Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2023

Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud)


Ο Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, [aʁ.tyʁ ʁɛ̃.bo], πλήρες όνομα Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ, 20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891) ήταν Γάλλος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.

Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στη βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ (Charleville) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Ο πατέρας του, Φρεντερίκ Ρεμπώ, ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του, Βιταλί Κυίφ, κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή Ρος (Roche), κοντά στη Σαρλβίλ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του στη Ρος, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρεντερίκ και τις νεότερες αδελφές του, Βιταλί[17] και Ιζαμπέλ. Όταν ο Ρεμπώ ήταν έξι ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω. Για τη ρήξη που προκλήθηκε μεταξύ των γονέων του, έχουν υποστηριχθεί αρκετές εκδοχές, χωρίς κάποια από αυτές να μπορεί να αποδειχθεί. Ο Φρεντερίκ Ρεμπώ έλειπε συχνά από το σπίτι, εξαιτίας του επαγγέλματός του, ενώ κατά τις λίγες επισκέψεις του, ανάλωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή.[18] Από την άλλη πλευρά, η μητέρα του Ρεμπώ θεωρούσε κάθε λογοτεχνικό έργο ανώφελο, ενώ ο δύσκολος χαρακτήρας της ενδεχομένως να συντέλεσε στον χωρισμό του ζευγαριού. Ένα δείγμα του σκληρού χαρακτήρα της περιέγραψε ο ίδιος ο Ρεμπώ στο ποίημά του Les Poètes de Sept Ans (Ο επτάχρονος ποιητής), στο οποίο περιγράφει τον ποιητή με «μέτωπο γεμάτο εξογκώματα».[19]

Μετά τη φυγή του πατέρα του, ο Ρεμπώ και τα τέσσερα αδέλφια του αναγκάστηκαν να ζήσουν φτωχικά και δύσκολα χρόνια, υπό την αυστηρή παρουσία της μητέρας τους, η οποία φρόντισε με επιμέλεια για τη μόρφωσή τους. Τον Οκτώβριο του 1861, ο Ρεμπώ εισήχθη μαζί με τον αδελφό του στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου φοίτησε για περίπου τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, διακρίθηκε κερδίζοντας πολυάριθμα αριστεία και επαίνους, στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία, αλλά και στην αριθμητική. Στερημένος από παιδικές παρέες, λόγω της αυστηρής επαγρύπνησης της μητέρας του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το διάβασμα και τη μελέτη. Τον Απρίλιο του 1865, μετά από απόφαση της μητέρας του, μεταφέρθηκε στο Κολέγιο της Σαρλβίλ, όπου σύντομα διακρίθηκε εκ νέου στα μαθήματα και οι ικανότητες του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, μεταπηδώντας από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ των διακρίσεών του, ξεχωρίζουν επίσης οι δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur de l'Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία που κέρδιζε σε διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, το ποίημά του με τίτλο Les Étrennes des ophelins, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous και αποτελεί πιθανότατα ένα από τα καλύτερα δείγματα των πρώιμων έργων του.

Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, το Κολέγιο της Σαρλβίλ υποδέχτηκε ένα νέο δάσκαλο, τον Ζωρζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα είδος λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Εκείνος, με τη σειρά του, συνέχιζε να γράφει ποίηση και να παρουσιάζει αντίγραφα των έργων του στον Ιζαμπάρ, ο οποίος με τη σειρά του δάνειζε βιβλία από την προσωπική του συλλογή στον μαθητή του. Στις πρώιμες λογοτεχνικές του συνθέσεις, ο Ρεμπώ άντλησε στοιχεία από την ανθολογία Le Parnasse contemporain των παρνασσιστών, αποστέλλοντας μάλιστα ένα δικό του ποίημα προς δημοσίευση, με αποδέκτη τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, το οποίο όμως δεν έγινε τελικά δεκτό. Στις 19 Ιουλίου 1870 κηρύχθηκε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος, με αποτέλεσμα ο Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολέγιο της πόλης έπαψε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που θα έδινε και ένα οριστικό τέλος στην επίσημη σχολική εκπαίδευση του Ρεμπώ. Οι πολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τη φυγή του Ιζαμπάρ, τού προκάλεσαν μελαγχολία και τάσεις φυγής, σημειώνοντας σε μία επιστολή προς τον δάσκαλό του: «Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται. Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται.».[20] Στις 31 Αυγούστου εγκατέλειψε το σπίτι του και επιβιβάστηκε στο τρένο, με προορισμό το Παρίσι. Εξαιτίας της αδυναμίας του να καλύψει οικονομικά το αντίτιμο του εισιτηρίου, είχε προμηθευτεί ένα για τη συντομότερη διαδρομή μέχρι το Σαιν Κεντέν, ταξιδεύοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής κρυφά. Κατά την άφιξή του στο Παρίσι έγινε αντιληπτός από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί.

Χειρόγραφο από το ποίημα Les Assis

Χάρη σε ένα γράμμα που απέστειλε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας τη βοήθειά του, οι αρχές τον έστειλαν σε εκείνον και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του στο Ντουαί. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Liberal du Nord, της οποίας ο Ιζαμπάρ ήταν εκδότης. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, στις 27 Σεπτεμβρίου, με συνοδό τον Ιζαμπάρ. Τα καινούργια του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες εμπειρίες του και επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του Πωλ Ντεμενύ, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί και ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη βελγική πόλη Σαρλερουά, όπου αναζήτησε εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, χωρίς όμως επιτυχία. Επόμενοι σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξαν το Φυμέ, το Βιρέ, οι Βρυξέλλες και τέλος το Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.

Ο Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, στα τέλη Απριλίου του 1871. Η σχέση του με την παρισινή Κομμούνα είναι εν γένει αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκόταν στην πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο φαίνεται να βεβαιώνεται από ισχυρισμούς του Βερλαίν, καθώς και από μία αστυνομική έκθεση του 1873, σύμφωνα με την οποία ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας».[21] Τρία ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από την Κομμούνα και πρόκειται για τα L’Orgie parisienne, Les Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien. Πιθανώς απογοητευμένος από τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε στις 13 Μαΐου του 1871, από τη Σαρλβίλ, μία επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα Le Cœur volé («Κλεμμένη καρδιά»).[22] Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το χαρακτήριζε αργότερα ως «κακόηθες» στα απομνημονεύματά του. Δύο ημέρες αργότερα, έγραψε μία δεύτερη σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πωλ Ντεμενύ, γνωστή ως η «Επιστολή του προφήτη» (Lettre du voyant), μέσα στην οποία εξέθετε το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στον ρόλο του ποιητή ως «προφήτη» και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλά θα την ξεπερνούσε.

Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, ο Ρεμπώ προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με τον λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στη βοήθεια των παρνασσιστών. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Σαρλ Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο και αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.

Λογοτεχνική πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Coin de table, ο. 1872, λάδι σε μουσαμά, 1.6x2.25 μ., Μουσείο Ορσέ, Παρίσι.
Πίνακας του Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Διακρίνεται ο Πωλ Βερλαίν (πρώτος από αριστερά) και δίπλα του ο Αρθούρος Ρεμπώ (δεύτερος από αριστερά).

Ο Βερλαίν, εξίσου γοητευμένος από το έργο του Ρεμπώ, φρόντισε για την εγκατάσταση του στο σπίτι του ίδιου, συγκεντρώνοντας επίσης ένα χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού του. Ο Ρεμπώ ενσωματώθηκε για ένα διάστημα στον κύκλο των παρνασσιστών, ενώ σε ολόκληρο το διάστημα της διαμονής του στο Παρίσι, προκαλούσε με τη συμπεριφορά του τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής, διάγοντας έκλυτο βίο. Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή του, στις 5 Οκτωβρίου του 1871, γράφοντας:

«Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας.»[23]

Η ένδοξη πορεία του Ρεμπώ δεν είχε ωστόσο μεγάλη διάρκεια, κυρίως εξαιτίας της αντικοινωνικής και προκλητικής συμπεριφοράς του, που συνδύαζε δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, του ομοφυλόφιλου και του αναρχικού, και οι δύο ιδιαίτερα απωθητικοί στη δεκαετία του 1870. Τον Μάρτιο του 1872, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι της μητέρας του στη Σαρλβίλ, μετά από παρότρυνση του Βερλαίν που επιθυμούσε να σώσει τον γάμο του, ο οποίος είχε οδηγηθεί σε διάλυση εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του με τον Ρεμπώ. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Βερλαίν εγκατέλειψε τη σύζυγο και τον γιο του, ταξιδεύοντας μαζί με τον Ρεμπώ, αρχικά στο Βέλγιο και κατόπιν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πόλη, ο Ρεμπώ συνέθεσε μία σειρά πεζών ποιημάτων που αργότερα συγκρότησαν τη συλλογή Εκλάμψεις (Les Illuminations), η οποία ανήκει στα σημαντικότερα έργα του. Τον Απρίλιο του 1873, επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Σαρλβίλ. Στο αγρόκτημα της Ρος, ο Ρεμπώ ξεκίνησε να επιμελείται το πρώτο σχεδίασμα για το Μια εποχή στην κόλαση, το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος και το βιβλίο που επρόκειτο να του χαρίσει την αναγνώριση.

Το επόμενο διάστημα, ο Ρεμπώ επέστρεψε στο Λονδίνο και στην κοινή ζωή με τον Βερλαίν. Η προβληματική συμβίωση των δύο ποιητών οδήγησε σύντομα στη φυγή του Βερλαίν, για να συναντηθούν ξανά στις Βρυξέλλες, όπου μετά από έντονη διαφωνία, ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπώ στο αριστερό του χέρι, πάνω από τον καρπό. Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε για λίγες ημέρες στο νοσοκομείο Σαιν Ζαν των Βρυξελλών και αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή στην κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν και ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου δέκα αντίτυπα, από τα συνολικά 500 που είχε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα και άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα. Μέχρι το 1884, έτος δημοσίευσης του Les Poètes maudits (Οι καταραμένοι ποιητές) του Βερλαίν, δεν είχαν καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε στην αφάνεια.

Τους μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του Μια Εποχή στην Κόλαση ο Ρεμπώ έζησε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, ενώ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του 1874, δέχθηκε την επίσκεψη της μητέρας του και της αδελφής του, Βιταλί. Την ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα εργασία ως δάσκαλος γαλλικών. Σύμφωνα με μία αγγελία στους Times, βεβαιώνεται πως ο Ρεμπώ εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του Ρήντιγκ, όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των Εκλάμψεων. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του, στις 29 Δεκεμβρίου 1874.

Ο Ρεμπώ αναζητούσε να ασχοληθεί με μία πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη μηχανολογία. Παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν ένα επιπλέον εφόδιο και για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε στη Στουτγκάρδη, προκειμένου να εξοικειωθεί με τη γερμανική γλώσσα. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ' οίκον. Στη Στουτγκάρδη, ο Ρεμπώ συνάντησε για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν αργότερα τις Εκλάμψεις. Στα τέλη Απριλίου, εγκατέλειψε τη Γερμανία και ξεκίνησε μία νέα περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη Μασσαλία, όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος, έλαβε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών και οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί στον αντάρτικο ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά στο Παρίσι και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.

Περιπλάνηση σε Ευρώπη και Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτογραφία του Ρεμπό στο Χαράρ της Αιθιοπίας (περ. 1883).

