Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2011

Ελα ρε.... και πάρτα όλα ...αν μπορείς....

Έλα, ρε μπούλη του Βορρά, να με συμμορφώσεις, να με κάνεις ευρωπαϊκό είδος, να φτιάχνομαι με Μότσαρτ και όχι να κλαίω όταν ακούω κλαρίνο. Να νιώθω «πολιτισμένος» με προθήκες Μουσείων και όχι με τους σπαρμένους κίονες στα χωράφια μας, που κράτησαν όλον τον δήθεν σου πολιτισμό. Έλα να σε πάω τελευταία βόλτα στα πατρικά μας να μυρίσεις την ακόμα καμμένη πέτρα των σπιτιών από τον πολιτισμό των δικών σου προγόνων.

Διαβάστε περισσότερα εδώ: http://apneagr.blogspot.com/2011/11/blog-post_1576.html#ixzz1f6L9cd2D

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ? ....

Αναδημοσίευση: ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ? Κατάλαβες τώρα γιατί κατέστρεψαν μεγάλες υγιείς ελληνικές βιομηχανίες (ΙΖΟΛΑ, ΠΙΤΣΟΣ, ΕΣΚΙΜΟ, ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΑΤΡΑΙΚΗ, AΙΓΑΙΟ, ΧΡΩΠΕΙ, ΠΥΡΚΑΛ) και έκαψαν σε διάστημα 2 μηνών μεγάλα ελληνικά πολυκαταστήματα (ΜΙΝΙΟΝ, ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΣ ΣΠΟΡ, ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΛΑΟΥΔΑΤΟΣ); ... Για να βρουν άνετα χώρο, χωρίς προσπάθεια, τα δικά τους μπακάλικα που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να μπουν στην ελληνική αγορά... Κατάλαβες τώρα γιατί σου δίνανε τζάμπα κάρτες οι τράπεζες; Για να σου πάρουν το πατρικό σου. Δεκάρα δεν δίνανε για τις δόσεις σου. Με χαρτιά τυπωμένα σου πήραν και σου παίρνουνε το σπίτι, το χωράφι, το μαγαζί. Κατάλαβες τώρα γιατί σε χώσανε στο χρηματιστήριο; Όταν ένας πρωθυπουργός τής χώρας προέτρεπε τον απλό κόσμο να βάλει το κομπόδεμά του στο στημένο παιγνίδι τού χρηματιστηρίου, δεν εννοούσε ακριβώς τις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά τον τζόγο. Κατάλαβες τώρα ότι κάποιοι γίνανε πάμπλουτοι σε μια νύχτα ανταλλάσσοντας τον πλούτο σου, τον ιδρώτα σου, με αέρα; Κατάλαβες τώρα γιατί γουστάρουν τόσο την... "ελεύθερη αγορά"; Για να κλείσει ο μπακάλης τής γειτονιάς και να στέλνεις τον κόπο σου στα μεγαλομπακάλικα τής Γερμανίας. Σε βγάλανε, ψαράκι, από τη γυάλα σου και στη συνέχεια σε πέταξαν στον ωκεανό με τα σκυλόψαρα, που έχουν τους δικούς τους κανόνες...διατροφής. Κατάλαβες τώρα γιατί αγαπάνε τους "μη νόμιμους μετανάστες" τόσο πολύ οι εκλεγμένοι «αλήτες» μας; Για να κάνουν με τη δυστυχία εκείνων κι' εμάς δυστυχισμένους. Κατάλαβες τώρα, ψαράκι, πόσο αξίζει η γυάλα σου; Γιατί αυτή είναι η καλύτερη γωνιά στον κόσμο - το καλύτερο οικόπεδο - και την κοστολογούν μόλις 300 δις συμπεριλαμβανομένων και των... αρχαιοτήτων. Κατάλαβες τώρα γιατί αλλάζουν το ονοματάκι στην Εθνική σου Οδό; Θέλεις 20 ευρώ πλέον για να πας από Αθήνα στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιώντας την Εθνική σου Οδό, ενώ ήταν υποχρέωση τού κράτους να την κατασκευάσει και όχι να την ξεπουλήσουν στον κάθε "όμορφο" που παριστάνει τον... εργολάβο. Κατάλαβες τώρα γιατί σου πουλάνε φθηνά τα... χαζοκούτια; Για να σε κάνουν να τρως κουτόχορτο στα λιβάδια των... σήριαλς. Για να σε πετάνε μπαλάκι από τη μεσημεριανή χαζοβιόλα στον απογευματινό πληρωμένο τελάλη της προπαγάνδας τους. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μια θλιβερή παρέλαση υπερεκτιμημένων "τίποτα", με καμιά ειδικότητα, στον αέρα. Κατάλαβες τώρα γιατί σ' έδιωξαν από το χωριό και από τη γη σου, δίνοντάς σου μια θέση στο... "δημόσιο"; Για να τα δώσουν δωρεάν στους νέους... "εποίκους". Κατάλαβες τώρα γιατί πρέπει το ζευγάρι να δουλεύει σε δυο δουλειές, ενώ ο παππούς θα πρέπει να δουλεύει ακόμα και στα... 70 του; Για να μεγαλώνουν τα παιδιά μόνα τους χωρίς κανένα προσανατολισμό και αρχές. Για να χαθεί η «καταραμένη» φυλή σου. Τούτο το ξέρουν πολύ καλά και γι' αυτό προωθούν την... υπογεννητικότητα. Κατάλαβες τώρα γιατί στη Βουλή δεν μπαίνει κανένας σοβαρός άνθρωπος; Επειδή αυτός δεν θέλει ν' ανήκει στον θίασο των 300 που προδιαγράφουν οι κομματικές λίστες, τις οποίες συντάσσουν κυρίαρχα οι ντόπιοι τοποτηρητές της παγκοσμιοποίησης μαζί με τις "άγιες οικογένειες" του τόπου. Έτσι, στο θέατρο που λέγεται... Βουλή, δεν θα βρείτε σήμερα σχεδόν κανέναν από τους λαμπρούς Έλληνες διανοητές και επιστήμονες, επειδή δεν είναι... θεατρίνοι. 
Αγαπητοί φίλοι. Αν βρείτε το παραπάνω κείμενο ενδιαφέρον και πραγματικό, παρακαλείσθε να το προωθήσετε

