όλα μια χαρά, κάθεσαι να καπνίσεις ένα τσιγάρο, και ακούς τον Αλέξανδρο: «Ε μπαμπά, τι θα γίνει; Βαρεμένη ιστιοπολοία;» Με τρέχει συνέχεια.
Τα μελλοντικά σας σχέδια;
Είμαι του αυτοσχεδιασμού άνθρωπος. Δεν έχω πολλά μακροπρόθεσμα σχέδια. Φυσικά, φτιάχνω τραγούδια. Έχω φτιάξει τώρα τελευταία στη Νίσυρο ένα τόσο ωραίο απτάλικο, που ξυπνούσα το πρωί, και χωρίς καφέ, χωρίς τίποτε, το ‘βαζα να το ξανακούσω. Είναι με μια κιθαρίτσα και ένα μπουζούκι, από μένα όλα, και το άκουγα κι άρχιζα να χορεύω, έτσι, με το βρακί…
Ποιοι είναι οι σύγχρονοι θρύλοι της θεσσαλονίκης;
Οι θρύλοι για μένα πάντοτε ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Δε με ενδιαφέρουν δηλαδή οι γιάπιδες και οι επιτυχημένοι, κι αυτοί που, ξέρω γω, έχουν ωραίο και βαρύ και ακριβό αυτοκίνητο, και… Τέλος πάντων. Νομίζω πώς από αυτή την άποψη έχουμε φτωχύνει πολύ. Έχουμε φτωχύνει… Μαύρη φτώχεια!
Ποιες αρετές εκτιμάτε στους Θεσσαλονικείς;
Την φιλότητα. Είναι κατ’ αρχάς ανοιχτοί άνθρωποι και εξακολουθούν και έχουν λόγο, δηλαδή, μπέσα.
Αν λέγατε ένα τραγούδι για τη Θεσσαλονίκη;
«Τα κάστρα του Γεντικουλέ τα πήδηξα μια νύχτα, και τότε με περάσανε από μεγάλη δίκη, στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη». Είναι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο. Η λέξη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, έχει ελάχιστες λέξεις που μπορεί να κάνει ρίμα. Είναι 4 ή 5. Κι έχουν χρησιμοποιηθεί όλες.
Μουσική, στίχος, ερμηνεία: Ποιο είναι για εσάς το σημαντικότερο;
Είναι η ερμηνεία. Είναι η ερμηνεία! Γιατί, με την ερμηνεία ή ακτινοβολεί κάτι ή δεν ακτινοβολεί. Δηλαδή, όλοι οι έλληνες τραγουδάνε, και στις παρέες ακούς εξαιρετικές φωνές, αλλά υπάρχει κάτι, που κάνει το τραγούδισμα μερικών ανθρώπων να ακτινοβολεί.
Δεν το περίμενα να το πείτε αυτό…
Γιατί είσαι τόσο ευαίσθητη;
Συγκινείτε τους ανθρώπους…
Τι ωραία! Αυτό είναι άλλη μία φιλική καρπαζιά. Αυτό το είσαι στο σωστό δρόμο… Τράβα μπρος…
Η ελληνική μουσική είναι σαν ένα πανεπιστήμιο κι έχει μοναδικά στοιχεία παγκοσμίως. Ένα από τα παραδείγματα, το αυτοβιογραφικό το ρεμπέτικο. Έχει την ιστορία, τη λαογραφία, τον πολιτισμό, την ψυχή… Υπάρχει όμως άγνοια στην Ελλάδα για το τι είναι το ελληνικό τραγούδι…
Και βλέπεις το μπουζούκι, και το ούτι, και το λαϊκό κλαρινέτο, ή το δημοτικό… είναι να διδάσκεται κανείς στο Κρυφό Σχολειό.
Υπάρχει αυτό που κάνουν στην Άρτα, που κάτι γίνεται. Έχουν βγει ταλέντα, απίστευτα! Και ακούς μετά αυτόν τον Πετρίδη… Δηλαδή, έχει φάει μια κλωτσιά το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο μου, μια φορά…-