Τον Μάιο του 1875, σε ένα καθοριστικό για το υπόλοιπο της ζωής του ταξίδι στο Βέλγιο, ο Ρεμπώ ήρθε σε επαφή με έναν στρατολόγο του ολλανδικού αποικιακού στρατού. Με βασικό κίνητρο τις οικονομικές απολαβές, δήλωσε συμμετοχή, και στο διάστημα από τις 18 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου ακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο λιμάνι του Χάρντερβεϊκ, μαζί με περίπου 200 στρατιώτες, στην πλειοψηφία τους μισθοφόροι. Μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι με το ατμόπλοιο Prins van Oranje, το τάγμα στο οποίο ανήκε ο Ρεμπώ, προσάραξε στην Μπατάβια (Τζακάρτα). Στις 15 Αυγούστου, ο Ρεμπώ λιποτάκτησε και παρά την καταδίωξή του από ένα απόσπασμα του ολλανδικού στρατού κατάφερε να ξεφύγει. Οι διηγήσεις του Ρεμπώ ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις ημερομηνίες του ημερολογίου καταστρώματος του πλοίου The Wandering Chief, τόσο ώστε να θεωρείται πολύ πιθανό πως τελικά έφυγε από την Ιάβα με αυτό, χρησιμοποιώντας το πλαστό όνομα Έντουϊν Χολμς. Στις 9 Δεκεμβρίου του 1875, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του. Αν και δεν είναι εξακριβωμένη η πορεία που ακολούθησε κατά την επιστροφή του, ο φίλος του Ντελαέ ανέφερε σε ένα γράμμα στις 28 Ιανουαρίου 1877, πως ταξίδεψε «[...] από τις Βρυξέλλες στο Κορκ (Ιρλανδία), μέσω Ιάβας, ύστερα στο Λίβερπουλ, τη Χάβρη, το Παρίσι, για να καταλήξει όπως πάντα στην Πόλη του Καρόλου».[24] Η περίοδος από τις αρχές του 1876 μέχρι την άνοιξη του 1877, υπήρξε μάλλον απόλυτα αδρανής για τον Ρεμπώ, καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τις δραστηριότητές του.

Από τον Μάιο του 1877, ξεκίνησε μία νέα περιπλάνηση με σταθμούς όπως η βόρεια Γερμανία, η Βρέμη, το Αμβούργο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη και πιθανά το Παρίσι. Τον Δεκέμβριο του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο. Ο Ρεμπώ ταξίδεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1878 και ανέλαβε τελικά επικεφαλής ενός λατομείου στην τοποθεσία Ποταμός, εργασία που εκτέλεσε με επιτυχία, σύμφωνα με τη συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Ο Ρεμπώ επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη Απριλίου του 1880 για να αναχωρήσει ξαφνικά από το νησί το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Η αλληλογραφία του, περιέχει αντιφατικές εξηγήσεις σχετικά με τα αίτια της αναχώρησής του, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκλήθηκε από ένα «παράπτωμα» στο οποίο είχε υποπέσει. Ειδικότερα, σύμφωνα με μαρτυρία του Ιταλού εμπόρου Οττορίνο Ρόζα (που είχε συνοδεύσει τον Ρεμπώ σε αποστολές), ο λόγος της φυγής του ήταν ένα εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο είχε σκοτώσει από αμέλεια έναν ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα.[25]

Τo επόμενο διάστημα κατέφυγε στην Αφρική, περιπλανώμενος προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη στο πρακτορείο του Αλφρέντ Μπαρντέ, από τον συνταγματάρχη Ντυμπάρ, μέλος του συνδέσμου εξαγωγέων καφέ, προκειμένου να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του. Τον Νοέμβριο του 1880, υπέγραψε νέο συμβόλαιο με σημαντικά αυξημένες αποδοχές, αυτή τη φορά για να εργαστεί σε εμπορευματικό σταθμό του Χαράρ. Παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες, με στόχο τη χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, στα πλαίσια των οποίων έφθασε μέχρι την περιοχή Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος και μία από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου εκείνη την εποχή. Μία λεπτομερής αναφορά του Ρεμπώ για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της περιοχής αλλά και το δεύτερο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπώ εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Άντεν. Λίγους μήνες αργότερα διέκοψε τη συνεργασία του με τον Μπαρντέ, προκειμένου να συνεργαστεί με τον έναν άλλο Γάλλο έμπορο, τον Πιερ Λαμπατύ, στο εμπόριο όπλων, αποβλέποντας σε γρήγορο πλουτισμό. Η αποστολή του στη Σόα και η συνεργασία του με τον βασιλιά Μενελίκ, αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδής, μετά το πέρας των οποίων έμεινε επτά εβδομάδες στο Κάιρο, αναρρώνοντας από τις κακουχίες και την επιβάρυνση της υγείας του. Από τα τέλη του 1888, το μεγαλύτερο ποσοστό του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία διεξαγόταν με επίκεντρο τον Αρθούρο Ρεμπώ, ο οποίος είχε ανελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία και έμπορο της περιοχής, ικανό να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων.[26]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τάφος του Ρεμπώ στο κοιμητήριο της Σαρλβίλ.

Στις 7 Απριλίου του 1891 ο Ρεμπώ εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και τη δεξιά κνήμη του πρησμένη. Στο νοσοκομείο του Άντεν διαγνώστηκε λανθασμένα αρθροορογονίτιδα σε προχωρημένο στάδιο. Στις 20 Μαΐου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της Μασσαλίας όπου η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για «νεόπλασμα στο γοφό», ενώ οι επόμενες ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος καρκίνου στα οστά. Μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. Ο Ρεμπώ παρέμεινε στο νοσοκομείο για τους επόμενους δύο μήνες και στη συνέχεια επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου λάμβανε τη φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ. Στις 23 Αυγούστου αναχώρησε ξανά για τη Μασσαλία, καθώς μία δεύτερη επέμβαση ήταν επιβεβλημένη. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και σύντομα παρέλυσε το αριστερό χέρι του κατά τα τρία τέταρτα.

Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν» (γαλλ. «Priez pour lui»). Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο Παρίσι, στην Πλας Ντε λ' Αρσενάλ. Στην πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, το οποίο φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστολή του Ρεμπώ προς τον Πωλ Ντεμενύ, στις 15 Οκτωβρίου του 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο τον ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στην περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του και ειδικότερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συνέβαλαν στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερόταν συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς και ο Βερλαίν.

Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα «οράματά» του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.

Δημοσιεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Μια Εποχή στην Κόλαση (Οκτώβριος 1873).

