Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2012

Οι φόβοι μας και οι φυσικές μας ανάγκες

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Μάνο Δανέζη (εκπληκτικός άνθρωπος και επιστήμονας) σχετικά με το πολυσηζητημένο σωματίδο Higs (σωματίδιο του θεού, μποζόνιο).

Μια εισαγωγή θα έλεγα σε πράγματα που σύντομα θα δούμε.. Προτείνω σε όσους ενδιαφέρονται την πολύ καλή σειρά ντοκιμαντερ της ΕΤ3, "Το σύμπαν που αγάπησα". Υπάρχει σε ελληνικά τορεντάδικα και ίσως και αλλού.
Μια διαφορετική συνέντευξη για "το σωματίδιο του θεού" , τη ζωή μας, το φόβο.
Μια συνέντευξη που δεν αφορά μόνο την επιστήμη αλλά τη ζωή μας. Αφιερώστε λίγο χρόνο και διαβάστε την.

Πριν λίγες μέρες μια είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, κάνοντας λόγο για τη μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη των τελευταίων ετών: οι ερευνητές στο Cern εντόπισαν επιτέλους το πολυδιαφημιζόμενο Σωματίδιο του Θεού ή Μποζόνιο του Χιγκς, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, πρόκειται για το πρωταρχικό στοιχείο ύλης που θα μας αποκαλύψει ό,τι δεν γνωρίζουμε για τη φύση της πραγματικότητας και το σύμπαν, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του εως τώρα.

Μια ανακάλυψη που αναμένεται να φέρει τα πάνω- κάτω στην εικόνα που έχουμε για τον κόσμο.

Καθώς λοιπόν τα διθυραμβικά σχόλια για τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη έδιναν και έπαιρναν, αποφασίσαμε να ζητήσουμε την άποψη ενός ειδικού, παλιού γνώριμου του ΑΒΑΤΟΝ, του επίκουρου καθηγητή αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μάνου Δανέζη.

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Δρ. Δανέζης μας λέει ότι το μοντέλο της ύλης που ξέραμε έχει πλέον ριζικά αλλάξει και μας αποκαλύπτει τι στην πραγματικότητα είναι η υλική υπόσταση του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτής της «νέας πραγματικότητας» ακόμα και ο θάνατος θα μπορούσε να ξεπεραστεί!


Καθηγητά Δανέζη ξέρω ότι παρακολουθείτε με μεγάλο ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο CERN. Πως σχολιάζεται τις τελευταίες εκκωφαντικές εξελίξεις;

Να ξεκινήσω λέγοντας ότι σέβομαι απεριόριστα όλους τους επιστήμονες που αγωνίζονται να βρουν κάτι καινούργιο, που υπόσχεται να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτό όμως που με βρίσκει αντίθετο είναι όλο αυτό το μάρκετινγκ που αρχίζει να απλώνεται γύρω από την επιστήμη. Επιχειρείται ένας εξευτελισμός της δηλαδή, με όρους αγοράς. Η έρευνα για την ανεύρεση του Μποζονίου Χίγκς είναι η μόνη έρευνα που δοξάστηκε και πλασαρίστηκε ως μεγάλο γεγονός, προτού καν αυτό ανακαλυφθεί. Μιλάμε για κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό. Χρειάζονται πολλές επαναλήψεις ενός πειράματος, επαληθεύσεις και αξιολόγηση των δεδομένων από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να δημοσιευτεί κάτι επίσημα. Πρέπει να έχει προηγηθεί μια «βάσανος επιστημονική» πριν αρχίσουμε τις ανακοινώσεις. Δεν στήνουμε γιορτές και πανηγύρια για κάτι το οποίο υποτίθεται ότι ΘΑ βρούμε.


Μα όλα τα ΜΜΕ παρουσίασαν ως γεγονός την ανακάλυψη του σωματιδίου.