Κυριακή, Νοεμβρίου 13, 2011

Η προπαγάνδα του φόβου

«Είτε έχει ένα λόγο να πει, είτε δεν έχει, ο λαός μπορεί πάντα να συρθεί εκεί που θέλουν οι ηγέτες. Αυτό είναι εύκολο. Το μόνο που έχει να κάνει κανείς είναι να τους πει ότι οι άλλοι τούς επιτέθηκαν και να καταγγείλει τους ειρηνιστές για έλλειψη πατριωτισμού και για το ότι βάζουν την πατρίδα σε κίνδυνο. Πιάνει εξίσου καλά σε οποιαδήποτε χώρα.»
(Από την απολογία του Χέρμαν Γκαίρινγκ στη Δίκη της Νυρεμβέργης)
Η συνταγή είναι παλιά, όσο και δοκιμασμένη κι αποτελείται από τέσσερα απλά βήματα:
1. Ένα ακροατήριο τίθεται μπροστά σε μια απειλή.
2. Γίνεται μια συγκεκριμένη πρόταση για την αντιμετώπιση της απειλής .Όσο πιο τρομακτική η απειλή, τόσο πιο αναπόφευκτη – παρότι ίσως δύσκολη και δυσάρεστη, προβάλλει η πρόταση.
3. Το ακροατήριο πρέπει να πειστεί για την αποτελεσματικότητα της πρότασης
4. Το ακροατήριο πείθεται ότι είναι ικανό να υλοποιήσει την πρόταση
Έχουν όλα αυτά καμιά σχέση με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα; Θυμηθείτε:
Κατ΄ αρχάς το αναγκαίο ψευδές δίλημμα : Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε. Στη συνέχεια η περιγραφή της απειλής: Χρεοκοπία, περιορισμος της εθνικής μας κυριαρχίας, Τιτανικός, Αργεντινή, τανκς…
Η λύση; Σαν έτοιμη από καιρό. Το Μνημόνιο, η δυσάρεστη πλην αναπόφευκτη πρόταση για την αντιμετώπιση της απειλής. Η λογική πλάνη του ψευδούς διλήμματος «η μνημόνιο η χρεοκοπία» στηρίζεται στη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι δύο αυτές λύσεις, ακραία εναλλακτικές η μία της άλλης , αποτελούν τις μοναδικές επιλογές ενώ αποσιωπάται ότι στην πραγματικότητα υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη επιλογή… Έτσι ο φόβος της επαπειλούμενης ολοκληρωτικής κατάρρευσης, έγινε συντριπτικός με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις να είναι δυσανάλογα μικρές σε σχέση με τις θυσίες που επιβλήθηκαν. Το ακροατήριο πείσθηκε εύκολα ότι μπορεί να υλοποιήσει την πρόταση…
Δεν αρκούσε όμως αυτό. Ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, καθηγητών, διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ανέλαβε να υποδαυλίσει το φόβο, να προβάλλει τη δοθείσα λύση ως τη μόνη ρεαλιστική, να λοιδορεί και ν απαξιώνει οποιαδήποτε φωνή αντίδρασης, οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση. Κεκτημένα κι επιτεύγματα δεκαετιών, έπρεπε να θυσιαστούν μπροστά στο φόβο της χρεοκοπίας.
Παράλληλα, σε μια καταπληκτική επίδειξη κυνικότητας και μακιαβελισμού, έγινε προσπάθεια, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες να στραφούν η μια εναντίον της άλλης. Ο φόβος ξυπνά τα αγελαία ένστικτα και η αγέλη αντιδρά με αγριότητα όταν η επιβίωσή της απειλείται από κάποια άλλη αγέλη. Έτσι είδαμε οι έμποροι να στρέφονται κατά των μεταφορέων, οι ιδιωτικοί κατά των δημοσίων υπάλληλων, κάθε ομάδα και κάθε συντεχνία να στοχοποιείται και να εξωθείται σε μάχη επιβίωσης. Και φυσικά όλοι εναντίον των ξένων και των μεταναστών, νόμιμων και μη.
Φυσικά, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος, ή μάλλον κλομπ και δακρυγόνα. Με πρωτοφανή μεθοδικότητα, οι δυνάμεις ασφαλείας, χρησιμοποιήθηκαν ως στρατός κατοχής. Αρχικά διαλύονταν οι συγκεντρώσεις και οι διαδηλώσεις, με συνεχώς αυξανόμενη χρήση βίας, ώσπου πρακτικά απαγορεύτηκαν, με την προληπτική καταστολή τους, πριν καλά καλά ξεκινήσουν. Όχι. Το εκφράζεσθαι δεν απαγορεύτηκε… Ακόμη.