Το 1870 δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματα του Ρεμπώ, με τη συγκατάθεσή του. Επρόκειτο για τα Les Étrennes des orphelins και Trois baisersPremière soirée) που παρουσιάστηκαν στα περιοδικά La Revue pour tous και La Charge αντίστοιχα. Το Μια Εποχή στην Κόλαση υπήρξε το μοναδικό του βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873. Η εκτύπωση του χρηματοδοτήθηκε από τη μητέρα του και ολοκληρώθηκε περίπου στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο τυπογραφείο της επιχείρησης του Ζακ Πόουτ, στις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ παρήγγειλε συνολικά 500 αντίτυπα, αριθμός ιδιαίτερα υψηλός για τα δεδομένα της εποχής, από τα οποία παρέλαβε ο ίδιος περίπου δέκα, υποσχόμενος να πληρώσει εν καιρώ για τα υπόλοιπα. Για αρκετά χρόνια, το ποσό που οφειλόταν δεν πληρώθηκε, με αποτέλεσμα τα λιγοστά αντίτυπα που είχε παραλάβει ο Ρεμπώ να αποτελούν τα μοναδικά που είχαν διαρρεύσει σε έναν πολύ περιορισμένο κύκλο. Σύμφωνα με έναν ισχυρισμό της αδελφής του, Ιζαμπέλ, τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν από τον ίδιο τον Ρεμπώ, ωστόσο η ανακάλυψη των απλήρωτων αντιτύπων διαψεύδει αυτό το ενδεχόμενο.[27]

Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε ενόσω ήταν εν ζωή, ωστόσο χωρίς να έχει δώσει ο ίδιος τη συγκατάθεσή του. Το έργο του ξεκίνησε να αναγνωρίζεται και να εκδίδεται την περίοδο που ο Ρεμπώ είχε ήδη εγκαταλείψει τη λογοτεχνία και ειδικότερα στο διάστημα της παραμονής του στην Αφρική. Από τον Νοέμβριο του 1886, ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται σε περιοδικές εκδόσεις, ενώ για ένα διάστημα αποδόθηκαν στον Ρεμπώ και αρκετά πλαστά έργα. Οι Εκλάμψεις εκδόθηκαν για πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο, στην επιθεώρηση La Vogue, χάρη σε ενέργειες του Βερλαίν και του Νουβώ. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος επιθυμούσε τη δημοσίευσή τους, ούτε ακόμα αν τα ποιήματα που εκδόθηκαν συγκροτούσαν το πλήρες έργο, ωστόσο θεωρείται πως αυτά που περιέχονταν στη συλλογή είχαν γραφτεί πράγματι ως ένα ενιαίο σύνολο. Το 1892, επανεκδόθηκαν τα δύο κυριότερα έργα του, Μια Εποχή στην Κόλαση και Εκλάμψεις, ενώ το 1895 ακολούθησε η έκδοση της συλλογής Poésies Complètes που περιείχε ποιήματα του Ρεμπώ γραμμένα μέχρι το 1873. Σχεδόν το σύνολο του έργου του εκδόθηκε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με λίγες εξαιρέσεις. Δεν είναι γνωστό αν ο Ρεμπώ προμηθεύτηκε κάποιες από τις εκδόσεις των έργων του αλλά βεβαιωμένα γνώριζε για την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώρισή του, καθώς το 1885 έλαβε μία επιστολή από τον εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού La France moderne, ο οποίος ζητούσε τη συνεργασία του με το περιοδικό, χαρακτηρίζοντας τον Ρεμπώ «ηγέτη της σχολής της παρακμής».

Η σειρά με την οποία γράφτηκαν οι Εκλάμψεις και το Μια Εποχή στην Κόλαση αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών, καθώς οι μελετητές του έργου του Ρεμπώ δεν έχουν καταλήξει αν τα ποιήματα των Εκλάμψεων, ή μέρος τους, ολοκληρώθηκαν μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Τα πρώτα πεζά ποιήματα του Ρεμπώ χρονολογούνται το 1871-72, γεγονός που καθιστά, με μεγάλη πιθανότητα, τα πρώτα σχεδιάσματα για τις Εκλάμψεις προγενέστερα. Επιπλέον, το τελευταίο μέρος του Μια Εποχή στην Κόλαση, με τίτλο Αποχαιρετισμός (γαλλ. Adieu), ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ο τελικός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην ίδια την ποίηση. Σύμφωνα ωστόσο με το εισαγωγικό σημείωμα του Πωλ Βερλαίν για την πρώτη έκδοσή τους του 1886, οι Εκλάμψεις γράφτηκαν την περίοδο 1873-75, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρεμπώ στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γερμανία. Επιπλέον, γραφολογική μελέτη των χειρογράφων από τον Ανρί ντε Μπουγιάν ντε Λακόστ, έδειξε ότι τμήμα των Εκλάμψεων φέρει τον γραφικό χαρακτήρα του ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, με τον οποίο όμως έζησε ο Ρεμπώ μετά το 1874.[28] Αν και γενικά υπάρχει συμφωνία πως τα χειρόγραφα των Εκλάμψεων είναι μεταγενέστερα, δεν είναι από όλους παραδεκτό πως πράγματι η σύνθεσή τους χρονολογείται επίσης μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Από την άλλη πλευρά, δεν θεωρείται πιθανό πως ο Ρεμπώ θα αφιέρωνε χρόνο στην αντιγραφή και πιθανά στη βελτίωση των ποιημάτων, ενώ είχε ήδη εγκαταλείψει την ποίηση.

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι τον θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ. Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού»,[29] ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των συγγραφέων της μπητ γενιάς. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε τον δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956). Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.[30]

Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο. Στον ελληνικό χώρο, ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα και άλλους μουσικούς, μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στον δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού. To 2015 εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη το θεατρικό με τίτλο "Σαρλβίλ" του συγγραφέα Αχιλλέα Κούμπου με αφορμή τη ζωή του Ρεμπώ. Το κείμενο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Μάιο του 2014.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μια Εποχή στην Κόλαση (Une Saison en Enfer, 1873)
  • Οι Εκλάμψεις (Les Illuminations, 1873-75)
  • Poésies complètes (1895)

Στη διάρκεια της ζωής του Ρεμπώ δημοσιεύτηκαν με την άδειά του, τα ποιήματα Μια Εποχή στην Κόλαση (1873), Les Étrennes des orphelins (1870) και Trois baisersPremière soirée) (1870). Εν αγνοία του, δημοσιεύτηκαν επίσης τα ποιήματα:

  • Les Corbeaux (1872)
  • Petites PauvresLes Effarés) (1878, 1883)
  • Les Assis (1883)
  • Le Bateau Ivre (1883)
  • Les Chercheuses de poux (1883)
  • Oraison de soir (1883)
  • Voyelles (1883)
  • Les Premières communions (1886)
  • Le Buffet (1888)
  • Le Dormeur du val (1888)
  • Le Coeur du pitre (1888)
  • A la musique (1889)
  • Ma Bohème (1889)
  • Le Mal (1889)
  • Sensation (1889)
  • Au Cabaret vert (1890)
  • Paris se repeuple (1890)
  • Bal de pendus (1891)
  • Vénus anadyomène (1891)
  • Le Reliquaire, (1891)