Προσέξτε, δεν είπε κανένας ότι το βρήκαν. Είπαν ότι έχουμε μια ένδειξη ότι ίσως κάτι υπάρχει. Ο ίδιος ο διευθυντής του CERN προέτρεψε τους συναδέλφους του να έχουν υπομονή, να επιδείξουν σωφροσύνη και να είναι συγκρατημένοι στις προσδοκίες τους. Ερωτηθείς δε από δημοσιογράφους για το πώς νοιώθει για τον επικείμενο εντοπισμό του Μποζονίου, απάντησε ότι η Φυσική δεν έχει να κάνει με συναισθήματα αλλά με τη λογική. Εκτός όμως από αυτοσυγκράτηση, υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα και αμφισβητούν το κατά πόσο το υποατομικό σωματίδιο είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των επιστημών.Εκφραστής αυτής της άποψης είναι και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Guardian, Andrew Brown ο οποίος σε άρθρο του λέει κατά λέξη: «Η ονομασία του Μποζονίου σε σωματίδιο του Θεού ήτανε μια ευφυέστατη κίνηση μάρκετινγκ γιατί αμέσως όλοι κατέγραψαν την ύπαρξή του στην μνήμη τους, χωρίς ουσιαστικά να πλουτίσουν την γνώση τους γύρω από αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιστήμονες δε θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις επιχορηγήσεις που όπως φαίνεται κέρδισαν». Όπως καταλαβαίνετε, παίζονται διάφορα παιχνίδια εδώ. Πάντως όταν το βρουν και το δημοσιεύσουν επίσημα, θα μπορεί και η υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα να εκφέρει άποψη.


Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η ανακάλυψή του;

Γιατί θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες αυτού που λέμε «ύλη». Παραμένει ένα άλυτο μυστήριο ακόμα τι ακριβώς είναι. Είτε όμως η ύλη προέρχεται από το Μποζόνιο του Χίγκς είτε από οτιδήποτε άλλο, δεν έχει καμία σχέση με αυτά που ξέραμε- δηλαδή αυτή η ουσία που επεξεργαζόμαστε με τα χέρια και τα όργανά μας και γίνεται αισθητή μέσω των αισθήσεών μας. Και όλα αυτά τα σώματα και τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν; Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά. Εκεί υπάρχει μόνο ένας ωκεανός από κοχλάζουσα ενέργεια. Η ενέργεια αυτή προσπίπτει στα όργανά μας, αυτά παίρνουν ένα τμήμα της, το μεταφέρουν μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο και εκεί η ενέργεια μεταμορφώνεται σε αυτό που ονομάζουμε αισθητό κόσμο.


Άρα ο κόσμος που βλέπω και αισθάνομαι, στην ουσία κατασκευάζεται μέσα στο κεφάλι μου;

Ακριβώς!
Κι εμείς οι άνθρωποι, όμως, ανήκουμε σε αυτόν τον «κόσμο». Τι συμβαίνει με τη δική μας υπόσταση;Ο Δημόκριτος με σαφήνεια μας λέει πως, «οτιδήποτε αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι ψευδές. Το μόνο πραγματικό είναι ότι αντιλαμβάνεται η νόησή μας». Τα ίδια λέει και ο Πλάτωνας. Με τον όρο νόηση εννοούμε τη συνείδηση, που ταυτίζεται με την έννοια του πνεύματος και της ελευθερίας. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Από τη στιγμή που διαθέτουμε νόηση, έχουμε ύπαρξη. Το υλικό μας υπόστρωμα ( τα σώματά μας) παρόλα αυτά είναι κομμάτι του φυσικού κόσμου.
Εφόσον δε η νέα επιστήμη έχει αλλάξει το παλιό μοντέλο για το φυσικό νόμο (ύλη, χώρος, χρόνος) καταλήγουμε στο ότι αυτό που ονομάζουμε «άνθρωπος» είναι επίσης ένα κατασκεύασμα των αισθήσεών μας.