Κι ο στόχος φάνηκε να επιτυγχάνεται. Ο φόβος έκανε τη δουλειά του. Τα μέτρα πέρασαν. Όμως, παρά την αρτιότητα του σχεδίου, μια σημαντική παράμετρος φαίνεται να μην έχει υπολογιστεί. Φοβάται κανείς, όταν έχει κάτι να χάσει, όταν έχει κάτι να πάθει. Αλλά μια κοινωνία, ένας λαός που σταδιακά οδηγείται στην εξαθλίωση, σύντομα δε θα έχει τίποτα να χάσει. Και τότε ο φόβος θα φύγει. Θα αντικατασταθεί από τυφλή οργή και μίσος. Κι ο φόβος θα γίνει τρόμος γι αυτούς που συνειδητά ή ασυνείδητα έφεραν τα πράγματα ως εδώ. Η περίπτωση της Αργεντινής έχει δυο όψεις…
Δημήτρης Κολτσής
 
http://www.thermopilai.org/content/e-propaganda-tou-phobou
 

Μια ιστορία ... γαΐδάρων για να περιγράψουμε την «κρίση».

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΓΑΪΔΑΡΩΝ

Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας
άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα
παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό
πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα
γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100
ευρώ και μάλιστα μετρητά.

Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο,
αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι
προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι
με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο
στα χείλη.

Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την
επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για
κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι
περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα
τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300
ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα
απούλητα με αποτέλεσμα και οι
τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα
γαϊδούρια τους.

Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν
έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και
ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε
μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει
οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι …
500 ευρώ!! Και αποχώρησε.

Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον
συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων
που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο
ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα
στην τιμή των 400 ευρώ το ένα.

Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα
να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη
εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4
φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε
πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό,
αναγκάστηκαν να ζητήσουν ΔΆΝΕΙΟ από
την τοπική τράπεζα.

Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι
δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε
έναν φορολογικό παράδεισο της
Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού
βρέθηκαν υπερχρεωμένοι,
απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια
στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον
τίποτα.

Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να
πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα
χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η
τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια
και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην
ιδιοκτήτες τους.

Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του
χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν
ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε
δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και
κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το
κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που
είχε με τον δήμο.
 Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να
αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει
λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να
καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον
τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως …
ήταν κουμπάρος του δημοτικού
συμβούλου…

Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού
ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το
χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος
του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα
βήμα πριν την πτώχευση.
 Βλέποντας τα χρέη να
πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος
από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε
βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους.
Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική
απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν
υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς
τους γαιδάρους!!...

Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο
την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να
μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα
λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο
του χωριού, για την δημοτική αστυνομία,
κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων,
της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης
για καινούρια έργα υποδομών… Αυξήθηκε
η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν
οι περισσότεροι υπάλληλοι του
δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και
αυξήθηκαν οι φόροι.

Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν
με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να
βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου,
να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να …
ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.

Η ιστορία άρχισε να γίνεται
ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο
επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι
ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί
κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και
αγόρασαν … με τον ιδρώτα τους.
Ονομάζονται οικογένεια
Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με
μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να
χρηματοδοτήσουν την εκλογική
εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της
περιοχής.

Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει
τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι
έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες
στην θέση τους? Τι θα κάνεις εσύ?

 (Μετάφραση από το ιταλικό κείμενο το
οποίο ήταν μετάφραση του γαλλικού και
πάει λέγοντας. Φυσικά τα κείμενα αυτά
είναι μεταφρασμένα σε όλες τις γλώσσες
γιατί ως γνωστό στην ιστορία αυτή
εμπλέκονται επιχειρηματίες,
τραπεζίτες, δημοτικές αρχές και
φουκαράδες χωρικοί όλου του κόσμου
καθώς όλος ο πλανήτης υπόκειται στους
«κανόνες της αγοράς» … των γαιδάρων

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011

Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου. Εκδ.κέδρος

Κάθε ιστορία ζηλοτυπίας είναι συναρπαστική γιατί αφηγείται μια πτώση. Η πτώση αυτή σπάνια είναι κατακόρυφη. Μάλλον θυμίζει ένα κωμικό κατρακύλισμα σκάλας, κωμικό για μας, καθώς ο άτυχος πρωταγωνιστής, υποφέρει. Το περίεργο είναι ότι όσο πέφτει, τόσο τροφοδοτεί την πτώση του, την επισπεύδει, σχεδόν την απολαμβάνει. Το τέλος είναι σχεδόν πάντα ο γκρεμός. Πράγματι, η ζηλοτυπία προσφέρει στον συγγραφέα μια θαυμάσια ευκαιρία ανατομίας της ερωτευμένης ψυχής κατά τη διάρκεια της εξευτελιστικής συντριβής της." Η συγγραφέας Έλενα Μαρούτσου, μιλά για τη νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη: "Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου", των εκδόσεων Κέδρος.

Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

"Η λογοτεχνία δε χορταίνει πραγματικά να αντλεί νερό απ’ το πηγάδι της ζήλιας: Ο Οθέλλος κι η Δυσδαιμόνα είναι ίσως ένα απ’ τα πιο γνωστά ζευγάρια που έπεσαν σ’ αυτό το νερό, που ενώ κάποτε πότιζε τον έρωτά τους, μετά φούσκωσε, μαύρισε και τους έπνιξε. Όπως στην ίδια τη ζωή, έτσι και στη λογοτεχνία, η ευτυχία δεν προσφέρει υλικό για αφήγηση. Η ευτυχία είναι αυτάρκης. Δεν έχει ανάγκη τα αυτιά  τρίτων. Στην ερώτηση: «Τι κάνεις;», η απάντηση «καλά» κι ένα χαμόγελο αρκούν. Η δυστυχία, όμως, η πτώση, η απώλεια φαίνεται πως προσφέρουν στο λόγο πλούσιο υλικό. Η ευτυχία, η ήρεμη πληρότητα μόνο ως εναρκτήρια κατάσταση μπορούν να νοηθούν στις σελίδες ενός βιβλίου, σαν το έδαφος που πάνω του θ’ ανοίξει ξαφνικά ένα ρήγμα μέσα απ’ το οποίο θα δούμε τα πραγματικά βάθη της ψυχής.