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Άλμα πάνω, στο: 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119219976. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. Άλμα πάνω, στο: 2,0 2,1 (Ολλανδικά) RKDartists. 356690. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. Άλμα πάνω, στο: 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6hd7w58. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Ανακτήθηκε στις 9  Μαΐου 2021.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  6. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  7. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  8. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  9. LIBRIS. 26  Μαρτίου 2018. libris.kb.se/katalogisering/gdsvwn603fw33sn. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  10. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 119219976. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  11. Άλμα πάνω, στο: 11,0 11,1 11,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118601032. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  12. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn19990007039. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  13. Άλμα πάνω, στο: 13,0 13,1 The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/12696. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  14. www.nationaalarchief.nl/onderzoeken/archief/2.10.50/invnr/188/file/NL-HaNA_2.10.50_188_0079.
  15. «Пистолет, из которого был ранен Рембо, продан за 430 тысяч евро». (Ρωσικά) 30  Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  16. Άλμα πάνω, στο: 16,0 16,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 122870387. Ανακτήθηκε στις 12  Μαΐου 2021.
  17. Τον Ιούνιο του 1857 είχε γεννηθεί η πρώτη κόρη της οικογένειας, που ονομάστηκε επίσης Βιταλί, ωστόσο πέθανε ένα μήνα αργότερα. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους γεννήθηκε η ομώνυμη δεύτερη κόρη των Φρεντερίκ Ρεμπώ και Βαλερί Κυίφ.
  18. Ο πατέρας του Ρεμπώ συνέλεγε κείμενα για τα οποία έγραφε αναλύσεις. Στο σχετικά πλούσιο λογοτεχνικό του έργο, συγκαταλέγονται κείμενα για στρατιωτικά θέματα, μία πραγματεία για τους αρχαίους και σύγχρονους στρατιωτικούς λόγους, αραβικά ανέκδοτα (είχε διακριθεί στην κατάκτηση της βόρειας Αφρικής και είχε τεθεί υπεύθυνος του φυλακίου Σεμπντού στην Αλγερία) αλλά και μία μετάφραση του Κορανίου.
  19. Στο πρωτότυπο «Dans les yeux bleus et sous le front plein d'éminences», Les Poètes de sept ans, στ. 3.
  20. βλ. Robb, σελ. 64.
  21. ό.π. σελ. 101.
  22. Αρχικός τίτλος Le Cœur supplicié («Βασανισμένη καρδιά»)
  23. βλ. Robb, σελ. 146.
  24. Rimbaud : Oeuvres complètes, επ. Α. Adam, Gallimard, 1972, σ. 302
  25. βλ. Robb, σελ. 351.
  26. Robb, σελ. 452. Βλ. επίσης επιστολή Α. Ιλγκ προς Ρεμπώ, 30 Μαρτίου 1889, Oeuvres complètes, επ. Α. Adam, Gallimard, 1972, σ. 529.
  27. Robb, σελ. 275. Βλ. επίσης Librairie L'Oiseau-Lire Αρχειοθετήθηκε 2007-03-05 στο Wayback Machine.(Γαλλικά), La légende de la destruction par Rimbaud de l'édition princeps de «Saison en enfer»; Carteret, Le Trésor du bibliophile romantique et moderne, tome II, p. 271.
  28. βλ. Robb, σελ. 280. Για τη μελέτη του ντε Λακόστ βλ. επίσης Henry de Bouillane de Lacoste, Rimbaud et le problème des Illuminations, Mercure de France, 1949, p. 270.
  29. Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, Δωδώνη (1983), σελ. 30.
  30. βλ. Robb, σελ. 497.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μπερνάρ Σ., «Το Πρόβλημα των Εκλάμψεων», Εκλάμψεις (μτφρ Α. Ασλάνογλου), Ηριδανός, 1981, σελ. 139-46
  • Ρεμπώ Α. (μφ. Κωστής Παππάς), Γράμματα του Αρθούρου Ρεμπώ, Νεφέλη, 1984
  • Rimbaud Α., Α. Adam (επ.), Oeuvres complètes, Bibliothèque de la Pléiade, Gallimard, 1972
  • Rimbaud, Arthur. (2006). Encyclopædia Britannica.
  • Robb Graham, Αρθούρος Ρεμπώ, Μικρή Άρκτος, 2005, ISBN 960-8104-10-6
  • Οι διασημότερες ελληνικές μεταφράσεις είναι εκείνες των Χριστόφορου Λιοντάκη και του Νίκου Σπάνια σε έντυπες εκδόσεις ενώ, υπάρχει επίσης, αναρτημένη, μετάφραση με ελεύθερη πρόσβαση του Χρίστου Κρεμνιώτη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Αρθούρε Ρεμπώ απόψε θα μπω στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι μακριά ν’ ανοιχτώ σε κύκλο φριχτό που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει Αγγέλου γιασεμιά σκόρπισες μέσα στην βρωμιά κληρονομιά για μας κι εσύ παντοτινά σε σταυροδρόμια σκοτεινά το σατανά πολεμάς Αρθούρε Ρεμπώ το βράδυ θαμπό και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη κατάρα κι οργή μοιράζουν την γη και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι Αρθούρε Ρεμπώ θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι Αρθούρε Ρεμπώ να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει

Παρασκευή, Μαΐου 19, 2023

Έντγκαρ Άλαν Πόε

 

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr
Ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, ο  πρώτος αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

© SanSimera.gr

Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που αναγνωρίστηκε διεθνώς. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του, στα οποία επικρατεί το μυστήριο και το μακάβριο, όπως «Οι φόνοι τής οδού Μοργκ» («Murders in the· Rue Morgue», 1841), που θεωρείται η απαρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας και το εμβληματικό του ποίημα «To κοράκι» («The Raven», 1845).