Είμαστε δηλαδή ένα τίποτα;

Όχι, είμαστε κάτι πολύ περισσότερο, απλά στην παρούσα κατάστασή μας δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Ας το δούμε σε ένα άλλο επίπεδο: σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας αυτό που ονομάζουμε ύλη δεν είναι τίποτε άλλο από μια καμπύλωση του τρισδιάστατου χώρου προς την τέταρτη διάσταση (χρόνος).
Όταν προκύψει αυτή η καμπύλωση των τριών διαστάσεων προς την τέταρτη, και αν περάσει ένα ελάχιστο όριο, τότε η φυσιολογία του ανθρώπου αντιλαμβάνεται αυτή την καμπύλωση ως πυκνότητα υλοενέργειας.Αν συνεχίσει να αυξάνεται αυτή η πυκνότητα του υλικού (το «πηγάδι» της καμπύλωσης να βαθαίνει κατά κάποιο τρόπο) και φτάσει πάλι ένα ανώτατο όριο, τότε θα χάσουμε από τα μάτια μας, δηλαδή από τις αισθήσεις μας,αυτή την πυκνότητα υλοενέργειας. Αυτό ονομάζεται Φαινόμενο των Μελανών Οπών.
Άρα αν πάρω το χώρο των τριών διαστάσεων και αρχίσω να τον καμπυλώνω προς την τέταρτη, αρχίζουμε να βλέπουμε το υλικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Αυτό το ονομάζουμε ανάπτυξη. Αν αρχίζει να μικραίνει το «πηγάδι» της καμπύλωσης, αυτό το ονομάζουμε φθορά.Την ανάπτυξη και τη φθορά μαζί την ονομάζουμε κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Καταλαβαίνεται λοιπόν πως το μόνο γεγονός που δεν μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας είναι η αυξομείωση της τέταρτης διάστασης, που μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης της ζωής.


Ακούγεται σαν υπάρχει η δυνατότητα μέσα από τη συνάρτηση αυτή να ξεφύγουμε από τον κύκλο της φθοράς. Θα μπορούσαμε ίσως να αποφύγουμε το θάνατο.

Θεωρητικά, ναι. Αφού η υλική μας υπόσταση δεν είναι τίποτα άλλο από μια καμπύλωση του χώρου, το πρωτογενές στοιχείο που γεννά αυτή την ύλη και εκείνη αρχίζει να διέπεται από όρους ανάπτυξης/ φθοράς, είναι ο χώρος.Ο χώρος, για να σας δώσω να καταλάβετε, είναι αυτό το τίποτα, το μη αντιληπτό γύρω μας- ένα κατασκεύασμα έξω από τη δυνατότητα των ανθρώπινων αισθήσεων. Ένα μαθηματικό γεγονός. Ε, αυτό δε χάνεται, υπάρχει πάντα πιθανότατα έτοιμο να ξανακαμπυλωθεί.
Τελικά, όταν λέμε ότι κάποιος γεννιέται ή πεθαίνει, εννοούμε επιστημονικά ότι χάνεται ή εμφανίζεται η δυνατότητα να τον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας.Όλα αυτά τα λέμε στην αστροφυσική για τα αστέρια. Δηλαδή για να πούμε ότι κάπου υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας ενός αστεριού, πρέπει η πυκνότητα της υλοενέργειας να είναι από μια τιμή και πάνω. «Όπως πάνω έτσι και κάτω» σύμφωνα με το γνωστό ερμητικό ρητό.Έχουμε μια αίσθηση ατομικότητας και διαίρεσης. Εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ. Η διαίρεση, η τομή σε πολλά κομμάτια είναι προϊόν της δυνατότητας του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Εκεί έξω στο σύμπαν δεν υπάρχουν τομές, όλα είναι Ένα. Υπάρχει ένα συστατικό, θες να το πεις ενέργεια, θες να το πεις αόρατο κενό, θες να το πεις Θεό; Αυτή την ενιαία δημιουργία, αυτή τη κοχλάζουσα ενέργεια εκεί έξω, όταν την προσλάβει η φυσιολογία του ανθρώπου της δημιουργεί τομές, της δημιουργεί ατομικότητες.