Στη νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη, το έδαφος αυτής της ήρεμης πληρότητας είναι η οικογενειακή ζωή. Ο ήρωας του βιβλίου, ο οποίος σε πρώτο πρόσωπο μας αφηγείται την ιστορία του, δεν έχει την αίγλη ενός Οθέλλου, ούτε η σχέση με τη γυναίκα του θυμίζει τίποτα απ’ το πάθος του Σαιξπηρικού ήρωα για τη Δυσδαιμόνα. Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες αντιλαμβανόμαστε πως «το δράμα» που θα παρακολουθήσουμε, είναι μέσα στις οικείες διαστάσεις της καθημερινότητας. Ο αφηγητής, ονόματι Σόλων, έχει δικό του ιατρείο, η γυναίκα του είναι κι αυτή εργαζόμενη, την κορούλα τους την κρατάει μπέιμπυ σίττερ, οι δυο τους γυρίζουν κουρασμένοι στο σπίτι αργά. Το σκηνικό είναι γνωστό. Είναι όμως και στέρεο; Βέβαια, η αφήγηση ξεκινάει μετά την καταβαράθρωση του σκηνικού μ’ ένα φλας μπακ  από μέρους του αφηγητή κι έτσι ξέρουμε πως η πτώση είναι αναπόφευκτη, θα τη βρούμε μπροστά μας. Όμως πού έγινε το πρώτο γλίστρημα;
 
Ο ήρωας, αφού όλα έχουν ανατραπεί, προσπαθεί κι αυτός να ανασυνθέσει την ιστορία του την οποία θυμάται, πρέπει να πούμε, σαν σε όνειρο. Με δυσκολία ανατρέχει  στο εναρκτήριο λάκτισμα της ζήλιας. Το πρόσωπο μάλιστα του «άντρα που αγαπούσε τη γυναίκα του» δεν το θυμάται καν, σαν ο ανταγωνιστής του να είναι φτιαγμένος απ’ τη στόφα των φαντασμάτων. «Κάθε μου προσπάθεια» αφηγείται ο Σόλων «να του αποδώσω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απτή φυσιογνωμία, παρεκτρέπεται σε σκέψεις εκ πρώτης άσχετες, που καταλήγουν στους μαιάνδρους της παιδικής μου ηλικίας». Μπαίνει στον πειρασμό ο αναγνώστης να σκεφτεί πως το αρχικό ολίσθημα που θα οδηγήσει στην πτώση, δεν ήταν κάποιο τυχαίο παραπάτημα, ούτε κάποιο ηθελημένο ή αθέλητο σπρώξιμο από έναν τρίτο. Όπως όλες οι μεγάλες συμφορές, έτσι κι αυτή έχει τρυπώσει μέσα μας «εξ απαλών ονύχων», απ’ τους «μαιάνδρους»,όπως το θέτει ο αφηγητής «της παιδικής ηλικίας». Καθώς όμως δεν έχουμε στα χέρια μας ένα εκτενές μυθιστόρημα, αλλά μια σύντομη νουβέλα, πολύ σοφά ο Κατσουλάρης, υπακούοντας στο γρήγορο και περιεκτικό ρυθμό του είδους, δεν χάνει χρόνο ακολουθώντας αυτούς τους μαιάνδρους προς τα πίσω. Ο μόνος λαβύρινθος που επιτρέπεται να εξερευνήσουμε είναι του εδώ και του τώρα. Το μόνο αίνιγμα που πρέπει να λυθεί είναι ποιος είναι «ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου». Ο άντρας δηλαδή που πήρε τη θέση μου.
 
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο άντρας; Καθώς ο ήρωας βασανίζεται να τον ανασύρει απ’ τη μνήμη του, η πρώτη εικόνα που αναδύεται είναι αυτή μιας μορφής μυθικής, ενός πλάσματος αλλόκοτου, μισού ανθρώπου, μισού ζώου, που η θέα του τον κάνει να παραλύει: πρόκειται για έναν Κένταυρο, έναν Σάτυρο, όπως μας λέει, «ένα πλάσμα με μυτερά αυτιά που έχει κουρνιάσει στο στήθος μια κοιμωμένης κοπέλας». Πρόκειται, μαθαίνουμε αργότερα, για έναν υπαρκτό πίνακα. Και ο τίτλος του πίνακα: «Εφιάλτης». Και πράγματι, ο εφιάλτης του ζηλότυπου είναι αυτός: η γυναίκα που αγαπά να έχει παραδοθεί στα χέρια ενός πλάσματος που αντιπροσωπεύει το ζωώδες σεξ, να του έχει δοθεί αρχικά δειλά ίσως και πειθήνια όπως η «κοιμωμένη» του πίνακα κι αργότερα με τη σταδιακή μεταμόρφωσή της κι αυτή σε έξαλλη μαινάδα, σ’ ένα πλάσμα εκτός εαυτού, έρμαιο στα βαθύτερα ένστικτα του γυναικείου φύλου της, ενώ ο απατημένος εραστής θα απομείνει μ’ ένα αδειανό πουκάμισο, αυτό της καθωσπρέπει συζύγου – μητέρας.
 