Ο Ένγκαρ Πόε γεννήθηκε στην Βοστώνη στις 19 Ιανουαρίου 1809 και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά ενός ζεύγους ηθοποιών, του ιρλανδικής καταγωγής Ντέιβιντ Πόε και της αγγλίδας Ελίζαμπεθ Χόπκινς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία το 1810 και η μητέρα του πέθανε τον επόμενο χρόνο. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε ο έμπορος και ο κατά πιθανότητα νονός του Τζον Άλαν και η σύζυγός του Φράνσις, που προσέθεσαν στο ονοματεπώνυμο του νεαρού Έντγκαρ και το δικό τους επώνυμο.

Από το 1815 έως το 1820 έζησε στην Σκωτία και την Αγγλία, όπου άρχισε κλασικές σπουδές, τις οποίες συνέχισε, μετά την επάνοδό του στις ΗΠΑ, στο Ρίτσμοντ της πολιτείας Βιρτζίνια. Το 1826 φοίτησε για 11 μήνες στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, όπου σπούδασε Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Ιταλικά. Η ενασχόλησή του όμως με τον τζόγο εξόργισε τον κηδεμόνα του, ο οποίος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του και ο Πόε επέστρεψε στο Ρίτσμοντ.

Το 1827, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα αμερικανικά γράμματα, εκδίδοντας στην Βοστώνη ένα φυλλάδιο με τα νεανικά του ποιήματα με τίτλο «Tamerlane, and Other Poems» («Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα«). Η έλλειψη οικονομικών μέσων τον οδήγησε στην απόφαση να καταταγεί στο στρατό. Ο κηδεμόνας του Τζον Άλαν εξαγόρασε την στρατιωτική του θητεία και τον βοήθησε να εισαχθεί στην Στρατιωτική Ακαδημία τού Γουέστ Πόιντ (την Σχολή Ευελπίδων των ΗΠΑ). Πριν από την έναρξη της φοίτησής του, το 1829, ο Πόε εξέδωσε στην Βοστώνη την συλλογή ποιημάτων«Αl Aaraaf, Tamerlane, and Minor Poems» («Αλ Ααράαφ, Ταμερλάνος και μικρότερα ποιήματα»).

Το κλίμα της σχολής δεν τον σήκωνε και από την αρχή τής φοίτησής του επιδίωκε να αποβληθεί, απουσιάζοντας συστηματικά από τις ασκήσεις και τα μαθήματα. Και πράγματι το πέτυχε. Αμέσως μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη, όπου εξέδωσε συλλογή με τίτλο «Ποιήματα» («Poems»), με ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματά του. Επέστρεψε στην Βαλτιμόρη, όπου άρχισε να γράφει διηγήματα. Το 1833 το διήγημά του «Χειρόγραφο μέσα σε ένα μπουκάλι» («MS. Found in a Bottle») κέρδισε 50 δολάρια σε διαγωνισμό μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας τής Βαλτιμόρης.

Το 1835 είχε πια εγκατασταθεί στο Ρίτσμοντ, όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό «Southern Literary Messenger» και απέκτησε φήμη ως κριτικός. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την ηλικίας 13 ετών εξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλεμ και υπήρξε στοργικός σύζυγος στα λίγα χρόνια που έζησαν μαζί.

Ο Πόε απολύθηκε από το περιοδικό, πιθανώς διότι είχε κρίσεις μέθης, και εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη. Το ποτό κατέστρεψε την ζωή του. Μεθούσε σπάνια, αλλά πάντοτε δημόσια. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην υπόθεση ότι ο Πόε ήταν τοξικομανής, αλλά κατά μια ιατρική μαρτυρία υπέφερε από κάκωση τού εγκεφάλου.

Κατά την διάρκεια τής παραμονής του στην Νέα Υόρκη εξέδωσε, τον Ιούλιο του 1838, το μοναδικό ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του με τίτλο «Η αφήγηση τού Άρθουρ Γκόρντον Πιμ» («The Narrative of Arthur Gordon Pym of Nantucket»), μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια που καταλήγει σ' έναν κρυπτογραφικό γρίφο, που σύμφωνα με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, επηρέασε πλήθος γνωστών συγγραφέων. Ένας από αυτούς είναι ο Χέρμαν Μέλβιλ στο μυθιστόρημα του «Μόμπι Ντικ».

To 1839 συνεργάστηκε στην έκδοση τού περιοδικού Burton’s Gentleman’s Magazine της Φιλαδέλφειας. Είχε δεσμευτεί με συμβόλαιο να παραδίδει ένα κείμενο τον μήνα. Τότε έγραψε την γνωστή ιστορία τρόμου «Η πτώση τού Οίκου των Άσερ» («The Fall of the House of Usher»), που περιλαμβάνει μια ιδιαίτερα μελετημένη περιγραφή ενός νευρωτικού, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο ίδιος ο Πόε, όπως είχε αρχικά υποτεθεί, αλλά ένας γνωστός του.

Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε την συλλογή «Αλλόκοτες ιστορίες» («Tales of the Grotesque and Arabesque», με χρονολογία 1840). Παραιτήθηκε από το περιοδικό γύρω στον Ιούνιο του 1840, αλλά το 1841 ανέλαβε την έκδοση του περιδικού Graham’s Lady's and Gentleman’s Magazine, στο οποίο δημοσίευσε την πρώτη αστυνομική ιστορία με τίτλο «Οι φόνοι της οδού Μοργκ» («The Murders in the Rue Morgue»). To 1843, το διήγημά του «Ο χρυσός σκαραβαίος» («The Gold Bug») κέρδισε ένα βραβείο τής εφημερίδας «Dollar Newspaper» της Φιλαδέλφειας, χάρη στο οποίο έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Το 1844 επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου δημοσίευσε το διήγημα «Η απάτη τού μπαλονιού» («The Balloon Hoax») στην εφημερίδα New York Sun. Παράλληλα συνεργαζόταν με την εφημερίδα New York Mirror. Στην εφημερίδα αυτή, στο φύλλο της 29ης Ιανουαρίου 1845 δημοσιεύθηκε το περίφημο ποίημά του, «Το κοράκι» («The Raven»), που τον έκανε αμέσως διάσημο σε ολόκληρη την χώρα.