Εξαιτίας της νέας αυτής οπτικής, η σύγχρονη επιστήμη καθαίρει την ύλη από το μέχρι πρότινος θρόνο της;

Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ο δυτικός, στηριζόταν στο εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού που λέμε ύλη. Ότι δηλαδή είναι το πρωταρχικό γεγονός του σύμπαντος. Έτσι είχε προκύψει από τις ανακαλύψεις του 16ου και 17ου αιώνα. Εφόσον λοιπόν η ύλη είναι το πρωταρχικό συμπαντικό γεγονός, αρχίσαμε στη ζωή μας να αναζητάμε την ύλη και τα παράγωγά της, θυσιάζοντας προς όφελός της το σύνολο των αξιών, των ιδεών και των «πιστεύω» μας.Φτάσαμε σε σημείο να εξευτελιστούμε για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε την ύλη και τα επακόλουθά της. Σύντομα όμως η ύλη θα χάσει αυτόν τον αξιακό της χαρακτήρα. Διότι δεν είμαστε ύλη πια!


Μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να επιφέρει τρομαχτικές αλλαγές.

Ακριβώς. Για φαντάσου όμως έναν άνθρωπο που έχει αντιληφθεί τον ανώτερο χαρακτήρα του και το ανώτερο εγώ του, μέσα σε μια ενότητα συμπαντική- τι θα ζητάει από την κοινωνία; Θα ζητάει άλλα αγαθά, τα οποία δεν είναι έτοιμα και δε μπορεί η παρούσα κοινωνική δομή να τα δώσει.
Όταν λες ότι όλα είναι ένα, χάνεται η αίσθηση της ατομικότητας, του «εγώ». Συνειδητοποιώντας κανείς ότι δεν είναι αυτό το φθαρτό σαρκίο, δεν είναι πράγμα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που βλέπουν οι αισθήσεις είναι μια εικόνα, ένα matrix.Και για να υπάρχει η εικόνα, θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάπου το πρότυπό της. Αν αρχίσει να αναζητάει αυτό το πρότυπο, τότε τίποτα δε θα τον συγκρατεί πια. Μια κοινωνία που θα βάλει το σαρκίο σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το παραγνωρίζει βέβαια, είναι επικίνδυνη για τον παλιό πολιτισμό.


Οπότε χρειάζεται μια μεταστροφή, μια μετά-νοια;

Ακριβώς, όμως αυτή η μεταστροφή είναι επώδυνη. Θα πρέπει να αλλάξουμε συνειδησιακό καθεστώς.
Πρακτικά ποιό θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μια τέτοια μεταστροφή;
Το πρόβλημα μιας κοινωνίας είναι ο φόβος. Ό,τι κακό προκύπτει στον άνθρωπο είναι μέσω του φόβου. Ο φόβος δημιουργείται από την έννοια της ανάγκης. Φοβάμαι γιατί θα στερηθώ κάτι που έχω ανάγκη.
Όταν δημιουργώ πλαστές ανάγκες, δημιουργώ παραπανίσιους φόβους. Άρα το φούσκωμα των αναγκών δημιουργεί γιγάντεμα των φόβων. Και ένας φοβισμένος άνθρωπος, ποτέ δε μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος.

Να λοιπόν το πρώτο βήμα: να περιορίσουμε τις ανάγκες μας στις φυσικές μας ανάγκες, για να περιορίσουμε τους φόβους μας στους φυσικούς φόβους. Έτσι κάθε μέρα θα γινόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι.