Ποιες όμως είναι οι πραγματικές αφορμές, οι ενδείξεις, τα ορατά σημάδια που οδηγούν τον συγκεκριμένο ήρωα σε αυτόν τον εφιάλτη; Από πού πιάνεται για ν’ αρχίσει αυτή την κάθοδο στον σκοτεινό κόσμο της ζήλιας; Στην αρχή πρόκειται για ένα φευγαλέο πρόσωπο στον προθάλαμο του ιατρείου του, ένα πρόσωπο που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται σχεδόν σαν όραμα ακολουθούμενο απ’ τη μορφή της γυναίκας του που «έτυχε» κι αυτή να περάσει απ’ το ιατρείο εκείνη τη στιγμή για να εξαφανιστεί επίσης λίγο μετά την εξαφάνιση του «άλλου». Σύμπτωση; Μετά από ένα διάστημα, η γυναίκα του αποκαλύπτει πως παίρνει αντισυλληπτικά χάπια γιατί δεν επιθυμεί δεύτερο παιδί. Ύστερα κόβει τα μαλλιά της κοντά. Κατόπιν θεάται να πίνει ένα ποτήρι κρασί στο καφέ ενός πολυκαταστήματος μαζί μ’ έναν συνάδελφό της την ώρα του διαλείμματος; Συμπτώσεις κι αυτές; Μετά την ολοκλήρωση της πτώσης τίποτα πια δεν φαίνεται τυχαίο. Όλα μοιάζουν προσεκτικά σχεδιασμένα βήματα της χορογραφίας του προσωπικού του διασυρμού.
 
Ο ήρωας του Κατσουλάρη δεν σταματάει να ξιφουλκεί κατά φανταστικών εχθρών. Δεν μπορεί πια να ησυχάσει σαν να είναι ο ίδιος κι όχι η γυναίκα του έρμαιο κάποιου δαίμονα με μυτερά αυτιά, ο οποίος του ψιθυρίζει συνεχώς τα πιο φριχτά πράγματα. Κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε ανάμνηση χάνουν την αυτόνομη σημασία τους και γίνονται νύξεις για τη ντροπιαστική του προδοσία. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου ζηλότυπου, η σταδιακή του κατάρρευση δεν οφείλεται στον παράφορο έρωτα για τη γυναίκα του. Αυτό που καταρρέει είναι το ασφαλές αίσθημα κατοχής, η ήρεμη ισορροπία που νόμιζε πως είχε κατακτήσει μετά από τη γέννηση της κορούλας τους και τη δρομολόγηση της ζωής τους, έτσι ακριβώς όπως την είχε φανταστεί. Είναι αυτό καταδικαστέο; Είναι λιγότερο επίπονο; Ο συγγραφέας δεν έχει σκοπό να μας οδηγήσει σε εύκολες ταυτίσεις, σε χλευαστικά γέλια ή συσπάσεις κατακραυγής. Παρακολουθεί τον ήρωά του από μια απόσταση, που του επιτρέπει πότε να ενισχύει το ρεαλιστικό υπόβαθρο των υποψιών του, πότε ν’ ανασηκώνει το χαλί των πράξεών του για να ρίξουμε μια ματιά στο υπέδαφος των εμμονών και της αυταπάτης του.
 