Κατόπιν συνεργάστηκε με το βραχύβιο έντυπο «Broadway Journal», στο οποίο αναδημοσίευσε το 1845 τα περισσότερα διηγήματά του. Εκείνο τον χρόνο η ποιήτρια Φράνσις Σάρτζεντ Όσγκουντ ερωτεύθηκε τον Πόε. Η σύζυγός του Βιρτζίνια δεν διαμαρτυρήθηκε, αλλά τα κείμενα τα οποία δημοσιεύονταν από την ποιήτρια με το ψευδώνυμο «Φάνι» για τον φιλολογικό της έρωτα προκάλεσαν σκάνδαλο.

Το 1845 ο Πόε εξέδωσε τον τόμο «Το κοράκι και άλλα ποιήματα» («The Raven and Other Poems») και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες» («Tales»). Το 1846 εγκαταστάθηκε σε εξοχικό σπίτι στο Φόρνταμ (σήμερα συνοικία της Νέας Υόρκης), όπου έγραψε για λογαριασμό του Godey's Lady’s Book (Μάιος - Οκτώβριος 1846) μια σειρά κειμένων με τίτλο «Οι λόγιοι της Νέας Υόρκης» («Literati of New York»). Επρόκειτο για μια παρουσίαση προσωπικοτήτων της εποχής του, με τα σχετικά κουτσομπολιά, τα οποία τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Τον Ιανουάριο του 1847 πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση σε ηλικία 25 ετών και η ζωή του ξανάγινε ασταθής και προβληματική. Το 1848 δημοσίευσε διάλεξή του με τίτλο «Εύρηκα» («Eureka»), στην οποία επιχειρεί μια υπερβατική «εξήγηση» τού Σύμπαντος, που δίχασε την κριτική. Κάποιοι την θεώρησαν αριστούργημα, κάποιοι άλλοι σκέτη ανοησία. Έπειτα από μια κρίση μέθης στην Φιλαδέλφεια, κατόρθωσε να επιστρέφει στο Ρίτσμοντ, όπου τελικά, ύστερα από διάφορες ερωτικές περιπέτειες, αρραβωνιάστηκε μια παλιά του γνώριμη, την Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ, η οποία ήταν χήρα. Μαζί της πέρασε ένα ανέμελο και ευτυχισμένο καλοκαίρι το 1849.

Ο Πόε είχε ορισμένα προαισθήματα για τον επικείμενο θάνατό του, όταν έφυγε από το Ρίτσμοντ για την Βαλτιμόρη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου 1849 βρέθηκε μεθυσμένος και σε οικτρή κατάσταση καταμεσής του δρόμου και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Στις 5 το πρωί της 7ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή και τάφηκε στο Πρεσβυτεριανό Νεκροταφείο τής Βαλτιμόρης. Η αιτία του θανάτου του εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο, καθώς χάθηκαν τα ιατρικά έγγραφα και το πιστοποιητικό θανάτου. Από τότε διάφορες ερμηνείες για την ασθένεια που προκάλεσε τον πρόωρο θάνατό του έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2216

Τρίτη, Απριλίου 11, 2023

Στέφανος Μαλλιαρός. Από τον Γενάρη του 2023 δεν υπάρχει ανάμεσά μας ο αισιόδοξος ποιητής

 

Ο Στέφανος Μαλλιαρός γεννή­θηκε το 1983. Μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο Αττικής και ζει στην Ηλιούπολη. Εισήχθη στο Τμήμα Πληροφορικής και Τη­λεπικοινωνιών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημί­ου Αθηνών. Αρκετά νωρίς όμως, εγκατέλειψε το αντικείμενο αυτό για να ασχοληθεί με τις μεγάλες του αγάπες, τη λογοτε­χνία και τη συγγραφή.

Από το 2019 παρακολουθώ­ντας σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο έχει αφιερωθεί στη στιχουργική και πολύ σύντομα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στο χώρο της ελλη­νικής δισκογραφίας... (δυστυχώς ΔΕΝ πρόλαβε ) 


 

Στην πρώτη ποιητική συλλογή του Στέφανου Μαλλιαρού “Δεν σηκώνουν άλλο φόβο οι εποχές”, η Λίνα Νικολακοπούλου γράφει στον πρόλογο:

“Ο Στέφανος γράφει σαν να μην έχει χαλάσει οριστικά ο κόσμος γύρω μας. Ο δικός του πάντως ζεστός και ζωντανός εσωτερικός κόσμος είναι φανερό πως έχει τον πρώτο λόγο, όταν πιάνει το χαρτί και το μολύβι, ή το πληκτρολόγιο και το ποντίκι, την ώρα της επιθυμίας για δημιουργία, για πλεύση στο αχανές των συνειρμών, των προβολών του είναι του, του ζευγαρώματος των ήχων των καταλήξεων των στίχων.

Έχουμε συναντηθεί ζωντανά και ψηφιακά πολλές φορές εδώ και τρία χρόνια, τις Δευτέρες κάθε εβδομάδας, όσο κρατούσαν οι κύκλοι των μαθημάτων – αφορμών για βάθεμα των καταδύσεων, για εξέλιξη του ύφους, για βελτίωση της τεχνικής και ενίσχυση της απαραίτητης πειθαρχίας και αφοσίωσης που απαιτεί η τέχνη της γραφής.

Η ευκολία του στο μέτρο και στον ρυθμό ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής. Αυτό που με ικανοποιεί με την πάροδο του χρόνου όμως είναι η εξέλιξή του και η συνεχής προσπάθειά του να αποκτήσει προσωπικό ύφος. Κάτι που είναι το μεγάλο ζητούμενο των ανθρώπων που γράφουν. Σαν να λέμε, το δακτυλικό αποτύπωμα.


 Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ

 

 "Απρόσκλητος επισκέπτης" που έχει γραφτεί για την επάρατη νόσο.


Απρόσκλητος επισκέπτης

Έχει αλλάξει η μορφή μου στον καθρέφτη
δεν με τρομάζει η εικόνα όπως παλιά,
κοιτώ στα μάτια τον απρόσκλητο επισκέπτη
και με τη σκέψη μου ζωγράφισα μαλλιά.

Σαν εφιάλτης μπήκες μέσα στο κορμί μου
όμως δε σκέφτηκες δεν είμαι μόνο αυτό,
έχω σφραγίσει έναν ήλιο στη ψυχή μου
κι έχω για όπλα μου αστέρια κι ουρανό.