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2012

10 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ζητούν ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ερωτήσεις που δεν απαντώνται: Ερώτηση 1. Πως γίνεται και ενώ το Λουξεμβούργο, η Αγγλία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Δανία και η Αυστρία έχουν ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ποσοστό χρέους από εμάς, αυτοί να ΜΗΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ σώσιμο, αλλά αντίθετα έρχονται να σώσουν εμάς; Ερώτηση 2. Πως γίνεται το Αφγανιστάν με περίπου μισόν αιώνα συνεχείς πολέμους να έχει μόνο 23% του ΑΕΠ του χρέος, την στιγμή που ξέρουμε ότι ένας πόλεμος μερικών ημερών μπορεί να " ξετινάξει" μία χώρα; Ερώτηση 3. Πως γίνεται να χρωστάνε 29% το Κουβέιτ, 54% το Μπαχρέιν και τα Αραβικά εμιράτα 56% την στιγμή που είναι παγκόσμιοι προμηθευτές πετρελαίου; Ερώτηση 4. Πως γίνεται στην Ελβετία με 271% χρέος, μία απλή καθαρίστρια σε νοσοκομείο (περίπου το 2000) να πληρώνεται με 2000 ευρώ μισθό όσα έπαιρνε την ίδια στιγμή (στα βρώμικα καρβουνο-εργοστάσια της ΔΕΗ) ένας «υψηλόμισθος» τεχνικός, ανώτερης στάθμης εκπαίδευσης, ενταγμένος στα υπερ-βαρέα/ανθυγιεινά με 25 χρόνια προϋπηρεσία; Ερώτηση 5. Πως γίνεται η Νορβηγία με 143% χρέος να μην έχει πρόβλημα και να μην χρειάζεται σώσιμο ή περικοπές; Ένα πραγματικό παράδειγμα από εκεί: Γνωστός μου μετακόμισε στην Νορβηγία πριν δύο χρόνια. Προσέξτε τώρα τι «έπαθε» εκεί: α) Έπιασε δουλειά σε κουζίνα εστιατορίου σαν ανειδίκευτος και έπαιρνε 2.500 ευρώ τον μήνα μισθό! β) Μετά τρεις μήνες στην δουλειά δήλωσε ότι ήταν «ψυχικά κουρασμένος» και του έδωσαν αμέσως άδεια 15 ημερών! γ) Με τις επιστροφές φόρων (κάτι σαν το δικό μας δώρο) πήγε μαζί με την γυναίκα του στο Θιβέτ διακοπές. δ) Τώρα είναι άνεργος (με την δικαιολογία ότι ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ εκεί που δούλευε!) και για δύο χρόνια παίρνει 1700 ευρώ τον μήνα! Ερώτηση 6. Γιατί οι παγκόσμιοι δανειστές δεν ανησυχούν μήπως χάσουν τα 13, 5 τρις που χρωστάνε οι ΗΠΑ, τα 2 τρις που χρωστάει το Λουξεμβούργο, τα 9 τρις που χρωστάει η Αγγλία (κλπ, κλπ) αλλά ανησυχούν για τα 500 δις που χρωστάμε εμείς; Ερώτηση 7. Πως γίνεται και ολόκληρος ο πληθυσμός της γης χρωστάει το 98% των χρημάτων του; Ερώτηση 8. Ποιοι έχουν τόσα πολλά ώστε να «αντέχουν» να δανείσουν τόσο πολύ χρήμα; Ερώτηση 9. Πού τα βρήκαν τόσα χρήματα; Ερώτηση 10. Γιατί τα χρήματά τους δεν συμμετέχουν στο ΑΕΠ της χώρας τους; Τελικά μήπως τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία δεν είναι παρά μία τεράστια φούσκα,ενώ το χρήμα είναι ψεύτικο, τυπωμένο στα άδυτα των πολυεθνικών τραπεζών μόνο και μόνο για να επιτευχθεί ένας παγκόσμιος έλεγχος ;    