Ποιες όμως είναι οι πράξεις του ήρωα; Τι ακριβώς κάνει για να αντιμετωπίσει φανταστικούς ή πραγματικούς εχθρούς; Ποιο όπλο επιστρατεύει; Τη μοιχεία. Ξεκινάει μια ερωτική σχέση με τη χήρα γυναίκα ενός πρώην ασθενή του. Το κάνει για να εκδικηθεί; Ο αφηγητής σε αυτό το σημείο μας εξομολογείται πως κι ο ίδιος δεν έχει υπάρξει άμεμπτος ως σύζυγος. Τα πρώτα έξι χρόνια της συζυγικής του ζωής είχε συνάψει μια σειρά από εφήμερες ή λιγότερο εφήμερες σχέσεις με διάφορες γυναίκες, μια εκ των οποίων ήταν κι η Αναστασία, η εν λόγω σύζυγος ασθενούς, την οποία τώρα επαναφέρει στην ερωτική σκηνή.
 
Η αφηγηματική μαεστρία σε αυτό το σημείο της πλοκής δεν έγκειται τόσο στην απρόσμενη ανατροπή – ο σύζυγος που δηλώνει συγκλονισμένος απ’ την απάτη της γυναίκας του ομολογεί πως έχει κάνει πολλάκις τρισχειρότερα – αλλά από την πετυχημένη ρεαλιστική πινελιά στον χαρακτήρα του ήρωα. Να σημειώσω εδώ πως η εξομολόγηση δεν γίνεται σε ατμόσφαιρα εσωτερικής συντριβής ή έστω αυτοκριτικής. Η εξομολόγηση γίνεται σαν μια φυσιολογική κι άνευ ιδιαίτερης σημασίας αναφορά σ’ ένα παρελθόν το οποίο σπεύδει τώρα να αναμοχλεύσει. Εδώ διακρίνουμε ένα μειδίαμα του συγγραφέα το οποίο γίνεται και μειδίαμα του αναγνώστη καθώς ο ζηλότυπος δείχνει να απεκδύεται ένα ένα τα πέπλα καλύπτουν το πάθος του. Η ζήλια του, απογυμνωμένη εξ αρχής από την αίγλη ενός σφοδρού έρωτα, χάνει τώρα και το πρόσχημα της προδοσίας της συζυγικής εμπιστοσύνης μιας που όποιο τέτοιο αδίκημα έχει διαπραχθεί πρώτα απ’ τον ίδιο. Όσο πιο γυμνό όμως μένει το πάθος του, τόσο πιο ρεαλιστικό, πιο πιστευτό γίνεται. Στο μέτρο μάλιστα που θα μπορούσε ο καθένας μας να αναγνωρίσει σ’ έναν τέτοιο ελάχιστα κολακευτικό καθρέφτη τον εαυτό του, γίνεται έως και συγκινητικό. Κλαυσίγελος, για την ακρίβεια, θα ήταν η αντίδραση που θα ταίριαζε στην περίπτωση αυτή.
 
Παλεύοντας ο Σόλων στα σεντόνια της Αναστασίας, ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να δρέψει καμιά απ’ τις χαρές που υπόσχονται τέτοιου είδους παράνομες σχέσεις, τις οποίες παλαιότερα ελαφρά τη καρδία απολάμβανε. Ούτε κάποιο αίσθημα εκδίκησης τον παρηγορεί. Παραδίδεται στον όλο και παθιασμένο έρωτα της ερωμένης του με την κούραση και τη σύγχυση που επιφέρει η προσωπική του προσήλωση στις κινήσεις της γυναίκας του, την οποία παρακολουθεί λαχανιασμένος βρισκόμενος, όπως το θέτει ο ίδιος, «πάντα ένα τετράγωνο πίσω». Σε αυτή την παρτίδα σκάκι οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο σπασμωδικές κι ανεξέλεγκτες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως οι φόβοι του έχουν ήδη πραγματοποιηθεί: πράγματι ένα ζωώδες, δαιμονικό πλάσμα απειλεί το γάμο του. Όμως αυτό το πλάσμα είναι ο ίδιος, παραμορφωμένος απ’ το πάθος του, έχοντας απομακρυνθεί επικίνδυνα απ’ τη λογική, αιχμάλωτος του πόνου του, απάνθρωπος σχεδόν μέσα στην αδιαφορία του για τον πόνο που ο ίδιος μπορεί να προκαλεί στους γύρω του. Δεν είναι τυχαίο που, προς το τέλος του βιβλίου, ο πίνακας με τον Σάτυρο και την κοιμωμένη, εμφανίζεται κρεμασμένος πάνω απ’ το κρεβάτι όπου ο ήρωας κάνει μεθυσμένος έρωτα με την ερωμένη του. Σε αυτή την περίπτωση, η κοιμωμένη θα μπορούσε να είναι η ανθρώπινη λογική.