Δεν έχω μάθει στη ζωή να προσκυνάω
γι' αυτό δεν πρόκειται μπροστά σου να κρυφτώ,
όλου του κόσμου την αγάπη κουβαλάω
κι όταν λυγίζω έχω κάπου να πιαστώ.

Χωρίς εμένα να το ξέρεις δεν υπάρχεις
σήκω και φύγε ή θα ζούμε ειρηνικά,
σηκώνω λάβαρο στο τέλος κάθε μάχης
υπερασπίζομαι χαμένα ιδανικά.
 
 
 Το ανάστημα του καθενός δεν είναι το κορμί του, 
τα όρια βάζει η καρδιά μαζί με την ψυχή του
 
 
«Το ανάστημα»

Στον κόσμο αυτό από μικρός ήταν ο πόνος αδερφός στεγνό το χώμα

Ο Χρόνος άφηνε πληγές, πολύ βαθιές κάποιες φορές στο άδειο σώμα

Μα είχα δίπλα μου πολλούς που μοιραστήκαν τους καημούς , να μη βουλιάξω

Μαζί τους βρήκα τη χαρά  και μου φορέσαν δυο φτερά, για να πετάξω.
 
 
 
 Ο Στέφανος Μαλλιαρός ήταν ΑΜΕΑ πέθανε 39 ετών ......
Καλό σου ταξείδι Στέφανε!
 
 
 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2023

Σου έχω μιλήσει ποτέ για αυτούς?

 

Σου έχω πει ποτέ για τους τρελούς;
Σου έχω μιλήσει καμιά φορά για εκείνη την σπάνια ράτσα ανθρώπων που τους βλέπεις κι όρκο παίρνεις ότι δεν στέκουν στα καλά τους;
Για εκείνους τους ξεχωριστούς ανθρώπους που στην όψη μοιάζουν ήσυχοι, αδύναμοι και αλλοπαρμένοι;
Που πολύ εύκολα μπορείς να ξεγελαστείς αντικρίζοντάς τους θεωρώντας τους καλόβολους και εύκολους;
Που στην πρώτη ματιά μπορεί να τους υποτιμήσεις και να γελάσεις ίσως μαζί τους;
Κάτσε να σου πω λοιπόν για τους αλλιώτικους και τους τρελούς!
Είναι λίγοι, υπάρχουν παντού και δεν έχουν ηλικία.
Μοιάζουν με παιδιά στο φέρσιμο τους, με αθώα και άδολα παιδιά, που όμως μπορούν να γίνουν δαίμονες σωστοί αν τους προκαλέσεις.
Ευκολόπιστοι και καχύποπτοι συνάμα, χαμογελαστοί και βουρκωμένοι μαζί, σιωπηλοί και κραυγαλέοι παράλληλα.
Θα τους δεις να κρατούν την αλήθεια αγκαλιά.
Θα τους δεις ματωμένους, να στέκουν αγέρωχοι κι ας είναι γεμάτοι πληγές.
Θα τους δεις με στεγνά τα δάκρυα στα μάτια τους, μα με το βλέμμα τους πάντα στραμμένο ψηλά.
Θα τους δεις να κρατούν σπαθί ακονισμένο και βέλη αιχμηρά, μα για ασπίδα ούτε λόγος να μην γίνεται γιατί δεν την χρειάζονται!
Μόνους θα τους δεις, να τα βάζουν με χίλιους και ας τους λένε τρελούς.
Να πολεμούν για το δίκιο τους σε άνισες μάχες.
Με έναν ήλιο στο πλάι τους και ένα ουρανό από πάνω.
Με μια ψυχή να γελάει και με μια καρδιά δυνατά να χτυπά.
Με πάντα σταθερό κι ήσυχο βήμα, μα με ανήσυχα όνειρα.
Με μια ηρεμία στο πρόσωπο και με μια φωτιά να βγαίνει από μέσα τους.
Θα τους δεις να μονολογούν, να ψιθυρίζουν, να τραγουδάνε και να απαγγέλλουν σε μια άκρη μονάχοι τους.
Θα τους ακούσεις να μιλούν για τα σπάνια, για άξιες και έννοιες που τείνουν να χαθούν, για συναισθήματα και πράξεις που λίγοι μπορούν να τα καταλάβουν.
Θα τους ακούσεις να υπερασπίζονται το ανέφικτο ώστε να γίνει εφικτό, να σου μιλούν για τα όμορφα χωρίς να βγάζουν μιλιά, να γελούν με τα λάθη τους, να τσαλακώνουν το εγώ τους και τις πληγές τους να κρύβουν.
Θα τους ακούσεις να πέφτουνε κάτω και να γελούν δυνατά, να σπάνε τα μούτρα τους και καρφί να μην τους καίγεται.
Θα τους ακούσεις να πιστεύουν στο για πάντα και στο μαζί, να ποντάρουν στην αγκαλιά και στο φιλί, να ζητάνε ελάχιστα και να δίνουν πολλά.
Θα τους ακούσεις να μιλούν για αγάπη και να λάμπουν ολόκληροι, να μιλούν για τον έρωτα λες και μιλούν για Θεό.
Ρομαντικούς και ονειροπόλους τους λένε!
Αλλά εσύ πες τους τρελούς. Το ίδιο είναι.
Ξεροκέφαλα ιδεολόγοι, εραστές της αγάπης και των ανθρώπων τους προστάτες.
Λιγομίλητοι στα λόγια τους και φλύαροι στις πράξεις τους.
Μοναχικοί και σπάνιοι, μοναδικοί και ακριβοθώρητοι!
Και αν ποτέ βρεθούν στον δρόμο σου, αν σου τύχει και τους δεις ή αγάπα τους παράφορα ή μην τους μιλάς καθόλου, γιατί δεν τα γουστάρουν τα μέτρια, δεν τα αντέχουν τα χλιαρά, δεν τα θέλουν τα κάλπικα.
Ζουν για το όλα ή τίποτα, υπάρχουν για το πολύ και το δυνατά.
Και μην ξεγελαστείς!
Μην τα βάλεις μαζί τους γιατί μοιάζουν αδύναμοι σαν ενεργά ηφαίστεια, γιατί δείχνουνε ήσυχοι σαν μια ήσυχη βόμβα, γιατί φαίνονται ήρεμοι σαν άγρια θεριά.
Το νου σου με δαύτους… αξίζουν πολλά αν τους αντέξεις.
Γιώργος Καραγεώργος