Κυριακή, Ιουνίου 10, 2012

Οι εφιάλτες δεν εξορκιζονται με παλαμάκια

Του Πέτρου Κατσάκου* Τον χειροκροτήσατε, τον αποθεώσατε, τον κάνατε ήρωα. Τις νύχτες όμως ποιος θα διώχνει τις σκιές από τους εφιάλτες του; Όχι, εσείς βέβαια. Εσείς από το σπίτι σας θα βλέπετε για νιοστή φορά στο βίντεο τα πλάνα από τα δικαστήρια που κάπου στο βάθος διακρίνεστε κι εσείς την ώρα που χειροκροτάτε. Θα λέτε με καμάρι «ήμουν κι εγώ εκεί να συμπαρασταθώ στο παλληκάρι». Η συμπαράστασή σας όμως άρχισε και τέλειωσε εκεί. Έξω από την Ευελπίδων. Σε λίγες μέρες που τα φώτα της δημοσιότητας θα σβήσουν στην Παιανία. Ο Νίκος Δάβαρης θα μείνει μόνος του, χωρίς εσάς τους χειροκροτητές της αρένας του θανάτου. Όποιος έχει μιλήσει με κάποιον που αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή πάνω στην «κακιά την ώρα» έχει ίσως νιώσει έστω και ένα γραμμάριο από το βάρος που κουβαλά στην ψυχή του. Βάρος μοναχικό και ασήκωτο για έναν άνθρωπο που δεν επέλεξε την παραβατικότητα σαν τρόπο ζωής. Πριν χρόνια μιλώντας με έναν τέτοιο άνθρωπο που σε κάποια στροφή της ζωής του η μοίρα θέλησε να γίνει το «κακό», μοιράστηκα κι εγώ για λίγο ένα μικρό κομμάτι από το βάρος που κουβαλούσε στην ψυχή του. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια του: «Κάθε βράδυ, σαν πέσει το σκοτάδι νομίζω πως βλέπω σκιές. Νιώθω πως έρχονται να με πνίξουν. Ουρλιάζουν γύρω μου. Με πνίγουν. Είναι οι τύψεις που έχω. Η οργή που νιώθω για τον πόνο που προκάλεσα. Κάθε βράδυ ακούω θορύβους. Είναι σαν να γκρεμίζεται ένας τοίχος και κάπου εκεί λέω πως από τα χαλάσματα του ίσως ξαναγεννηθεί ένας καινούργιος άνθρωπος». Δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνει τον 24χρονο Νίκο από την Παιανία. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα τον χειροκροτήσει. Γιατί δεν είμαι εγώ αυτός που θα ξεπλύνει το αίμα από την συνείδησή του. Τουλάχιστον εσείς που τον αθωώσατε, εσείς που τον χειροκροτήσατε να ξέρετε πως οι εφιάλτες του δεν ξορκίζονται με τα παλαμάκια σας.

Κυριακή, Ιουνίου 03, 2012

Ο Ματρόζος

Ποιημα του Γιώργου Στρατήγη " σαν αγκαλιά και σαν κληματαριά ο δεκαπεντασύλλαβος απλώνει " Ο Ματρόζος Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια, με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά, σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια, περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά. Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος. Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα, από τους χίλιους που έβγαλες πατρίδα μου χρυσή, είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί. Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα, μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα. Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι, χωρίς γι αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει, με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι, άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί. Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια, με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια. Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα, μα καπετάνους σαν δεί μες στα βασιλικά, εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά, και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λέγε εκεί στην άμμο πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο. "Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω", στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' εν' αναστεναγμό, "Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο, μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό. Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα, πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα... Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα, πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός, κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη". Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί, ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει. Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα, πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα. "Εδώ τι θέλεις, γέροντα?" ρωτά τον καπετάνο στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω ο Κωνσταντής?". "Ποιος Κωνσταντής?". "Αυτός... ο Ψαριανός". "Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!". Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού: "Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!". Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου, στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή. Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη, κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι. Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια, που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά, στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια, όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά. Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι, ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι. "Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή?" σε λίγο του φωνάζει, "γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...". "Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει, "τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...". Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη, τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη. "Ποιος είσαι, καπετάνο μου? Και ποιο 'ναι το νησί σου?", ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό, "πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό. Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη? Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη?" Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό. Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια... Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ... Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα... Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι? Μια φρεγάδα σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο, που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια, σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο. Σε καμαρωνώ από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος, γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου, σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου. Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα, ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε, μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε. Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο?" Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...". Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο... κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο του Τούρκου θα σε βούλιαζε θυμάσαι? Σου φωνάζω, "Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις άλλοι ν' ανεβούν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω, και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...". "Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει. Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια, δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι, όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.